Η στρατιωτική οργάνωση των βενετικών κτήσεων εν γένει, επομένως και των νησιών του Ιονίου, ακολουθούσε τη γενική στρατηγική της Βενετίας, που ήταν κυρίως αμυντική και απέ­βλεπε στη διατήρηση των κτήσεων, κυρίως από την τουρκική απειλή και από τις συχνές κατά την εποχή εκείνη πειρατικές επιδρομές.

Οι βασικοί άξονες της στρατιωτικής οργάνωσης της Βενετίας ήταν,α στρατός ξηράς και προεχόντως ο στόλος της. Επίσης, οι οχυρώσεις στις κτήσεις της, ιδίως στο Stato da Mar.

Οι ολιγάριθμοι Βενετοί πολίτες – κάτοικοι της Μητρόπολης είχαν ν’ αντιμετωπίζουν, επί συνεχούς βάσης, το πρόβλημα της επάνδρωσης των εκτεταμένων και κατεσπαρμένων κτήσεων τους με κατά το δυνατόν επαρκείς στρατιωτικές και ναυτικές δυνά­μεις. Το πρόβλημα αυτό της εξεύρεσης τρόπου σχηματισμού επαρκών κινητών στρατιωτικών μονάδων και σταθερών φρουρών των κτήσεων, συνδυαζόμενο με το παράλληλο πρόβλημα επάν­δρωσης του στόλου, υπήρξε πάντοτε δυσεπίλυτο, με συνέπεια να μη λυθεί ποτέ κατά τρόπο ικανοποιητικό.

Ο στρατός ξηράς έπρεπε να εξασφαλίζει τις στρατιωτικές αναγκαιότητες του βενετικού κράτους και στις ηπειρωτικές ιτα­λικές κτήσεις (Τerraferma) και στις κτήσεις της ανατολικής Με­σογείου (Stato da Mar), κατεσπαρμένες, κατά την αρχική περίο­δο της Βενετοκρατίας, στην Κρήτη, στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Για να καλυφθούν οι αναγκαιότητες αυ­τές η βενετική διοίκηση χρησιμοποιούσε, πέραν και ανεξάρτητα από τους stradioti, δύο επιπλέον πηγές εξεύρεσης των απαραι­τήτων ανδρών.

