Νικόλαος Σπ. Καμήλος
ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ

Δύο ήταν οι λόγοι – επιτρέψτε μου να εξομολογηθώ – που με έκαναν να δεχθώ να σας μιλήσω απόψε για το βιβλίο του συνάδελφου Νίκου Καμήλου. Ο ένας λόγος σχετίζεται με το περιεχόμενο του βιβλίου. Το θέμα των απαρχών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας πάντοτε με απασχολούσε. Μελετώντας το μεσοπόλεμο στην Κεφαλονιά διαπίστωνα ότι δρούσε τότε ένα ρωμαλέο – με τα δεδομένα εκείνης της εποχής – εργατικό κίνημα. Αναγκάσθηκα, λοιπόν, να αναζητήσω τις προδρομικές μορφές εκείνου του κινήματος και άρχιζα να συγκεντρώνω υλικό για τη βαθύτερη μελέτη του. Ώσπου συναπαντήθηκα με τον Νίκο Καμήλο, ο οποίος τότε συγκέντρωνε υλικό για τη διπλωματική του εργασία με το σημερινό μας θέμα. Οπότε δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Παραδόθηκα σε αυτόν… Και δε διαψεύστηκα: η μελέτη του υπήρξε αποκαλυπτική. Έρχομαι, λοιπόν, απόψε να σας πω ότι τούτο το βιβλίο του Ν. Καμήλου μας φέρνει νέα στοιχεία στο φως, να σας πω ότι ανοίγει προοπτικές για παραπέρα εμβάθυνση σε αρκετά σημεία με την αναζήτηση νέων τεκμηρίων, να σας πω ότι νιώθω χαρούμενος που η τοπική μας βιβλιογραφία εμπλουτίζεται με ένα τέτοιου περιεχομένου βιβλίο. Φίλε, Νίκο, σ’ ευχαριστούμε.

 Το δεύτερο λόγο που μ’ έκανε να αναλάβω την παρουσίαση αυτού του βιβλίου θα σας τον πω στο τέλος της ομιλίας μου.

Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστραμμένη Βαβυλώνα,
ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν
πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιους
θριαμβεύσανε οι Καίσαρες; Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, με ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.

Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες.
Μοναχός του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η Αρμάδα του
βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Εφτάχρονο τον Πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;

Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άνδρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες.

Αυτές είναι οι απορίες και οι ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει, σύμφωνα με την ποιητική – και όχι μόνο – πένα του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Αυτές πρέπει να είναι οι απορίες και οι ερωτήσεις του καθένα από εμάς, όταν διαβάζουμε ή ακούμε για εκστρατείες και πολέμους, για κατακτήσεις και ανακαλύψεις, για διαμαρτυρίες και επαναστάσεις, για επιδημίες και μεταναστεύσεις, για Πυραμίδες και Παρθενώνες.

          Σε τέτοιες περίπου απορίες και τέτοια περίπου ερωτήματα έρχεται να απαντήσει το βιβλίο, που απόψε παρουσιάζουμε, στο χώρο βέβαια της Κεφαλονιάς.  —Γιατί και εδώ, στο νησί μας, ανοίχτηκαν δρόμοι και σηκώθηκαν γέφυρες, χτίστηκαν αρχοντικά και θέατρα. Και φυσικά αυτά έγιναν από κάποιους, κάποιους ανώνυμους, χαμένους μες στο πλήθος.

–Γιατί και εδώ, στην Κεφαλονιά, σημειώθηκαν επιδημίες και θανατικά, κοινωνικοί αποκλεισμοί, φτώχεια και δυστυχία. Και φυσικά, πρώτα και κύρια όλα αυτά έπλητταν τους ανώνυμους, τους πολλούς, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τις οικονομικά ευπαθείς ομάδες.

–Γιατί και εδώ στα τοπικά καρνάγια σκαρώνονταν πλεούμενα και ρίχνονταν στη θάλασσα μαζί με τους ναυτεργάτες τους.

–Γιατί και εδώ, στον τόπο της καντάδας και της ρομπόλας, το τραγούδι, ο χορός, η σάτιρα, το γλέντι γενικά έχουν την «ιστορία» τους. Και, φυσικά, πρωτοστάτησαν σε όλα αυτά οι ανώνυμοι, οι άγνωστοι εργαζόμενοι της μικροβιοτεχνίας και του κάμπου, του λιμανιού και της θάλασσας, που μετά τον κάματο της μέρας ή κατά τις μέρες της σχόλης διασκέδαζαν τη φτώχεια τους.

–Γιατί και εδώ, σε τούτο το δυτικό άκρο της ελληνικής γης, πραγματοποιήθηκαν διαμαρτυρίες και ταραχές και εξεγέρσεις. Και αυτά έγιναν χάρη στο ανώνυμο πλήθος, χάρη στους εργαζόμενους κάθε κατηγορίας.

–Γιατί και εδώ, σε τούτο το νησιωτικό άκρο της ελληνικής γης καταγράφηκαν  τιμωρίες και φυλακίσεις, διώξεις και κυνηγητά. Και αυτοί που περισσότερο υπέστησαν αυτά ήταν οι ανώνυμοι, οι καθημερινοί άνθρωποι.

