Ομιλία-εισήγηση του Μιχαήλ Γ. Λυκίσσα στο Β’ Πανελλαδικό Συνέδριο Κερκυραϊκών Σωματείων
Πειραιάς, 29 Σεπτεμβρίου 1990.
Μέσα στο γενικό πολιτιστικό θέμα που μας απασχολεί, πιστεύω οτι αξίζει να θυμηθούμε κι ένα ωραίο δημιούργημα των προγόνων μας, την κερκυραϊκή εκκλησιαστική μουσική. Γιατί ενώ πολύ ενδιαφέρον παρατηρείται για τη διάσωση των παραδόσεων του λαού μας, παραμελήσαμε την ψαλτική μας και κινδυνεύουμε ν’ ακούμε στους ορθόδοξους ναούς μας την ασιατίζουσα βυζαντινή.
Το όνομα βυζαντινός δεν θα πει ελληνικός. Γιατί ο όρος βυζαντινός παίρνει διάφορα περιεχόμενα. Μπορεί να στεγάσει πλήθος λαών. Είναι πολυεθνικός. (Βλ. Π. Χρήστου, «Το χρέος προς την παράδοσιν», Αθήναι 1973, σελ. 6). Και το Βυζάντιο θεωρείται από πολλούς εκφυλισμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Άλλωστε το όνομα της Ελλάδας επί αιώνες είχε εκλείψει. Ρωμαίοι λέγονταν οι Έλληνες και η Κωνσταντiνούπολη Νέα Ρώμη. (Βλ. εγκ. «Ήλιος», τ. 16, σελ. 727). Μα ο ελληνικός λαός πάντοτε διατήρησε τη γλώσσα του και τη θρησκεία του, ας ήταν αναμεμιγμένος με άλλους λαούς ή και κυκλωμένος.
Ευτυχώς μετά απο αιώνες ολόκληρους επικράτησε η ελληνική γλώσσα και η βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ελληνική. Εκδηλώθηκε και κάποιο ενδιαφέρον για την ελληνική Αρχαιότητα. Όχι φυσικά πως μελετήθηκε. Αλλά απο το 1204, με την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, ξεκαθάρισε το θέμα. Ο Θεόδωρος Α’ ο Λάσκαρις, ο μεγαλοφυής εκείνος αυτοκράτορας, με τη δράση του, είπε στους Φράγκους καθαρά: «Είσαστε Λατίνοι και είμαστε Έλληνες». Από το 1204 συνδέθηκαν άρρηκτα Αγ. Σοφία και Παρθενών, Κωνσταντινούπολη και Αθήνα (βλ. Σ. Μενάρδου, λόγος την 25-3-1921).
Τότε είχε συγκεντρωθεί και περιοριστεί σε έκταση ο Ελληνισμός, αλλ’ αυξήθηκε σε ένταση ο ελληνικός πατριωτισμός. Τότε αριστοποιήθηκε το ελληνικό στοιχείο και οι Έλληνες διωκόμενοι και αγωνιζόμενοι δημιούργησαν, ιδίως στο Μυστρά, την έννοια του Νέου Ελληνισμού. Γι’ αυτό και το ποιητικό και μουσικό έργο του Θεόδωρου Α’ του Λάσκαρη, οι Παρακλήσεις στην Παναγία, έχουν ελληνικότητα, μουσικότητα αρεστή στον ελληνικό λαό. Οι πιστοί σπεύδουν και συνωστίζονται με λαχτάρα να τις παρακολουθήσουν και να προσευχηθούν. Ενώ στον Όρθρο λ.χ., ούτε ένας στους εκατό απο τους πιστούς δεν πηγαίνει, γιατί με τη νωχελική, βαρειά και νυσταχτική μουσική του, τη βυζαντινή, δεν είναι αρεστός στό λαό. Και επιπλέον, ούτε που καταλαβαίνουν τί λένε οι βυζαντινοί ψάλτες, αφού η αφύσικη φωνή τους δεν φθάνει έναρθρη στ’ αυτιά των πιστών. Σπάνιο να εννοήσεις φράσεις από βυζαντινό ψάλτη.
