Στην οξυγραφία που προτάσσει του κειμένου του για την ιστορία της αγαπημένης του πόλης, ο Ανδρέας Μάρμορας δίνει, από το 1672, μια αναπαράσταση του αστικού χώρου που, ουσιαστικά, αυτή την εποχή είναι ο περιτειχισμένος χώρος. Το κείμενο, πλούσιο τόσο σε συμβολισμούς, όσο και σε πληροφορίες φορ­τωμένες με υπαινιγμούς και αποσπασματικές προσεγ­γίσεις για τη σημασία της ιστορίας της πό­λης και το γεωπολιτι­κό της ρόλο, συμμετέ­χει και με την εικόνα που προτάσσεται στο συνολικό πρόγραμμα του συγγραφέα του: να αποδώσει την ιδέα της ενότητας του πε­ριτειχισμένου χώρου, της αρμονικής διάτα­ξης του, της εσκεμμέ­νης και σχεδιασμένης δημιουργίας του για την υπηρεσία ενός σκοπού συνολικού, ιστορικά δικαιολογού­μενου και δικαιολο­γούντα, τοποθετημέ­νου στην οικουμένη των αξιών που ενσαρ­κώνουν ή πρέπει να ενσαρκώνουν οι κά­τοικοι του και οι προ­στάτες τους. Μια εκ των υστέρων, κατά κάποιο τρόπο, εξήγη­ση της Ιστορίας και των απολήξεων της, που για τον συγγραφέα έφεραν πάντα και φέρουν την αυτοκρατορία (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και Βενετική) και τους τοπικούς της υπουργούς, την τοπική, δηλαδή, αριστοκρατία. Γράφει, είναι αλήθεια, μια περίοδο που προσπαθεί με επιμονή να αποδείξει πως είναι βυζαντι­νής καταγωγής (από τον Μαρμαρά), πράγμα που, πίστευε, του έδινε αυτόματα δικαίωμα θέσης στο τοπι­κό Συμβούλιο.

Μας προτείνεται, έτσι, η εικονογραφική ανάλυση μιας αυτοκρατορικής πόλης· και όλο το κείμενο του Μάρμορα είναι, ουσιαστικά, η επεξήγηση της εικόνας, ο φωτισμός της με ιστορικά παραδείγματα, ώστε να εξηγηθεί αυτή ή εκείνη η λεπτομέρεια. Ας προχωρή­σουμε στην ανάλυση της.

Η εικόνα της πόλης και των φρουρίων της χωρίζε­ται στα δύο από το άδειο γήπεδο της Σπιανάδας, που εκτείνεται από Νότο προς Βορρά· στο κέντρο του φέ­ρει την αίθουσα συνε­δριάσεων του τοπι­κού Συμβουλίου της πόλης, τη Loggia (που καμιά σχέση δεν έχει με τη νεοανεγειρόμενη Loggia – λέ­σχη των ευγενών), που ωστόσο βρίσκε­ται στον άξονα που ορίζεται από την πύ­λη του Παλαιού Φρου­ρίου ανατολικά, περ­νά από την αίθουσα συνεδριάσεων και κα­ταλήγει, δυτικά, στον Προμαχώνα Σαραντά­ρη. Η αίθουσα των συνεδριάσεων αποτε­λεί, έτσι, αν και άση­μο καθαυτό κτίσμα, δεν αναφέρεται που­θενά ως αξιοθέατο, το κεντρικό σημείο, ε­κείνο που προτείνεται ως πρώτο στο μάτι του παρατηρητή της εικόνας. Βρίσκεται στην κορυφή δύο νοητών τριγώνων, εκ των οποίων το ένα ορίζεται από τη Βάση Νέο Φρούριο και Προμαχώνας Ραϊμόνδου, και το άλλο από τη Βάση της ανατολικής πλευράς του Παλαιού Φρουρίου.

Το αριστερό μέρος της εικόνας καλύπτεται από το Παλαιό Φρούριο, ενώ το δεξιό μέρος από τις ενορίες της πόλης, το δυτικό και Βορει­οδυτικό μέρος των τειχών, που ολοκληρώνεται με το Νέο Φρούριο. Το Παλαιό Φρούριο παρουσιάζεται ως ένα ακρωτήρι στη θάλασσα και δεν ενώνεται παρά από μία γέφυρα και μία ξύλινη προσωρινή κατασκευή, που ενώνει σε χαμηλότερο επίπεδο το φρούριο και τα απέναντι οχυρωματικά έργα.

Οι τρεις δυνάμεις που βρίσκονται πίσω απ’ αυτή τη χωροταξία είναι, ξεκινώντας από το κέντρο, η τοπι­κή αριστοκρατία, μεταξύ Παλαιού Φρουρίου και πόλης, η Βενετική αυτοκρατορία, που περικυκλώνει με την παρουσία της όλη την πόλη, και ο λαός, κλει­σμένος μέσα στα τείχη και ομαδοποιημένος γύρω από την εκκλησία της ενορίας του.

