Την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2004 ο γράφων πραγματοποίησε υπό την αιγίδα τον Δημάρχου Κερκυραίων, ομιλία στην καθολική Μητρόπολη Κέρκυρας με θέμα «Η ναυμαχία της Ναυπάκτου και η Αδελφότητα του Αγιοτάτου Ροδαρίου στην Κέρκυρα» με σκοπό την ευαισθητοποίηση των τοπικών άρχων αλλά και του κόσμου για την ανακαίνιση του κωδωνοστασίου του γκρεμισμένου ναού του Ευαγγελισμού και της δημιουργίας ενός κενοταφίου που θα συμβολίζει την θυσία των χριστιανικών λαών στον αγώνα για την ελευθερία της Ευρώπης. Το ενδιαφέρον των τοπικών πολιτειακών και δημοτικών άρχων υπήρξε πραγματικά ενθαρρυντικό, το ίδιο και από πλευράς της Ισπανικής Πρεσβείας στη χωρά μας αλλά και από άλλους φορείς. Ελπίζοντας σε μία θετική εξέλιξη, παραθέτουμε στο τεύχος αυτό ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία αυτή, με αναφορές στην ιστορία του ναού του Ευαγγελισμού.
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες πολεμικές αναμετρήσεις της παγκόσμιας ιστορίας συναριθμείται και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1571. Αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο στρατιωτικό γεγονός του 16ου αι. με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη Μεσόγειο. «Μια τεράστια φλόγα» λέγει ο Μπρωντέλ, «που τη βλέπουμε ακόμα να λάμπει παρά την απόσταση των τεσσάρων αιώνων στο χρόνο». Κατά την διάρκεια αυτής της σφοδρής σύγκρουσης αναμετρήθηκε ο ενωμένος χριστιανικός στόλος με τον αντίστοιχο αλλά πανίσχυρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία βρίσκονταν στο απόγειο της ακμής και των κατακτήσεων της, έχοντας υπό τον έλεγχο της ήδη την μισή Ευρώπη, τα βοριοαφρικανικά παράλια και το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ασίας μέχρι και τον Περσικό κόλπο. (…) Επιθυμώντας να προσεγγίσουμε εν συντομία το ιστορικό αυτό φαινόμενο, μελετώντας τα αίτια και τις συνέπειες, θα αναφερθούμε στο ίδιο το ιστορικό γεγονός και θα το συνδέσουμε με τρία από τα ιστορικότερα ιδρύματα που διατηρούσε κοινή ωφελεία η Καθολική Εκκλησία στο νησί μας. Στην Αδελφότητα του Αγιοτάτου Ροδαρίου και στην ομώνυμη Εκκλησία που ιδρύθηκαν εις ανάμνηση της ιστορικής αυτής αναμέτρησης, στη Μονή της Αγίας Ιουστΐνης στην Γαρίτσα και στον Ιστορικό Ναό, που μόνο το κωδωνοστάσιο του σώζεται σήμερα σαν πύλη προς το ιστορικό κέντρο της πόλης μας, του Ευαγγελισμού, στις κρύπτες του οποίου με περισσή ευλάβεια είχαν εναποθέσει τις σωρούς και τα οστά των επιφανών καθολικών νεκρών της θαυμαστής αυτής μπατά λιας του σταυρού ενάντια στην ημισέληνο (…)
Την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 1571 στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, κοντά στις Εχινάδες ή Κορτζολάρους Νήσους, στ’ ανοιχτά της Ναυπάκτου, οι δύο στόλοι άρχισαν να δημιουργούν τους σχηματισμούς που είχαν προγραμματίσει πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο. Οι Τούρκοι άρχισαν να δημιουργούν με τα πλοία τους ένα ημικύκλιο, μία ημισέληνο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, προσδοκώντας προφανώς να υπερφαλαγγΐσουν με τα δύο της άκρα τον εχθρό, χτυπώντας τον από τα πλάγια. (…) Και οι δύο ναύαρχοι και τα πληρώματα τους αγωνίστηκαν με περισσή γενναιότητα και ανδρεία και κάθε στιγμή έδινε την εντύπωση πως ένας από τους δύο στόλους είχε το προβάδισμα, για να ανατραπεί αυτή η αίσθηση λίγη ώρα αργότερα. (…) Με το θάνατο του ηγέτη τους, οι τούρκοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας τα υπολείμματα του στόλου τους