Αναφερόμαστε, όπως θα έχετε αντιληφθεί, στους ανθρώπους του μεροκάματου, της βιοπάλης, στους Κεφαλονίτες του καθημερινού μόχθου στο χωράφι, στο δρόμο, στο γιαπί, στο εργαστήρι, στη βιοτεχνία, στο μαγαζί, στο λιμάνι, στη θάλασσα. Σε αυτούς αναφέρεται το βιβλίο, που απόψε παρουσιάζουμε. Τον ενδιαφέρει το συγγραφέα του το πώς αυτοί οι άνθρωποι – όλοι δικοί μας πρόγονοι – οργανώθηκαν, για να βελτιώσουν τη ζωή τους και την εργασία τους, το πώς οργανωμένα και συλλογικά κέρδιζαν τις μάχες για καλύτερες μέρες και ανθρωπινότερες συνθήκες εργασίας, το πώς οργανωμένα και συλλογικά απαιτούσαν από την κρατική ή ιδιωτική εργοδοσία, αλλά και το πώς ψυχαγωγούνταν, το πώς μάθαιναν, το πώς τιμούσαν τους δικούς τους ήρωες, το πώς γιόρταζαν τις δικές τους γιορτές.    

 Η Κεφαλονιά, μετά την Ένωση με την Ελλάδα το 1864, οφείλει να ενταχθεί στον εθνικό κορμό, προσαρμοζόμενη νομοθετικά στα τότε ελληνικά δεδομένα. Και ενώ η αφομοίωση θα γίνει, όχι βέβαια χωρίς αντιδράσεις, και θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, οι παλιές οικονομικές και κοινωνικές δομές, οι φεουδαρχικές δηλαδή, ουσιαστικά δε θα αλλάξουν. Εξακολουθούν να είναι λίγες οι οικογένειες που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης του νησιού και κινούν τα νήματα του τοπικού εμπορίου, μαζί εννοείται με τα ανερχόμενα μεγαλοαστικά στοιχεία, ενώ ο αγροτόκοσμος συνεχίζει να βασανίζεται, προσπαθώντας να διαχειριστεί τη φτώχεια του. Η μετανάστευση γίνεται μια σίγουρη διέξοδος, στερεί όμως τον τόπο από παραγωγικές δυνάμεις. Στις δυο πόλεις, Αργοστόλι και Ληξούρι,  τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα ((βιοτέχνες δηλαδή και μικροεπαγγελματίες) μαζί και κάθε είδους εργαζόμενοι προσπαθούν να επιβιώσουν. Οι εργαζόμενοι στους δήμους, οι μεροκαματιάρηδες στις οικοδομές και στα έργα οδοποιίας, οι αχθοφόροι της αγοράς και του λιμανιού, οι ναυτεργάτες στα πλεούμενα που κινούνται μεταξύ Αργοστολιού-Ληξουριού, οι ανειδίκευτοι αλλά και οι τεχνίτες που εργάζονται σε μικροεργαστήρια ή βιοτεχνίες, όλοι αυτοί βιώνουν καθημερινά την αβεβαιότητα του μεροκάματου, τις άσχημες συνθήκες εργασίας και τη σχεδόν ανύπαρκτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Την ίδια περίοδο, στον ιδεολογικό-πολιτικό τομέα, οι σοσιαλιστικές ιδέες, της ουτοπιστικής αρχικά απόχρωσης και αργότερα της επιστημονικής, κυκλοφορούν στο νησί. Από το τελευταίο, ιδιαίτερα,  τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν τότε ζούσαν και δρούσαν στο νησί οι ηγετικές σε πανελλήνια κλίμακα μορφές των Παναγιώτη Πανά, Ρόκκου Χοϊδά, Μαρίνου Αντύπα, Νικόλα Μαζαράκη και του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη, στην Κεφαλονιά παρατηρείται έντονη κινητικότητα στο χώρο των αγροτών, των εργαζομένων και μιας σημαντικής ομάδας διανοουμένων. Όλοι αυτοί, μέσα από συγκεντρώσεις και ομιλίες, διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις, έκδοση φυλλαδίων και εφημερίδων, σωματειακές συσπειρώσεις με ιδεολογικό περιεχόμενο και πολιτικές κατευθύνσεις, έρχονται καθημερινά σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με την άρχουσα τάξη και τις αρχές του νησιού.