Η πρωτοτυπία της αναπαράστασης έγκειται, άλλω­στε, στην προσεκτική και ευδιάκριτη απεικόνιση των διαφόρων ενοριών της πόλης (που ισοδυναμεί σε λεπτομέρεια με την απεικόνιση των οχυρωματικών έργων) και των συνοικισμών που σχηματίζονται γύρω απ’ αυτές: εκτός από την εντυπωσιακή κεντρική θέση της Καθολικής εκκλησίας, του Μοναστηριού της Ευαγγελιστρίας και του Αγίου Φραγκίσκου, έχουμε μεταφερμένους στην απεικόνιση τους ναούς του Αγίου Σπυρίδωνα, του Αγίου Ιωάννη, της Σπηλιώτισσας, του Αγίου Μιχαήλ, των Αγίων Πατέρων, της Κρεμαστής, του Αγίου Νικολάου και της Αντιβουνιώτισσας, που αποτελούν ισάριθμες ενορίες· και δεν απουσιάζει η Εβραϊκή συνοικία, ριγμένη μεταξύ Προ­μαχώνα Σαραντάρη, Σπηλιάς, Πιάτσας και Ευαγγελι­στρίας. Η απεικόνιση είναι προοπτική και αποδίδεται καλά η υψομετρική διαφορά αυτού του «γκέτο», όπως αποδίδονται ικανοποιητικά και οι λόφοι, πολλοί, που υποδέχθηκαν τη σταδιακή επέκταση της πόλης.

Ένα άλλο μέρος της εικόνας καλύπτεται με την απεικόνιση τμήματος της υπαίθρου χώρας: του προαστείου του Σαρόκο (Borgo San Rocco), του Ανεμόμυ­λου (Μolino), του οικισμού των Καστράδων (δεν ανα­φέρονται με το όνομα τους), της Παλαιόπολης -ο Μάρμορας είχε αρχαιολογικά ενδιαφέροντα-, των λόφων-προμαχώνων εκτός των τειχών και του στοιχει­ώδους οδικού δικτύου που ξεκινά από τις πύλες της πόλης.

Κάθε μέρος της εικόνας προσφέρεται για μια ξεχω­ριστή ανάλυση. Τα έργα τειχισμού, αντικείμενο της αρμοδιότητας του πρίγκιπα, προστατεύουν την πόλη που περιβάλλουν και είναι διατεταγμένα στον άξονα Παλαιό Φρούριο-Προμαχώνας Σαραντάρη, στη φορά Ανατολής-Δύσης και στον άξονα Προμαχώνας Ραϊμόν-δου-παραθαλάσσια τείχη, στη φορά Νότου – Βορρά. Ο κλεισμένος μέσα σ’ αυτά χώρος έχει διάφορους ρόλους, σύνθετους, που εκφέρονται εικονογραφικά με την παρουσία της αίθουσας συνεδριάσεων του Συμβουλίου, της νεοαναγειρόμενης αίθουσας συνευρέ­σεως των ευγενών (που ξέρουμε ότι θα μετατραπεί σε θέατρο), με το Δημόσιο Μέγαρο, τον ανεμόμυλο, τα πηγάδια, τους χώρους στρατωνισμού, τις εκκλησίες -στοιχειώδης διοικητική υποδιαίρεση και χώρος ταφής .

Κέντρο της πόλης η νεοαναγειρόμενη αίθουσα, απέναντι από το Δημόσιο Μέγαρο και στο μέσον του άξονα Ανατολής-Δύσης, ενός νοητού άξονα που υλοποι­είται από μια κύρια οδό της πόλης, η οποία ξεκινά από την πύλη του Παλαιού Φρουρίου και, διασχίζοντας το άδειο γήπεδο της Σπιανάδας και την πόλη, οδηγεί έξω από τα τείχη. Είναι η μια από τις δύο κύριες οδούς της πόλης η άλλη ξεκινά από το νότιο προμαχώνα, παράλ­ληλα με το άδειο γήπεδο, και οδηγεί βόρεια, στα παραθαλάσσια τείχη, αφού διασταυρωθεί με την προη­γούμενη στο σημείο που εγείρεται η Λέσχη των ευγε­νών, απέναντι από το Δημόσιο Μέγαρο.

Η εικόνα της πόλης και των φρουρίων της φαίνεται έτσι, εκ των υστέρων, σχεδιασμένη και προμελετημέ­νη, ώστε όλα να ‘χουν το ρόλο τους και τη θέση τους, να απαντούν δηλαδή στην ανάγκη μιας κοινωνίας για ένα ντεκόρ που εκφράζει τις δυνάμεις που αυτή περι­κλείει, και να τις εκφράζει μάλιστα αρμονικά και με σεβασμό στις ισορροπίες. Αυτό το ντεκόρ ανταποκρι­νόταν και στην ιστορική διήγηση του Μάρμορα, που ήθελε την ιστορία της πόλης του αδιάσπαστη, από την ελληνική της αρχαιότητα έως το βενετικό της παρόν.

