Στα Επτάνησα, οι πάλες για την εθνική απελευθέρωση η οποία ζωντάνεψε με την ευρωπαϊκή αναγέννηση, είχαν οδηγήσει κατά το 19ο αιώνα στην δημιουργία μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας (η οποία πέρασε κάτω από γαλλική εξουσία το 1807 και υπό αγγλικό έλεγχο από το 1809 μέχρι το 1864). Αλλά για όλο το πρώτο μισό του αιώνα, στα Επτάνησα παρέμεινε σθεναρά το βενετικό δίκαιο και τα επίσημα έγγραφα της κυβέρνησης συνεχίστηκαν να γράφονται στην ιταλική γλώσσα. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι πολύ σημαντικό γιατί τα ιταλικά δεν ήταν η ομιλόμενη γλώσσα της πλειοψηφίας του πληθυσμού, όταν άναψε η συζήτηση μεταξύ του 1700 και του 1800, σχετικά με το σύνταγμα που θα έπρεπε να δωθεί στο νέο κράτος.Το βενετικό δίκαιο, επίσης, δεν ήταν διαδεδομένο σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη, το 1760 οι δήμαρχοι και οι προεστοί της Λευκάδας παραπονιώνταν για το γεγονός ότι τα συμβόλαια των πωλήσεων, τα δάνεια και οι ανταλλαγές, γίνονταν μεταξύ ιδιωτών, χωρίς να γίνεται χρήση δημόσιων συμβολαιογράφων, προκαλώντας έτσι απάτες και τσακωμούς χωρίς τελειωμό.

Ίσως οι λόγοι αυτής της συνέχισης μπορούν να εξηγηθούν εντοπίζοντας τις κοινωνικές ομάδες που είχαν ενδιαφέρον να συνεχιστεί και διατηρηθεί το βενετικό νομικό σύστημα στα Επτάνησα κατά το 1800. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβει κανείς ποιες τοπικές κατηγορίες είχαν ωφεληθεί κατά την βενετική κυριαρχία και προσπαθούσαν – μετά από 1797 – να αναπαράγουν τους ίδιους ευνοϊκούς όρους για την ηγεμονία τους.

 

Η δίκη του Antonio Querini

 

Όταν ο τουρκικός και ο ρωσικός στόλος βρέθηκαν αντιμέτωποι σε λίγη απόσταση από τα Επτάνησα, γύρω στο 1770, η ηχώ από τους αγώνες ενάντια των Τούρκων στην γειτονική Πελοπόννησο, η ανικανότητα του βενετικού στρατού και η εμφανής αποσύνθεση της βενετικής διοικητικής μηχανής, είχαν θρέψει ελπίδες σε ευρείς τομείς της τοπικής αριστοκρατίας για μια ρωσική παρέμβαση στα Επτάνησα (βλέποντας τους επίσης σαν φυσικούς σύμμαχους και έχοντας κοινή την ορθόδοξης θρησκεία). Ήδη αρκετά πρίν γίνει ο Ιωάννης Καποδίστριας υπουργός εξωτερικών του Αλεξάνδρου I, άλλοι ευγενείς από την Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Κέρκυρα τέθηκαν στην υπηρεσία της Αικατερίνης ΙΙ, προκειμένου να αγωνιστούν εναντίων των Τούρκων αλλά (για να πιστέψουμε τους βενετούς πληροφοριοδότες) και για να συνομωτήσουν πίσω από τις πλάτες της βενετικής κυβέρνησης. Ένα τέτοιο θέμα προβλημάτιζε σοβαρά την βενετική σύγκλητο: Στην Κεφαλονιά για παράδειγμα, κατά το 1770 ο Σπυρίδων και ο Ιωάννης Μεταξάς είχαν οπλίσει 100 άτομα και είχαν τεθεί στις διαταγές του ρώσου ναυάρχου.Τον Απρίλιο εκείνου του έτους ειπωθηκε ότι στο νησί οι επαναστατημένοι ήταν ήδη 10.000. Και όταν ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης προσπάθησε να συλλάβει τους Μεταξάδες, ο πληθυσμός τους υπερασπίστηκε τόσο, ώστε οι βενετοί στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στην Ζάκυνθο, όπου 6.000 χωρικοί είχαν επαναστατήσει επευφημόντας την Αυτοκρατορία όλων των Ρωσσιών, διακρίθηκε ο Δημήτριος Μοτσενίγος, στέλνοντας στο Λιβόρνο περισσότερους από 400 Έλληνες, σε μεγάλο μέρος πρόσφυγες από την Πελοπόννησο.

Σε αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση έγινε μία από τις πιό διάσημες δίκες στην ιστορία της Γαληνοτάτης: Η δίκη κατά του γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης, Pier Antonio Querin .