Η λεγόμενη βυζαντινή μουσική πάντοτε είχε την επίδραση της ανατολικής. Είναι μια προέκτασή της, αφού άρχισε από την Ιουδαϊκή. Και οι μεγάλοι συνθέτες της δεν ήταν Έλληνες, όπως και πολλοί απο τους Πατέρες της Εκκλησίας, ήταν έγχρωμοι. Ιδού σποραδικά παραδείγματα για να θυμηθούμε την επίδραση αυτή:
Ο μεγάλος υμνωδός Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο πατήρ της Ορθοδόξου δογματικής κατά τον Δ.’Εσσελιγκ, ήταν Σύρος. Αυτός έδωσε στη λεγόμενη βυζαντινή μουσική την ασφυκτική στενότητα των οκτώ ήχων (οι επτά απ’ αυτούς προϋπήρχαν στη θύραθεν μουσική (βλ. Γ.Σωτηρίου, καθηγ.Πανεπιστημίου, «Κοντάκια των Δεσποτικών εορτών…δια την Γ’ Γυμνασίου», Αθήναι 1930, σελ.13), με φανερή την αραβική επίδραση. Άλλωστε και ο πατέρας του ήταν αξιωματούχος στην αυλή του Χαλίφη Αβδούλ Μελέκ, και ο ίδιος υπηρέτησε πρωτοσύμβουλος του ίδιου Αράβα Χαλίφη. (Βλ. περιοδ. «Ο Λόγος του Σταυρού», Δεκ. 1961, σελ. 288, Ι. Ν. Κηφισίας). Επίσης ο λαμπρότερος υμνογράφος των βυζαντινών, Ρωμανός ο Μελωδός, 6ος αιώνας, ήταν Εβραίος. Έγραψε επηρεσμένος απο τον Άγιο Ευφραίμ τον Σύρο. Μετάφρασε και διασκεύασε Συριακά έργα, ο Πίνδαρος αυτός της χριστιανικής ποίησης. Μαζί με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, έζησε στην αυλή του Χαλίφη και ο επίσης μεγάλος υμνογράφος Κοσμάς ο Επίσκοπος Μαϊμουδά. ‘Ωστε η αραβική επίδραση ήταν κάτι το φυσικό για την εκκλησιαστική μας μουσική.
Κι όταν το 1453 οι Τούρκοι πήραν και την Πόλη κι έγιναν κυρίαρχοι όλης της ηπειρωτικής Ελλάδας, τότε και η βυζαντινή ψαλτική άρχισε φυσικά να δέχεται την τουρκική επίδραση βαριά και αθεράπευτη μέχρι σήμερα. Οι Τούρκοι άξεστοι και εγωιστές κατακτητές, ούτε ελληνικά μάθαιναν, όπως μάθαιναν οι Ρωμαίοι, ούτε έπαιρναν ελληνικά έθιμα. Το αντίστροφο γινόταν. Οι Έλληνες για να εξευμενίσουν τους Τούρκους, αιμοχαρείς καταπιεστές των Ελλήνων, έκαναν υποχωρήσεις και στην ψαλτική τους ακόμη. Μη ξεχνάμε οτι και αυτοί οι Μανιάτες, δεν είχαν δικαίωμα στα κωδωνοστάσια να θέτουν σταυρό, ούτε καμπάνες, και τον 17° αιώνα υποσχέθηκαν υποταγή στον Πάπα για ν’ απαλλαγούν απο τους Τούρκους. (Κ.Σάθα, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήναι 1869, σελ.198,309,496).