στα χέρια του Δον Χουάν του Αυστριακού και των ανδρών του. Περισσότεροι από 38000 νεκροί, πολλοί εκ των οποίων έλληνες βίαια στρατολογημένοι ή σκλάβοι των τούρκων ή άλλοι στην υπηρεσία των νικητών. Και μέσα σ’ αυτούς και τόσοι κερκυραίοι που όπως οι γείτονες της υπόδουλης Ελλάδας ήλπιζαν μάταια πως η νίκη αυτή θ’ αποτελούσε την αρχή για την απελευθέρωση της βαλκανικής χερσονήσου από τον τουρκικό ζυγό. (…) Ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη Μιχαήλ Θερβάντες που πολέμησε και τραυματίστηκε την ημέρα εκείνη θα γράφει λίγο αργότερα: «Αποδείχθηκε πως οι Τούρκοι δεν ήταν αήττητοι», για να συμπληρώσει ο παπικός αρχίναύαρχος Μαρκαντώνιο Κολλόνα «επιτέλους μάθαμε ότι οι Τούρκοι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς». Ο μεγάλος Θερβάντες λέγουν οι ιστορικοί και μένει να το βρούμε από τις αρχειακές πηγές, μετά τον βαρύ του τραυματισμό μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα και νοσηλεύθηκε πριν φύγει προς αναζήτηση της Δουλτσινέας του, στο μικρό νοσοκομείο που διατηρούσαν μοναχοί καθολικοί του Αγίου Αυγουστίνου, λίγο πιο πέρα. Πίσω από το Δημαρχείο, στην εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Annunziata των κερκυραίων (…)
Στην Κέρκυρα την ίδια εκείνη μέρα, στις 7 Οκτωβρίου τιμούσαν τη μνήμη των Αγίων μαρτύρων Σεργίου, Βάκχου και Ιουστίνης. Η απόφαση σαν να είχε ήδη ληφθεί και στο προάστιο της Γαρίτσας χτίστηκε κατά την λόγια παράδοση ο ομώνυμος ιερός ορθόδοξος ναός γνωστός και ως «Τριμάρτυρος» που σώζεται μέχρι σήμερα με τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρ κου να προστατεύει ακόμα και να κοσμεί την κεντρική του είσοδο. (…) Η καθολική κοινότητα για τον ίδιο ακριβώς σκοπό συνέδραμε στο να κτισθεί στο ίδιο προάστιο η καθολική μονή της Santa Giustina, προσαρτημένη στο Τάγμα των διατηρητών μοναχών του Αγίου Φραγκίσκου στη θέση όπου πριν από τον μεγάλο πόλεμο λειτουργούσε το δημόσιο καπνοκοπτήριο. (…) Ο ίδιος ο Πάπας Πίος ο Ε’ που προέτρεπε τις χριστιανικές δυνάμεις να απαγγέλλουν το ροδάριο, όρισε την ημέρα εκείνη, τιμής και ευγνωμοσύνης ένεκεν, ως εορτή της Παναγίας της Νίκης η οποία επί του διαδόχου του Γρηγορίου του 12ου μετονομάστηκε σε Παναγία του Ροδαρίου, διατάζοντας παράλληλα την ανέγερση ενός περικαλλή ναού στο όνομα της. (…)
Στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας ιδρύθηκαν διάφορες αδελφότητες λαϊκών. Σκοπός της κάθε αδελφότητας ήταν κυρί ως ο αλληλοβοηθητικός, στο επίκεντρο πάντως των δραστηριοτήτων της ήταν η ίδρυση και η λειτουργία ενός συναδελφικού ναού και παραδείγματα τέτοια υπάρχουν πολλά στην Κέρκυρα, ιδιαίτερα στον χώρο της αδελφής ορθοδόξου εκκλησίας. (…) Η Αδελφότητα του Santissimo Rosario, του Αγιοτάτου Ροδαρίου δηλαδή, πρωτοφιλοξενήθηκε στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δίπλα από την μονή των Αυγουστινιανών μοναχών και αναδιοργανώθηκε το 1614. (…) Στην Annunziata φυλάσσονταν και η παλαιότατη εικόνα της Παναγίας του Ροδαρίου που είχε ζωγραφιστεί για να τιμηθούν οι νίκες των χριστιανών κατά των Τούρκων το 1571 στην Ναύπακτο και αργότερα το 1716 στην Κέρκυρα. Χαρακτηρίζονταν ως το ωραιότερο εικονογραφικό στοιχείο του ναού μέσα σε ασημένια κορνίζα, δουλεμένη με λουλούδια και αγγέλους, ευρισκόμενη σε μια ψηλή προεξοχή πλούσια σε αφιερώματα.(…)
Επιστρέφοντας στην ταφή των νεκρών της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού, θα θέλαμε να τελειώσουμε την αναφορά μας παραθέτοντας κάποια στοιχεία για τον ιστορικό αυτόν χώρο.