Η μίά πηγή προερχόταν από την υποχρεωτική, με κλήρωση, στρατιωτική θητεία στις κτήσεις της. Καθιέρωσε, ιδίως από το δεύτερο βενετοτουρκικό πόλεμο και μετά, καταλόγους στρατευ­σίμων κάθε περιοχής, ηλικίας 18-50 ετών (uomini da fati) και απ’ αυτούς κληρώνονταν οι αναγκαίοι κάθε φορά άνδρες (κληρωτοί). Οι μονάδες αυτές ονομάσθηκαν cernide, δηλαδή επίλεκτοι (από το cernere ή cermire = επιλέγω) ή ordinanze ή ordinarii και εί­χαν αποστολή τη φύλαξη των παραλίων και λοιπών οχυρών το­ποθεσιών (ένα είδος σημερινής πολιτοφυλακής) και την καταδίω­ξη των ληστών και των φυγόδικων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, την υποχρέωση αυτή στα νησιά του Ιονίου είχαν, άνευ οποιασ­δήποτε αμοιβής, οι χωρικοί (επίστρατοι χωρικοί), ενώ απαλλάσ­σονταν από αυτήν οι ελεύθεροι χωρικοί (εκτός εξαιρετικών περι­πτώσεων) και οι κάτοικοι των πόλεων.
Εξάλλου, η αποφυγή της πιο σκληρής αγγαρείας που ήταν η αγγαρεία της θάλασσας, δηλαδή η παροχή υπηρεσίας στις πολεμικές γαλέρες της Βενετίας (κωπηλασία, άθλια διατροφή, επιδημίες κλπ) οδήγησε σταδιακά στην εισαγωγή του θεσμού των «αντικαταστατών». Οι αντικαταστάτες (στην Κέρκυρα «σκαντζαδούροι») αναλάμβαναν αντί αδράς αμοιβής, νύμιμα, την αντικατάσταση όσων δεν ήθελαν να υπηρετήσουν στις γα­λέρες και είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν την αμοιβή.
Η άλλη πηγή εξεύρεσης των εκάστοτε απαραιτήτων ανδρών ήταν οι μισθοφόροι (provisionati). Ήταν κυρίως Ιταλοί (Franchi ή Italiani), υπερπόντιοι (oltramarini) και βόρειοι (oltramontani). Μεταξύ αυτών, οι ελληνικής ή αλβανικής καταγωγής συνιστού­σαν τα σώματα των καλουμένων stradioti και ήταν αποκλειστικά ιππείς, με διοικητή πάντοτε Βενετό στρατιωτικό. Είχαν ως κύρια αποστολή τη συμπολέμηση με τους Βενετούς σε πολεμικές επι­χειρήσεις, τη φρούρηση των ακτών και την αντιμετώπιση των πειρατικών επιδρομών. Για τους stradioti έχει γίνει ήδη σχετική αναφορά.
Πάντως, ο αριθμός των δυνάμεων ξηράς που βρίσκονταν στις διάφορες αποικίες της Βενετίας ήταν εντυπωσιακά ολιγάριθμος. Υπολογίζεται ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 16°” αιώνα οι στρατιωτικές δυνάμεις της Βενετίας στις κτήσεις της δεν ξεπερ­νούσαν τους 4.000 άνδρες.
Αλλά δεν ήταν μόνο ολιγάριθμος ο στρατός ξηράς της Βε­νετίας στις κτήσεις της και συνεπώς και στα νησιά του Ιονίου. Ήταν και ποιοτικά ανεπαρκής και αναποτελεσματικός. Πολλοί παράγοντες επέφεραν την ποιοτική ανεπάρκεια των δυνάμεων αυτών. Ήταν η έλλειψη πειθαρχίας των στρατιωτών κατά την αναγκαστική εξαετή θητεία τους· το γλίσχρο της μισθοδοσίας· η πενιχρή και κακής ποιότητας τροφοδοσία- ο ελλιπής ιματι­σμός των στρατιωτών (ανανεούμενος ανά τριετία)· η έλλειψη ιατρικής περίθαλψης· η έλλειψη επαρκούς οπλισμού (οι στρα­τιώτες είχαν ως όπλο το αρκεβούζιο (archibugio), φορητό όπλο πυροβόλου με μακριά κάννη). Επίσης, το εν γένει πνεύμα πα­ρακμής που, ιδίως στην τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας, άρχισε να δημιουργείται. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η μη επαρκής φύλαξη των κτήσεων από τις στρατιωτικές δυνά­μεις της ξηράς.

Μεγαλύτερη σπουδαιότητα για τις κτήσεις είχε το ναυτικό της Βενετίας, που τις συνέδεε μεταξύ τους και με τη Μητρόπο­λη και εξασφάλιζε την κυριαρχία των θαλασσίων οδών. Η κεν­τρική ναυτική διοίκηση για το Ιόνιο και το Αιγαίο Πέλαγος έδρευε στην Κέρκυρα, υπό την αρχηγία του Γενικού Διοικητή Θαλάσσης (Capitan General da Mar). Μετά των απώλεια της Κύπρου, της Κρήτης, της Εύβοιας και της Πελοποννήσου, η Κέρκυρα έγινε κατ’ ανάγκην το κέντρο συγκέντρωσης των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας στην Ανατολή.

Ανάλογα με τις εκάστοτε κινήσεις του τουρκικού στόλου για έξοδο του στο Αιγαίο, η δύναμη των εν ενεργεία πολεμι­κών πλοίων της Βενετίας αυξομειωνόταν, με αντίστοιχους προσωρινούς αφοπλισμούς. Σε περίπτωση πολέμου μετατρέπονταν και εμπορικά πλοία σε πολεμικά. Πάντως , στο κεντρικό ναύσταθμο της Κέρκυρας η ναυτική μοίρα δεν ξεπέρασε ποτέ τις 12 γαλέρες .

Το 1566 η βενετία διέθετε ,στα χαρτιά, εκατοντάδες γαλέρες αλλά μόνον 60 ήταν σε θέση να επανδρώσει. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βενετίας μόνο στο ναυτικό επιτρεπόταν να προσφέρει τις προς την πατρί­δα υπηρεσίες του.

