Η σημαντικότερη θρησκευτική γιορτή για την Ορθόδοξη Ανατολή, το Πάσχα, αποτελεί για το νησί μας μια πλέον ιδιαίτερη περίοδο καθώς συνδυάζεται με δύο ακόμα τοπικά θρησκευτικά γεγονότα και έθιμα η αρχή των οποίων χάνεται στους αιώνες.
Στην αχλή του χρόνου
Το μεγαλύτερο μέρος των πασχαλινών παραδόσεων συναντιέται σε διάφορες αρχαίες τελετουργίες εξιλασμού, που συνδέονταν με την αρχή της Άνοιξης. Σε αυτές υπάρχουν δύο στοιχεία στα οποία από τους πιο απομακρυσμένους χρόνους αποδίνονταν εξαγνιστικές ιδιότητες, το νερό και η φωτιά.
Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία κ.τ.λ.) συνηθίζεται να ραντίζουν τους ανθρώπους και τα σπίτια, τη στιγμή που χτυπούν οι καμπάνες, θεωρώντας ότι εκέινη τη στιγμή το νερό ευλογείται και λαβαίνει ειδικές προστατευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες.
Εξίσου διαδεδομένη και σπουδαία, μεταξύ των Πασχαλινών παραδόσεων, είναι η χρήση της φωτιάς, που άλλοτε ευλογούσαν τελετουργικά το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Σε πολλά μέρη συνηθίζουν ν’ ανάβουν φωτιές στα γύρω υψώματα του οικισμού με σκοπό να πετύχουν καλή συγκομιδή.
Από αρχαιότατα ειδωλολατρικά έθιμα προέρχεται και η χρήση των κόκκινων αυγών, που θεωρούνταν σύμβολο ζωής, και έγιναν δεκτά από τον Χριστιανισμό στα πρώτα του βήματα σα σύμβολο Ανάστασης.
Το έθιμο των ζαχαρένιων και σοκολατένιων αυγών είναι του 19ου αιώνα και μάλλον γερμανικής προέλευσης. Αντίθετα, το περιστέρι και το αρνί είναι βιβλικής προέλευσης αλλά στο Χριστιανισμό γίνονται κυρίως σύμβολα αγνότητας, εισερχόμενα έτσι στο πλαίσιο των συνηθειών και πρακτικών εξαγνισμού.
Κυριακή των Βαϊων
Οι θρησκευτικές εκδηλώσεις της πασχαλινής περιόδου αρχίζουν με τη δεύτερη αρχαιότερη λιτανεία του Αγίου, της Κυριακής των Βαϊων, η οποία τελείται σε ανάμνηση απαλλαγής της Κέρκυρας από επιδημία πανώλους.
Το πρώτο κρούσμα εμφανίστηκε τα Χριστούγεννα του 1629 και αμέσως η τοπική Ενετική Διοίκηση έλαβε έκτακτα υγειονομικά μέτρα. Τα κρούσματα σταδιακά μειώθηκαν και την Κυριακή των Βαΐων του 1630 δεν σημειώθηκε κανένα. Τα θύματα (όπως αναφέρει ο Βροκίνης) έφτασαν τα 60.
Η κατάπαυση του θανατικού αποδόθηκε σε θαυματουργή επέμβαση του Αγίου και την ημερα εκείνη λιτανεύτηκε το ιερό λείψανο εκτός του ναού. Οι Σύνδικοι της Κοινότητας συγκέντρωσαν πέντε χιλιάδες δουκάτα για εξωραϊσμό του ναού και με αίτησή τους προκάλεσαν το υπό χρονολογία 21 Ιούνη 1630 θέσπισμα της Ενετικής Διοίκησης για τη λιτάνευση του σκηνώματος του Αγίου “ίνα κατ΄έτος και επί παντός τελήται η λιτανεία πανδήμως”.
Έτσι, η Λιτανεία των Βαΐων επαναλαμβάνεται χωρίς διακοπή σχεδόν τέσσερις αιώνες, πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη διαδρομή από όλες τις άλλες (παράλληλα με την πορεία των Ενετικών τειχών).
