Η προσχώρηση της Κέρκυρας στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου (1386) συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική και στρατιωτική εδραίωση και κυριαρχία της Βενετίας στην Αδριατική και την Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση της στην είσοδο της Αδριατικής εκτός των άλλων είχε μεγάλη σημασία και για το εμπόριο του αλατιού, σημαντικότατη πηγή εσόδων για τη Βενετία. Η ύπαρξη εξάλλου της ίδιας της πόλης της Βενετίας είναι στενά συνδεδεμένη με τις αλυκές και το αλάτι, αφού, όπως αναφέρουν διάφοροι ιστορικοί, πολλές αλυκές βρίσκονταν στο χώρο που αργότερα κτίστηκε η πόλη.
Πολιτική της Βενετίας για το αλάτι – θεσμοί του αλατιού
Η πολιτική της Βενετίας όσον αφορά στο αλάτι ήταν πολυδιάστατη. Το αλάτι ήταν ένα από τα βενετικά μονοπώλια, θεωρείτο δε casus belli η παραβίασή του. Ως εκ τούτου λαμβάνονταν δραστήρια μέτρα για την περιφρούρησή του.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι ο αγώνας για ηγεμονία της Βενετίας πέρασε καθαρά μέσα από την προσπάθειά της να κυριαρχήσει επί των επιχειρήσεων άλατος όλης σχεδόν της Μεσογείου. Για να το κατορθώσει δε αυτό μετήλθε ποικίλα μέσα: κατέστρεψε αλυκές, επέβαλε αποκλεισμό στο ανταγωνιστικό αλάτι της Cervia, μείωσε ακόμη δραστικά και την παραγωγή της δικής της Πολιτείας, οδήγησε σε μαρασμό άλλες επιβάλλοντας υψηλότατους φόρους επί των εξαγωγών, εκμεταλλεύτηκε τη φυσική σπανιότητα του αλατιού στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης καθώς και των Κεντρικών Βαλκανίων και δημιούργησε τεχνητή έλλειψη ακόμα και σε περιοχές αλατοπαραγωγικές με την αποθάρρυνση της μεγάλης παραγωγής. Έλεγξε ακόμη οικονομικά ή πολιτικά πολλά λιμάνια. Ανάγκασε το βασιλιά της Ουγγαρίας να σταματήσει την καλλιέργεια αλυκών, επέτυχε δε να εξασφαλίσει για τον εαυτό της το μονοπώλιο της μεταφοράς των ορυκτών αλάτων της Νότιας Γερμανίας και της Κροατίας. Απαγόρευσε στους λαούς της Αδριατικής να μεταφέρουν το αλάτι τους και εξανάγκασε τους κατοίκους της Βόρειας Ιταλίας να χρησιμοποιούν αλάτι από τις βενετικές αποθήκες. Τέλος διηύρυνε επαρκώς και συστηματικά τις αγορές του αλατιού μέσω των βενετών εμπόρων, οι οποίοι μετέφεραν το προϊόν από τις πόλεις παραγωγούς στις αποθήκες άλατος της Βενετίας απ’ όπου άλλη ομάδα προνομιούχων εμπόρων το διένειμε στο Stato da Terra με τη μεσολάβηση, βεβαίως, του Ufficio del Sal και των φοροεισπρακτόρων.
Μ’ αυτό το πολυδιάστατο σχήμα μπορούμε να πούμε ότι η Βενετία, αφού εξασφάλιζε τους προμηθευτές και τους αγοραστές της, έλεγχε πλήρως την προσφορά καιτη ζήτηση.
Όσον αφορά τώρα στο επτανησιακό αλάτι τροφοδοτούσε όχι μόνο την Terra Ferma αλλά και ξένες χώρες. Στις 26 Αυγούστου 1774 κατασκευάζεται στη Βερόνα αποθήκη στην οποία κατ’ έτος έπρεπε ν’ αποθηκεύονται 1000 mozzi λευκαδίτικου αλατιού προς χάριν της Λομβαρδίας. Επειδή δε αναφέραμε τη Λομβαρδία, να σημειώσουμε ότι το αλάτι χρησίμευσε και ως ανταλλακτικό προϊόν όχι μόνο για άλλα προϊόντα αλλά και για εργατικά χέρια. Στα τέλη του 18ου αι. η αυστριακή κυβέρνηση στη Λομβαρδία σε ανταλλαγή αυτού του πολύτιμου προϊόντος παρείχε στη Βενετία ισοβίτες, τους οποίους η τελευταία χρησιμοποιούσε στα ναυπηγεία και τα κάτεργά της.