Ιδού μερικές αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις τουρκικής επίδρασης στη βυζαντινή ψαλτική:
Έλληνες και Τούρκοι, σε πόλεις ιδίως της Μ. Ασίας, είχαν κοινούς ψάλτες. Βέβαια οι Τούρκοι δεν έψαλλαν ελληνικά, αλλά οι Έλληνες ανατολίτικα. Αυτό μας το βεβαίωσαν και πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922. Οι πλούσιες ευχές για το Σουλτάνο, οι πολυχρονισμοί, ψάλλονταν ασιατικά, για ν’ αρέσουν στους Τούρκους. Στο Διδυμότειχο, κατα την περιφορά του Επιταφίου, γινόταν στάση και δέηση έξω από το τουρκικό τζαμί, κι απαντούσε ο Χότζας απο το μιναρέ. Όλα αυτά σε ασιατική μουσική. Και κάτι ακόμη, που το παίρνω απο την εφημερίδα «Τηλέγραφος» της Κέρκυρας της 15-7-1959, το γράφει ο Δήμος Γλαύκος, δηλ. ο Κώστας Δαφνής: «Ο Πέτρος ο Λαμπαδάριος, της Μεγάλης Εκκλησίας, ήταν ασήμαντος ποιητής (Εγκυκλ. «Ήλιος» τ. 7, .σελ. 1088), αλλά πολύ ικανός να μεταφέρει ασιατικά μέλη στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική. Οι Τούρκοι το έβλεπαν αυτό με ευχαρίστηση και τον επονόμασαν «Πέτρος ο Κλέφτης». Τα μεγαλουργήματα όμως που μετέφερε αυτός τον 18ο αιώνα στην Ορθόδοξη υμνολογία, είναι σήμερα παραδοσιακή ελληνική ψαλτική! Αυτό μας θυμίζει τα λόγια του Τατιανού προς τους ‘Ελληνες: «Παύσασθε τας μιμήσεις ευρέσεις αποκαλούντες» («Λόγος προς ‘Έλληνας», 1, 10).
Αλλά τον ασιατισμό της λεγόμενης βυζαντινής μουσικής διδαχτήκαμε και στην Γ’ τάξη του Γυμνασίου από τον διάσημο θεολόγο Παναγιώτη Στεριώτη. Το διδακτικό μας βιβλίο, έργο του πανεπιστημιακού καθηγητή και ακαδημαϊκού και ειδικού βυζαντινολόγου Γ. Σωτηρίου, γράφει: «Η λεγόμενη βυζαντινή μουσική, ως σήμερον εκτελείται εις τα αργά κυρίως μέλη (χερουβικόν, κοινωνικόν κ.ά.), είναι εν πολλοίς ξένη του μέλους, του οποίου το όνομα φέρουσι, εκ μελωδιών αραβικής και ευρωπαϊκής μουσικής βαθμηδόν απαρτίσθέντα». (Γ. Σωτηρίου, ό.π.σελ. 14). Και στο διαγώνισμα της Γ’ Γυμνασίου, μας δώθηκε και το θέμα «ξένες επιδράσεις στη βυζαντινή λεγομένη μουσική».
Ο δε Φιλοκτ. Παριαμυθιώτης, γιατρός και διαπρεπής μουσικοκριτικός, γράφει στα «Κερκυραϊκά Χρονικά» τ.VI, 1960, σελ.70 : «Ενώ στη Δύση είχε αρχίσει το πολυφωνικό σύστημα, στο Βυζάντιο μετά την Άλωση του 1453 κόπηκε κάθε δεσμός με νέες κατευθύνσεις και παρέμεινε το μονοφωνικό μέλος (η βυζαντινή δηλ. μουσική), που εκφυλίστηκε σε ανατολικό τραγούδι, με το οποίο οι βάρβαροι της Ανατολής πλημμύρισαν την Ελλάδα. Έμεινε απ’ έξω η Επτάνησος, που καλλιεργούσε τον πολιτισμό της Αναγεννήσεως…». Όποιος θέλει να μάθει εύκολα του λόγου το ασφαλές, ας συγκρίνει τον όρθρο της Κυριακής στη Μητρόπολη των Αθηνών, με τα τραγούδια αραβικού ραδιοφωνικού σταθμού, Καΐρου, Βαγδάτης κ.ά. και θα εννοήσει τις ομοιότητες εύκολα.