Ο Π. Πανάς, ειδικότερα, μέσα από τις εφημερίδες του Εργάτης και Έγερσις προπαγανδίζει την ίδρυση και λειτουργία πολιτικών λαϊκών συλλόγων αναγκαίων για την πολιτική αφύπνιση του λαού, ενώ παράλληλα καλεί τους εργαζόμενους να ενωθούν και οργανωμένοι σε Εργατικούς Συνδέσμους να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής. Γράφει χαρακτηριστικά: «[…] οι εργάται αδελφούμενοι εν τοις τοιούτοις συλλόγοις, συσκεπτόμενοι εν αυτοίς, διδασκόμενοι να διακρίνωσι τα πραγματικά συμφέροντά των και να σέβωνται τας γνώμας και τας ιδέας των αδελφών των, μανθάνοντες ν’ ανευρίσκωσι την αλήθειαν διά της συζητήσεως, δεν θα είναι πλέον ευάλωτοι, ως ήσαν πριν, και δεν θα χρησιμεύωσιν ως παίγνια εκείνων, οι οποίοι έχουσι συμφέρον να διαιρώσιν αυτούς, όπως τους μεταχειρίζωνται όργανα εις τους ολεθρίους σκοπούς των».

Πάντως, την εποχή αυτή – τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και πρώτη δεκαετία του 20ού – στο νησί οι ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού, παράλληλα προς εκείνες του ουτοπικού, έχουν αξιοπρόσεκτη διάδοση. Τόσο στο Αργοστόλι όσο και στο Ληξούρι καταγράφονται μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη.

 

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και μέσα σε αυτό το κλίμα θα γονιμοποιηθούν τα πρώτα σπέρματα των συσσωματώσεων, που θα δώσουν στη συνέχεια τους πρώτους καρπούς με τη μορφή φιλανθρωπικών και μετά εργατικών συνδέσμων, για να ακολουθήσουν μες στο μεσοπόλεμο τα καθαρά συνδικαλιστικά σωματεία. Όταν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα το εργατικό στοιχείο της Αθήνας (τυπογράφοι, μεταλλωρύχοι στο Λαύριο), του Πειραιά (μηχανικοί και θερμαστές) και της Σύρου (ξυλουργοί και ναυπηγοί) οργανώνεται σε εργατικά σωματεία και διεκδικεί μέσα από απεργιακούς αγώνες (απεργία μεταλλωρύχων Λαυρίου) την ικανοποίηση των αιτημάτων του, στην Κεφαλονιά ο εργαζόμενος λαός, αφού θα περάσει μέσα από συσσωματώσεις καθαρά φιλανθρωπικού χαρακτήρα («Φιλόπτωχος Αδελφότης» και «Φιλόπτωχος Αδελφότης Αργοστολίου»), θα φτάσει το 1894 να ιδρύσει τις πρώτες εργατικές συλλογικές μορφές εκπροσώπησης και διεκδίκησης. Πρόκειται για τον «Εργατικό Σύνδεσμο Αργοστολίου “Η Αλληλοβοήθεια”» και για τον «Εργατικό Σύνδεσμο Ληξουρίου “Η Αδελφοποίησις”».

Σε αυτές, λοιπόν, τις Αδελφότητες και σε αυτούς τους Συνδέσμους αναφέρεται το βιβλίο του Ν. Καμήλου.

Ο συγγραφέας, βέβαια, στην αρχή του βιβλίου του με μια κατατοπιστική εισαγωγή ενημερώνει τον αναγνώστη για την ιστορική εξέλιξη των συσσωματώσεων στον ιόνιο χώρο καθώς και για την  ιδεολογική ατμόσφαιρα, την πολιτική πρακτική, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Κεφαλονιά μετά την Ένωση μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα – κατάσταση μέσα στην οποία θα ιδρυθούν και θα δραστηριοποιηθούν οι παραπάνω συλλογικότητες.

Ακολουθούν τα τρία πρώτα μέρη του βιβλίου: στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας, εξετάζει τις προδρομικές μορφές συσσωμάτωσης, τις Αδελφότητες δηλαδή, που η έρευνά του εντόπισε στο νησί, στο δεύτερο και τρίτο μέρος καταπιάνεται με την ίδρυση και καταστατική λειτουργία, την κοινωνική σύνθεση και κοινωνική αποδοχή, τις δραστηριότητες αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις, όπου υπήρχαν, αντίστοιχα των δύο Εργατικών Συνδέσμων.

Το τέταρτο μέρος περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ερευνητή-συγγραφέα.

Ακολουθεί το Παράρτημα, όπου δημοσιεύονται τα νομικά κείμενα της έρευνας (καταστατικά των Συνδέσμων και των Παραρτημάτων» τους μαζί με τις όποιες τροποποιήσεις τους), τεκμήρια αρκετά ενδιαφέροντα, η μελέτη των οποίων μπορεί να δώσει επιπλέον στοιχεία για το τότε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό γίγνεσθαι της Κεφαλονιάς. Και το βιβλίο «κλείνει» με τους καταλόγους των πηγών και της βιβλιογραφίας, που ο συγγραφέας μελέτησε και αξιοποίησε για την έρευνα και συγγραφή του βιβλίου του. Λείπει, ωστόσο, ένα Ευρετήριο, απαραίτητο εργαλείο για το νέο μελετητή και γενικότερα τον αναγνώστη του βιβλίου.