Η Βενετία ως πόλη-εμπορικό κέντρο αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση της εμπορικής ολιγαρχίας. Όλες οι παραγόμενες ποσότητες άλατος σε όλες τις περιοχές που η Βενετία ασκούσε κυριαρχικά δικαιώματα συγκεντρώνονταν σε χώρους αποθήκευσης στην ίδια την πόλη της Βενετίας. Το ανώτατο σώμα που είχε την επίβλεψη των εμπορικών δραστηριοτήτων και ασκούσε την πολιτική του άλατος ήταν το Collegio del Sal, συμβούλιο από ανώτατα πολιτικά πρόσωπα. Εν συνεχεία υπήρχε το Ufficio del Sal που εκτελούσε μόνο διαχειριστικές αποφάσεις υπό την ηγεσία των Provveditori del Sal, αρχή που όριζε πού θα διατεθεί το προϊόν και σε ποια τιμή. Τέλος υπήρχε και ειδικό ταμείο, το Deposito del Sal, στο οποίο συγκεντρώνονταν οι πρόσοδοι του αλατιού που χρησίμευαν σε καιρό ειρήνης για την απόσβεση του δημοσίου χρέους και σε καιρό πολέμου για τις στρατιωτικές δαπάνες.Έτσι η Βενετική Πολιτεία αντιμετώπιζε το αλάτι ως ειδικό εμπόρευμα από τα έσοδα του οποίου καλύπτονταν τα αναγκαία έξοδα λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού.
Κέρκυρα, αλυκές και αλάτι μέχρι το 17ο αι.
Στα εισοδήματα της Βενετίας από τις περιοχές της Romania το μονοπώλιο του αλατιού δεν κατείχε σπουδαία θέση. Στη Romania η Βενετία πριν την προσάρτηση της Κύπρου, της Κέρκυρας και της Αργολίδας δεν κατείχε αλυκές ιδιαίτερα παραγωγικές. Στα τέλη όμως του 14ου αι. στα βενετικά έγγραφα αναφέρεται με σαφήνεια η Camera del Sal της Κέρκυρας καθώς και το ενδιαφέρον της Βενετίας για τις αλυκές και των άλλων νησιών του Ιονίου. Τότε (1391) έχομε και την πρώτη ενοικίαση των αλυκών της Κέρκυρας από τον Βενετό, κάτοικο Κέρκυρας, Ιωάννη Rufaldeli με τον οποίο το βενετικό κράτος ήρθε σε ρήξη, αφού εξελίχθηκε σε ανταγωνιστή του πουλώντας το προϊόν σε χαμηλότερη τιμή. Αυτό το περιστατικό ώθησε το δημόσιο να αναλάβει εξ λοκλήρου τη διαχείριση του αλατιού για μεγάλο διάστημα καθόσον η πρώτη γνωστή ενοικίαση των κερκυραϊκών αλυκών στη νεότερη περίοδο έγινε το 1681.
Χάρη στη σπουδαιότητα που απέκτησε το προϊόν αυτό για τη Βενετία οφείλουμε τις λεπτομερείς πληροφορίες σε διάφορες εκθέσεις των προβλεπτών, εξεταστών (inquisitori) της Ανατολής, αλλά και σε άλλες πηγές για την παραγωγή των διαφόρων αλυκών, την ποιότητα του αλατιού, τον αριθμό των αποθηκών, τον τρόπο μεταφοράς κλπ. Την ίδια περίπου εποχή (αρχές του 15ου αι.) θεράπευαν την ανεπάρκεια της κερκυραϊκής αγροτικής παραγωγής με το αλάτι. Ο Ανδρεάδης μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Χιμάρας και του Αυλώνα έπαιρναν από τους Kερκυραίους 3 μόδια αλατιού για κάθε δύο μόδια σταριού. Γενικά όμως, η Κέρκυρα την περίοδο αυτή προμηθεύει τις αλβανικές και δαλματικές κτήσεις της Βενετίας (Δυρράχιο, Σκούταρι, Δουλτσίνιο, Κάταρο, Ραγούζα, Σπαλάτο) με αλάτι που από κει, ως επί το πλείστον, διοχετευόταν στο εσωτερικό της χερσονήσου του Αίμου. Ο Σάθας αναφέρει ότι ο comes Catari παρακαλεί να του αποστείλουν κερκυραϊκό αλάτι quoniam propter intemperiam aeris non habe salem ad praesens ad sufficientiam pro caravanis, quae quotidie illuc vadunt et iturae sunt pro sale.