Κουβαλημένος αλυσοδεμένος από την Κέρκυρα στην Βενετία το 1773, και κατηγορούμενος για υπεξαιρέσεις και σοβαρά εγκλήματα ενάντιων του κράτους, πέθανε τελικά μέσα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Πάντα υπήρχαν όμως διευθαρμένοι κρατικοί υπάλληλοι. Για να καταλάβουμε τα εξαιρετικά μέτρα που λήφθηκαν από το υψηλό δικαστήριο, δεν αρκεί μόνον ο ψηλός βαθμός του κατηγορούμενου, αλλά και η ένταση που επικρατούσε στα νησιά – “είσοδο του Ανδριατικού κόλπου” και τελευταία κτήση της αυτοκρατορίας.

Για να ερευνήσει τις κυβερνητικές ανωμαλίες (σαν αντάλλαγμα για την μείωση της ποινής τους, ορισμένοι φυλακισμένοι είχε καταγγείλει την πώληση πυρομαχικών και εφοδίων – προορισμένα για τα φρούρια και τον στρατό – σε απλούς πολίτες και ακόμη και σε Τούρκους υποίκοους) κλήθηκε ο Girolamo Arnaldi. Ο Girolamo Arnaldi ανέκρινε 477 μάρτυρες και γέμισε περισσότερα από 7.000 έγγραφα με μια ακριβή τεκμηρίωση των βενετικών ανεπαρκειών στα νησιά. ΄Ηταν μια έρευνα τρομακτικά εξαιρετική και πλούσια και τελείωσε σε ένα μηδέν. Εκτός από τον Querini και κάποιους λίγους φυγόδικους υπαλλήλους, κανένας άλλος δεν καταδικάστηκε και σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το Συμβούλιο των Δέκα διέταξε να κλειστεί όλη η διαδικασία.

Η δίκη είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Ο βενετός εισαγγελέας πείστηκε ότι οι υπεξαιρέσεις που έγιναν κάτω από τον Querini έπρεπε να πλαισιωθούν στην εικόνα «της πολιτικής και εσωτερικής κατάστασης» των νησιών και να συνδεθούν με τα επεισόδια των έξέγερσεων που μερικώς επισημάναμε. Και αυτά, με την σειρά τους, έπρεπε να συνδεθούν «με την εφαρμογή της δικαιοσύνης που πάντα επηρέαζε τα ήθη των υποικόων».

 Η δομή της διοίκησης

 Η δομή της διοίκησης των Επτανήσων κάτω από την βενετική εξουσία ήταν ανάλογη με εκείνες των ηπειρωτικών κτήσεων: Κάθε νησί κυβερνιόνταν από έναν ή περισσότερους βενετούς Προβλεπτές οι οποίοι παρέμεναν σε αυτή την θέση για δύο ή τρία χρόνια και πλαισιώνονταν από μια ομάδα τριών ή τεσσάρων ανώτερων υπαλλήλων: έναν γραμματέα (segretario), έναν αρχιγραμματέα (cancelliere), έναν λογιστή (ragionato) και έναν ιππότη (cavaliere).

Στα Επτάνησα, το σώμα των ανώτερων υπαλλήλων/προιστάμενων αποτελούνταν συνολικά από 18 βενετούς ευγενείς, τους οποίους ακολουθούσαν μία εξηνταριά γραμματείς και υφιστάμενοι τους, κάτω από τις διαταγές του γενικού Προβλεπτή, ο οποίος ήταν επίσης και ανώτατος διοικητής του στρατού. Οι βενετοί προιστάμενοι στα νησιά είχαν τον ρόλο σύνδεσης με την μητρόπολη (με την αποστολή αναφορών) και συντονισμού της στρατιωτικής υπεράσπισης ενάντια στους Τούρκους. Δίκαζαν επίσης σε πρωτοβάθμιο βαθμό (οι άλλοι δύο ήταν ο Γενικός προβλεπτής και τελευταίος η Βενετία).

Όλες οι άλλες κυβερνητικές λειτουργίες μεταβιβάστηκαν στο Συμβούλιο των Πολιτών του κάθε νησιού το οποίο ελάμβανε ευρείς διοικητικές αυτονομίες και διαχειρίζονταν, διαμέσου ετήσιων εκλογών, τα φορολογικά ζητήματα (και επομένως την είσπραξη φόρων), το ενεχειροδανειστήριο (το σημαντικότερο τοπικό πιστωτικό όργανο), την αποθήκευση των σιτηρών, τα τελωνειακά τέλη, τα νοσοκομεία, το λαζαρέτο κλπ. Μια έντονη αυτονομία από τη Βενετία επομένως, η οποία είχε ως έμβλημα το προνόμιο της επιλογής του διοικητή των γαλέων των κοινοτήτων της Κέρκυρας, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου που οπλίζοντανμε δημόσιες δαπάνες.