Ως προς τα πληρώματα, οι Βενετοί αρχικά είχαν στηρίξει τη στρατολογία των ναυτών στην εθελοντική προσφορά και οι εθελοντές αυτοί (galeoti di buonavoglia), μισθοδοτούμενοι, απο­τελούσαν τον κορμό του στόλου. Αυτοί προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις της Μητρόπολης ή από πρόσφυγες της Δαλ­ματίας και της Ελλάδας (βενετοκρατούμενης ή τουρκοκρατού­μενης).

Με τον καιρό όμως η εθελούσια αυτή προσφορά μειώθηκε γιατί, πέραν από τις κακές συνθήκες διαβίωσης στα πλοία, οι άνδρες αυτοί είχαν και την επιλογή να μεταστούν στο πιο προσοδοφόρο «επάγγελμα» του πειρατή. Έτσι, η Βενετία βρέθηκε στην ανάγκη να εισαγάγει, από τη δεύτερη δεκαετία του 16ου αι­ώνα, την αναγκαστική στρατολογία στις κτήσεις της ή να εντά­ξει, από το 1545, την υπηρεσία στις γαλέρες στην κατηγορία των ποινών.

Οι αποικίες είχαν την υποχρέωση να διατηρούν μία ή περισ­σότερες γαλέρες, με δική τους δαπάνη για την επάνδρωση τους και με δικούς τους κυβερνήτες (τριηράρχες, σοπρακόμιτοι- sopracomiti). Η εκλογή των σοπρακόμιτων κάθε Νησιού γινόταν με ψηφοφορία από το Συμβούλιο των Ευγενών. Η δαπάνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων του σοπρακόμιτου ήταν ιδιαίτερα υψηλή καθόσον η βενετική Πολιτεία παρέδιδε το πλοίο εφοδια­σμένο με τον εν γένει οπλισμό του, αλλά τη συντήρηση, τη μι­σθοδοσία του πληρώματος και τα λοιπά έξοδα αναλάμβανε ο τριηράρχης. Στα Ιόνια Νησιά μόνον η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος είχαν αυτή την υποχρέωση επάνδρωσης γαλέρων. Σχετικά με την επάνδρωση συνολικά πέντε κάτεργων (πλοίων) που τα τρία μεγάλα νησιά (Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά) έπρε­πε να συντηρούν, η στρατολογία των απαιτουμένων 395 ενόπλων ανδρών των πληρωμάτων γινόταν από τους συνδίκους μεταξύ των χωρικών, ηλικίας από 18-45 ετών. Μεταξύ των εγγραφόμε­νων στους σχετικούς καταλόγους γινόταν κλήρωση για ενιαύσια θητεία.

Το 1606 ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης Φίλιππος Πασκουαλέγκο, εκτιμώντας το βαθμό της ναυτικής ανάπτυξης των Νη­σιών, εξέδωσε διάταγμα κατά το οποίο εν καιρώ πολέμου της Βενετίας η Κεφαλονιά ήταν υποχρεωμένη να εξοπλίζει τρεις γα­λέρες, η Ζάκυνθος δύο και η Κέρκυρα μία, οι δε κυβερνήτες αυ­τών, οι «σοπρακόμιτοι», ευθύνονταν, όπως προαναφέρθηκε, για την επάνδρωση των γαλέρων τους.

Επίσης, τα πληρώματα (galeotti , uomini di ramo) απαρτίζο­νταν και από κατάδικους που εξέτειαν επάνω στα πλοία την ποινή τους. Με τον τρόπο αυτόν η Βενετία εξασφάλιζε ανέξοδη συμπλήρωση των πληρωμάτων του στόλου της, ενώ ταυτό­χρονα έλυνε, μερικώς έστω, το πρόβλημα της εγκληματικότητας στις κτήσεις της. Οι ποινικοί αυτοί κατάδικοι, ως μέλη των βε­νετικών πολεμικών πλοίων, όταν έβγαιναν στη στεριά, ιδίως στην Κέρκυρα όπου ναυλοχούσαν πλοία του βενετικού στόλου, δημι­ουργούσαν ατιμωρητί ταραχές, φιλονικίες με τους κατοίκους και σοβαρές ζημιές στην περιουσία τους.

Οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους η ποιότητα της στρατιωτι­κής δύναμης της ξηράς δεν ήταν ποιοτικά επαρκής ίσχυαν και για τα πληρώματα των πλοίων, σε δυσμενέστερο ακόμη βαθμό.