Μεγάλη Παρασκευή
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας τελούνται οι λατρευτικές εκδηλώσεις σε ορθόδοξες και καθολικές εκκλησίες, στις περισσότερες από αυτές σύμφωνα με την τοπική παραδοσιακή ψαλτική. Σε πολλές κερκυραϊκές εκκλησίες χρησιμοποιείται αρμόνιο, ενώ στις καθολικές το υποβλητικό εκκλησιαστικό όργανο.
Τη Μ. Παρασκευή η περιφορά των Επιταφίων αρχίζει λίγο μετά το μεσημέρι και τελειώνει σχεδόν μεσάνυχτα με τον Επιτάφιο της Μητρόπολης του νησιού. Η συνήθεια της περιφοράς των επιταφίων εκτός των ναών μας είναι γνωστή από το 16ο αιώνα, ενώ η έξοδος σε διαφορετικές χρονικές στιγμές καθορίζονταν ήδη από το 1740 με πρωτοπαπαδικό πρόσταγμα, αρχίζοντας από τις 10 το πρωί της Μ. Παρασκευής και τελειώνοντας στις 9 το βράδυ με τον επιτάφιο της Υ.Θ. Σπηλιώτισας (είναι ο επιτάφιος της Μητρόπολης). Με διάταγμα του βενετού Γενικού Προνοητή της Θάλασσας Antonio Loredan, από το 1743 απαγορεύεται κάθε λιτάνευση κατά της διάρκεια της νύχτας και έκτοτε ο επιτάφιος του Αγίου Σπυρίδωνα λιτανεύεται με το σκήνωμα (το οποίο προηγείται ασκεπές του επιταφίου) το πρωί του Μ. Σαββάτου.
Οι φιλαρμονικές το βράδυ της Μ. Παρασκευής
Τα πένθιμα εμβατήρια που αποδίδει η Φ.Ε. «Καποδίστριας» είναι η Sventura (Συμφορά) στον επιτάφιο της Μητρόπολης και η πασίγνωστη Marcia Funebre του Fr. Chopin, έργο που αποτελούσε μέρος του ρεπερτορίου και των ελληνικών στρατιωτικών μουσικών σωμάτων των αρχών του 20ου αιώνα.
Για την Sventura, δεν υπάρχουν ειδήσεις. Συνθέτης της είναι ο Mariani, χωρίς όμως να μπορούμε να δώσουμε ακριβή στοιχεία για αυτόν. Γνωρίζουμε μόνο, από προφορική παράδοση, ότι γράφτηκε για την κηδεία του βασιλιά της Ιταλίας Ουμβέρτου Α’ ο οποίος δολοφονήθηκε στις 29 Ιούλη 1900 έξω από το στάδιο της Monza στην περιοχή που Μιλάνου. Κατά άλλη εκδοχή, πρωτοπαίχτηκε στην κηδεία του βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ Β’ το 1878 και πιθανόν συνθέτης της είναι ο ιταλός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας Angelo Mariani (Ravena 1821 – Genova 1873), συνθέτης συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου και έξοχος ερμηνευτής των έργων του Verdi. Να σημειωθεί ότι ο μαθητής του Μάντζαρου Διονύσιος Ροδοθεάτος ορμώμενος από το ίδιο γεγονός συνέθεσε επίσης ένα πένθιμο εμβατήριο (Α Vittorio Emmanuele II, Re d’ Italia), η πρωτότυπη παρτιτούρα του οποίου βρίσκεται στο αρχείο της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος».
Η «Μάντζαρος» αποδίδει την Marcia Funebre του G. Verdi (η οποία έχει συμπεριληφθεί στο ρεπερτόριό της από 30ετίας περίπου) και σε πρώτη εκτέλεση το πένθιμο εμβατήριο Μεγάλη Παρασκευή του υπαρχιμουσικού της Σπύρου Μαυρόπουλου.
Η «Παλιά» εκτελεί το Adagio του Tomaso Albinoni (Βενετία 1671-1751), σε διασκευή και ενοργάνωση Δημήτρη Κάφυρη. Το Adagio είναι ουσιαστικά η εναρμόνιση μιας γραμμής μπάσου που εντόπισε ο μιλανέζος μουσικολόγος Remo Giazotto σε χειρόγραφο της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Δρέσδης λίγο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ουσιαστικά, το πασίγνωστο αυτό έργο δεν είναι σύνθεση του Albinoni, αλλά μια από τις πολλές εκδοχές που θα μπορούσαν να προκύψουν, από την διαφορετική εναρμόνιση του σωζόμενου μπάσου του Ιταλού συνθέτη. Το Adagio είναι γραμμένο σε μέτρο ¾ και εκτελείται με την κατάλληλη διασκευή σε τετραμερή ρυθμό.