Δεν υπάρχει λοιπόν ανόθευτη βυζαντινή μουσική ελληνική. Και μας λένε οτι οι Επτανήσιοι “φραγκίζουν”, για να σκεπάσουν τον ολέθριο ασιατισμό. Και με την γενικότερη ασιατική επίδραση, έμεινε η Ελλάδα σε όλα υπανάπτυκτη. Κατάντησε δε η βυζαντινή αυτή μουσική με τον ασιατισμό της, να ψάλλεται στους ναούς και να μη καταλαβαίνουμε σχεδόν τίποτε. Πάει χαμένη και η ωραία ελληνική της ποίηση. Πώς να προσευχηθεί ο πιστός; Και μάλιστα όταν ψάλλουν στο ναό του θεού «Τερερέμ – ριρή – ρερέμ – ρερέμ…». Και θυμάμαι μια φοιτήτρια της Θεολογίας, όταν το πρωτάκουσε, με ρώτησε αν είναι ρεμπέτικο…
Αυτά γιατί δεν έχει δημιουργηθεί ελληνική ορθόδοξη εκκλησιαστική μουσική για όλο το φάσμα της υπέροχης υμνολογίας μας. Κι ενώ ο θεός μας οδήγησε στον απέραντο χώρο της μουσικής, εμείς φυλαγόματε μην οι οκτώ ήχοι γίνουν λ.χ. τριάντα, και τί θα γίνουμε τότε! Νομίζουμε οτι θα χαθεί ο Χριστιανισμός κι η Ορθοδοξία. Για να δικαιολογηθεί κάπως το ότι η βυζαντινή μουσική είναι μονόφωνη, ανιαρή και με υποκριτικά αφύσικη φωνή, μας λένε οτι και η αρχαία ελληνική μουσική ήταν μονόφωνη. Όμως έχει επιστημονικά αποδειχθεί, οτι οι αρχαίοι ‘Ελληνες, πρώτοι στον κόσμο, έχουν συνθέσει πολυφωνική μουσική. (βλ.εφημ.«Απογευματινή», 29-4-1989). Μαζί με τα ασιατικά μουσικά στοιχεία, πήραν οι Έλληνες από τους Τούρκους και το μεγάλο ταμπούρλο και το τρίγωνο, που παίζουν τα παιδιά στα κάλαντα. (Βλ. Ηugo Rienaw, «Επίτομος Ιστορία της Μουσικής»). Είναι γνωστό δε, οτι και την στολή των κληρικών μας τροποποίησαν οι Τούρκοι, για να μας μειώσουν.
Λένε ακόμη, οτι η ευρωπαϊκή μουσική η εκκλησιαστική, μοιάζει με την κοσμική. Αλλά η κοσμική μουσική ήταν η πρώτη που μπήκε στη χριστιανική λατρεία, μαζί με την Ιουδαϊκή και από τους οκτώ ήχους, οι επτά προϋπήρχαν στην κοσμική μουσική, ήταν δηλ. λαϊκά τραγούδια ανατολίτικα. Μας λένε ακόμη, ότι η βυζαντινή μουσική δεν θέλει όργανα, χωρίς όμως αυτό να το ορίζει η Αγία Γραφή. Ο όρος «ψαλμός», σημαίνει την δια μουσικού οργάνου μελωδία, κατά τον Γρηγόριο Νύσσης. Και η Αγία Γραφή μάς προτρέπει καθαρά: «Αινείτε τον Κύριον εν ψαλτηρίω (δεκαχόρδω), εν κιθάρα, εν ήχω σάλπιγγος, εν χορδαίς και οργάνοις, εν κυμβάλοις ευήχοις, εν κυμβάλοις αλαλαγμού». Υπάρχει δε και σχετικό αγιογράφημα στο Άγιο Όρος. Και το αρμόνιο, λένε, δεν πρέπει στην εκκλησία, γιατί δήθεν ήλθε απο τη Δύση, ενώ και τα μικρά παιδιά το ξέρουν, οτι είναι βυζαντινό επίτευγμα και οτι οι βυζαντινοί το πρόσφεραν δώρο στους Δυτικούς.
