Ιστορική αναδρομή και πτώση της Bενετίας

Στις 9 Μαρτίου 1796 ο Ναπολέων Βοναπάρτης νυμφεύεται την Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί και μόλις δύο μέρες αργότερα ξεκινάει, επικεφαλής 38.000 ανδρών κακώς εξοπλισμένων, για την εκστρατεία της Ιταλίας. H εκστρατεία αυτή αρχικά σχεδιάστηκε από το Διευθυντήριο σαν μια επιχείρηση αντιπερισπασμού, στο πλαίσιο του πόλεμου με την Αυστρία, του οποίου οι δύο κύριοι άξονες κατεύθυνσης βρίσκονταν πολύ πιο βόρεια, στον Ρήνο. Η ιταλική εκστρατεία ανέδειξε από τις πρώτες κιόλας συγκρούσεις την στρατιωτική και πολιτική ευφυΐα του μόλις 27χρονου Βοναπάρτη, καταφέρνοντας στους Αυστριακούς διαδοχικές ήττες.

Η Δημοκρατία της Βενετίας, ακολουθώντας μια παλιά τακτική και παράδοση, είχε δηλώσει ουδετερότητα σε αυτήν την σύγκρουση αλλά για κακή της τύχη τα εδάφη της βρίσκονταν πάνω στον κύριο άξονα κατεύθυνσης των γαλλικών στρατευμάτων, στην πορεία τους προς την Βιέννη. Σύντομα αυτά τα εδάφη κατακλύστηκαν πρώτα από πρόσφυγες, μετά από αυστριακά στρατεύματα που υποχωρούσαν και στην συνέχεια από τις γαλλικές εμπροσθοφυλακές. Η αλήθεια είναι ότι η Βενετία αρνήθηκε να βοηθήσει και να δώσει εφόδια έστω και κρυφά, στις Αυστριακές δυνάμεις, ύστερα από παράκληση του αυτοκρατορικού πρεσβευτή. Παράλληλα, διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Βοναπάρτη για τις ζημιές και τις καταστροφές που προκαλούσαν τα γαλλικά στρατεύματα στα ηπειρωτικά της εδάφη. Η απάντηση του Βοναπάρτη ήταν σκληρή. Κατηγόρησε την Βενετία γιατί δεν κήρυξε πόλεμο στην Αυστρία και απείλησε να περάσει την πόλη της Βενετίας «δια φωτιάς και σιδήρου».

Η Δημοκρατία, σαν αντίδραση, διαμαρτυρήθηκε προς στους δύο εμπόλεμους για την καταπάτηση των εδαφών της και παράλληλα κήρυξε επιστράτευση και συγκέντρωση του στόλου, μην παίρνοντας όμως παραπάνω πρωτοβουλίες. Η κατάσταση σύντομα χειροτέρεψε, όταν γαλλικά πλοία εμφανίστηκαν στην βόρεια Αδριατική, αποκλειστική θάλασσα της Βενετίας. Στους επόμενους μήνες τα ηπειρωτικά εδάφη της Δημοκρατίας έγιναν θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, στο πλαίσιο μιας σειράς αποτυχημένων αυστριακών αντεπιθέσεων. Η Βενετία έβλεπε πλέον τα γαλλικά στρατεύματα να «φιλοξενούνται» στις πόλεις της, αναγκάστηκε δε να πληρώσει μια εισφορά στον Βοναπάρτη για την οικονομική ενίσχυση της εκστρατείας του. Σύντομα μια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων λομβάρδων ιακωβίνων αλλά και μαζικές εξεγέρσεις με έντονα αντιγαλλικά αισθήματα στις κατεχόμενες πόλεις, δημιούργησε κοινωνικές συγκρούσεις και αφορμή για φανερή πλέον παρέμβαση του γαλλικού στρατού. Στις 12 Απριλίου η Βενετία διατάζει μέγιστη επιφυλακή ενώ τρεις μέρες αργότερα, στις 15 Απριλίου, ο Γάλλος πρεσβευτής δηλώνει την πρόθεση της Γαλλίας να υποστηρίξει οποιαδήποτε λαϊκή εξέγερση ενάντια στον «τύραννο».