 Η θέση του αρχιγραμματέα

Κατά την δίκη ενάντια στον Antonio Querini, όλοι οι αστικοί υπάλληλοι που κατηγορήθηκαν για υπεξαίρεση ήταν Έλληνες. Ήδη αυτό αποτελούσε μία σοβαρή παράβαση των νόμων: Οι κανόνες που ρύθμισαν την ανάθεση της θέσης του αρχιγραμματέα στην πραγματικότητα ήταν πολυάριθμοι και με τον καιρό είχαν σκληρύνει προοδευτικά. Πέρα από στην υπηκοότητα, την κατοχή αμόλυντου ποινικού μητρώου και την υποστήριξη μιας προκαταρκτικής εξέτασης, ο αρχιγραμματέας δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα στον τόπο προέλευσης του ίδιου η της γυναίκας του, ούτε όπου κατείχε ακίνητα η οικονομικά ενδιαφέροντα. Τέλος, η ανάθεση σε μία περιοχή μπορούσε να κρατήσει το πολύ 2 χρόνια.Ήταν κανόνες μεγάλης σπουδαιότητας, ανάλογα με το βάρος που είχαν στην καθημερινή διοίκηση των υπαγόμενων εδαφών.

Πριν φύγουν για τις κτήσεις , οι βενετοί αρχιγραμματείς έπρεπε να ορκιστούν πίστη μπροστά στους επικεφαλής του Συμβουλίου των Δέκα: Σχετικές ληξιαρχειακές πράξεις προσφέρουν μερικά στοιχεία που σκιαγραφούν με μεγαλύτερη ακρίβεια την διαφορά μεταξύ των νόμων και της καθημερινής πρακτικής. Από το 1754 έως το 1772, από τις 81 θέσεις διαθέσιμες στα νησιά, 61 καταλήφθηκαν από γεννημένους στα ίδια τα νησιά . Από τους 43 αρχιγραμματείς που υπήρχαν στην περίοδο που λαμβάνεται υπόψη, 13 ασκούσαν το επάγγελμα στο ίδιο νησί στο οποίο γεννήθηκαν.

Γεωγραφική προέλευση αρχιγραμματέων στα Ιόνια νησιά ( σε παρένθεση ο αριθμός των εντολών/εκχωρήσεων που έλαβαν )
Βενετία Ιονια νησιά Δαλματία Σύνολο Πελοποννησος/Κρήτη
6 ( 8 ) 28 ( 61 ) 9 ( 12 ) 43 ( 81 ) 13 (36 )

 

Αλλά ο τόπος γέννησης αποτελεί ίσως την λιγότερη σημαντική παράμετρο προκειμένου να καταλάβουμε τον βαθμό ενσωμάτωσης των «ελλήνων υπουργών» στην τοπική κοινωνία: Ο Demetrio Sumachi, για το παράδειγμα, αρχιγραμματέας 5 φορές στην Λευκάδα, Πρέβεζα και Άσσο, δήλωνε γεννημένος στη Βενετία, αλλά ο πατέρας του ήταν γεννημένος στην Ζάκυνθο. Ο Pasqual Grammaticopulo, και αυτός 4 φορές αρχιγραμματέας, γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά αλλά μεγάλωσε στην Λευκάδα, όπου οι γονείς του «από πολλά έτη καθιέρωσαν τη διεύθυνσή τους». Οι μαρτυρίες μετακινήσεων ατόμων και οικογενειών από ένα νησί σε άλλο ήταν επομένως υπερβολικά πολυάριθμες για να δώσουν την εντύπωση ότι, παρά τις ημέρες ταξιδιού που χώριζαν το ένα νησί από το άλλο, η ιόνια κοινωνία χαρακτηρίζονταν από σχέσεις που υπερέβαιναν τις γεωγραφικές αποστάσεις και τη «φυσική ποικιλομορφία την ηθών και εθίμων». Σε αυτό το θέμα η περίπτωση των οικογενειών Calichiopulo, Patrichio και Aleandri είναι ιδιαίτερα σημαντική. Έφτιαξαν ένα δίκτυο συμμαχιών – που εγκρίθηκαν επίσης και από μία πολιτική γάμων – τέτοιες ώστε να «απαγάγουν συγχρόνως όλες τις δημόσιες θέσεις» της Λευκάδας , Βόνιτσας και Πρέβεζας , επεκτείνοντας την επίδραση τους επίσης σε Κεφαλλονιά και Κέρκυρα, παραβαίνοντας όλους τους κανόνες. Ο πίνακας των αρχιγραμματέων της Βόνιτσας και Πρέβεζας καθώς και του γενεαλογικού δέντρου του Bastian Patrichio το οποίο προέρχεται από ένα μνημόνιο κατηγορίας του Γενικού Προβλεπτή θαλάσσης δεν απαιτεί τα σχόλια:

Έτος Πρέβεζα Βόνιτσα
1755 Demetrio Sumachi Marc’Antonio Graci
1757 Pietro Aleandri Antonio Carnellà
1759 Daniel Aleandri Simon Negri
1761 Simon Negri Daniel Valentini
1763 Daniel Aleandri Daniel Valentini
1766 Daniel Valentini Daniel Aleandri
1768 Daniel Valentini Daniel Aleandri
1770 Daniel Valentini Michiel Barbarigo
1772 Daniel Aleandri Michiel Barbarigo

 

Είναι δύσκολο να πει κανείς πότε άρχισε να παγιώνει αυτή η συνήθεια, το βέβαιο είναι ότι ένα αιώνα πριν, οι διορισμοί των δημόσιων υπαλλήλων ήταν πολύ περισσότερο ρευστοί και προφανώς λιγότερο ανεξάρτητοι και διαχωρισμένοι σε σχέση με το υπόλοιπο κράτος. Από τους 50 αρχιγραμματείς εν ενεργεία στα νησιά μεταξύ του 1646 και του 1662, μόνο 14 ήταν σίγουρα Έλληνες και περιπτώσεις αρχιγραμματέων που κάλυπταν περισσότερο από μια ανάθεση στη ληφθείσα περίοδο υπό έρευνα είναι λιγότερο πολυάριθμες.