Ξέρουμε, και θα δούμε και από άλλες μελέτες που δημοσιεύονται σ’ αυτό τον τόμο, πόσο αυτές οι ιδέες ήταν αποδεκτές ως επίσημη ιδεολογία, ως ερμηνεία της πόλης και της ιστορίας της και πώς οι δρόμοι και οι πλατείες της εκοσμούντο ορισμένες μέρες του χρό­νου από εορτές που συμβόλιζαν και μετάφραζαν αυτή την ανάλυση στο κοινό στο οποίο απευθύνονταν. Ανάγκη είναι να δούμε την αρχαιολογία της, που πρέ­πει να αναζητηθεί παρακολουθώντας την να αποτυπώ­νεται στο χώρο, στα κείμενα των ανθρώπων που τη διαμόρφωσαν και στις πολιτικές του ηγεμόνα τους.

Καμιά αμφιβολία πως η ολοκληρωμένη εικόνα της πόλης και των προστατευτικών φρουρίων της είναι μια εικόνα διαμορφωμένη εκ των υστέρων. Η πόλη συναντάται αρχικά ως φεουδαρχική πόλη, κτισμένη συμπιεσμένα ανάμεσα από τους δύο απόκρημνους λόφους μιας γλώσσας γης που διεισδύει στον υδάτινο χώρο. Φεουδαρχική πόλη, αφού η ανδηγαβική αρι­στοκρατία είναι εκεί εγκαταστημένη, τουλάχιστον για τις μέρες που το Συμβούλιο της πόλης συνεδριάζει. Φεουδαρχική πόλη, αφού σ’ αυτήν είναι εγκαταστημέ­νοι οι ιδιοκτήτες γαιών, οι προνομιούχες ομάδες πλη­θυσμού, σ’ αυτές πρέπει να συμπεριληφθούν και οι Εβραίοι, όπως και οι ομάδες ανθρώπων που διαπραγ­ματεύονται τις πολιτικές τύχες της πόλης τους. Το τείχος υψώνεται προς την πλευρά της θάλασσας, ενώ η πλευρά της ξηράς προστατεύεται κυρίως από πύργους που ελέγχουν τα περάσματα από τους γύρω λόφους προς την πόλη. Η εγκατάσταση μέσα στην πόλη είναι νομικά δύσκολη, αφού η ίδια δεν αποτελεί χώρο υποδοχής, όπως ένα μοναστήρι που φι­λοξενεί ταξιδιώτες ή ένα πτωχοκομείο. Σχηματίζεται, ωστόσο, σχεδόν αυθόρμητα ένας περιθωριακός χώρος υποδοχής, μόνιμης ή προσωρινής εγκατάστασης, που θα γίνει γνωστός ως εξώπολη ή Μπόργκο , και που θα πολλαπλασιάσει τις «αστικές» λειτουργίες, αυξάνο­ντας τη μάζα των ανθρώπων, τις ανταλλαγές και, κυρίως, διευρύνοντας την έννοια του κατοικημένου, δηλαδή του προστατευμένου χώρου. Η προστασία αφορούσε, εκτός από τις επιδρομές των εχθρικών δυ­νάμεων και τις ειδικευμένες στον πόλεμο ομάδες τους (π.χ. και αναλόγως κάθε φορά, των Αραγονέζων, των Γενουατών, των Οθωμανών), και την προστασία από τις ασθένειες (κυρίως την ελονοσία) ή τη λειψυδρία.

Η ανάγκη εγκατάστασης κοντά στον οχυρωμένο χώρο έχει προκληθεί κυρίως από τους δύο λόγους που αναφέρθηκαν και συντελείται σ’ ένα κλίμα που, αν και δεν έχει μελετηθεί γι’ αυτή την περιοχή ως προς τις λεπτομέρειες του, μπορεί τουλάχιστον ν’ ανιχνευθεί· και αυτό είναι ένα μόνιμο κλίμα φόβου, διάχυτο και στις ηγετικές ομάδες. Όσο το επιτρέπουν τα κείμενα της εποχής, που δεν αφήνουν πάντα να διαχωριστεί το στερεότυπο από το ουσιαστικό, ο φόβος εστιάζεται στις διεκδικήσεις ηγεμόνων ή φεουδαρχών, στις επι­πτώσεις που έχουν αυτές οι διεκδικήσεις σε περίπτω­ση θετικής έκβασης στους πιστούς των προηγουμέ­νων, στις επιδρομές και σε μια γενικότερη αβεβαιότη­τα (procella temporum), μια από τις πλευρές της οποίας είναι ο φόβος επικράτησης ενός από τους ισχυ­ρούς άνδρες του νησιού.