 

Οι προδρομικές συσσωματώσεις ήταν η «Αδελφότης» (1877), η «Φιλόπτωχος Αδελφότης» (1889) και η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Αργοστολίου» (1894), η καθεμιά από τις οποίες είχε σύντομη χρονικά ζωή. Η πρώτη ιδρύθηκε μες την περίοδο της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για να συμβάλει στην ανάπτυξη εθνικών/πατριωτικών δραστηριοτήτων, ενώ οι άλλες δύο μέσα από την ανάληψη φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων προσπάθησαν να δώσουν λύση στο οξυμένο πρόβλημα της φτώχειας, που μάστιζε πολυπληθείς ομάδες του πληθυσμού. Ιδρυμένες, βέβαια, από μέλη των ανώτερων κοινωνικά και οικονομικά στρωμάτων της αργοστολιώτικης κοινωνίας, προσπάθησαν με την πρακτική τους να καθιερώσουν τη δική τους ταξική αντίληψη για τη φιλανθρωπία: οι φιλεύσπλαχνοι πλούσιοι βοηθούν τους φτωχούς και ανήμπορους, με ανομολόγητο στόχο την ενίσχυση της δικής τους δημόσιας εικόνας, την επιβεβαίωση της δικής τους κοινωνικής καταξίωσης και την πολιτική τους προώθηση, κρατώντας παράλληλα σε ομηρία τους ευεργετούμενούς τους. Η βραχύβια, όμως, δράση αυτών των Αδελφοτήτων  δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις ουσιαστικής προσφοράς και αλλαγής νοοτροπίας στην τοπική κοινωνία.

Καταλυτικό ρόλο, με βάση βέβαια τα δεδομένα της εποχής, έπαιξαν οι Εργατικοί Σύνδεσμοι στο Αργοστόλι και το Ληξούρι, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να δικαιολογήσουν τον τίτλο τους, καθώς εξακολουθούσε να υπερισχύει η φιλανθρωπική διάσταση, ενώ ακόμη δεν είχε ωριμάσει η καθεαυτή συνδικαλιστική συνείδηση. Παραταύτα, συνάντησαν την αντίσταση των αστικών κομμάτων της εποχής, καθώς οι εκπρόσωποι των τελευταίων διαισθάνθηκαν ότι θα κινδυνεύσουν τα προσωπικά και κομματικά τους συμφέροντα. Γι’ αυτό και από την αρχή προσπάθησαν να τους συκοφαντήσουν, αλλά, επειδή η λαϊκή αποδοχή των Συνδέσμων υπήρξε σταθερή, επιδίωξαν στη συνέχεια είτε να τους διαβρώσουν με την είσοδό τους σε αυτούς, είτε να τους αποδυναμώσουν μέσα από ποικίλες οικονομικές και πολιτικές παρεμβάσεις.

 Αφού μιλήσαμε παραπάνω για το κοινωνικο-οικονομικό κλίμα, μέσα στο οποίο έδρασαν αυτές οι συλλογικές μορφές, ας εξετάσουμε ποιοι ήταν εκείνοι που δημιούργησαν και διοίκησαν τους Συνδέσμους, ποια ήταν τα μέλη τους.

Ο Εργατικός Σύνδεσμος «Η Αλληλοβοήθεια» ιδρύθηκε το 1894 στο Αργοστόλι – σε ένα Αργοστόλι στην περιοχή του οποίου λειτουργούσαν αλευρόμυλοι, μακαρονοποιεία, κηροπλαστεία, οινοποιεία, ζαχαροπλαστεία, τυπογραφεία, ραφεία, σιδηρουργεία, επιπλοποιεία και άλλα παρόμοια, τα οποία απασχολούσαν σοβαρό αριθμό εργαζομένων. Επίσης, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εργάζονταν στο Δήμο, στο λιμάνι κ.α. Αυτό, λοιπόν, το δυναμικό θα συσπειρωθεί στην «Αλληλοβοήθεια», με σκοπό την άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων του κυρίως μέσα από την υλική και ηθική μεταξύ των μελών αλληλεγγύη. Την πρωτοβουλία γι’ αυτήν την πρωτοπόρα για την εποχή της κίνηση την πήραν εργαζόμενοι σοσιαλιστικής κατεύθυνσης, ο τυπογράφος Σταύρος Μενεγάτος ή Μακαρούνης και ο ράφτης Κωνσταντίνος Λέλος. Ο πρώτος, κατά την έκφραση εφημερίδας της εποχής, «υπήρξε ίσως ο δημοτικότερος άνθρωπος μεταξύ της λαϊκής τάξεως», αλλά και ο δεύτερος ήταν πρόσωπο αγαπητό στους Αργοστολιώτες. Σημειώνουμε, επίσης, τον τεχνίτη Ανδρέα Προκόπη, παλιό ριζοσπάστη, που διετέλεσε πρώτος πρόεδρος της Διοίκησης, και τον ψαρά Αναστάσιο-Σπυρίδωνα Μοσχόπουλο, μέλος της Διοίκησης.