Μα το πιό σημαντικό γεγονός είναι ότι τον 17ο αιώνα οι αρχιγραμματείς είχαν μια διαφορετική σχέση με την μητρόπολη: Σε αυτόν τον αιώνα είχαμε μόνο 5 περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρχιγραμματείς δεν ορκίστηκαν στη Βενετία, αλλά in loco, στον Γενικό Προβλεπτή, λόγω επίσης και των δυσκολιών του πολέμου του Χάνδακα (αυτή η εξαιρετική διαδικασία εγκρίθηκε πάντα από ένα διάταγμα του Συμβουλίου των Δέκα). Τον επόμενο αιώνα η κατάσταση αναστράπτηκε: Μόνο σε δύο περιπτώσεις οι αρχιγραμματείς επιλέχτηκαν στη Βενετία, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις έλαβαν την ανάθεση στα νησιά και ο όρκος ανακοινώθηκε κατόπιν στην Βενετία με επιστολή.Ήταν μια αλλαγή θεμελιώδους σπουδαιότητας: Στο δεύτερο μισό του 1700 τα περιφερειακά κλαδιά της κρατικής γραφειοκρατίας δεν εξαρτώνταν από το κέντρο, όπως συνέβαινε ένας αιώνα πριν, και ήταν ήδη εντελώς διαχωρισμένοι από κάθε μορφή ελέγχου που δεν ήταν καθαρά επεισοδιακής φύσης ή κάποιας έρευνας εξαιρετικού χαρακτήρα – όπως εκείνη ενσντίων του Pier Antonio Querini και των γραμματέων του.

 Οι τυπολογίες των αρχιγραμματέων

 Πρίν λάβουν την άδεια του αρχιγραμματέα έπρεπε να υποβληθούν σε μία “ εξετασούλα» για να δείξουν ότι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα που όριζε ο νόμος. Η μελέτη των εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι στα Επτάνησα μεταξύ του 1754 και του 1772 προσφέρει μερικά στοιχεία προκειμένου έχουμε μια πρώτη εικόνα για την κοινωνική τους εξαγωγή.

Επάγγελμα πατρός αρχιγραμματέα
Ευγενείς Έμποροι Εύποροι Αρχιγραμματείς Δημόσιοι υπάλληλοι Γιατροί Σύνολο

χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

κατώτερου βαθμού
5 3 12 6 9 8 43

 

Το σημαντικότερο στοιχείο στον πίνακα είναι ότι μόνο το 10% των αρχιγραμματέων ήταν ευγενείς. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκαν στην μέση κοινωνική τάξη, γιοί βενετών κατώτερων κρατικών υπαλλήλων που είχαν εγκατασταθεί στα νησιά. Παράδειγμα ο Agostino Soderini, γιος ενός επιλοχία που υπηρετούσε στην Κέρκυρα και ενός κοριτσιού από την Ζάκυνθο. Πολύ συχνά, ήταν γιοι πρόσφυγων από την Πελοπόννησο, μετά την κατάκτηση της από τους Τούρκους, όπως ο Pietro Aleandri, που έχοντας χάσει πατρίδα και περιουσία μετακόμησε από την Πάτρα στην Κέρκυρα και μετά στην Βόνιτσα.

Με βάση καμμία δεκαριά δίκες, κατόπιν διαταγής του Συμβουλίου των Δέκα, εναντίων ισάριθμων αρχιγραμματέων που είχαν κατηγορηθεί για υπεξαίρεση, είναι ίσως δυνατόν να σκιαγραφηθεί μία τυπολογία συμπεριφοράς των «υπουργών» στα Επτάνησα, που επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που ήδη έχουν αναφερθεί . Προκύπτουν κοινά χαρακτηριστικά στις φυσιογνωμίες όλων των κατηγουρουμένων.

1. Χρησιμοποιούσαν την θέση τους σαν μέσο κοινωνικής ανόδου .Αυτή η άνοδος δεν ήταν μόνο εμπλουτισμός ή σταδιοδρομία στη γραφειοκρατία, αλλά πιό συγκεκριμένα σαν είσοδος στο Συμβούλιο της πόλεως, σε ανταγωνιστικό επίπεδο με τα παραδοσιακά κέντρα δύναμης των νήσων.

2. Συνεπώς, ενεργούσαν συχνά ενάντια στα ενδιαφέροντα των τοπικών αριστοκρατικών οικογενειών. Εξάλλου όλοι οι αρχιγραμματείς καταγγέλθηκαν μόνο από μέλη του Συμβουλίου της πόλεως και όχι από τα θύματα των υπεξαιρέσεων τα οποία ήταν οι λιγότερο ευκατάστατοι πολίτες.