Η Annunziata χτίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα. Από τον οίκο Capece, έναν από τους αρχαιότερους του Βασιλείου της Νεαπόλεως κατάγονταν και ο καπιτάνεος Petrus Capece ο οποίος αναφέρεται στα έγγραφα στις 8 Νοεμβρίου 1367 ως επικεφαλής της ανδηγαυικής διοικητικής ιεραρχίας στην Κέρκυρα, διαδραματίζοντας έναν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα της νήσου. Το 1394 κτίζει με ενέργειες του έξω από το μπόργκο της Κέρκυρας ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, προοριζόμενο για το Τάγμα των μοναχών του Αγίου Αυγουστίνου. Η αφιέρωση του ναού στον Ευαγγελισμό έγινε πιθανότατα προς τιμήν της Βενετίας, αφού στις 25 Μαρτίου γιορτάζονταν η επέτειος της ίδρυσης της βενετικής δημοκρατίας. Τα εγκαίνια του έγιναν στις 7 Ιανουαρίου 1394 και στην τελετή παρευρέθηκαν οι αρχές του νησιού με επικεφαλή το Βάιλο Nicola Geno, τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Albano Michael και τον καθολικό κλήρο, τον ορθόδοξο πρωτοπαπά επικεφαλή του Ιερού Τάγματος των 32 ιερέων της πόλης, βενετών αξιωματούχων, κερκυραίων βαρόνων, εμπόρων και πλήθους λαού. Μετά την Λειτουργία ο εκπρόσωπος του Τάγματος των Αυγουστινιανών μοναχών Niccolò Russino παρέλαβε σε ειδική τελετή από τον Capece, μία αναμνηστική ράβδο που συμβόλιζε την παραχώρηση του Ναού από το κτήτορα στο Τάγμα του Αγίου Αυγουστίνου. (…) Κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια η Annunziata εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της λατινικής εκκλησίας στην Κέρκυρα. Εκεί πραγματοποιούνταν συχνά επίσημες λειτουργίες και τελετές και η απουσία κάποιου άλλου ναού στην ευρύτερη περιοχή είχε ως αποτέλεσμα να εκκλησιάζονται εκεί όχι μόνον οι καθολικοί της Κέρκυρας αλλά και οι πολυάριθμοι ταξιδιώτες που στάθμευαν στο νησί. Οι μοναχοί που εγκαταστάθηκαν εκεί στάλθηκαν ως επί το πλείστον από διάφορα μέρη του Βασιλείου της Κρήτης. (…) Το 1713 ο Αρχιεπίσκοπος Augustus Antonius Zacco κατήργησε το μοναστήρι των Αυγουστινιανών της Παλαιστίνης, όπως ονόμαζαν την Αννουντσιάτα δηλαδή, μετατρέποντας το σε ιεροσπουδαστήριο. Μέχρι τότε σεμινάριο του λατινικού κλήρου λειτουργούσε στην εκκλησία της Παναγίας της Τενέδου στην βάση του νέου Φρουρίου στην περιοχή της Σπηλιάς.