Ωστόσο, στο Σύνδεσμο συναντάμε και μη εργάτες, οι οποίοι έπαιξαν κάποτε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πράγματα του συλλόγου. Πρόκειται για δικηγόρους, γιατρούς κ.ά. διανοούμενους και επιστήμονες, παρ’ όλο που το καταστατικό δεν προέβλεπε τέτοιας κατηγορίας μέλη. Το ότι όμως οι «εργατικοί» του Συνδέσμου –εκείνοι που ήθελαν ατόφιο, καθαρό εργατικό σύλλογο – ανέχτηκαν και άρα δέχτηκαν να «συγκατοικήσουν» με τους «κοινωνικούς» – εκείνους που ήθελαν και επιδίωκαν τη συμμετοχή και μη εργατών, εργοδοτικών δηλαδή στοιχείων και διανοουμένων – δηλώνει την αδυναμία των πρώτων – αδυναμία ταξική, οργανωτική. Το ότι οι «κοινωνικοί» παρέμειναν στο Σύνδεσμο, δηλώνει την επιδίωξή τους για χειραγώγηση και εκμετάλλευση της εργατικής συσσωμάτωσης για τα κομματικά συμφέροντα που εκπροσωπούσαν.  Αυτή, πάντως,  η κατάσταση εξέφραζε μια πραγματικότητα: το χαμηλό επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων, την αδυναμία τους για αυτοδύναμη παρουσία και δράση. Έτσι, από την αρχή της δημιουργίας του θα υποβόσκει στο εσωτερικό του Συνδέσμου μια αντιπαλότητα, που θα εξελιχθεί σε μόνιμη, φανερή ή κρυφή, διαπάλη με καταλυτικά για την πορεία του Συνδέσμου αποτελέσματα.

Στο Ληξούρι, τη δεύτερη πόλη της Κεφαλονιάς, το εργατικό στοιχείο είναι αριθμητικά σημαντικό: εργαζόμενοι πολλοί σε αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, ραφεία, επιπλοποιεία, σανδαλοποιεία κ.λπ.∙ αρκετοί και οι χτίστες∙ πολλοί επίσης στην αγορά, στο λιμάνι και τη θάλασσα, αγωγιάτες και αχθοφόροι, ψαράδες και ναυτεργάτες. Αλλά δεν είναι λίγοι και οι μικρέμποροι και οι μικροβιοτέχνες, που οικογενειακά εργάζονται στα εργαστήριά τους. Από αυτόν τον κόσμο θα προκύψει ο Εργατικός Σύνδεσμος με παρόμοια με τον αργοστολιώτικο σκοποθεσία. Αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία υπήρξε ο καλλιτέχνης (αγιογράφος και κοσμηματογράφος) Ρόκκος Ξυδάκτυλος, τον οποίο ιδιαίτερα εκτιμούσαν οι συμπολίτες του. Αρκετά δραστήριος ήταν τεχνίτης Σπυρίδων Ζακυθηνός, ο οποίος διετέλεσε κατά πάσα πιθανότητα πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου. Άλλα σημαντικά μέλη, που πέρασαν και από τη Διοίκηση, ήταν οι Χαράλαμπος Ρωμάνος, Ευάγγελος Μελιδώνης, Παναγής Αδηλίνης, Σωτήριος Βουτσινάς, Παναγής Ζαχαρένιος κ.ά., οι περισσότεροι υποστηρικτές της σοσιαλιστικής ιδεολογίας.

 Τα καταπιεζόμενα στρώματα της τοπικής κοινωνίας, προοδευτικοί διανοούμενοι και  ο τότε αρχιεπίσκοπος του νησιού Γερ. Δόριζας, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των εφημερίδων δέχθηκαν ευχάριστα την ίδρυσή των Εργατικών Συνδέσμων και χαροποιήθηκαν από την πολύμορφη δράση τους. Οι ίδιοι οι Σύνδεσμοι αξιοποίησαν το εργατικό δυναμικό της κάθε πόλης, πλαισιώθηκαν από τους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου, αλλά και οι κομματικοί παράγοντες δε δίστασαν να τους εκμεταλλευτούν στα πολιτικά τους παιχνίδια, μέσω κυρίως χρηματικών ενισχύσεων, καθώς δεν μπορούσαν οι Σύνδεσμοι να συντηρηθούν μόνο από τις συνδρομές των μελών τους. Σοβαρές, επίσης,  αντιπαλότητες προέκυψαν από τις σχέσεις τους με τους Δήμους και τα τοπικά στελέχη των πολιτικών κομμάτων.  Αλλά και μεταξύ των μελών τους εμφανίστηκαν διχαστικές τάσεις, καθώς κάποια από αυτά επιζητούσαν την προσωπική προβολή και την κοινωνική τους καταξίωση μέσα από την ανάδειξή τους σε αξιώματα της Διοίκησης, ενώ αρκετά από αυτά αναμείχθηκαν σε δημοτικές εκλογές, επιτείνοντας τις προστριβές.