3. Στο τέλος κατηγορήθηκαν πως χρησιμοποιούσαν τη δύναμή τους προς τους βενετούς γραμματείς προκειμένου να διαμορφωθούν «ομάδες» και «φατρίες», αναγκάζοντας με βία όποιον δεν είχε θελήσει να προσαρμοστεί στη «μεγαλοφυία του κόμματος» και αλλάζοντας έτσι τις ισορροπίες των δυνάμεων που επικρατούσαν στο εσωτερικό των νησιών.

 Η κοινωνία στα Ιόνια νησιά
 Σε μια κοινωνία όπως εκείνης των Επτανήσων, στα οποία οι φατρίες αποτελούσαν μία πραγματικότητα έντονα θεσμοποιημένη και ριζωμένη, αυτή η τελευταία κατηγορία πρέπει να γίνει αντιληπτή υπό τη συγκεκριμένη έννοια: Η συμπεριφορά των αρχιγραμματέων δηλαδή, ήταν γερά ενσωματωμένη στην κοινωνική δομή που αυτοί οι ίδιοι έπρεπε να διοικήσουν. Δεν ήταν στρατηγική του ενός η μιας μόνο οικογένειας, αλλά η άνόδος μιας αρθρωμένης κοινωνικής ομάδας που αντιτίθονταν ανταγωνιστικά σε άλλους πόλους δύναμης. Για αυτό τον λόγο είναι απαραίτητη μία σύντομη περιγραφή των διοικητικών ανωμαλιών της βενετικής κυβέρνησης στα πλαίσια της τοπικής κοινωνίας. Πάνω σε αυτό το θέμα είναι χρήσιμα αρχεία που συντάκτηκαν μετά το 1760 από το Γενικό Προβλεπτή Θαλάσσης Francisco Grimani: Μεταξύ των πολλών πληροφοριών που περιλαμβάνονται, είναι αρκετό να υπογραμμιστούν δύο θεμελιώδη στοιχεία.

 1. Εκτός από τους κατοίκους των πρωτευουσών των νησιών (που αποτελούσαν σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού), το 92% των νησιωτών ζούσαν σε χωριά με λιγότερο από 1000 κατοίκους. Από αυτούς, το 59% κατοικούσε σε χωριά με λιγότερο από 500 κατοίκους. Αυτοί τα μικρά κέντρα ήταν σε μεγάλο μέρος διανεμημένα πιο πολύ στις ορεινές περιοχές του εσωτερικού παρά σε απότομες και αφιλόξενες ακτές η κοντά σε παραλίες που κινδύνευαν από πειρατικές επιδρομές.

2. Η μεγάλη διασπορά των κοινοτήτων αντιστοιχούσε στην οικονομική δραστηριότητα που εξασκούσε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού: Κατά μέσον όρο, στα νησιά, το 73% περίπου των κατοίκων ασχολούνταν με την γεωργία (συγκεκριμένα με την καλλιέργεια των ελαιόδεντρων και σταφυλιών και με την περαιτέρω εργασία των φρούτων τους), που αποτελούσε την επικρατέστερη δραστηριότητα σε κάθε νησί.

Η γεωργία κυρίως χαρακτηρίζονταν από τρεις παράγοντες:

α. Σε κανένα νησί οι συγκομιδές δεν επαρκούσαν για να εγγυηθούν τον απαραίτητο σιτισμό του πληθυσμού για όλο το έτος: Οι προμήθειες διαρκούσαν από τρεις έως έξι μήνες περίπου στην Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Κύθηρα, Λευκάδα και ελάχιστα περισσότερο στην Ζάκυνθο, κατά πολύ το πιό εύφορο των νησιών. Το υπόλοιπο του έτους, οι κάτοικοι ζούσαν προ πάντων χάρη στο σιτάρι που εισάγονταν από την κοντινή ηπειρωτική χώρα που ήταν στα χέρια των Οθωμανών: Υπάγεται μία πρώτης μορφής υποτέλεια στην οποία υπάκουε ο νησιώτικος πληθυσμός και που εξαρτώταν από το ποιος διαχειρίζονταν το εμπόριο των ειδών διατροφής.

