Με αφορμή το Φεστιβάλ Χορωδιών

 

«Η καντάδα βοήθησε πλατιά κοινωνικά στρώματα στα αστικά και τα αγροτικά κέντρα των Επτανήσων να  έλθουν σε επαφή με λογοτεχνικά κείμενα και μουσικά ακούσματα»

Σημαντική συνεισφορά στη διάδοση της μουσικής παιδείας στα Νησιά του Ιονίου έχουν oι μπάντες και, σε φωνητικό επίπεδο, οι χορωδίες και οι μαντολινάτες. Και μπορεί οι μπάντες να αποτελούν εδώ και πολλές δεκαετίες το «σήμα κατατεθέν» των νησιών του Ιονίου όπως σημειώνει ο μουσικολόγος Κώστας Καρδάμης, αλλά οι χορωδίες έχουν και αυτές μεγάλη συμμετοχή στην αναγνωρισιμότητα του επτανησιακού πολιτισμού.

Η Δημοτική Χορωδία στο ανέβασμα της Norma στο Δημοτικό Θέατρο (Αρχείο Ενημέρωσης)

Η παραδοσιακή αυτοσχέδια πολυφωνία, που επικρατεί στα Νησιά, ήταν η αφορμή για να δημιουργηθεί ένα πλούσιο, αστικολαϊκού χαρακτήρα ρεπερτόριο, επηρεασμένο από τα ακούσματα της έντεχνης μουσικής, και το οποίο περιγράφεται με το γενικό όρο «καντάδα» και μοιάζει πολύ με τα τρίφωνα δημοτικά τραγούδια που τραγουδιούνται στην Τοσκάνη και τη Μεσημβρινή Γαλλία. Ο Διονύσιος Λαυράγκας σημειώνει στην «Ελληνική Δημιουργία» το 1951: «Η καντάδα, το λαϊκόν τούτο τραγούδι των Επτανησίων, απότοκον ξενικών επιρροών και βενετικού πολιτισμού, δύναται να θεωρηθεί ως το μόνον εκπρόσωπον του επτανησιακού φολκρόρ» και «Αλλ΄ αν οι καντάδες δεν προσφέρουν νέας πηγάς προς εθνικήν δημιουργίαν, όπως τα δημώδη της λοιπής Ελλάδος, μένουν πάντοτε χαρακτηριστικά πρότυπα μουσικής εκδηλώσεως ενός τμήματος του ελληνικού λαού, φανερώνοντα απολέπτυνσιν μουσικού αισθήματος και ανωτέρου επιπέδου καλλιτεχνικήν διαίσθησιν».

 Στην Κέρκυρα, η καντάδα έχει έκφραση απλή, χαριτωμένη και μοιάζει πολύ με τις βενετικές βαρκαρόλες. Στην Κεφαλονιά παρουσιάζει ποικιλία στην κίνηση των φωνών και η μελωδία είναι τεχνικότερη με μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Στη Ζάκυνθο έχει χαρακτήρα σοβαρό, μελαγχολικό και τη διαπνέει κάποιος μυστικισμός. Γενικά αποδίδονται συχνά διασκευασμένες μελωδίες από ιταλικά μελοδράματα αλλά και πρωτότυπες λαϊκές εμπνεύσεις, ενώ οι κανταδόροι πολλές φορές αυτοσχεδιάζουν.

Επίσης, «καντάδα» καλείται και λαϊκή χορωδία η οποία ψάλλει σε τριφωνία ή τετραφωνία και συνήθως αποτελείται από έναν ή δύο τενόρους και τέσσερις ή πέντε βαρύτονους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι γνωστή στους επτανήσιους η χορωδιακή πράξη.