Ας προσθέσομε τέλος, ότι το 1888 το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκρότησε επιτροπή, για να καθαρίσει τη λεγόμενη βυζαντινή μουσική από τα τουρκικά στοιχεία. Δεν έμαθα αν συνήλθε ποτέ η Επιτροπή αυτή. Αλλά και μόνη η συγκρότηση της, αποτελεί αυτομαρτυρία της νοθείας της βυζαντινής μουσικής.
Κατηγορούν τους Επτανησίους οτι έχουν εισάγει στους Ναούς ευρωπαϊκή μουσική. Κι αυτό γιατί οι τουρκοκρατούμενοι Έλληνες δεν είχαν γνωρίσει την Αναγέννηση, που είναι η ελληνική κλασσική αρχαιότητα ξαναγεννημένη,. Κι επειδή αυτοί έμειναν καθυστερημένοι, έπρεπε να μείνει και η Επτάνησος. Έπρεπε δηλαδή και όσα στοιχεία απαγόρευσαν οι Τούρκοι στη λατρεία των Ελλήνων, λ.χ. λιτανείες, μεγάλα λάβαρα, καμπάνες στους ναούς, να τα καταργήσουμε και στην Επτάνησο. Και γιατί διαφυλάξαμε τη μεγαλοπρέπεια των χριστιανικών τελετών, λένε ότι δυτικίζοuμε. Ενώ και η Δύση τα στοιχεία αυτά τα πήρε από τους Έλληνες. Μήπως για χάρη αυτών που ασίατίζουν, πρέπει να καταργήσομε και τη λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος της 11ης Αυγούστου που είναι ίσως η μόνη λιτανεία στην Ελλάδα, που τελείται για νίκη εναντίον των Τούρκων; Οι κατήγοροί μας θυμίζουν την παροιμία «Κάθησε η μπομπή (η ντροπή) στις στράτες και κοροϊδεύει τους διαβάτες».
Εμείς ας ενδιαφερθούμε για την τοπική μας εκκλησιαστική μουσική, που είναι ιερό πολιτιστικό επίτευγμα των προγόνων μας. Μετά από δουλεία αιώνων, αφού στην Κέρκυρα ανάπτυξαν οι κατακτητές πολιτικές και πολιτιστικές δραστηρότητες, βγήκαν οι Κερκυραίοι και Ορθόδοξοι και Έλληνες, χωρίς τη βοήθεια της (ανατολίτικης και θρηνητικής) βυζαντινής μουσικής. Δεν φαίνεται να τη χρειάστηκαν ποτέ στην Κέρκυρα. Ούτε και που την ήξεραν οι προγονοί μας. Ευτυχώς, γιατί ζημιά θα έφερνε με τη μοιρολατρική της εκφραστικότητα. Η Ορθόδοξη πίστη, που εκδηλώνεται θαυμάσια με την κερκυραϊκή μας ψαλτική, καθώς και η φιλοπατρία των προγόνων μας, αυτά έσωσαν την ελληνοχριστιανική μας υπόσταση και διατήρησαν την εθνική φυσιογνωμία του κορφιάτικου λαού.
Στην απέναντι Θεσπρωτία, όπου επικρατούσε η αμανέδικη ασιατική μουσική, δεν τους έσωσε αυτή. Εξισλαμίστηκαν σχεδόν οι πάντες. (βλ. Κ. Σάθα,«Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει», Αθήναι 1885, σελ.69, .ΚΕ’). Το ίδιο έπαθαν και οι Καραμουρτάτες, 36 χωριά της Κόνιτσας, το 1760. Αυτοί έδιωξαν και τους κληρικούς. Δεν τους διάσωσε η νωχελική βυζαντινή μουσική, αυτή ήταν στοιχείο δευτερεύον. Χρειαζόταν κάτι ανώτερο.