β. Η ιδιοκτησία της γης ήταν εξαιρετικά τμηματισμένη (σε τέτοιο σημείο ώστε να καταστήσει το γράψιμο ενός κτηματολογίου σχεδόν αδύνατο): Συχνά π.χ. αναφέρεται η περίπτωση ελαιόδεντρων που ανήκαν ταυτόχρονα σε τρεις η τέσσερις ιδιοκτήτες. Οι μικροί ιδιοκτήτες που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού δεν κατείχαν μια τέτοια εδαφική έκταση ώστε να τους εγγυηθεί το ελάχιστο επίπεδο επιβίωσης και επομένως αναγκάζονταν να απασχοληθούν στα εδάφη των τοπικών μεγαλοιδιοκτητών, ή, όχι πολύ σπάνια, αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν στην κοντινή υποδουλωμένη ηπειρωτική χώρα. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα οι Βενετοί αρχιγραμματείς προσπάθησαν πολλές φορές να εξουδετερώσουν αυτήν την τάση αλλά πάντα χωρίς επιτυχία. Μια δεύτερη μορφή υποτέλειας επομένως περιλάμβανε εκείνους που θα ονομάζαμε εργάτες και που εξαρτώντο οπό το ποιος μπορούσε να τους προμηθεύσει εργασία ή από ποιος τους μπορούσε να τους δώσει την δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα ελαιοτριβεία και τις συσκευασίες για την μεταφορά του λαδιού (ένα είδος προορισμένο κατά μεγάλο μέρος για το διεθνές εμπόριο).

γ. Η πιό διαδεδομένη καλλιέργεια στα νησιά (σχεδόν μονοκαλλιέργεια) ήταν το ελαιόδενδρο το οποίο παρήγαγε καρπούς κάθε δύο χρόνια περίπου. Συνέβαινε, και εδώ είμαστε σε μια τρίτη μορφή υποτέλειας, μια ιδιαίτερη εξάρτηση των αποίκων στην πίστωση: Μια αρρώστια των δέντρων ή ένας ανοιξιάτικος παφετός είχαν πολλαπλάσιες αρνητικές επιδράσεις στη συγκομιδή. Ο Francisco Grimani παρατήρησε ότι οι «νέες καλλιέργειες» που υποκινήθηκαν από τη Δημοκρατία μποϊκοταρίστηκαν από τους “ επικεφαλείς του κόμματος“, οι οποίοι «κατάλαβαν πολύ καλά ότι με την διάδοση της γεωργίας πολλές οικογένειες θα μπορούσαν να βγούν από τη μετριότητα και φοβόνταν συνεπώς ότι θα μπορούσε να αλλοιωθεί το τωρινό σύστημα που τους επέτρεπε να τις ελέγχουν»

 Στην κοινωνία των Επτανήσων, όποιος πετύχαινε να μονοπωλεί τα εμπορικά ρεύματα (λάδι και κρασί για εξαγωγή, σιτάρι για εισαγωγή) και την ανακατανομή των εσόδων, τον έλεγχο της πρόσβασης στη γη και προ πάντων τις απαραίτητες υποδομές για την επεξεργασία και την συντήρηση των προϊόντων της γεωργίας, όποιος πετύχαινε τέλος, να έχει το μονοπώλιο της πίστωσης (ενεχειροδανειστήριο και τοκογλυφία), είχε και την απόλυτη εξουσία στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Στο δεύτερο μισό του 1700 όλοι αυτοί οι μοχλοί ήταν στα χέρια μιας μικρής ολιγαρχίας οικογενειών, που εξουσίασαν σταθερά τα Συμβούλια των πόλεων (στην Κεφαλονιά, το 1752, ο προβλεπτής Pasquale Cicogna «ανακάλυψε» ότι το συμβούλιο δεν συνεδρίαζε «από μία μακρόχρονη σειρά ετών»). Ήταν πραγματι αυτές οι οικογένειες, που είχαν το μονοπώλιο των συμβάσεων για τα τελωνειακά τέλη στο λάδι και στο κρασί και της διαχείρισης των ζωοτροφών, οργανώνοντας ταυτόχρονα το λαθρεμπόριο και τις σχέσεις με τους Τούρκους, με τους οποίους είχαν συμπλέξει σταθερές σχέσεις. Ήταν οι ίδιες οικογένειες που διαχειριζονταν την καλλιέργεια του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών και κατείχαν ελαιοτριβεία και εμπορευματοκιβώτια.

 Η υπερδύναμη των «αρχηγών του κόμματος»

Η εξουσία των οικογενειών του Συμβουλίου των πόλεων φανερώνονταν σε κάθε τομέα της κοινωνικής και στρατιωτικής ζωής. Αξίζει μόνο κάποιο παράδειγμα: κατα την διάρκεια της «επιχείρησης Αγίας Mαύρας», το 1641, ο Αναστάσιος Μεταξάς ήταν σε θέση να εξοπλίσει μόνος του ένα στράτευμα από 2.000 Κεφαλωνίτες, βοηθώντας έτσι τον βενετικό στρατό που κινδύνευε.Το 1715, η Λευκάδα μπόρεσε να αμυνθεί χάρη στα 300 άτομα που οπλίστηκαν «με όλες τις δαπάνες» από τον συνταγματάρχη Costantin Tipaldo. Αλλά αυτοί οι προσωπικοί στρατοί δεν πολεμούσαν μόνο στην υπηρεσία της γαλήνοτάτης. Συχνά τους χρησιμοποιούσαν στα ταξικά επεισόδια καθώς και σαν όργανο εδαφικής υπεροχής. Το 1770-71, για παράδειγμα, στην Κεφαλονιά, στα σοβαρά γεγονότα που αναφέραμε, οι οικογένειες Metaxa και Annino, επικεφαλής των δύο ισχυρότερων φατριών του νησιού έφτασαν σε μία μη εμπόλεμη συμφωνία , υπογράφοντας την με έναν γάμο: το πρώτο αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας ήταν η λεηλασία του Αργοστολίου (πρωτεύουσα του νησιού), που ανάγκασε το βενετό προβλεπτή Zuan Paul Trevisan να ζητήσει προστασία πάνω σε μία γαλέα. Και ενώ ο προβλεπτής και η συνοδεία του δεν τολμούσαν να βάλουν το πόδι στη γη, οι αδελφοί Metaxa δημιούργησαν σε μία από τις συνοικίες ένα δικαστήριο «μην επιτρέποντας σε κανένα να περάσει χωρίς να προσφέρει μία αμοιβή ή ένα δώρο».

Προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα τον βαθμό θεσμοποίησης και την ριζοποίηση των φατριών στην αστική ζωή, αρκεί να θυμηθούμε έναν ιδιαίτερο θεσμό που υπήρχε στην Κέρκυρα, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο και που ονομάζονταν «patto di famiglia» (οικογενειακό σύμφωνο), ή «fratellanza» (αδελφότητα) . Οι βενετοί αρμόδιοι το ερμήνευσαν υποτιμητικά σαν ένα σύμφωνο μεταξύ δύο ή περισσότερων συγγενειών που έρχονταν σε συμφωνία προκειμένου να καθοδηγηθούν οι ψήφοι του συμβουλίου και για να μονοπωλήσουν όλες τις δημόσιες θέσεις. Στην πραγματικότητα, ο αρχηγός της αδελφότητας είχε μπροστά του μία ευρύτερη επιλογή ενεργειών: Για αυτόν ήταν «πολύ εύκολο να γίνει προστάτης του λαθρεμπορίου ευνοώντας την επιτυχία του με τη βοήθεια ενός φόρου», επιπλέον, χάρι στην έκταση των σχέσεών του ήταν σε θέση να επηρεάσει την δικαιοσύνη ευνοόντας τους φίλους και κερδίζοντας όχι μόνο εκτίμηση και σεβασμό, αλλά και κέρδη ( π.χ. σαν αντάλλαγμα για την αθώωση ενός ενόχου ). Η δύναμη του ήταν αδιαφισβήτητη.

 Στην « αδελφότητα » πρέπει να υπογραμμιστούν τρία χαρακτηριστικά:

1.Η εδαφική ισχύ. Αληθινοί πολέμοι που διεξάγονταν από αντιθετουςστρατούς 300-400 ατόμων είχαν σαν στόχο τον έλεγχο και τη διαχείριση ολόκληρων περιοχών, αντικαθίστόντας την βενετική κυβέρνηση.

2. Η τελετουργία. Οι ορκισμένες συμφωνίες μεταξύ των επικεφαλείς των αντίστοιχων συγγενειών γίνονταν στην εκκλησία,την νύχτα, κάτω από το φώς των κεριών, μπροστά σε έναν Έλληνα κληρικό. Η ανταλλαγή των υποσχέσεων συνοδεύονταν από αγκαλιάσματα και ένα φιλί στο στόμα μεταξύ των ενδιαφερομένων.

3.Τα έσοδα. Η ικανότητα συλλογής ετησίων φόρων και αμοιβών από τους υποστηρικτές τους και από τους ένοικους των γαιών.

Μπροστά σε αυτές τις τοπικές πραγματικότητες, κατά το 1700 η Βενετία ήταν απολύτως ανίσχυρη: Είναι χαρακτηριστική η πρόταση του γενικού προβλεπτή θαλάσσης Giovanni Corner που το 1724 είχε σκεφθεί να δώσει αμνηστεία στους ληστές των νησιών. Υπολόγιζε ότι αυτοί ήταν περίπου 3000 (γύρω στο 7,5% του πληθυσμού των ενήλικων ατόμων με βάση την απογραφή του 1760). Ένα μέρος τους είχε περάσει στα απέναντι παράλια αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό ζούσε ανενόχλητο στην εξοχή όπου δύσκολα θα έπεφτε στα χέρια της δικαιοσύνης.

 Μια ομάδα μεσολαβητών;

 Δεν μπορούσαν βέβαια να δώσουν χάρη σε όλους τους ληστές. Και λίγοι διοικητές κατάφεραν να δείξουν την εξυπνάδα του Francisco Grimani, που το 1760 (αδυνατόντας να κάνει να σεβαστούν το νόμο οι Annino και οι Metaxa) προσκάλεσε με μιά πρόφαση τους δύο «κύριους» των οικογενειων , συλλαμβάνοντας τους και στέλνοντας τους αλυσοδεμένους στη Βενετία. Αλλά τα δύο κρεμασμένα πτώματα ανάμεσα από δύο κολώνες στην πλατεία του Αγίου Μάρκου δεν έδωσαν το προβλεπόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην Κεφαλονιά που το Συμβούλιο των Δέκα νόμιζε.