Τα έσοδα όμως από το αλάτι της Κέρκυρας κάλυπταν και μέρος των στρατιωτικών της αναγκών. Το 1465 τα έσοδα αυτά επέτρεψαν την αποπεράτωση των οχυρώσεων της πόλης. Ώς τα 1456 είχε επικρατήσει η συνήθεια να παραχωρείται το μισό από τα κέρδη της πώλησης του αλατιού στον Capitano del Borgo di Corfu και το άλλο μισό στους εργάτες των αλυκών. Στο εξής όμως το σύνολο της παραγωγής του αλατιού πουλιόταν προς όφελος της Signoria και οι Provveditori al Sal όφειλαν να δίνουν μόνο 80 χρυσά δουκάτα στον Capitano del Borgo. Στα τέλη του 16ου αι., σύμφωνα με πληροφορία του Καστροφύλακα, ο Προβλεπτής έπαιρνε τα δέκατα όλου του αλατιού της πόλης και το 7,5 % επί του ενοικίου κάθε αλαταποθήκης. Ο Καστροφύλακας επίσης μας δίνει την πληροφορία ότι το 1583 οι Αλυκές Λευκίμμης παρήγαγαν 46.000 moggeti αλατιού. Για το ίδιο όμως έτος έχομε την πληροφορία ότι σπουδαιότερες ήσαν οι αλυκές των Αγίων (Γαρίτσας), οι οποίες διέθεταν 100 αλοπήγια και τρεις αποθήκες, ενώ εκείνες της Λευκίμμης είχαν ογδόντα αλοπήγια και μία αποθήκη, μάλιστα πρόσφατα κτισμένη. Το 1630 όμως ο Mastraca αναφέρει πως σπουδαιότερες ήσαν εκείνες της Λευκίμμης.
Κέρκυρα, αλυκές και αλάτι το 18ο αι.
Ο Γενικός Προβλεπτής της Θάλασσας Πιέρος Βενδραμίν στις 2 Ιουνίου 1737 συγκέντρωσε όλες τις σχετικές με τους αλυκάρηδες διατάξεις και καθόρισε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους καθώς και τον αριθμό τους που θά ’πρεπε να προσδιορίζεται ανάλογα ε τα λειτουργούντα αλοπήγια. Από την απόφασή του πληροφορούμαστε ότι στα 1737 στις κερκυραϊκές αλυκές εργάζονταν 409 αλυκάρηδες που αντιστοιχούσαν σε δύο ανά αλοπήγιο. Ο αριθμός τους, σύμφωνα με την απόφαση αυτή θά ’πρεπε να διατηρηθεί αναλλοίωτος, όπως και κείνος των αχθοφόρων, ακόμα και όταν κάποιοι απαλλάσσονταν για διάφορους λόγους.
Με έγγραφο (scrittura) στις 27.9.1766 η Γερουσία παραχωρεί για μια ακόμη οκταετία στον κόμητα Cogo Sordina τις αλυκές της Κέρκυρας, με τον όρο να παρέχει ετησίως στη Βενετία 4.000 μόδια αλατιού, να καταβάλλει 903 τσεκίνια στο Ταμείο της Κέρκυρας και να διατηρεί τις αλυκές σε καλή κατάσταση ιδίοις εξόδοις. Παρατηρούμε ότι το ποσόν που παραχωρείται στην Κέρκυρα είναι πολύ μικρό, ότι είναι διπλάσια η ποσότητα του αλατιού που θά ’πρεπε να χορηγηθεί στην Doninante και τέλος ότι κανένα γενναίο μέτρο δεν λαμβανόταν για τη συντήρηση και βελτίωση των αλυκών. Γι’ αυτό πολύ γρήγορα και οι αλυκές περιήλθαν σε κακή κατάσταση (stato di desolazione).
To 1776 ελήφθησαν όμως νέα μέτρα για την εκμίσθωση και εκμετάλλευσή τους. Η Γερουσία αποφάσισε αφενός μεν να εκμισθώσει τις αλυκές για πενήντα χρόνια με τον όρο ο μισθωτής να τις αναδιοργανώσει εντελώς και αφετέρου να εκλέξει κατάλληλο μισθωτή. Σαν μισθωτής επελέγη τελικά ο κόμη Frangini, Κεφαλλήνας γιατρός και μαθηματικός.