Η καντάδα ήταν καθοριστικός παράγοντας στην εξάπλωση της ελληνόγλωσσης μελοποιημένης ποίησης (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Σολωμός) και βοήθησε πλατιά κοινωνικά στρώματα στα αστικά και τα αγροτικά κέντρα των Επτανήσων να  έλθουν σε επαφή με λογοτεχνικά κείμενα και μουσικά ακούσματα. Το ρεπερτόριό τους περιλάμβανε διασκευασμένα αποσπάσματα από όπερες και άλλα φωνητικά ή οργανικά έργα, χωρίς να λείπουν και οι πρωτότυπες συνθέσεις.

Ο Μουσικός Όμιλος Γύρου σε παλαιότερη συναυλία (Αρχείο Ενημέρωσης)

Οι ντόπιοι χορωδοί, οι οποίοι αρχικά ήταν αυτοδίδακτοι και αργότερα είχαν σημαντικές σπουδές, κάλυπταν συχνά πλήρως τις αντίστοιχες ανάγκες  των θιάσων όπερας  οι οποίοι επισκέπτονταν τα Νησιά. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι στα Εφτάνησα υπήρχαν επαγγελματίες χορωδοί τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πιθανολογείται ότι το γεγονός αυτό είναι σε άμεση συνάφεια με την ίδρυση το 1795 του περίφημου Conservatoire του Παρισιού, το οποίο είχε σαν αρχικό σκοπό την εκπαίδευση μουσικών μπάντας και χορωδών για την επάνδρωση των γιορτών.          Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι οι μεγάλοι επτανήσιοι συνθέτες χρησιμοποίησαν στα έργα τους χορωδιακά σύνολα, ειδικά τετράφωνη ανδρική χορωδία.

Οι χορωδίες και οι μαντολινάτες, είτε σαν αυτόνομα σύνολα, είτε σαν τμήματα ερασιτεχνικών καλλιτεχνικών σωματείων, συνδέονται άμεσα με την ανάγκη μουσικής έκφρασης ευρύτερων κοινωνικών χώρων. Το χαρακτηριστικό τους αυτό διατηρείται ακόμα και σήμερα στα αστικά και αγροτικά κέντρα των Επτανήσων. Στα σύνολα αυτά βρήκαν καλλιτεχνική διέξοδο και πρόσφεραν σημαντικό διδακτικό έργο εξαίρετοι ερασιτέχνες όπως ο ληξουριώτης Τζώρτζης Δελαπόρτας, ο κερκυραίος Σπύρος Περούλης αλλά και επαγγελματίες όπως ο λευκαδίτης Χαράλαμπος Κονιδάρης, ο κεφαλονίτης Διονύσιος Λαυράγκας, ο κερκυραίος Αρίστος Μοναστηριώτης και  οι ζακυνθινοί Στέφανος Καλαμαλίκης και Ιωάννης Πηλίκας.

Από τα μέσα με τέλη του 18ου αιώνα χορωδίες συμμετέχουν και στις Εφτανησιώτικες εκκλησίες σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγχέεται από πολλούς  το έντεχνο πολυφωνικό χορωδιακό είδος με την παραδοσιακή  αυτοσχεδιαστική πολυφωνική ψαλτική  και να ταυτίζεται το εφτανησιώτικο ψαλτικό ιδίωμα με την χορωδιακή πράξη.

Αρμονική συνήχηση

 Η καντάδα συνετέλεσε σημαντικά στη διαμόρφωση του μουσικού αισθήματος των Επατανησίων, καθώς όταν στην ηπειρωτικη χώρα επικρατούσε το μονόφωνο κλέφτικο ή χορευτικό τραγούδι, στα Νησιά μας επικρατούσε από ενωρίς η αρμονική συνήχηση. Το βαθμο επικράτησης της αρμονικής συνήχησης αποδεικνύει η ευκολία με την οποία διαμορφώνονταν η 2η και η 3η φωνή στην καντάδα με ένα αλάνθαστο καλλιτεχνικό κριτήριο.