Eίναι σε αυτό το πλαίσιο, ίσως, που μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως την μορφή των «υπουργών» και του ρόλου που έπαιξαν στη δυναμική σύνθεση των ενδιαφερόντων της Βενετίας μαζί με εκείνων των τοπικών φατριών. Πρακτικά, μπροστά στην αδυναμία της να ελέγξει αποτελεσματικά τις φυγόκεντρες δυνάμεις, η προτιμότερη λύση της Βενετίας ήταν να ευνοεί την δημιουργία και υποστήριξη στα νησιά, μιας ομάδας ανθρώπων στενά δεμένους με τα ενδιαφέροντα της γαληνοτάτης. Οι αρχιγραμματείς, με ντόπια προέλευση και πολιτισμό, και βαθιά ενσωματωμένοι στην Ιόνια κοινωνία, ήταν οι ίδιοι επικεφαλής των φατριών ή ήταν μεγάλες στρατηγικές μορφές για την δημιουργία του «αδελφότητων». Η δύναμή τους προέρχονταν κυρίως από το γεγονός ότι ήταν αστικοί υπάλλήλοι του βενετικού κράτους , ότι είχαν προνομιακές σχέσεις με τους βενετούς αντιπροσώπους, ότι γνώριζαν την “γλώσσα “ και τον τρόπο σκέψης της κυβέρνησης. Με μια λέξη, ήταν μεσολαβητές: Το γόητρό τους προέρχονταν από την ικανότητα τους να επιχειρούν σε διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, πετυχαίνοντας έτσι να διατηρήσουν τον έλεγχο στις εγγενείς εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών ενδιαφερόντων των αντιπαραβαλλόμενων. Πρός τα βενετικά ενδιαφέροντα, εγγυώντας ένα ελάχιστο επίπεδο δημόσιας τάξης και μια τακτική είσπραξη των φόρων και των τελωνειακών δασμών. Προς τα ντόπια , εξουσιάζοντας τους αγρότες και διαχειρίζοντας τους πόρους των νησιών.

Γίνονται λοιπόν κατανοητά τα χαρακτηριστικά της μορφής των αρχιγραμματέων στα Επτάνησα κατά το 1700: Οι «υπουργοί» ήταν Έλληνες, παρά τις κανονιστικές απαγορεύσεις, επειδή η Βενετία είχε την ανάγκη ατόμων που θα υποστήριζαν τα ενδιαφέροντα της σε τοπικό επίπεδο. Προέρχονταν συνήθως από τις οικογένειες μέτριου κοινωνικού επιπέδου επειδή είχαν τη λειτουργία της αντιπαράθεσης στις ευγενείς τάξεις μετριάζοντας την δύναμη τους. Μολονότι ήταν συχνά πρωταγωνιστές σε διοικητικές ανωμαλίες έχαιραν ατιμωρησίας , όχι μόνο λόγω των προνομιακών σχέσεών τους με την βενετική διοίκηση , αλλά και λόγω της ανάγκης που είχε η Γαληνοτάτη να στηριχθεί πάνω τους.

 Συμπεράσματα

 Οι συνεχείς κατηγορίες εναντίων των αρχιγραμματέων, δηλαδή ότι είχαν « αποπλανήσει με κάθε τέχνασμα και με τις πιό ψεύτικες δικαιολογίες το άδολο μυαλό» των βενετών αντιπροσώπων δεν ήταν επομένως μόνο ένας τρόπος προκειμένου να καταγγελθεί η ανικανότητα των αρχιγραμματέων, αλλά ήταν η μετάφραση μιας αναλογίας δυνάμεων που περιλάμβανε ολόκληρο το διοικητικό οικοδόμημα της γαληνοτάτης. Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημα, την διατήρηση του βενετικού δικαίου και της ιταλικής γλώσσας στα Επτάνησα και κατόπιν από την πτώση της Δημοκρατίας, ίσως μπορεί να εξηγηθεί επίσης από την ύπαρξη μιας ισχυρής και συμπαγούς ομάδας που είχε δέσει το γόητρο της, την δύναμη της την κοινωνική τύχη της, στη ικανότητα να μονοπωλεί την πρόσβαση στις θέσεις διοίκησης: Μια ομάδα, δηλαδή που χάρη στις αδυναμίες της Βενετίας και στην ανάγκη που είχε για μεσολαβητές, προκειμένου να παγιώσει ακριβώς την θέση της στα νησιά, είχε γίνει μέρος των γάγλιων της διοίκησης χρησιμοποιώντας τα για τα δικά της συμφέροντα (και για τα συμφέροντα των πελατών της). Κατά το 1800, όποιος είχε καθιδρυθεί χάρη στον έλεγχο των καναλιών επικοινωνίας με τους εξουσιάζοντες ξένους, προσπάθησε να αναπαραγάγει και να διαιωνίσει τις συνθήκες που του είχαν επιτρέψει την άνοδο στην τοπική κοινωνία.

Πηγή: Marco Folin
“Spunti per una ricerca su amministrazione veneziana e società ionia nella seconda metà del Settecento”.
in Studi Veneti offerti a Gaetano Cozzi, Venezia, Il Cardo, 1992, pp. 333-47
* * *