Ατυχώς όμως αυτός πέθανε αμέσως μετά την ενοικίαση και η Γερουσία προέβη σε καινούργιες παραχωρήσεις προς τον αδελφό του Μιχαήλ και του εκμίσθωσε μαζί με τις αλυκές της Κέρκυρας και εκείνες της Λευκάδας και ο Μιχαήλ Φραντζής κατέστη ο μοναδικός καρπωτής του ιονίου άλατος. Αυτός προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Ειδικότερα δε αναδιοργάνωσε τις αλυκές του Ποταμού. Δεν πρόφθασαν όμως οι μέθοδοί του να ευδοκιμήσουν, γιατί το προνόμιό του έληξε μαζί με τη βενετική κυριαρχία στην Κέρκυρα (1797) και οι αλυκές εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους. Νέος αέρας πνέει και στην Κέρκυρα καταφθάνουν οι Γάλλοι Δημοκρατικοί.
Τρόπος εκμετάλλευσης των κερκυραϊκών αλυκών και σχέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της ενετικής περιόδου.
Όπως είδαμε οι αλυκές της Κέρκυρας είτε εκμισθώνονταν είτε τις διαχειριζόταν το Δημόσιο. Και στις δύο όμως αυτές περιπτώσεις ήταν στην αρμοδιότητα του Προβλεπτή η εκλογή των σχετικών με τη διαχείριση των αλυκών αξιωμάτων και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις (όπως π.χ. μετά την καταστροφική πολιορκία του 1537) απαιτεί η κερκυραϊκή κοινότητα να εκλέξει η ίδια κάποια από τα αξιώματα που είχαν σχέση με την παραγωγή, αποθήκευση και πώληση του αλατιού. Το κόστος λειτουργίας των αλυκών ήταν πάντοτε μεγάλο. Οι αλυκές απαιτούν ετήσιες επίπονες και πολυδάπανες εργασίες. Ο χειμώνας τις αφήνει πίσω του με πολλά προβλήματα. Στα έξοδα λειτουργίας των αλυκών, εκτός από την αποκατάστασή τους στο τέλος του χειμώνα, περιλαμβάνονται, βεβαίως, και οι μισθοί του προσωπικού. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (στρατιώτες, εργάτες, ξυλουργοί, σιδεράδες, αχθοφόροι, διοικητικοί υπάλληλοι) κατακλύζουν το χώρο των αλυκών για έξι περίπου μήνες χωρίς να μπορούν να απομακρυνθούν ούτε ημέρα ούτε νύκτα χωρίς άδεια. Στο κόστος λειτουργίας των αλυκών θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα σημαντικότατα επίσης ποσά που χορηγούνταν ως δώρα σε διάφορους αξιωματούχους και υπαλλήλους της Διοίκησης.
Σχετικά με το χαρακτήρα της εργασίας των κερκυραίων αλυκάρηδων, ο Ανδρεάδης ισχυρίζεται ότι ήσαν απλά εργαζόμενοι και όχι αγγαρεμένοι σαν τους συναδέλφους τους της Ζακύνθου (οι οποίοι ήσαν αγγαρεμένοι τόσο για την παραγωγή όσο και για τη μεταφορά). Όμως όλα συμφωνούν πως υπήρχε μια ειδικότερη σχέση εργασίας που έτεινε προς την αγγαρεία, αν σκεφθούμε ότι ήσαν υποχρεωμένοι να εργάζονται στις αλυκές (arrolati). Ο καθορισμός των υπόχρεων αυτών ήταν έργο των προκρίτων που προμήθευαν ανά διετία τον Προβλεπτή με τους σχετικούς καταλόγους. Οι πρόκριτοι ήσαν συνυπεύθυνοι με τους αλυκάρηδες για τη συμπλήρωση του καταλόγου των αγγαρεμένων και υφίσταντο όπως και εκείνοι τις πιέσεις της Διοίκησης (στην απογραφή του 1781 σημειώνονται 14 αλυκάρηδες από τους Αργυράδες, 19 από το Χλομό, 66 από τους Αγ. Θεοδώρους κλπ.).
Από τους καταλόγους αυτούς δεν ήταν εύκολο να διαγραφεί κανείς παρά μόνον για συγκεκριμένους λόγους : να επικαλεστεί προβλήματα υγείας, να έχει ξεπεράσει το 60ό έτος της ηλικίας του, να είναι επικηρυγμένος, να έχει στο μεταξύ ενδυθεί το μοναχικό σχήμα ή να προβάλει κάποιο άλλο λόγο η σοβαρότητα του οποίου κρινόταν από τον ίδιο τον Προβλεπτή. Μπορούσε όμως πάντοτε ο αγγαρεμένος να προσλάβει τον αντικαταστάτη του, το σκαντζαδούρο, όπως, άλλωστε, και όλοι οι υπόχρεοι σε αγγαρεία.