Μεγάλο Σαββάτο
Η λιτανεία του Αγίου το πρωί του Μ. Σαββάτου είναι η αρχαιότερη και ανάγεται στα μέσα του 16ου αιώνα όταν φοβερή έλλειψη σταριού ταλαιπωρούσε το νησί καθώς οι άσχημες καιρικές συνθήκες εμπόδιζαν τον εφοδιασμό του. Μόνο το πρωί του Μ. Σαββάτου σταράδικα καράβια έφτασαν στο λιμάνι δίνοντας τέλος στην ταλαιπωρία. Η άφιξη των πλοίων αποδόθηκε σε θαυματουργή πέμβαση του Αγίου ο οποίος καθοδήγησε τους κυβερνήτες για να έλθουν στην Κέρκυρα αντί να κατευθυνθούν στον αρχικό προορισμό τους.
Είναι άγνωστος ο ακριβής χρόνος καθιέρωσης της λιτανείας καθώς η πρωτη επίσημη μαρτυρία ανάγεται στα 1753. Ο Βροκίνης, βασιζόμενος σε απόφαση της Ενετικής Διοίκησης να οικοδομηθούν δημόσιες σιταποθήκες το 1553, υποθέτει ότι η λιτανεία θα έγινε για πρώτη φορά πριν τη χρονολογία αυτή.
Στη θέση «Πίνια», στην καρδιά της Παλιάς Πόλης, διατηρούνταν ως τις αρχές του Μεσοπολέμου το έθιμο της «μαστέλας». Στα χρόνια μας γίνεται μια αναπαράστασή του αμέσως μετά την «Πρώτη Ανάσταση» στις 11 το πρωί του Μ. Σαββάτου.
Οι φιλαρμονικές το πρωί του Μ. Σαββάτου
Στη λιτανεία του Αγίου η Φ.Ε. «Καποδίστριας» παιανίζει τη Marcia Funebre που αποτελεί το δεύτερο μέρος της 3ης Συμφωνίας του L.van Beethoven, της λεγόμενης και «Ηρωϊκής». Η Συμφωνία αυτή γράφτηκε το 1803 και αγαπήθηκε από το συνθέτη περισσότερο από όλα του τα έργα. Φαίνεται ότι προοριζόταν ν’ απεικονίσει τον Ναπολέοντα που «τα χρόνια εκείνα έδινε στον Beethoven την εντύπωση ενός αρχαίου ήρωα, …». Όμως, η αφιέρωση στον Ναπολέοντα αποσύρθηκε με οργή, όταν ο συνθέτης έμαθε ότι ο ήρωάς του είχε ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα των Γάλλων. «Ως και αυτός λοιπόν δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας κοινός θνητός; Τώρα θα τσαλαπατήσει τα δικαιώματα του ανθρώπου και θα γίνει τύραννος!». Αλλά ο Beethoven μοιάζει να συγχώρεσε τον Ναπολέοντα, γιατί στα 1810 είχε την πρόθεση να του αφιερώσει τη Λειτουργία σε Ντο Μείζονα. Όπως είναι αναμενόμενο, για τις ανάγκες της απόδοσης του έργου από ένα σύνολο πνευστών, το δεύτερο μέρος της μπετοβενικής 3ης Συμφωνίας έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές.
Η «Μάντζαρος» εκτελεί το πένθιμο εμβατήριο Calde Lacrimae (Καυτά Δάκρυα) του Cesare De Michelis και τη Marcia Funebre του Δημητρίου Ανδρώνη. Για τον Cesare De Michelis δεν υπάρχουν ως τώρα ειδήσεις. Μόνο στην προφορική παράδοση της «Μαντζάρου» αναφέρεται ότι ήταν μοναχός.