Ειδικότερα για το Σύνδεσμο του Ληξουριού, η κρίση εκδηλώθηκε το 1900 και από τότε μέχρι το 1907, που έπαυσε και τυπικά να λειτουργεί, δεν κατόρθωσε να επανέλθει. Όσον αφορά στον άλλο, τον αργοστολιώτικο Σύνδεσμο, που και εκεί οι κομματικές παρεμβάσεις ήταν ισχυρές, μετά από μια περίπου δεκάχρονη έντονη αντιπαράθεση προσωπικών φιλοδοξιών και κομματικών στοχεύσεων, με μόνιμα υποβόσκουσα τη διαπάλη «εργατικών»-«κοινωνικών», η «Αλληλοβοήθεια» θα αποφασίσει το 1914 μέσα από την τροποποίηση του καταστατικού της να μετατραπεί σε Κοινωνικό Σύνδεσμο. Αυτή ήταν η «μοιραία» κατάληξη της αντιπαράθεσης μεταξύ «εργατικών» και «κοινωνικών». Τελικά επικράτησαν οι δεύτεροι.

Παρ’ όλα όμως, αυτά, παρά την αποκαρδιωτική κατάληξή τους, και οι δύο Εργατικοί Σύνδεσμοι παραμένουν σταθμοί στην πορεία συνειδητοποίησης και χειραφέτησης της εργατικής τάξης του νησιού μας. Η έρευνα του Ν. Καμήλου έφερε στο φως καινοτόμα για την εποχή τους στοιχεία, που η λειτουργία και δράση των Συνδέσμων παρουσίασε, τα οποία αξίζει να καταγραφούν και να αξιολογηθούν. Ας τα δούμε λοιπόν αυτά:

● Τα καταστατικά και των δύο Εργατικών Συνδέσμων είναι το πρώτα κεφαλονίτικα κανονιστικού περιεχομένου κείμενα που χρησιμοποιούν τον όρο «εργατική τάξη», με ό,τι σήμαινε για εκείνους τους συντάκτες τότε ο όρος αυτός.

● Και οι δύο Εργατικοί Σύνδεσμοι διέπονται από πνεύμα οικουμενικότητας, καθώς δέχονται ως μέλη τους όχι αποκλειστικά και μόνο Κεφαλονίτες, όχι αποκλειστικά και μόνο Έλληνες, όχι αποκλειστικά και μόνο χριστιανούς ορθόδοξους, αλλά εργάτη κάθε εθνικότητας και θρησκείας, ενώ επιπλέον η «Αλληλοβοήθεια» δεχόταν και γυναίκες, αν και δε φαίνεται να απέκτησε ποτέ γυναίκα μέλος: «Μέλος τακτικόν του Συνδέσμου δύναται να γείνη πας εργάτης διαμένων ενταύθα, άγων τουλάχιστον το 18 έτος της ηλικίας του […], ανεξαρτήτως εθνικότητος, θρησκείας και φύλου».

● Και οι δύο Εργατικοί Σύνδεσμοι διαπνέονται από φιλελεύθερο και προοδευτικό πνεύμα, από δημοκρατικές αντιλήψεις και  πρακτικές, τις οποίες κατοχυρώνουν στα καταστατικά τους. Πιο συγκεκριμένα:

–κατοχυρώνεται η ισότητα μεταξύ των μελών, τακτικών και αντεπιστελλόντων∙ διευκρινίζεται μάλιστα ότι κανένα μέλος δεν απολαμβάνει «εξαιρετικού προνομίου, οιανδήποτε υπηρεσίαν και αν ήθελε προσφέρη εις τον Σύνδεσμον».

–παρέχεται σε όλα τα μέλη το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι»,

–η αρχή της πλειοψηφίας καθιερώνεται για κάθε διαδικασία λήψης απόφασης τόσο σε επίπεδο διοίκησης όσο και σε επίπεδο συνέλευσης,

–παρέχεται η δυνατότητα στη μειοψηφία να ζητήσει την επανεξέταση πλειοψηφικής, αλλά επιζήμιας κατά τη γνώμη της, απόφασης κάποιου «σπουδαίου ζητήματος».

● Και οι δύο Εργατικοί Σύνδεσμοι διέπονται στη λειτουργία τους από την αρχή της διαφάνειας. Πιο συγκεκριμένα:

–ορίζονται με σαφήνεια η διαδικασία της χορήγησης βοήθειας, τα δικαιώματα των απόρων και εχόντων ανάγκη μελών, οι υποχρεώσεις της Διοίκησης σε τέτοια θέματα αλλά και οι κυρώσεις σε περιπτώσεις δόλου των μελών, ή αδικίας, αδιαφορίας και απαξίωσης από την πλευρά της Διοίκησης,

–προβλέπεται με κάθε δυνατή ακρίβεια η λειτουργία της Διοίκησης (συνεδριάσεις, λήψη αποφάσεων) και οι συνελεύσεις των μελών (καθορισμός θεματολογίας, καταγραφή συζητήσεων, λήψη αποφάσεων, συζήτηση ειδικών θεμάτων, όπως προσωπικών ή διάλυσης του Συνδέσμου),

–καθορίζεται με σαφήνεια και ακρίβεια η οικονομική διαχείριση.