Επί μακρά σειρά ετών η Βενετία αντιμετώπισε πολεμικές επιχειρήσεις, κυρίως έναντι του τουρκικού επεκτατισμού, για τη διατήρηση των κτήσεων της στην Ανατολή, του Stato da Mar. Εκτός ορισμένων προσωπικών εξαιρέσεων από Βενετούς ηγέτες, κυρίως στη θάλασσα, οι Βενετοί δεν διακρίθηκαν για τη στρα­τιωτική οργάνωση, το ετοιμοπόλεμο των δυνάμεων τους, αλλά και την ανδρεία και την ευψυχία τους.

Δοθέντος ότι οι περισσότερες κτήσεις της Βενετίας ήταν πα­ραθαλάσσιες, αναπόφευκτη αναγκαιότητα υπήρξε η οχύρωση των θέσεων αυτών με τα κατάλληλα κατά περίπτωση οχυρωματικά έργα.

Κύρια φροντίδα των Βενετών στις ανατολικές κτήσεις της (αλλά και στην Terraferma) ήταν η οχύρωση τους, φροντίδα που γινόταν ακόμη πιο επιτακτική όσο, κατά την αλληλουχία των βενετοτουρκικων πολέμων, η απειλή του εχθρού γινόταν πιο έντονη και οι απώλειες βενετικών κτήσεων ήταν συνεχείς και διαδοχικές.

Οχυρωματικά έργα – κυρίως κάστρα – βρήκαν οι Βενετοί σε ευρύ φάσμα των κτήσεων τους, κατασκευασμένα από τους Βυ­ζαντινούς αλλά και από τους Φράγκους κατακτητές που προη­γήθηκαν. Τις οχυρώσεις αυτές τις ανακαίνισαν και βελτίωσαν οι Βενετοί και, όπου δεν υπήρχαν, συμπλήρωσαν την άμυνα τους με δικές τους οχυρωματικές κατασκευές. Άλλωστε, μετά την καθιέ­ρωση της πυρίτιδας και την παράλληλη ανακάλυψη και εξέλιξη του πυροβολικού δημιουργήθηκε μία πραγματική επανάσταση σε όλα τα στοιχεία της άμυνας, της επίθεσης, στα όπλα και στις οχυρώσεις. Ως εκ τούτου, η οχυρωματική αρχιτεκτονική έπρεπε να μετεξελιχτεί. Οι μεσαιωνικές οχυρώσεις δεν επαρκούσαν να αντιμετωπίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη του πυροβολικού. Έτσι, από τις αρχές του 15ου αιώνα και μετά άρχισαν να προ­σαρμόζονται τα υπάρχοντα φρούρια σε νέες αμυντικές κατα­σκευές (προμαχώνες, οχυρώσεις πέραν της κύριας τάφρου, πλευ­ρικά πυρά κλπ).

Στην περιοχή των Ιονίων Νήσων, που αποτελούσαν τον κρί­κο σύνδεσης μεταξύ του Αδριατικού Κόλπου με την κυρίως βε­νετοκρατούμενη ελληνική χώρα, οι Βενετοί βρήκαν υπάρχοντα οχυρωματικά έργα και τα βελτίωσαν και, επιπλέον, έκτισαν δι­κά τους, κατ’ εξοχήν κάστρα ή τείχη γύρω από κατοικημένες πε­ριοχές.

Στην Κέρκυρα οι Βενετοί βρήκαν το βυζαντινό οικισμό της χερσονήσου Κορυφώ (τον ονομαζόμενο «Παλαιό Φρούριο»), που προβάλλει μέσα στο πέλαγος με τους πύργους και τα τείχη του. Επίσης, βρήκαν το φρούριο της Κασσιώπης και το φρούριο του Αγγελοκάστρου. Εξ αυτών, το φρούριο της Κασσιώπης κατα­στράφηκε από τους Βενετούς κατά τις πολεμικές προσπάθειες τους για την κατάληψη του νησιού, πριν από την deditione liberae volontaria, και έκτοτε παραμελήθηκε και ερειπώθηκε. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση, η εγκατάλειψη του φρουρί­ου αυτού έγινε λόγω του πλήθους των φιδιών στην περιοχή. Το φρούριο του Αγγελοκάστρου, στα δυτικά του νησιού, πάνω σε απότομο βράχο, καλά οχυρωμένο και ευρύχωρο, πρόσφερε πολ­λές υπηρεσίες στους Κερκυραίους, όπως κατά την τουρκική επι­δρομή του 1537.