O Δημήτριος Ανδρώνης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1866 και σπούδασε σύνθεση και πιάνο στο Βασιλικό Κονσερβατόριο της Νάπολης της Ιταλίας (όπως και όλοι σχεδόν οι επτανήσιοι μουσουργοί) από όπου πήρε το δίπλωμά του με άριστα. Στη συνέχεια σπούδασε και στη Γερμανία. Έγινε μέλος της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ακαδημίας της Bologna, όπου και έκανε την πρώτη του πετυχημένη εμφάνιση στο ιταλικό κοινό, ενώ δίδαξε πιάνο και σύνθεση στη Νάπολη και στην Bologna. Το 1890 προσκλήθηκε από την Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας (Παλιά) να επιστρέψει από την Ιταλία και να αναλάβει τη διεύθυνση των μουσικών της Σχολών. Ο Ανδρώνης αναδιοργάνωσε στις Σχολές και παράλληλα δίδασκε ανώτερα θεωρητικά και πιάνο ενώ ήταν και «Πρόεδρος της Μουσικής», δηλαδή καλλιτεχνικός διευθυντής της. Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί από την θέση του λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε αφήνοντας, όμως, πίσω του ένα σπουδαίο συνθετικό έργο, το οποίο περιελάμβανε και μια σειρά πένθιμων εμβατηρίων για μπάντα, πολλά από τα οποία εντοπίστηκαν πρόσφατα στο αρχείο της ΦΕΚ.
Συνέθεσε διάφορα πιανιστικά έργα και πρωτότυπα κομμάτια για ορχήστρα πνευστών, από τα οποία το γνωστότερο είναι το Ολυμπιακό Ποίημα που αφιέρωσε στην Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας και πρόσφατα δισκογραφήθηκε για λογαριασμό της Βουλής των Ελλήνων από τη Φιλαρμονική «Μάντζαρος».
Το 1918 ο Ανδρώνης αναχώρησε για την Ιταλία και εγκαταστάθηκε στην Francavilla κοντά στο Lecce. Εκεί, την ίδια χρονιά δέχτηκε δολοφονική επίθεση και υπέκυψε στο μοιραίο.
H «Παλιά» αποδίδει το πασίγνωστο πένθιμο εμβατήριο Amleto από την ομώνυμη όπερα του ιταλού συνθέτη Franco Faccio o οποίος γεννήθηκε στην Verona στις 8 Μάρτη 1840 και διακρίθηκε στους αγώνες του ιταλικού Risorgimento. Σπούδασε στο Ωδείο του Μιλάνου και μαζί με τον Boito (επίσης σπουδαστή του ίδιου ωδείου) έλαβαν κρατική υποτροφία για να γνωρίσουν την κεντροευρωπαϊκή μουσική προσέγγιση της εποχής τους. Ο Faccio διορίστηκε καθηγητής του μιλανέζικου ωδείου το 1868, ενώ ταυτόχρονα διεύθυνε τα θέατρα Carcano και Scala.
Στα 1863 παρουσιάζει με επιτυχία την πρώτη του όπερα I profughi Fiamminghi (Οι Φλαμανδοί πρόσφυγες) και δύο χρόνια αργότερα την δεύτερη και τελευταία, τον Amleto, σε τέσσερις πράξεις και σε λιμπρέτο του Arrigo Βoito. Η πρεμιέρα του Amleto δόθηκε στο θέατρο Carlo Felice της Genova στις 30 Μάη του 1865. Από την όπερα αυτή προέρχεται και το πένθιμο εμβατήριο που αποδίδεται το πρωί του Μ. Σαββάτου. Ο Faccio, εγκατέλειψε γρήγορα τη σύνθεση για να αφιερωθεί στη διεύθυνση ορχήστρας και εξελίχθηκε σε έξοχο μαέστρο και ερμηνευτή του Verdi. Πέθανε στο άσυλο φρενοβλαβών της Monza στις 21 Ιούλη του 1891, σε ηλικία 51 χρονών.
H όπερα Amleto, σε λιμπρέτο του Boito βασισμένo στο ομότιτλο έργο του Σαίξπηρ, δεν επιβίωσε στο οπερατικό ρεπερτόριο της εποχής μας, κάτι αναμενόμενο εξαιτίας της χλιαρής ως αρνητικής υποδοχής που είχε το έργο τόσο κατά την πρεμιέρα του το 1865 όσο, αν όχι κυρίως, και κατά την επαναπαρουσίασή του το 1871.