● Και οι δύο Εργατικοί Σύνδεσμοι κατορθώνουν, παρά τα εσωτερικά τους προβλήματα, να δημιουργήσουν κοινωνικές συμμαχίες, ιδιαίτερα εκείνος του Ληξουριού, ο οποίος συμπαρατάσσεται με τους αγρότες της Παλικής και διοργανώνει συλλαλητήρια συμπαράστασης στον αγώνα τους.

● Και οι δυο Εργατικοί Σύνδεσμοι ενδιαφέρονται για την επιμόρφωση της κοινωνίας και τη μόρφωση των εργατόπαιδων. Πιο συγκεκριμένα:

–διοργανώνουν ομιλίες από αξιόλογα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας επιμορφωτικού περιεχομένου ανοικτές σε κάθε συμπολίτη – ένα είδος λαϊκού αναγνωστήριου, ένα είδος ανοικτού πανεπιστήμιου,

–ενδιαφέρονται για τη γενικότερη κοινωνικοποίηση και διεύρυνση της παιδείας των μελών τους αλλά και των συμπολιτών τους ιδρύοντας η «Αλληλοβοήθεια» στο Αργοστόλι Γυμναστήριο και προσπαθώντας η «Αδελφοποίηση» να δημιουργήσει θεατρική στέγη στο Ληξούρι,

–αναλαμβάνουν τη λειτουργία Σχολών Απόρων Παίδων: στο Αργοστόλι η «Αλληλοβοήθεια» επανασυστήνει και λειτουργεί την Εσπερινή Σχολή Απόρων Παίδων και Εφήβων και στο Ληξούρι η «Αδελφοποίηση» ιδρύει και λειτουργεί την Εσπερινή Σχολή Απόρων Παίδων, όπου τα παιδιά των εργατών, τα παιδιά γενικά των κατώτερων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων μπορούσαν να αποκτήσουν στοιχειώδη εκπαίδευση αλλά και να πάρουν μαθήματα αγωγής και να κοινωνικοποιηθούν μέσα από διάφορες άλλες δραστηριότητες∙ ο αργοστολιώτικος, επιπλέον Σύνδεσμος ίδρυσε και λειτούργησε για ένα διάστημα Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή Απόρων Κορασίδων – πρωτοποριακή δραστηριότητα από εργατικό σύλλογο.

 Το αφηγηματικό μέρος του βιβλίου τελειώνει με τα «Γενικά συμπεράσματα»»: — Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι Αδελφότητες – οι δύο καθαρά φιλανθρωπικού προσανατολισμού και η τρίτη εθνικού/πατριωτικού – είχαν βραχύβια δράση λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Ήταν πάντως δημιουργήματα αποκλειστικά των ανώτερων κοινωνικά και οικονομικά στρωμάτων, τα μέλη των οποίων είχαν το χρήμα και το χρόνο για φιλανθρωπικές και εθνικές δραστηριότητες, πέρα από το ότι καλλιεργούσαν έτσι το κοινωνικό τους προφίλ για την ανάδειξη σε τοπικά αυτοδιοικητικά, σε βουλευτικά και άλλα αξιώματα.

–Στο κοινωνικό προσκήνιο μπαίνει ο εργατόκοσμος –έστω παρέα στην αρχή και με αστικά  στοιχεία – με την εμφάνιση και δράση των Εργατικών Συνδέσμων. Η δράση τους πρώτα-πρώτα ενδυνάμωσε τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα με αυτοπεποίθηση, η οποία πρωταρχικά εμφανίζεται μέσα από τον τρόπο που αποφασίζουν να διαχειριστούν τη φτώχεια τους: δε θέλουν να είναι έρμαια της φιλευσπλαχνίας και φιλανθρωπίας των πλουσίων, αλλά προτιμούν να βασιστούν στη μεταξύ τους αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί μια πρώτη κατάκτηση στην πορεία τους για τη χειραφέτηση. Δεύτερη κατάκτηση είναι η απόφασή τους να διεκδικήσουν μόνοι τους, χωρίς ωστόσο να αποκλείουν τη συμπαράσταση άλλων κοινωνικών στρωμάτων, την επίλυση των προβλημάτων τους και να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα. Τρίτη εξίσου σημαντική κατάκτηση θεωρούμε τη λήψη πρωτοβουλιών για την επιμόρφωση και τη διεύρυνση του μορφωτικού  επιπέδου όχι μόνο του δικού τους αλλά ευρύτερα της τοπικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των καταπιεζόμενων στρωμάτων.

–Μέσα σε αυτούς τους Συνδέσμους διαδόθηκε η σοσιαλιστική ιδεολογία και  κυοφορήθηκε η σοσιαλιστική ομάδα της Κεφαλονιάς, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις αρχές του 20ού αιώνα, αρχικά γύρω από τον Μαρίνο Αντύπα και μετά το θάνατό του ως μαχητική πρωτοπορία μιας νέας αντίληψης για τη ζωή.