Στις 17/4/1797 ο Βοναπάρτης υπογράφει ένα προσύμφωνο ειρήνης με την Αυστρία ενώ την ίδια μέρα στην Βερόνα ξεσπάει εξέγερση εναντίων των Γάλλων. Τρεις μέρες αργότερα η γαλλική φρεγάτα “ Le Libérateur d’Italie” θα προσπαθήσει να εισχωρήσει στο λιμάνι του Λίντο. Η φρεγάτα θα πάθει ζημιές από τα κανόνια του φρουρίου του Αγίου Ανδρέα, ο πλοίαρχος της θα φονευθεί από μπάλα κανονιού και το πλοίο θα κυριευτεί και θα αιχμαλωτιστεί από το βενετικό πλοίο “Annetta Bella”. Παρόλα αυτά, η Βενετία αρνείται ακόμα να πάρει στρατιωτική πρωτοβουλία, και αφήνει τους στασιαστές της Βερόνα στην μοίρα τους. Ελπίζει ακόμη σε μια αποφυγή ανοιχτής σύρραξης και είναι διατεθειμένη να θυσιάσει και κάποια εδάφη για αυτό το σκοπό. Στις 25 Απριλίου, γιορτή του Αγίου Μάρκου, μπροστά στους έκπληκτους Βενετούς καλεσμένους στο Γκρατς, ο Βοναπάρτης θα πει ότι «δεν θέλω την Ιερά Εξέταση, δεν θέλω την Σύγκλητο, θα γίνω ένας Αττίλας για την Βενετία» (Je serai un Attila pour Venise). Κατά τις επόμενες ημέρες τα γαλλικά στρατεύματα θα καταλάβουν όλα τα εδάφη της Terraferma, φτάνοντας σχεδόν ως την ιστορική λιμνοθάλασσα.

H εξόντωση του τελευταίου θύλακα αντίστασης στην γέφυρα του Ριάλτο

Στις 2 Μαΐου φτάνει επισήμως η κήρυξη πολέμου εκ μέρους της Γαλλίας ενώ την επόμενη μέρα, παραδόξως, ματαιώνεται η επιστράτευση των cernide της Δαλματίας. Μάταιη φάνηκε επίσης η προσπάθεια κατευνασμού των Γάλλων, καταδικάζοντας τον διοικητή του φρουρίου που είχε βομβαρδίσει την γαλλική φρεγάτα. Στις 12 Μαΐου, δύο μέρες πριν την λήξη του γαλλικού τελεσίγραφου, το Μέγα Συμβούλιο συνεδρίασε για τελευταία φορά. Με 512 ψήφους υπέρ και 20 κατά, υπό τους πυροβολισμούς των Σκλαβούνων στην πλατεία του Αγίου Μάρκου που χαιρετούσαν, φεύγοντας από την Βενετία, τον μαρκιανό λέοντα, ψηφίστηκε το τέλος της Δημοκρατίας. Το ψήφισμα διαβάστηκε από το μπαλκόνι στα πλήθη λαού που είχαν συγκεντρωθεί από κάτω. Ακολούθησε λαϊκή εξέγερση και πλιάτσικο εναντίων των βενετών Ιακωβίνων. Στις 15 Μαΐου ο δόγης Ludovico Manin θα εγκαταλείψει για πάντα το δουκικό παλάτι, αναγγέλλοντας την γέννηση του Προσωρινού Δημαρχείου. Ουσιαστικά, αν εξαιρέσουμε τον κανονιοβολισμό της γαλλικής φρεγάτας, η Βενετία κυριεύθηκε χωρίς να ρiχτεί ούτε μια ντουφεκιά.

Στις 4 Ιουνίου φυτεύτηκε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου το Δέντρο της Ελευθερίας ενώ παράλληλα κομματιάστηκε το Λάβαρο της Δημοκρατίας και κάηκε η Χρυσή Βίβλος. Επίσης με αυτή την ευκαιρία παρουσιάστηκε το καινούργιο σύμβολο του φτερωτού λέοντα με την επιγραφή “DIRITTI DELL’UOMO E DEL CITTADINO” (Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη). Ήταν η τελευταία εμφάνιση της ηλικίας 10 αιώνων βενετικής σημαίας. Η μήπως όχι;

Πέραστ, πόλη Σημαιοφόρων

(Perasto fedelissima)

 