Σ’ αυτό το κλίμα αναπτύσσεται και μια διαλεκτική σχέσεων Κυρίου – προστατευόμενου, την οποία θα υιο­θετήσει η Βενετία αναλαμβάνοντας το ρόλο του Προ­στάτη προς το Κοινό της Κέρκυρας και που, κυρίως, την είχε βοηθήσει να προσεταιρισθεί όσους από τους κατοίκους πίστευαν πως η παρουσία της θα μείωνε αυτούς τους φόβους. Κύρια υποχρέωση της (μέσα απ’ αυτό τον κώδικα) θα είναι η εξασφάλιση του υπο­τελούς της από τις απειλές που ήταν ενδεχόμενο να δεχθεί· και αυτές θα συγκεκριμενοποιούνται όλο και περισσότερο, εξαιτίας της επέκτασης του Οθωμανού Κυρίου στη Ρωμανία και της συνακόλουθης πιθανής εμφάνισης του στόλου του τελευταίου. Φήμες που φθάνουν διαρκώς από το Οθωμανικό κράτος, μέσω εμπόρων, πληροφοριοδοτών, συγγενών και ναυτικών, ανανεώνουν την ψύχωση της τουρκικής απειλής. Από τα πρώτα χρόνια ήδη της Βενετικής παρουσίας στην Κέρκυρα συλλαμβάνονται και προτείνονται σχέδια που θα εξασφάλιζαν την ολοκληρωτική προστασία του οικισμένου κερκυραϊκού χώρου. Απ’ αυτή την εποχή χρονολογούνται οι πρώτες φιλόδοξες και ουτοπικές για την εποχή ιδέες, που θέλουν να περικλείσουν μ’ ένα τείχος πόλη και προάστειο και οι οποίες δεν θα ολοκληρωθούν παρά μετά από δύο και πλέον αιώνες, και μάλιστα όχι χωρίς παλινδρομήσεις. Οι παλινδρομήσεις δεν προέρχονται, μάλιστα, μόνο από την πλευ­ρά του προστάτη και της διοίκησης του (που επιθυμεί μια προστατευμένη Βάση με το μικρότερο δυνατό κόστος), αλλά και του εξουσιαζόμενου, ή τουλάχιστον ενός μέρους του, αφού ο τειχισμός εκλαμβάνεται και ως περιορισμός στην επικοινωνία με την απέναντι ακτή και τον ορθόδοξο αδελφό. Οι προσπάθειες θα επιταχυνθούν μετά το 1499 και θα προχωρήσουν με δυσκολίες όλο τον αιώνα που ακολουθεί.

Η μελέτη της συζήτησης μεταξύ των δύο πλευρών, της Βενετικής και των κερκυραϊκών ομάδων, γύρω από τη χρησιμότητα του έργου, την κατανομή της δαπάνης και, κυρίως, τους στόχους του αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο την πραγματική διάσταση των σχέσεων των δύο πλευρών την αντίφαση των προο­πτικών τους, κυρίως, όταν η κερκυραϊκή πλευρά δια­πίστωνε ότι η οχύρωση αφορούσε περισσότερο την άμυνα του οχυρού φρουρίου και λιγότερο ή καθόλου την προστασία των πιστών της . Αλλά και αντίφαση, όταν χρειαζόταν να μοιρασθεί μέρος της δαπάνης του έργου μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών του πληθυ­σμού. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι κάτοικοι της πόλης, θέλουν με κάθε τρόπο να μοιρασθούν τα έξοδα με τους χωρικούς, αλλά και με ένα μέρος των φεου­δαρχών, που εκείνη την εποχή κατοικούσε εκτός των τειχών (η οριστική τους υποχρέωση να εγκαταστα­θούν εντός των τειχών χρονολογείται από το 1605-1611) . Αντιφάσεις που θα πάρουν μεγαλύτερες δια­στάσεις όταν, στα γεγονότα του 1537, η φρουρά θα φερθεί με τον πιο απάνθρωπο τρόπο ακόμη και στους διακεκριμένους πολίτες του Κοινού, ενώ η βενετική διοίκηση θα συμπεριφερθεί με επιπολαιότητα μπρο­στά στην τουρκική απειλή. Το αποτέλεσμα θα κατα­γραφεί ως φοβία και θα υπενθυμίζεται διαρκώς στις επόμενες συζητήσεις με τις Βενετικές αρχές.

Άλλωστε, και παρά την ουσιαστική πικρία του τοπικού στοιχείου, η στρατηγική του τειχισμού θα ακολουθήσει την προτεραιότητα ενίσχυσης του φρου­ρίου και όχι της προστασίας των κατοίκων.