–Δε στάθηκε κατορθωτό, τουλάχιστο σε αυτή τη φάση της ιστορίας του τοπικού εργατικού κινήματος, να φτάσουν οι Εργατικοί Σύνδεσμοι τον αγώνα τους μέχρι το τέλος. Δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν καθαρό συνδικαλιστικό χαρακτήρα, αν και υπήρξαν περιπτώσεις κοινωνικών συμμαχιών με θετικά αποτελέσματα. Διαβρώθηκαν από τον κομματισμό της άρχουσας τάξης, παρ’ όλο που τα καταστατικά τους απαγόρευαν ρητά τη μεταφορά κομματικών ή δημοτικών-παραταξιακών αντιπαραθέσεων στις εσωτερικές διεργασίες των Συνδέσμων και την εμπλοκή των μελών τους σε κομματικές συζητήσεις και διαφορές. Αποδυναμώθηκαν, επίσης, λόγω προσωπικών αντιθέσεων, οι οποίες διέσπασαν τη συνοχή τους. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μειωθούν οι αντιστάσεις τους και να μην  μπορέσουν να διαφεντέψουν τα συμφέροντά τους, τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Βέβαια, αυτή η κατάληξη δεν πρέπει να εξετάζεται μακριά από τα δεδομένα και το κλίμα εκείνης της εποχής.

–Πάντως – κι αυτή είναι η αξία τους, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας – οι δύο Εργατικοί Σύνδεσμοι, η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού και η «Αδελφοποίηση» του Ληξουριού, υπήρξαν πρωτοπόρες για την εποχή τους συσσωματώσεις και άνοιξαν το δρόμο για τη συγκρότηση και δράση εργατικών σωματείων στο νησί – κάτι που θα γίνει την αμέσως επόμενη χρονική περίοδο.

 Θα τελειώσω, όπως άρχισα: εννοώ την αναντικατάστατη προσφορά του εργάτη,  την οποία ύμνησε στο ποίημά του ο Μπ. Μπρεχτ, που διαβάσαμε στην αρχή. Τώρα ας ακούσουμε πώς την αποτυπώνει – σε μια παραλλαγή του μπρεχτικού ποιήματος – ο σοσιαλιστής Σταύρος Καλλέργης στο «Εγκόλπιον Εργάτου» το 1893.  Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καμήλου:

«[…] Ποίος κτίζει τα μεγαλοπρεπή των πλουσίων μέγαρα; Ποίος παράγει τον σανόν προς τροφή του αραβικού ίππου, διά να κάνουν περίπατο; Ποίος τέρπει αυτούς εις τα θέατρα, τας συναυλίας και τα ωδικά καφενεία; Ποίος κατασκεύασεν τα ανάκλιντρα,  εις τα οποία τα μαλθακά αυτών σώματα εξαπλούνται, ποίος κατασκευάζει τα κομψά αυτών ενδύματα τα οποία φορούν; Ποίος εξάγει τον χρυσόν από το βάθος 300 και πλέον μέτρων διά να τον εξωδεύωσι οι μη εργαζόμενοι, ποίος τέλος πάντων κατασκευάζει τους χρυσούς θρόνους, εις τους οποίους κάθωνται οι άρχοντες, οι τύραννοι, οι σατράπαι; Ο εργάτης και πάλι ο εργάτης».

Για των εργατών τις πρώτες συσσωματώσεις μιλήσαμε απόψε, με αφορμή το βιβλίο του αγαπητού συνάδελφου Ν. Καμήλου. Και μέσα από εκείνες τις συσσωματώσεις προσπάθησαν οι εργαζόμενοι του Αργοστολιού και του Ληξουριού – όλοι πρόγονοί μας – να αλληλοβοηθηθούν, να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους, να διευρύνουν το μορφωτικό τους ορίζοντα, να προσφέρουν στην κοινωνία.

 Και τώρα, ο δεύτερος λόγος που μ’ έκανε να αναλάβω την παρουσίαση αυτού του βιβλίου σχετίζεται με το συγγραφέα του βιβλίου, όχι άμεσα αλλά έμμεσα. Ο Νίκος είναι γιος του Ληξουριώτη δασκάλου κ. Σπύρου Καμήλου. Ο δάσκαλος κ. Σπ. Καμήλος ήταν δάσκαλός μου στο Δημοτικό, στο χωριό μου στα Μονοπολάτα, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Ήταν αυτό που λέμε απλά αλλά με νόημα «καλός δάσκαλος»: κατανοητός στη διδασκαλία του, πειστικός στις συμβουλές του, σωστός παιδαγωγικά στη συμπεριφορά του, ευγενικός στην επικοινωνία του με τους μαθητές του. Τον θυμάμαι πάντα με σεβασμό και αγάπη. Σ’ ευχαριστούμε, Δάσκαλε, για ό,τι μας έδωσες. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου αυτή την αποψινή μου ομιλία να την αφιερώσω στον πατέρα του συγγραφέα και δικό μου Δάσκαλο κ. Σπύρο Καμήλο.

 

 ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ

Αργοστόλι, 19 Οκτωβρίου 2013

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «ΚΥΒΟΣ»      

 

* * *