Στο Μαυροβούνιο, καλά προφυλαγμένη από τον Κόλπο του Κότορ, βρίσκεται η πόλη Πέραστ (Пераст), Perasto για τους Βενετούς. Ανήκε στην Bενετία από το 1420. Κατά το 1700 η πόλη διέθετε 4 ναυπηγεία και φιλοξενούσε ένα στόλο εκατό πλοίων. Είχε 2.000 κάτοικους (σήμερα 350). Η πόλη διέθετε 9 αμυντικούς πύργους αλλά καθόλου τείχη. Το Πέραστ είχε διακριθεί για τον ηρωισμό του, όταν το 1368 οι κάτοικοί του βοήθησαν αυθόρμητα τον βενετικό στόλο, κατά την διάρκεια μιας σκληρής πολιορκίας. Για αυτή τους την εισφορά οι κάτοικοι τιμήθηκαν από την Βενετική Σύγκλητο και ονομάστηκαν fedelissimi gonfalonieri (εμπιστότατοι σημαιοφόροι), τίτλο που είχαν κερδίσει και πριν από την Ενετοκρατία, όταν ήταν οι φύλακες του λάβαρου του βασιλιά της Σερβίας. Τους δόθηκε λοιπόν η τιμή να κρατούν στην πόλη του Πέραστ την ιστορική πολεμική σημαία του στόλου της Βενετίας, (η οποία πολύ σπάνια μεταφέρονταν στην πόλη της Βενετίας) και αυτή η διάκριση κράτησε μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας. Κατά την Ενετοκρατία το Πέραστ απολάμβανε μιας κάποιας διοικητικής αυτονομίας. Η πίστη των κατοίκων προς την Βενετία δεν χάθηκε με το τέλος της Δημοκρατίας. Ενώ στις 12 Μαΐου ο δόγης παρέδιδε τα σύμβολα του Αγίου Μάρκου, οι κάτοικοι του Πέραστ αποφάσιζαν να παραμείνουν «βενετσιάνοι» και τάχτηκαν για την συνέχιση της Δημοκρατίας και την αυτοκυβέρνηση.

Ο ναός στον οποίο θάφτηκε η πολεμική σημαία

Από το Συμβούλιο των Γερόντων του Πέραστ εκλέγονταν 12 Σημαιοφόροι οι οποίοι ορκίζονταν να πεθάνουν παρά να παραδώσουν την πολεμική σημαία στον εχθρό. Οι «σημαιοφόροι του Πέραστ» κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του δόγη και είχαν σαν αποστολή την υπεράσπιση της πολεμικής σημαίας που βρίσκονταν αναρτημένη στην βενετική ναυαρχίδα. Οι σημαιοφόροι του Πέραστ αποτελούσαν ένα ανεξάρτητο Σώμα της Milizia Veneta da Mar και έπαιρναν διαταγές μόνο από τον Capitano Generale da Mar. Κατά την ναυμαχία της Ναυπάκτου σκοτώθηκαν 8 από τους 12 σημαιοφόρους που αποτελούσαν την φρουρά της πολεμικής σημαίας. Ο Capitano di Perasto ήταν η ανώτατη στρατιωτική και διοικητική μορφή. Εκείνη την περίοδο Capitano ήταν ο κόμης Giuseppe Viscovich, αδελφός του πλοίαρχου του “Annetta Bella” που είχε αιχμαλωτίσει το “ Le Libérateur d’Italie”.

Μετά την πτώση της Βενετίας και σύμφωνα με τους μυστικούς όρους του προσύμφωνου του Leoben, οι Αυστριακοί εισήρθαν στην Δαλματία και άρχισαν να κυριεύουν όλες τις πρώην βενετικές κτήσεις. Το Πέραστ ήταν η τελευταία βενετική κτήση που έμεινε ελεύθερη και λίγο πριν πέσει, οι κάτοικοί της θέλησαν να δώσουν έναν τελευταίο ασπασμό στην σημαία της Γαληνοτάτης.