Πώς βρέθηκε μέχρι τις μέρες μας η Κερκυραϊκή ψαλτική και την ακούμε και μας συγκινεί στην Παράκληση, που προηγείται σε κάθε λιτανεία του Αγίου μας ; Δεν υπάρχει μαρτυρία αν έφθασε ποτέ η ασιατίζουσα βυζαντινή μουσική στην Κέρκυρα. Η παράδοση αναφέρει, οτι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και ελληνικά νησιά, κατέφυγαν στην Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησο και την Κρήτη. Οι Ενετοί εκεί παρείχαν ελευθερία στις παροικίες των προσφύγων, ιδίως στην Κρήτη, όπου μαζί με τον ωραίο εκείνο κρητικό πολιτισμό, καλλιεργήθηκε με ζήλο και η ψαλτική, χωρίς την ασιατική επίδραση.
Όταν το 1669 οι Τούρκοι διώχνοντας τους Βενετούς πήραν την Κρήτη και το 1337-40 την Πελοπόννησο, πολλοί Κρήτες και Πελοποννήσιοι κατέφυγαν στα Επτάνησα. Ιδιαίτερα στην Κέρκυρα ήλθαν αρκετοί Κρήτες, οι οποίοι έφεραν και τον ανώτερο πολιτισμό τους και την πολύ καλλιεργημένη ψαλτική τους. Αυτή άρεσε υπερβολικά στους Κερκυραίους, την εγκολπώθηκαν, την ανάπτυξαν με θρησκευτικό ζήλο και απο Κρητική έγινε και ονομάστηκε Κερκυραϊκή. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα νησιά και διαμορφώθηκε η Επτανησιακή ψαλτική. Άλλωστε όλος ο επτανησιακός πολιτισμός συνέχεται με τον κρητικό πολιτισμό. Η ψαλτική αυτή αποδείχθηκε αρεστή στο λαό, πολύ ελκυστική για το εκκλησίασμα. Συναγωνισμός γινόταν προπολεμικά για την εξασφάλιση σε κάθε ναό των πιο καλλίφωνων ψαλτών. Θυμάμαι οτι μέχρι το 1933 τους καλύτερους ψάλτες είχε ο Ι.Ν. των Αγίων Πάντων (ναός των κρεοπωλών). Οι ναοί γέμιζαν από άνδρες, και οι γυναίκες χωριστά γέμιζαν τους γυναικωνίτες. Άκουαν ψαλτική, που ανυποχώρητη στην κακώς εννοούμενη ασιατική αισθητική σκοπιμότητα, απέδιδε την ουσία της ιερής υμνολογίας μας.
Είναι η κορφιάτικη ψαλτική πολυφωνική. Ο λαός ένιωθε μ’ αυτήν βαθιά θρησκευτική συγκίνηση και έξαρση του αισθήματος του ωραίου. Δυστυχώς η ωραία αυτή ψαλτική μετά τον τελευταίο πόλεμο παραμελήθηκε, όπως και τόσες άλλες αξίες. Κι αυτό ίσως είναι ένας από τους λόγους της ελάττωσης του ενδιαφέροντος του λαού μας για τον εκκλησιασμό. Νιώθει ξένος στο περιβάλλον της ασιατίζουσας βυζαντινής ψαλτικής. Γιατί στο βίο ενός λαού, η παράδοση είναι οτι στη ζωή ενός ατόμου η κληρονομικότητα και η προσωπική πείρα.