Η επιλο­γή, με μια εξαίρεση, είναι των Βάΐλων των αρχών του 1500, που επιμένουν στην ιδέα (και αρχίζουν να την υλοποιούν) ενός φρουρίου στη θέση της παλιάς πόλης, που, αποκομμένο με μια τάφρο από το υπόλοι­πο νησί, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει «οποια­δήποτε» απειλή. Αφορά το αριστερό μέρος της εικό­νας του Μάρμορα, εκείνο του Παλαιού Φρουρίου, που από το 1499 και μετά οργανώνεται με την κατεδάφιση πλήθους οικιών και τη μεταφορά των ιδιοκτητών τους στο προάστειο, για την ανύψωση δύο τειχών, ενός εξωτερικού και ενός εσωτερικού, και αποκλείεται με τη σκαφή της τάφρου. Ανεπαρκές για την προστα­σία των κατοίκων, θ’ αντέξει ωστόσο στη σύντομη πολιορκία του 1537· δεν θα ‘χουν, όμως, γίνει και πολύ ουσιαστικά βήματα έως το 1571, οπότε το κακό θα επαναληφθεί . Ο μηχανισμός και πάλι θ’ αντιστα­θεί όχι χωρίς επιτυχία.

Εν τω μεταξύ ο πληθυσμός θα αντιμετωπίζεται, όταν λαμβάνεται υπόψη, ως μάζα που της προτείνεται η συνολική απομάκρυνση ή η συγκέντρωση σε περι­φερειακά φρούρια, σε άλλα σημεία του νησιού. Τα ίδια τα όργανα αντιπροσώπευσης του θα βλέπουν ως πιθα­νό χώρο καταφυγίου τους κάποιο ειδικά παραχωρημέ­νο μέρος του φρουρίου. Τις στιγμές που ο κίνδυνος ήταν εκεί (π.χ. 1571) όλες οι λύσεις θα χρησιμοποιη­θούν άτακτα και με πανικό. Μετά το 1571 η ιδέα του πλήρους τειχισμού του προαστείου ωριμάζει, αλλά δεν ολοκληρώνεται παρά μετά το 1577, συνεισφέρο­ντας στις μεταμορφώσεις του αστικού τοπίου. Στη μεταμόρφωση της αγοράς (El Bazzaro), που είχε σχη­ματισθεί μπρος από την τειχισμένη πόλη και μετατρέ­πεται σε πεδίο ελεύθερο στα πυροβόλα του φρουρίου με την ισοπέδωση των εκεί κτισμάτων, προστίθενται μαζικές κατεδαφίσεις οικιών του προαστείου, για να υψωθούν τα νέα τείχη και το νέο φρούριο. Καταστρέ­φονται 2.000 οικίες και η εγκατάσταση των νέων αστέγων γίνεται πρόχειρα και αφού πουληθεί όπως-όπως το αποθηκευμένο κρασί. Τα υλικά της κατεδάφι­σης επαναχρησιμοποιούνται στην ανέγερση του τεί­χους, απόδειξη πως τουλάχιστον ένα μέρος του προα­στείου ήταν χτισμένο από πέτρα, αποτέλεσμα δηλαδή σοβαρών επενδύσεων από τη μεριά των κατοίκων.

Η αιμορραγία σε ημερομίσθια και αγγαρείες, που θα παρουσιασθεί ως αβάσταχτη περισσότερες από μια φορές από την πλευρά των αντιπροσωπειών της πόλης προς τη Βενετική διοίκηση, δεν θα εμποδίσει την τελευταία να διατηρεί τις αμυντικές της προτεραι­ότητες, οι οποίες τα χρόνια μετά το 1571 παίρνουν ένα νέο όνομα, εκείνο του Νέου Φρουρίου: πρόκειται για ένα συμπληρωματικό αμυντικό κόμβο, τοποθετημένο στα Βόρεια του Παλαιού Φρουρίου, βρίσκεται δε στο δεξιό μέρος της εικόνας του Μάρμορα. Απέναντι ακρι­βώς από το Παλαιό Φρούριο, υπενθυμίζει πως η μετα­ξύ τους τειχισμένη πόλη είναι ουσιαστικά, και σε περί­πτωση που χρειασθεί, ένα πεδίο βολής, ένας χώρος που θα έθετε τον εχθρό μεταξύ δύο πυρών.

Και εδώ η έννοια του προστατευμένου από ένα τεί­χος πιστού πολίτη είναι δευτερεύουσα. Αλλά, αν και δευτερεύουσα, αποτελεί την ολοκλήρωση μιας άλλης διαδικασίας, λιγότερο εμφανούς από την ανύψωση των τειχών και των φρουρίων: την αναγωγή δύο δια­φορετικών κοινωνικών δυνάμεων, της αριστοκρατι­κής και της λαϊκής, σε παράγοντες του συστήματος άμυνας και διοίκησης της πόλης, αφομοιώνοντας τες σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο και σύστημα αξιών και ελέγχο­ντας, έτσι, τις συμπεριφορές τους. Το κλειδί της μετα­τροπής είναι η ανάληψη της διαχείρισης των φέου­δων από τη γραφειοκρατία, ακόμα και αν διατηρού­νται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και, συχνά, οι ίδιοι τρόποι εκμετάλλευσης της παλαιότερης φεουδαρ­χίας.