Η πρόσοψη του ναού χωρίς κάποια ιδιαίτερη αισθητική με την μικρή σκάλα από κόκκινο μάρμαρο να οδηγεί στο εσωτερικό του ναού και τα δύο στρόγγυλα παράθυρα πάνω από την μοναδική είσοδο, υπέστη διάφορες μετατροπές με την κατασκευή ιδιαίτερα του μοναστηριού. Το κωδωνοστάσιο, ένα ψηλό πυργωτό καμπαναριό στολίστηκε με παραστάσεις και το έμβλημα του νησιού στα μέσα του 18ου αι. Παλαιότερα σώζονταν πάνω σ’ αυτό ένα έμβλημα και μία επιγραφή σχετική με την κτίση του ναού, χρησιμοποιούνταν δε στα πρώτα χρόνια από της κατασκευής του σαν ένας ακόμα πύργος για την σκοπιά της βενετικής φρουράς. Η Εκκλησία διαιρεμένη με αψίδες σε τρία μέρη, με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, επιγραφικά μνημεία και επιτύμβιες πλάκες στολισμένες με παραστάσεις και οικόσημα, άφηναν την αίσθηση βαρύ μπαρόκ. Οι πρώτες σοβαρές καταστροφές μέσα στο χώρο έγιναν από τα γαλλικά δημοκρατικά στρατεύματα το 1797 που κατέλαβαν την Κέρκυρα μετά την πτώση στον Βοναπάρτη της Γαληνότατης Βενετικής Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την λεηλατημένη εκκλησία, το σεμινάριο ανέστειλε την λειτουργία του, ενώ τα λιγοστά υπάρχοντα μεταφέρθηκαν στα σπιτάκια τα οποία βρίσκονταν εξαιτίας της οικιστικής ανάπτυξης της πόλης κολλημένα στην πρόσοψη του ναού.
Η εκκλησία χαρακτηρίζεται για την απλότητα της και το λιτό της λειτουργικό διάκοσμο. Καταθλιπτική είχε χαρακτηρισθεί από πολλούς περιηγητές, με μία καλοδουλεμένη όμως αγία τράπεζα και έξι πλευρικά αλτάρια, τρία σε κάθε πλευρά. Σ’ αυτήν την εκκλησία όπως έχει γραφεί, συναντώνται οι αναμνήσεις οι πιο παλιές από την Κέρκυρα και τον βενετικό μεσαίωνα. Τίποτα άλλο δεν έμεινε να θυμίζει τη δόξα της Κέρκυρας και τους πολέμους της με τους τούρκους, από τις επιτύμβιες πλάκες με τα ονόματα των βενετσιάνων και κερκυραίων ευγενών, των στρατηγών και των επισκόπων που έμειναν αθάνατοι στην ιστορία της γαληνότατης. Εκτός των επιφανών πεσόντων στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, εντός του ναού είχαν ταφεΐ σημαντικές προσωπικότητες της στρατιωτικής και κοινωνικής ζωής της Κέρκυρας, ο ναύαρχος Marco Aboris, μέλη των ευγενών οικογενειών Pisauro, Grimaldi;Valsarono,Canale, Donati ,Rangonius, Benilacqua, Alberghini κ.α. καθώς και τα μέλη της Αδελφότητος του Αγίου Ιωσήφ.