Η κυρίως όμως αγγαρεία αφορούσε τη μεταφορά του αλατιού. Για το σκοπό αυτό οι πρόκριτοι ορισμένων χωριών που βρίσκονταν κοντά στις αλυκές, υπέβαλαν στη βενετική διοίκηση καταλόγους ιδιοκτητών βοδιών και αγελάδων από τους οποίους θα επέλεγαν τους μεταφορείς. Από την αγγαρεία αυτή εξαιρούνταν όσοι αποδεδειγμένα εκείνη την περίοδο δούλευαν τα χωράφια τους (και οπωσδήποτε εκείνοι που μπορούσαν να προσλάβουν τα σκαντζαδούρο τους). Ο Ανδρεάδης αναφέρει πως εξαιρούνταν δικαιωματικά από την αγγαρεία αυτή όσοι κατέβαλαν δύο άσπρα. Δικαιωματικά δε και χωρίς αντάλλαγμα εξαιρούνταν και οι κάτοικοι της πόλης. Αυτό το γνωρίζουμε, γιατί το 1516 υποβλήθηκαν με αναφορά εκ μέρους των Κερκυραίων παράπονα στη Γερουσία.
Έτσι μας έγινε γνωστό ότι ο Φρούραρχος της Κέρκυρας (Capitan del Borgo) επωφελείτο από τη διάταξη αυτή και ενεθυλάκωνε τα εισπραττόμενα αναγκάζοντας τους σκαντζαδούρους να εργάζονται δωρεάν.
Την απροθυμία όμως των κερκυραίων αγγαρεμένων αντιμετώπιζε η Βενετία με τα λεγόμενα προνόμια. Σύμφωνα μ’ αυτά οι αλυκάρηδες στη διάρκεια της λειτουργίας των αλυκών δεν επιτρεπόταν να καλούνται στα δικαστήρια ή να κατάσχονται τα περιουσιακά τους στοιχεία για χρέη προς το Δημόσιο. Απαλλάσσονταν επίσης και από κάθε άλλη αγγαρεία καθώς και από την υποχρεωτική εισφορά σε άχυρο. Κίνητρο αποτελούσε επίσης και η διανομή σ’ αυτούς μέρους της παραγωγής, πράγμα που άλλαζε κατά καιρούς ανάλογα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αλυκών αλλά και τις ανάγκες της μονοπωλιακής πολιτικής της Βενετίας.
Η μισθοδοσία των κερκυραίων αλυκάρηδων βάρυνε το Δημόσιο, όταν όμως οι αλυκές ήταν εκμισθωμένες βάρυνε το μισθωτή. Ο Στ. Βλασσόπουλος στο έργο του Στατιστικαί και ιστορικαί περί Κερκύρας ειδήσεις (1809) αναφέρει ότι κατά την περίοδο της Ενετικής Διοίκησης ο μισθωτής άλλη υποχρέωση δεν είχε παρά να παραχωρεί δύο τσεκίνια κι έναν σκούφο στον κάθε αλυκάρη για όλο το διάστημα της δουλειάς εκτός από δύο γκατζέττες που έπαιρν’ ο καθένας κατά την παράδοση κι άλλες δύο γκατζέττες για κάθε κάρο αλατιού. Η πληρωμή τους όμως φαίνεται πως γινόταν με βάση την παραγόμενη ποσότητα. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα το αλάτι που παρήγετο να είναι κακής ποιότητας. Η ολιγωρία των αλυκάρηδων φταίει, αναφέρεται στα 1544, που τα αλάτια της Κέρκυρας είναι σκούρα και χωματώδη (sali negri e terrei) και διατάσσεται να ριχτεί όλο το αλάτι στη θάλασσα. Δεν πρέπει όμως ν’ αποδοθούν τα brutti, sporchi e negri sali μόνο στην αδιαφορία των αλυκάρηδων. Ο Βάϊλος Agostino Sanudo αιτιάται και τα κανάλια και τις τάφρους που φέρνουν το θαλασσινό νερό και που είναι λασπωμένα και λιμνασμένα και έτσι συμβάλλουν κι αυτά στην κακή ποιότητα του προϊόντος.
Νίκος Ασπίωτης- Μ.Καμονάχου
απόσπασμα από το “Οι Αλυκές Λευκίμμης στην νεώτερη εποχή-Το αλάτι, ο χώρος, οι άνθρωποι”
* * *
Leave A Comment