Ας παρακολουθήσουμε, έστω και εν συντομία, τη σταδιοδρομία ενός μέλους της παλιάς αριστοκρατίας της προ-Βενετικής Κέρκυρας: του Πέτρου Καπέτσε, καπετάνιου της Κέρκυρας τον καιρό της Ανδηγαβικής ηγεμονίας. Όπως και άλλα μέλη της κοινωνίας του, ανήκει σ’ έναν κλάδο που συγγενεύει με άλλους ισχυ­ρότερους του Νεαπολιτικού Βασιλείου, οι οποίοι με διάφορους τρόπους πήραν μέρος στις εκεί πολιτικές διεργασίες. Σεμνύνεται, λοιπόν, για την ευγενική του καταγωγή το 1367 κατέχει ένα αξίωμα που τον φέρνει στην κορυφή της τοπικής διοικητικής ιεραρχίας, και το οποίο φαίνεται να διατηρεί έως πριν από το 1373. Το 1382 είναι μέλος μιας αντιπροσωπείας κερκυραϊ­κών κοινωνικών ομάδων προς τον Βασιλέα της Νεα-πόλεως. Είναι, επίσης, μέλος των προνομιούχων «εξω-καστρινών» και ιδιοκτήτης ακινήτων στο Μπόργκο.

Στα γεγονότα που προετοιμάζουν την προσάρτηση της Κέρκυρας από τη Βενετία, διαδραματίζει σημαντι­κό ρόλο και, αναφερόμενος ως ευγενής και ιππότης, είναι πρώτος στον κατάλογο των αντιπροσώπων που θα μεταβούν στη Βενετία για τις τελικές διαπραγμα­τεύσεις. Παίρνει μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις (1387) που θα ολοκληρώσουν την προσάρτηση, και συγκεκριμένα στην εκκαθάριση των γενουατικών ερει­σμάτων, όπου και τραυματίζεται στα πόδια. Σε αντάλ­λαγμα των υπηρεσιών του, του παραχωρείται εισόδη­μα 60 δουκάτων. Όσο το Βασίλειο της Νεαπόλεως συ­νεχίζει να διεκδικεί την Κέρκυρα, η Βενετία, σεβόμενη την τοπική του επιρροή, του επιδαψιλεύει τίτλους και τιμές. Σ’ αυτό το κλίμα ο ίδιος προχωρεί στην παρα­χώρηση των ιδιοκτησιών του και στη δαπάνη από μέρος του για την ανέγερση ενός μοναστηριού αφιερω­μένου στην Ευαγγελίστρια και προοριζόμενο στους Αυγουστίνους (1394), κίνηση εξόχως αριστοκρατική, και μάλιστα σε μια περίοδο μεγάλης κρίσης της Χριστιανοσύνης. Στα εγκαίνια και στην τελετή παρα­χώρησης παραβρίσκεται όλο το κερκυραϊκό πλήρωμα, οι Βενετοί αξιωματούχοι, οι Ορθόδοξοι ιερείς, η τοπι­κή αριστοκρατία. Το μοναστήρι, ορατό σε όλους τους χάρτες, θ’ αποτελέσει, άλλωστε, κέντρο του κερκυραϊ­κού Καθολικισμού και θα φιλοξενήσει τις σορούς των νεκρών της ναυμαχίας της Ναυπάκτου. Η εποπτεία της διαχείρισης του θα περάσει το 1406 στο Βενετικό δη­μόσιο.

Έχοντας επενδύσει τις ιδιοκτησίες του σ’ αυτή τη Μονή, ο Καπέτσε ζει από τις πλούσιες παραχωρήσεις του Κράτους, οι ο­ποίες είναι αρχικά σε εισοδήματα, ε­νώ, στη συνέχεια, σε μια Βαρονία α­ποδόσεως 80-90 δουκάτων ετησίως, από την οποία ό­μως δεν κρατά πα­ρά την επικαρπία, χωρίς μάλιστα δι­καίωμα επί των πε­ριουσιακών στοι­χείων των καλλιερ­γητών. Για να αυ­ξήσει τα εισοδήμα­τα του ενοικιάζει φέουδα από το δη­μόσιο με μάλλον ευνοϊκούς όρους. Επιδιώκει και κα­ταλαμβάνει ένα α­ξίωμα που προσπα­θεί να εκμεταλλευ­θεί μ’ έναν εκπρό­σωπο του, πράγμα που του επιτρέπε­ται, αλλά για τελευταία φορά, αφού τα αξιώματα περ­νούν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της πόλης και η επικαρπία τους θα εξαρτάται από τους περιορισμούς που αυτό θα θέτει.