Από τους πρώτους χρόνους της βενετικής κατάληψης άρχι­σαν συμπληρωματικά έργα μέσα στο Παλαιό Φρούριο, με ανα­γκαίες κατεδαφίσεις σπιτιών, σε πολλές περιπτώσεις. Το 1522 κατεδαφίσθηκαν εκκλησίες και το 1536 περί τα 2.000 σπίτια, με συνέπεια η πόλη να μείνει με 150 μόνο κατοικίες ανέπαφες. Οι κάτοικοι δεν αποζημιώνονταν για τις κατεδαφίσεις αυτές γιατί η Γερουσία αποφάσισε ότι όταν η κατεδάφιση γίνεται για την ασφάλεια των κατοίκων δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης. Επίσης, άρχισε η διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου (contra fossa) που καθιστούσε το Παλαιό Φρούριο περισσότερο απρόσβλητο, γιατί μπορούσε ν’ αποκοπεί από τη στεριά. Επί πολλά έτη η βενετι­κή Αρχή ενδιαφερόταν μόνο για την οχύρωση του Φρουρίου της Κέρκυρας. Συνέπεια ήταν ο πραγματικός όλεθρος των κατοίκων του μποργκου και στις δύο κύριες τουρκικές επιδρομές κατά της Κέρκυρας, το 1537 και το 1571. Σε δεύτερη φάση, αργότερα, άρχισε μία άλλη κατηγορία έργων που αφορούσε την οχύρωση -τον τειχισμό -του εξωπολίου, του μποργκου, το λεγόμενο «Νέο Φρούριο», που αναπτύχθηκε βαθμιαία έξω από το Παλαιό Φρού­ριο, η spianata (ελεύθερος χώρος εμπρός από το Φρούριο), και τελικά αποτέλεσε σημαντικό τμήμα της νεότερης πόλης (αντι­στοιχεί με τις σημερινές δύο μεγάλες πλατείες). Το τείχος, που επιτέλους περιέβαλλε προστατευτικά τον ταλαιπωρημένο χώρο του μποργκου και αποδείχθηκε αποτελεσματικό κατά την τουρ­κική επιδρομή του 1716, έκλεισε μέσα του ένα λαό φορτισμένο από οδυνηρές μνήμες και βαρύτατες δοκιμασίες που σφράγισαν ολύκληρο τον 16° αιώνα.

Σύμφωνα με μία πιο συγκεκριμένη περιγραφή: «Δύο φρού­ρια υπερήσπιζαν την πύλιν, αφενός το νέον οχυρόν, το οποίον, υψούμενον πλησίον του λιμένος, εδέσποζεν του προλιμένος και ήτο εφοδιασμένον διά μεταπυργίων, ημισελήνων φεγγιτών και βελοειδών κτισμάτων, αφ’ ετέρου το παλαιόν φρούριον, ευρισκόμενον εις την άλλην άκραν της χερσονήσου, επί της οποίας ήτο εκτισμενη η πόλις και η οποία την επροστατευεν από το μέρος του ανοικτού πελάγους. Ως βάθρον είχεν ένα βράχον, τον οποίον η θάλασσα προσέβαλλεν από των τριών πλευρών. Προς το μέρος της ξηράς μία τάφρος είχεν εκσκαφή, αρκετά ευρεία, ίνα δύνανται να διέρχωνται αι λέμβοι εις τρόπον ώστε το παλαιόν τούτο οχυρύν ευρίσκεται τελείως απομεμονωμένον».

Το κύριο βενετσιάνικο λιμάνι στην Κέρκυρα είναι γνωστό ως «Μαντράκι» (Mandracchio). Οι Βενετοί οχύρωσαν σταδιακά το νησί και με άλλα κάστρα (του Αβράμ, το Φρούριο του Σωτήρος κ.ά), σε σημείο ώστε η Κέρκυρα να θεωρείται, με τα δεδομένα της εποχής, απόρθητη.

Σπύρος Γασπαρινάτος

Απόσπασμα από : Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους

 

* * *