Μετά την Ένωση η καντάδα είχε τεράστια επίδραση στο τραγούδι της άλλης Ελλάδας και τα αθηναϊκά τραγούδια ακολουθούν το μελαγχολικό και παθητικό της τόνο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.

Προσφέροντας στο σήμερα και στο αύριο

Σήμερα, η μουσική ανάπτυξη και οι τεχνικές ευκολίες επέδρασαν σημαντικά στην καντάδα και η προσπάθεια για μουσικότερη και τεχνικότερη  εκτέλεση νόθευσαν την έμπνευση  και αλλοίωσαν την αρχική της μορφή. Έτσι η πρωτογενής και αγνή λαϊκή μελοποιία σήμερα έχει σχεδόν χαθεί.

 Καθοριστικό συμβάν πρέπει να θεωρείται ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, μετά τον οποίο, η διάθεση του κόσμου άλλαξε. Η Καντάδα, ξαφνικά έγινε κάτι που ανήκε στο παρελθόν. Μαζί της καντάδα, έφυγε και η αθωότητα του ερωτικού καλέσματος, με μουσική κάτω από τον ουρανό.

Στις ταβέρνες, τραγουδιούνταν ακόμη καντάδες, αλλά με πολύ λίγους κιθαρίστες, που έπαιζαν στις παρέες. Ακόμη και σ’ αυτές τις ταβέρνες άρχισε να ζητείται μουσική, που ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Με την πάροδο του χρόνου αρκετοί καλλιτέχνες, προσπάθησαν να αναβιώσουν την καντάδα, αλλά με πολύ λίγη επιτυχία και η δημοτικότητά της, δεν ξαναγύρισε στις παλιές μέρες.

Στα χρόνια μας πολλοί πολιτιστικοί όμιλοι βάζουν καντάδες στο καλλιτεχνικό τους πρόγραμμα, επανακάμπτοντας στις πολιτιστικές μας ρίζες.


Η Χορωδία του Πέλεκα σε πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση (Αρχείο Ενημέρωσης)

Οι χορωδιακοί όμιλοι αποτελούν (ακριβώς όπως και οι μπάντες για την ενόργανη μουσική) σημεία αναφοράς των κοινωνιών όπου δραστηριοποιούνται και μπορούμε να τους θεωρήσουμε από τα πλέον δραστήρια κύτταρα συλλογικότητας των πόλεων και των χωριών όπου εδρεύουν. Στις χορωδίες  αποκτά κάποιος τις βασικές και χρήσιμες γνώσεις για να αρχίσει τη μύησή του στη θεία τέχνη, αλλά μπορεί και  να ανακαλύψει με άμεσο τρόπο τις κλίσεις και τα ταλέντα του.

Επιπλέον, οι χορωδίες είναι φορείς κοινωνικοποίησης για τα μέλη τους και τους ακροατές τους. Τα μέλη από ενωρίς μαθαίνουν να συνυπάρχουν σε σύνολα, να συνεργάζονται με άλλους συναδέλφους τους, να σέβονται ο ένας τον άλλο και να  μπορούν να επικοινωνούν παρά τις πιθανές  αντίθετες νοοτροπίες και προοπτικές. Οι ακροατές πάλι βρίσκονται επίσης σε μια  αντίστοιχη πορεία, καθώς ο εξαιρετικά γνώριμος ήχος της, η εκλαϊκευτική δυναμική της και η διεισδυτικότητά της έχει πάντα τη δύναμη να τους διαμορφώνει και να τους εκπαιδεύει.

Σημείωση: Καθώς γίνεται λόγος για κοινές πολιτιστικές καταβολές με τα άλλα νησιά του Ιονίου, ο αναγνώστης ας μετρήσει πόσες Χορωδίες προερχόμενες από τα υπόλοιπα Εφτάνησα συμμετείχαν στο Φεστιβάλ.

 

 Γιώργος Ζούμπος

( Όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», στις 22-11-2014)

* * *