Ο λαμπρός εκπρόσωπος του καιρού των βασιλέων μετατρέπεται, παρά το σεβασμό που του επιδεικνύεται, σε πολίτη και απλό εκμισθωτή φέουδων, προνόμια που δεν ήταν περιορισμένα στην αριστοκρατία, αλλά σε όσους μπορούσαν να περιληφθούν στην κατηγορία του πιστού στη Βενετία εξαιτίας των υπηρεσιών τους.

Η συμμετοχή στις πολεμικές προσπάθειες θα είναι η κατεξοχήν επίδειξη αφοσίωσης προς αυτήν και αυτή η συμμετοχή προϋποθέτει περισσότερες από μια συνεισφορές. Αναδιατάσσει, κυρίως, την οργάνωση και τη λειτουργία των ισχυρών της νήσου, αφού χρησιμο­ποιεί την περιουσία τους σε κινητά αγαθά (σκάφη, άλογα και χρήματα), αλλά και την κοινωνική τους επιρροή. Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις συνοδεύονται απ’ τους ανθρώπους τους, τους οποίους, φυσικά, και συντηρούν. Τα ανταλλάγματα δεν είναι δεδομένα από την πλευ­ρά του εξουσιάζο-ντα, αλλά πάντα οι εκστρατείες παρέχουν τη δυ­νατότητα μεγά­λων κερδών και, φυσικά, σε περί­πτωση ατυχιών, θα υπάρχει η ελ­πίδα μιας, μερι­κής πάντα, απο­κατάστασης από το Κράτος σε ει­σοδήματα ή σε φέουδα, που θα παραχωρηθούν για μία ή δύο γενιές.

Ο μηχανισμός αυτός συμμετο­χής αντιπροσω­πεύει μια εξαιρε­τική απορρόφη­ση πλεονάσματος και θα έχει οπωσ­δήποτε την αντί­στοιχη ιδεολογι­κή του υποστήριξη, διατηρώντας και τα χαρακτηριστι­κά μιας ιπποτικής-στρατιωτικής νοοτροπίας, με την υποχρέωση συντηρήσεως ή την αυθόρμητη προσφορά πολεμικών ίππων, τη διεκδίκηση ενός τίτλου ή, κυ­ρίως, την ένταξη σε μια τάξη που ζει από εισοδήματα.

Ας παρακολουθήσουμε, τώρα, μια κινητοποίηση του κερκυραϊκού στοιχείου σε μια πολεμική επιχείρη­ση, στις αρχές του 16ου αιώνα.

Με μια επιστολή του στη Σύγκλητο, ο Προβλεπτής του στόλου αναφέρει, την 9η Αυγούστου του 1513, πως βαρόνοι και άλλοι από την Κέρκυρα του παρου­σιάστηκαν αυθορμήτως και δήλωσαν πως επιθυμούν να πάρουν μέρος με δικά τους έξοδα στις επιχειρήσεις της Πούλια, τόσο για να υπηρετήσουν την Αυθεντία, όσο και με την ελπίδα απόσπασης κερδών. Ο Προβλε­πτής τους καταγράφει, καθώς και την προσφορά τους· η συμμετοχή, Βάσει των στοιχείων του, είναι εντυπω­σιακή: πενήντα τρεις από τους εβδομήντα εννέα εθελο­ντές είναι καραβοκύρηδες, και σε θέση να αρματώσουν με δικά τους έξοδα σκάφη διαφόρου εκτοπίσματος, γρίπους, μεταξύ τριακοσίων και χιλίων πεντακοσίων κόρων. Αρματώνεται, επίσης, χωρίς να αναφέρεται από ποιον, και ένα «μπριγαντίνι». Ο καθένας τους συνοδεύ­εται από τους άνδρες του, που απαρτίζουν ομάδες τριών έως εκατό ατόμων (εντυπωσιακή σε αριθμό στρατιωτική ομάδα προσφέρεται από τον κυρ Μιχάλη Αβράμη)· στο σύνολο τους συγκροτούν ένα μικρό στρατό, από τριακόσιους πενήντα επτά άνδρες. Οι υπό­λοιποι εθελοντές είναι ευγενείς ή πολίτες και συμμετέ­χουν στην εκστρατεία με εκατόν τέσσερις άνδρες, ανε­βάζοντας έτσι το σώμα στους τετρακόσιους εξήντα έναν άνδρες.

Οι περισσότεροι είναι πεζοί τα άλογα είναι λίγα και φαίνεται να τα διαθέτουν μόνο οι Βαρόνοι Αλέξανδρος Διγότι και Σιλβέστρος Σβουλάκι (να διαβαστεί Σου­βλάκι). Ανάμεσα στους συμμετέχοντες λίγοι είναι οι εκπρόσωποι της φεουδαρχίας, με την έννοια των παλαιών οικογενειών (Πετρετίν, Τόκκο, Ανεσίν…)· οι περισσότεροι ανήκουν στην κατηγορία των απλών ευυ­πόληπτων πολιτών-πιστών, που από τα μέσα του 15ου αιώνα συχνάζουν στο Μεγάλο Συμβούλιο της πόλης.