Το 1894 θα συμπληρώνονταν 500 χρόνια από τα εγκαίνια της ιστορικής αυτής εκκλησίας. Αδυνατώντας η Αρχιεπισκοπή των καθολικών να αναλάβει την αναπαλαίωση της και την ανακατασκευή της ουράνιας και της στέγης που κινδύνευαν να καταρρεύσουν, απευθύνθηκε σε διάφορους φορείς αιτούμενη την συνδρομή τους. Από μαρτυρίες που έχουμε συλλέξει η Βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας, έστειλε μία ενθουσιώδη επιστολή ομιλώντας για ένα μνημείο – σύμβολο της χριστιανικής Ευρώπης, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά όλα τα προβλεπόμενα έξοδα. Στις 9 Ιανουαρίου 1894 εορτάστηκαν με μεγαλοπρέπεια τα 500α γενέθλια της Εκκλησίας, ενώ την ίδια χρονιά, σαν σήμερα, ο κερκυραϊκής καταγωγής και μετέπειτα Επίσκοπος Σύρου και Καθολικός στην συνέχεια Αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας Θεόδωρος Αντώνιος Πόλιτος, στον πανηγυρικό που εκφώνησε στην Ευαγγελίστρια αναφέρθηκε στη σημασία της εικόνας και του βήματος προς τιμήν της Παναγίας του Ροδαρΐου αλλά και του ρέκβιεμ που ψάλλονταν κάθε χρόνο στην Καθολική Μητρόπολη για τους χριστιανούς που είχαν σκοτωθεί στην Ναύπακτο και για τις σωρούς εκείνων που είχαν μεταφερθεί και με τιμές ενταφιαστεί στα υπόγεια του ιστορικού Ναού της Ευαγγελιστρίας. Την ημέρα της εορτής ο Ναός είχε στολισθεί με επισημότητα και μια επιγραφή στο εξωτερικό του τοποθετημένη από τον εφημέριο Guglielmo Lightwwod και από τον κερκυραίο λόγιο και μετέπειτα Επίσκοπο Τήνου Francesco Di Mento εξηγούσε την σημασία της πανηγύρεως. Ειδικά σ’ αυτήν και στην σημασία της προσευχής του Ροδαρΐου αναφέρθηκε στο κήρυγμα του και ο Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Evangelista Boni ο οποίος ενημέρωσε και για τις Παπικές Βούλες και οδηγίες που είχε εκδώσει για το Άγιο Ροδάριο ο Πάπας Λέων 13ος, ενώ η παιδική χορωδία της Μητροπόλεως απέδιδε ύμνους προς τιμήν της Παναγίας.
Το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου 1943 ξημερώνοντας η ημέρα της εορτής του τιμίου σταυρού, η γερμανική αεροπορία θα βομβαρδίσει και θα κάψει το ιστορικό κέντρο της Κέρκυρας. Η Καθολική Αρχιεπισκοπή, η Καθολική Μητρόπολη, η Ευαγγελίστρια και η Σχολή με το Μοναστήρι των Γαλλίδων Καλογραιών της Compassion στο ίδιο τμήμα της πόλεως, θα παραδοθούν ανυπεράσπιστα στη πύρινη λαίλαπα. Για δυο μέρες η φωτιά θα σιγοκαίει τα πάντα. Η εκκλησία έμελλε να αποτεφρωθεί και να χάσκει για χρόνια ασκεπής και ρημαγμένη από τον παλιό της διάκοσμο, ανάμεσα σε άλλα ερείπια χορταριασμένα σαν ανοιχτές πληγές μνήμης, στο κέντρο της πόλης μας. Οι συνθήκες δύσκολες, οι δυνατότητες περιορισμένες, οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις έκδηλες, τα θρησκευτικά πάθη οξυμένα και οι πολιτισμικές ευαισθησίες ανύπαρκτες. Το Μάρτιο του 1952 η εισήγηση του τότε Δημάρχου Σταματίου Δεσύλλα: «αντί θρήνων είναι καιρός να ακουσθεί η σκαπάνη της κατεδαφίσεως» έλαβε σάρκα και οστά. Χρειάστηκαν μέρες, παρά τις διαμαρτυρίες των λίγων φωτισμένων, για να γκρεμίσουν το φρουριακό εκείνο οικοδόμημα, μέχρι που στο τέλος έβαλαν δυναμίτη για την κατεδάφιση του. Και σαν παράδοση παλαιά μας έχουν μείνει τα λόγια του εφημερίου τ’ Αγιου, του παπά Βούλγαρη, που δάκρυσε περνώντας μπροστά απ’ τα ερείπια σιγοψιθυρίζοντας ότι «αυτό δεν θα το’ θελε ποτέ ο Θεός». (…)
Αυτή είναι αγαπητοί μου η ιστορία ενός τόπου και των ανθρώπων του, γεγονότα, παραδόσεις και μνήμες που επιβεβαιώνονται και που ποτέ δεν λησμονιούνται…
Leave A Comment