Το πένθιμο εμβατήριο του Amleto συνοδεύει τη σκηνή του θανάτου της Οφήλιας και μουσικά φέρει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που συνοπτικά κάποιοι θα ονόμαζαν «γερμανική τεχνοτροπία». Το συγκεκριμένο μέρος ήταν το μοναδικό που παρέμεινε στο μουσικό προσκήνιο και απέκτησε δημοφιλή χαρακτήρα μετά την τελική αποδοκιμασία της όπερας, κυρίως μέσα από τις διασκευές του για μπάντα. Σε αυτό θα έπαιξε ρόλο και η ευκολία αυτονόμησής του από την όπερα, η πλοκή της οποίας ασφαλώς παρέμεινε από ένα σημείο και μετά παντελώς άγνωστη.
Υποθέτουμε ότι η διασκευή του συγκεκριμένου εμβατηρίου πιθανόν να έφτασε στην Κέρκυρα στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ου. Γεγονός είναι ότι η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας το απέδωσε στην κηδεία του Γεωργίου Α΄ το 1913. Σήμερα το άκουσμα του «Αμλέτου» είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ατμόσφαιρας του Μ. Σαββάτου και οι ήχοι του γεμίζουν την πένθιμη ατμόσφαιρα της πόλης καθώς αρχίζει η αρχαιότερη λιτανεία του Αγίου.
«Ανάστα ο Θεός»
Από τα σημαντικότερα έθιμα που σώζονται μέχρι σήμερα είναι η “Πρώτη Ανάσταση”, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου”. Στις 11 οι καμπάνες του Μητροπολιτικού ναού σημαίνουν χαρμόσυνα και την ίδια στιγμή από τα σπίτια πήλινα αντικείμενα πέφτουν στους δρόμους σπάζοντας με κρότο. Αμέσως μετά οι φιλαρμονικές διασχίζουν την πόλη παιανίζοντας το εμβατήριο «Μη φοβείσθε Γραικοί», γνωστό στην Κέρκυρα τουλάχιστον από το 1850. Για την προέλευση του εθίμου αυτού υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία είναι καθαρά εκκλησιαστική και θέλει την καταγωγή του στην Αγία Γραφή (Ψαλμός β’, στ.9) όπου διαβάζουμε:
«…ζήτησον παρ΄εμού, και θέλω σοι δώσει τα έθνη κληρονομίαν σου, και ιδιοκτησίαν σου τα πέρατα της γης, θέλεις ποιμάνει αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύος κεραμέως θέλεις συντρίψει αυτούς.»
Η δεύτερη εκδοχή, που είναι και η επικρατέστερη, θέλει τη ρίζα του εθίμου να φτάνει στην αρχαία Ελλάδα δείχνοντας έτσι τη συνέχεια του Ελληνισμού. Είναι γνωστό ότι με την επικράτηση του Χριστιανισμού πολλά ειδωλολατρικά έθιμα διατηρήθηκαν στη νέα θρησκεία με διαφορετικό μανδύα αλλά με το ίδιο περιεχόμενο. Σαφέστατα παραδείγματα οι ημερομηνίες κατά τις οποίες εορτάζονται το Πάσχα και τα Χριστούγεννα καθώς και οι εκδηλώσεις του Καρναβαλιού.
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θόρυβος είναι «απελαστικός» για τα κακά πνεύματα, γι’ αυτό, κατά τις κηδείες οι αρχαίοι δημιουργούσαν θορύβους με κάθε μέσο. Μάλιστα, στη μυθολογία, οι κουρήτες χτύπαγαν χάλκινες απίδες γύρω από το βρέφος – Δία για να το προστατεύσουν από τα κακά πνεύματα. Στο κερκυραϊκό έθιμο, από κάθε σπίτι πέφτουν στις 11 το πρωί πήλινα αντικείμενα δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο θορύβου μαζί με τις καμπάνες των εκκλησιών ορθοδόξων και καθολικών. Οι πιστοί προσπαθούν με τον τρόπο αυτό να προστατεύσουν το Χριστό που βρίσκεται στον τάφο, από τα πνεύματα που αντιμάχον¬ται την Ανάστασή του.