Μια μόνιμη ομάδα πολέμου και διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων βρίσκεται στην υπηρεσία του κράτους, αλλά προσφέρει άτυπα τις υπηρεσίες της – αν εξαιρέσουμε το αρχικό συμβόλαιο – όρκο πίστης και αφοσίωσης, που έχει συντάξει η πόλη και η Γαλη­νότατη· η μόνιμη αυτή ομάδα επιμένει, μάλιστα, στον άτυπο και αυθόρμητο χαρακτήρα της προσφοράς της. Η προσφορά, αν και άτυπη, είναι συστηματική. Το 15ο αιώνα, π.χ. , συμμετέχουν με σώματα τους στις επιχει­ρήσεις της Σαγιάδας (1401), όπου και αφήνουν στο πεδίο της μάχης 2.000 νεκρούς. Το 1432 καταλαμβά­νουν την Πάργα και την περιοχή της. Παίρνουν μέρος στην αναχαίτιση των γενουατικών επιδρομών. Το 1454 αντιστέκονται, μπροστά στην Πάργα, στον Αγά Μπαλή. Το 1455 παραβρίσκονται στη μάχη της Στροβίλλης, ενώ εκστρατεύουν και στο Νεγρεπόντε (Χαλκίδα). Το 1462 τους βρίσκουμε στη Χαμηλή, κοντά στο Βουθρωτό, μ’ ένα εκστρατευτικό σώμα χιλίων ανδρών. Αλλά και η πλήρης απαρίθμηση των δραστηριοτήτων τους το 16ο αιώνα θα ήταν μακρά (Βαλλόνα, Λομβαρ­δία, Πούλια, Φεράρα, Γαλίπολη, Ναύπακτος, Μεθώνη, Κορώνη, Λευκάδα, Κεφαλλονιά)28.

Στην αμυντική προτεραιότητα που είχε επιλεχθεί για το σχεδιασμό της πόλης απαντά συμμετρικά αυτή η ειδικευμένη στις λειτουργίες της ομάδα, της οποίας ο πλούτος, η κοινωνική ισχύς και ο προορισμός είναι στοιχεία λειτουργίας του μηχανισμού άμυνας τόσο στο εσωτερικό μέτωπο μιας κοινωνίας μακριά από τη Μητρόπολη και ετερόκλητης (εθνικά και θρησκευτι­κά), όσο και στο εξωτερικό μέτωπο, απέναντι σε μια φθίνουσα φεουδαρχία, αλλά και σ’ ένα μοντέρνο και αποτελεσματικό κράτος, όπως το Οθωμανικό. Η μο­ντέρνα κερκυραϊκή πόλη οικοδομείται και διαμορφώνε­ται σ’ αυτούς τους δύο άξονες, της αμυντικής πολιτικής και της εξειδίκευσης ανθρώπων στην υπηρεσία της.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν όλο και περισσότερο την πεποίθηση πως αποτελούν ένα ουσιαστικό μέρος του μηχανισμού επιβίωσης του Κέντρου και, κυρίως, του σταθεροποιητικού του συνόρου, ρόλος στον οποίο απέτυχαν άλλες πόλεις ίσως πιο ένδοξες και ισχυρότε­ρες, όπως η Κάντια, αλλά πιο τραγικές. Πρόκειται για ένα ρόλο που βιώνουν και μεταφυσικά, αφού θα τον διατυπώσουν και ως ξεχωριστή κατηγορία στην οικου­μενική τάξη των πραγμάτων που, ως τέτοια, δεν θα επιδέχεται καμιά αλλαγή στη σύνθεση και τη δομή της. θα αναπτυχθούν ισχυρότατες αντιστάσεις στην εισαγωγή νέων μελών στους κόλπους της, θα απορρι­φθούν συμμαχίες με άλλες κοινωνικές ομάδες και, κυρίως, θα απορριφθεί οποιοσδήποτε άλλος κοινωνι­κός ρόλος, καταλήγοντας έτσι να είναι ένα σύμβολο και μια καταγωγή για την ιστορία του συντηρητισμού.

Η ιδέα του Μάρμορα για μια αυτοκρατορική πόλη δεν ήταν μακριά από την πραγματικότητα που διαισθα­νόταν η ομάδα τους και την οποία ήθελαν να διαιωνί­σουν με την εμμονή τους στην τάξη των πραγμάτων, στις διαμορφωμένες ιεραρχίες και στους προκαθορι­σμένους ρόλους. Μια εικόνα, όπως προσφέρεται εικο­νογραφικά η ίδια η πόλη, υπόδειγμα για τις τέχνες.

 

Νίκος Ε. Καραπιδάκης

Πηγή: Διεθνής έκθεση αρχειακού υλικού. Κέρκυρα, ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική 14ος-19ος αι., έκδοση πολιτιστικού σύλλογου “Κέρκυρα”
* * *