Ο τελευταίος ασπασμός

Το φιλί του Πέραστ στην πολεμική σημαία του Αγίου Μάρκου

Στις 23 Αυγούστου 1797 (τρείς μήνες μετά την πτώση της Γαληνοτάτης) οι κάτοικοι της μικρής αυτής πόλης, έχοντας πληροφορηθεί την επικείμενη άφιξη των Αυστριακών, συγκεντρώθηκαν έξω από την οικία του Capitano, τόπο φύλαξης της πολεμικής σημαίας του Στόλου. Ο Capitano, συνοδευόμενος από 12 άνδρες οπλισμένους με σπάθες, δύο σημαιοφόρους με λόγχες και έναν δικαστή μπήκε για να πάρει την πολεμική σημαία και να την μεταφέρει στην κεντρική πλατεία. Δεν βρήκε το κουράγιο να την υποστείλει από την θέση της, αντίθετα, ξέσπασε σε δάκρυα και μαζί του όλοι οι παρόντες και άρχισαν όλοι μαζί με λυγμούς να κλαίνε πάνω στη σημαία και να την φιλούν. Ο κόσμος έξω, βλέποντας αυτή την καθυστέρηση και μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει, έστειλε μέσα έναν δεύτερο δικαστή αλλά και αυτός με την σειρά του, βλέποντας την θλιβερή σκηνή, ενώθηκε μαζί τους συγκινημένος. Τελικά ο Capitano έβγαλε την σημαία από την θέση της και την ανάρτησε σε λόγχη. Βγαίνοντας από την οικία, η πομπή ξεκίνησε προς την κεντρική πλατεία, ακολουθούμενη από πλήθος κόσμου γεμάτο δάκρυα και οδύνη. Φτάνοντας στην πλατεία, ο Capitano ξεκρέμασε την σημαία από την λόγχη ενώ την ίδια στιγμή το φρούριο, σαν φόρο τιμής έριχνε 21 κανονιές και δύο πολεμικά έριχναν από έντεκα κανονιές το καθένα. Ακολούθησε τιμητικός κανονιοβολισμός και από τα εμπορικά σκάφη που βρίσκονταν εκεί. Η πομπή ξεκίνησε για τον καθεδρικό ναό όπου η πολεμική σημαία παραδόθηκε στον επίσκοπο. Στον καθεδρικό ναό ο Capitano Giuseppe Viscovich αναφώνησε έναν λόγο που έμεινε γνωστός στην ιστορία σαν “il Giuramento di Perasto” (όρκος του Πέραστ). Ο όρκος έγινε ακόμη πιο γνωστός με το όνομα “Ti con nu, nu con ti” (Εσύ μαζί μας, εμείς μαζί Σου). Ο λόγος θεωρείται μια από τις πιο συγκινητικές αγορεύσεις που έγιναν ποτέ στην βενετική διάλεκτο. Kατόπιν γονάτισε και τοποθέτησε την σημαία στη βάση της Αγίας Τράπεζας, λέγοντας στον εγγονό του που βρίσκονταν δίπλα του: «Γονάτισε και εσύ, φίλησέ την και έχε την στο νου σου για όλη σου τη ζωή». Στο τέλος της τελετής η πολεμική σημαία κλείστηκε σε θήκη, η οποία θάφτηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα ( Altare Maggiore).

* *

Στην Κέρκυρα η είδηση της πτώσης της Δημοκρατίας έφτασε ανεπίσημα ύστερα από 20 ημέρες από τα γεγονότα της 12ης Μαΐου. Την είδηση την έφεραν διάφορα πλοία που είχαν πιάσει προηγουμένως σε διάφορα λιμάνια της Αδριατικής. Οι Βενετοί ωστόσο φρόντισαν να μην διαδοθούν οι φήμες στον πληθυσμό. Η επίσημη ανακοίνωση προς τον Προβλεπτή Carlo Aurelio Widmann έφτασε στις 15 Ιουνίου, ενώ 14 μέρες αργότερα κατέφτασε μικτός γαλλο-βενετικός στόλος, μεταφέροντας τον γαλλικό στρατό κατοχής. Άρχιζε μια καινούργια εποχή.

 

Σ.Ι.

 

πηγές: Luigi Tomaz “Dalla parte del leone”, Luigi Tomaz “Atti e Memorie della Società Dalmata di Storia Patria”, ombra.net, coordinamentoadriatico.it, wikipedia, venessia.com, militiaveneta.com, Σπ. Θεοτόκης: “Πανιόνια αναμνηστική έκθεση”

 

* * *