Προς την Κυριακή του Πάσχα
Τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου η Ανάσταση γιορτάζεται με κάθε επισημότητα και ρίψη πυροτεχνημάτων, εδώ και μισό περίπου αιώνα, στην εξέδρα της Άνω Πλατείας με την παρουσία δεκάδων χιλιάδων κατοίκων και επισκεπτών του νησιού.
Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, γίνεται από κάθε εκκλησία η λιτανεία της Ανάστασης με επισημότερη αυτήν της εκκλησίας του Αγίου. Όταν η πομπή επιστρέφει, σε πολλές εκκλησίες εμπρός από την είσοδο γίνεται μικρό «δρώμενο». Ό ιερέας υποδύεται τον Χριστό και κάποιος νεωκόρος τον Άδη, ή τον Διάβολο. Διαμείβεται διάλογος, στο τέλος νικά ο Χριστός, και τότε αναφωνόντας το «Άρατε πύλας» ο παπάς και ή πομπή μπαίνουν στην εκκλησιά θριαμβευτικά.
Με την περιφορά των Αναστάσεων, πολλές από τις οποίες γίνονται το απόγευμα του Πάσχα ή τη δεύτερη μέρα (στην ύπαιθρο) και την επαναφορά του σκηνωματος του Αγίου στην κρύπτη, το απόγευμα της Τρίτης της Διακαινησίμου, κλείνει ο λατρευτικός κύκλος των ημερών.
Ανάσταση στο παλιό Φρούριο πριν 150 χρόνια
Στις «Καθημερούσιες Ειδήσεις» του Π. Σαμαρτζή σώζεται περιγραφή της Ανάστασης στο Παλιό Φρούριο όπου εορτάζονταν μέχρι το 1960 περίπου. Είναι 4 Απρίλη του 1865, πρώτη φορά Πάσχα στην Κέρκυρα υπό ελληνική διοίκηση: « Ήτο το Άγιον Πάσχα, όπου προς το μεσονύκτιον έμελλε να γίνει η Ανάστασις του Σωτήρος ημων Ιησού Χριστού, εντός του Παλιού Φρουρίου, εις το επίπεδον, παρά του Ευλαβεστάτου Ιερέως Ιεροθέου και του Διακόνου του Γενναδίου Πηλού. Οι στρατιώται, εν πλήρει στολή, έκαμαν εν τετράγωνον, ούσα η χωροφυλακή από το εν μέρος , από το άλλον το πυροβολικόν και εις το μέσον το 1ον Τάγμα μετά της σημαίας και έμπροσθεν αυτών ήτον ο Ιερεύς του Στρατού Ιερόθεος μετά του Διακόνου, έχοντες εμπρός των μίαν τράπεζαν με την εικόνα της Αναστάσεως, με λαμπάδας και έμπροσθεν του Ιερέως ήσαν όλαι αι Αρχαί, ως ο Νομάρχης Μαυροκορδάτος, ο Στρατηγός Πίσσας, ο Φρούραρχος Κουβαράς μετά του Επιτελείου του, ο διοικητής της χωροφυλακής Κροκίδας , ο Αστυνόμος Κατζικόπουλος, διάφοροι Κύριοι και Κυρίες με τας λαμπάδας των και πλήθος λαός, οίτινες είχον υπάγει δια περιέργειαν. Τριγύρω των τειχών είχαν νταβάδες με κατράμι οίτινες έκαιαν αδιακόπως και άμα ο Ιερεύς είπε «Ανάστα ο Θεός», ευθύς η Ακρόπολις κανονιοβόλησε 21 κανονιοβολισμούς. Ακολούθως κανονιοβόλησε και το κόττερον «Γλαύκος» και ούτω έγινεν η Ανάστασις, όντε όλοι χαρούμενοι, φιλιούντες ο εις τον άλλον αλλά Λειτουργία δεν έγινε. Μετά ταύτα διελύθησαν και ανεχώρησαν έκαστος εις τα ίδια, πηγαίνοντες να φάγουν τσιλίχουρδα. …»
Γιώργος Ζούμπος
Όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 3-4 Απρίλη 2015
* * *
Leave A Comment