Η στροφή μας λοιπόν στην κερκυραϊκή ψαλτική μας θα δωσει ενίσχυση στη θρησκευτική συνείδηση του λαού, ακόμη δε και στην πολιτιστική του υπόσταση. Ίσως πει κανείς, οτι η Εκκλησία επήρε και απο το θέατρο πολλά στοιχεία και τα μετάτρεψε μέσα στο Ναό σε δρώμενα ιερά. Ναι, αλλά ήταν ελληνικά. (Βλ. Αρ. Αρμένη «Σελίδες Ελλην.Λογοτ.»111, σελ. 115, «Ορθόδοξος Τύπος», Αθήναι 27-1-1990, σελ. 3). Ας καλλιεργήσομε λοιπόν την τοπική μας ψαλτική, αφού μάλιστα τόσος λόγος γίνεται για το τοπικό μας χρώμα και για την αξία της παράδοσης. Είναι υψηλό δημιούργημα των υπόδουλων πατέρων μας. Μη περιμένομε να την αναπτύξουν οι Παλαιοημερολογίτες.
Η ιστορία θα καταγράψει ευθύνες για την παραμέληση της, και υπεύθυνοι είμαστε όλοι, ιδιαίτερα δε όσοι αναλαμβάνουν να ποιμαίνουν ενορίες, και όχι μόνον δεν ξέρουν την ψαλτική του ποιμνίου τους, αλλά προσφέρουν ψαλτική ασιατίζουσα, ξένη προς το αίσθημά του. Κι αυτό είναι στο παθητικό της Κερκυραϊκής Εκκλησίας. Η τοπική μας ψαλτική είναι κληρονομιά όλων μας και η διατήρηση της αποτελεί χρέος μας ιερό. Αλλά η διατήρηση όχι με τη βυζαντινή αντίληψη, κατά τρόπο ασιατικό. Αυτό λίγο ωφελεί. Στις πολιτισμένες κοινωνίες συμβαδίζουν παντού δύο τάσεις. Η συντήρηση κι η ανανέωση. Όταν επικρατεί μόνο η πρώτη, έχουμε σκοταδισμό. Όταν επικρατεί η δεύτερη, έχουμε ανατροπή. Γι’ αυτό, χωρίς να «βυζαντινολογούμε», ας προσέξομε τη μουσική αυτή, που έχει αναμφισβήτητη αξία. Κι ας μη ξεχνούμε, ότι η μουσική δεν είναι δόγμα, για να είναι ακλόνητη. Και ότι ο Θεός μπορεί να στείλει μελωδούς νέους ανώτερους από τους προηγούμενους. Η μουσική είναι δώρο του Θεού με απεραντοσύνη. Κι ακόμη ότι εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε την ψαλτική μας παράδοση και όχι των τουρκόπληκτων αδελφών μας Μικρασιατών. Ήδη έμαθα ότι και στην Κεφαλλονιά θ’ αρχίσει αγώνας για διάσωση της τοπικής ψαλτικής.
Προτείνω λοιπόν, στο Συνέδριο, να υιοθετήσει το θέμα «Διάσωση και αναστύλωση της Κορφιάτικης ψαλτικής» και να προχωρήσει στις απαιτούμενες ενέργειες. Η Κερκυραϊκή Εκκλησία (και οι Ι. Μονές και οι Ενορίες), οι πνευματικοί Οργανισμοί, οι καλλιτεχνικοί και γενικώτερα οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι, που διανθίζουν την κοινωνία του νομού μας απο Ερείκουσα και Οθωνούς, μέχρι Παξούς και Αντίπαξους, καθώς και ο λαός, ας ενημερωθούν με πληρότητα, ώστε και το ενδιαφέρον αυτό θέμα ν’ αποτελέσει μέρος των φροντίδων, που τόσο εντυπωσιακά επδεικνύουν για τον πολιτισμό του κορφιάτικου λαού.
Σημείωση : Η πρόταση του κ. Μιχ. Γ. Λυκίσσα, εκπροσώπου της Κερκυραϊκής Ενώσεως Ελευσίνας, εγκρίθηκε μετά από σχετική συζήτηση παμψηφεί και κατατέθηκε αντίγραφο της ομιλίας-εισήγησης στο προεδρείο του Συνεδρίου αυθημερόν, την 29-9-1990.
* * *
Leave A Comment