Η εξαιρετική γεωγραφική θέση της Κέρκυρας καθόρισε από νωρίς τον ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει. Σημείο διασταύρωσης και συνύπαρξης ανθρώπων, τόπος συνάντησης ιδεών, χωνευτήρι πολιτισμών, κατάφερε να συγκεράσει αρμονικά τις συχνά αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις και να αναδείξει έναν εντελώς πρωτότυπο και διαφορετικό από άλλα μέρη της Ελλάδος πολιτισμό.

Οι πανίσχυρες οχυρώσεις της πόλης, απέκρουσαν σθεναρά τους Οθωμανούς Τούρκους, αλλά επέτρεψαν στους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς να ανθήσουν, προφυλάσσοντας παράλληλα την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, ο οποίος στην Κέρκυρα μπολιάστηκε με τα ρεύματα του Δυτικοευρωπαϊκού Ουμανισμού.

Επιβεβλημένη λόγω των καταστροφικών βαρβαρικών επιδρομών, η αρχή της σταδιακής μετακίνησης του πληθυσμού της αρχαίας πόλης (Παλαιόπολης) προς το Παλαιό Φρούριο τοποθετείται στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους. Στον ιδανικά προστατευμένο βράχο που βρίσκεται το Παλαιό Φρούριο, με τις δύο χαρακτηριστικές κορυφές στο μέσον του, οι μέτοικοι θα δημιουργήσουν τον πρώτο πυρήνα εγκατάστασης στον ανατολικό λόφο του. Σταδιακά ο πυρήνας αυτός αναπτύχθηκε τόσο που τον 10ο αιώνα απέκτησε τίτλο Μητρόπολης.
Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και στη συνέχεια οι Δεσπότες της Ηπείρου και οι Ανδηγαυοί Πρίγκιπες της Νότιας Ιταλίας, εκτός από τα προνόμια που δώρισαν στους κάτοικους της πόλης (καστρινούς), φρόντισαν να οχυρώσουν την ακρόπολη και τις κορυφές της. Πρώτα οι Βυζαντινοί οχύρωσαν τον πλησιέστερα προς τη θάλασσα βράχο και αργότερα οι Ανδυγαυοί τον άλλο βράχο. Ονομάστηκαν αντίστοιχα Castrum Veter ή Castel da Mare και Castrum Novum ή Castel da Terra. Ένα τρίτο κάστρο υπήρχε στο δυτικό τείχος που υπεράσπιζε την πόλη στο ευαίσθητο αυτό σημείο και ονομαζόταν “Κάστρο της Σιδηράς Πύλης.”

Η πόλη, όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή, έγινε κατά τον μεσαίωνα “Πόλις Οχυρωτάτη”, αλλά ήταν και “ωραιότατη και καταπράσινη”, όπως αναφέρει ο Άγιος Αρσένιος, Μητροπολίτης της Κέρκυρας την εποχή αυτή. Τότε μέσα στον τειχισμένο οικισμό κατοικούσαν 3.000 κάτοικοι. Ο μεσαιωνικός οικισμός δεν διέφερε από τις τυπικές οχυρωμένες μικρές πόλεις της εποχής, με τα χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία των λεπτών τειχών με επάλξεις που διακόπτονταν από ψηλούς τετραγωνικούς και κυκλικούς πύργους. Η τοποθεσία ήταν ιδανική για άμυνα και υλικό υπήρχε άφθονο από την παραδίπλα κατεστραμμένη αρχαία πόλη. Τον 10ο αιώνα (968) αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα της Κέρκυρας ως “Κορυφώ”, ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά μόνο για την απόκρημνη τοποθεσία της βυζαντινής πόλης και αργότερα για όλο το νησί, αλλά και που παραλλαγμένη σε “Κορφούς” ή “Κορφοί” θα επικρατήσει στη Δυτική Ευρώπη ως “CORFU.”

Η πόλη, που τον 10ο αιώνα διέθετε μεγάλες εκκλησίες, αναφέρεται ότι ήταν περιτριγυρισμένη από περίτεχνα τείχη, διέθετε λιμάνι διαμετακομιστικού εμπορείου και εύφορη ενδοχώρα, αλλά απειλούταν από συχνές πειρατικές επιδρομές. Οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γισκάρδου την κυριεύουν για ορισμένα χρόνια, όμως ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός, εκτιμώντας την στρατηγική της θέση, κάνει το παν για να την ανακαταλάβει. Όταν νικητής πλέον εισήλθε στην πόλη θάμασε την οχύρωση της Κορυφώς.
Μετά την Δ΄ Σταυροφορία η καστρόπολη και ολόκληρο το νησί περνούν για λίγο στην κυριαρχία των Βενετών και από εκεί στους Δεσπότες της Ηπείρου και στους Ανδηγαυούς της Νότιας Ιταλίας.
Τα οχυρωματικά έργα συνεχίζονται κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και οι αμυντικές διατάξεις ενισχύονται από όλους τους αυθέντες του νησιού, καθιστώντας το Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας απόρθητο, που το εποφθαλμιούσαν κατακτητές από Ανατολή και Δύση.


Η δεύτερη άφιξη των Βενετών στην Κέρκυρα το 1386, σηματοδοτεί την έναρξη εκτεταμένων παρεμβάσεων τόσο στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, όσο και στα οχυρωματικά έργα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εξαφάνιση όλων των μεσαιωνικών αρχιτεκτονικών μνημείων του Παλαιού Φρουρίου χάριν μιας νέας οχυρωματικής αντίληψης, που γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτική, ειδικά μετά την επικράτηση των πυροβόλων όπλων κατά τη διεξαγωγή επιθετικών και αμυντικών πολέμων.
Το πρώτο σημαντικό έργο ήταν η κατασκευή της ένυδρης τάφρου στη δυτική πλευρά, η οποία μετέτρεψε τη χερσόνησο σε τεχνητό νησί. Σταδιακά οι παλιότερες οχυρώσεις κατεδαφίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέες ισχυρότερες, προσαρμοσμένες στις νέες αμυντικές τακτικές. Σημαντικό έργο ήταν και η οργάνωση του στρατιωτικού λιμένα στη θέση Μαντράκι με την κατασκευή ενός ισχυρού λιμενοβραχίονα στη βόρεια πλευρά του φρουρίου. Η επικοινωνία του φρουρίου με την απέναντι στεριά γινόταν με ξύλινη γέφυρα που βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του και οδηγούσε στην πύλη που κατασκευάστηκε στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς του τείχους. Οι υψηλοί τετραγωνικοί πύργοι των τειχών αντικαθιστώνται από νέους κυκλικούς και χαμηλότερους για να είναι λιγότερο ευπρόσβλητοι στα πυρά του αντίπαλου πυροβολικού. Αλλά και η ίδια η Κορυφώ, όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί, έχει την εποχή αυτή αποκτήσει πυροβόλα όπλα. Οι προμαχώνες του φρουρίου είναι εφοδιασμένοι με δύο μεγάλες “μπομπάρδες”, ήδη δέκα χρόνια πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Οι συχνοί Βενετοτουρκικοί πόλεμοι καθιστούν την Κέρκυρα κομβικό σημείο όπου εδρεύει η διοίκηση και ναυλοχεί ο πολεμικός και ο εμπορικός στόλος της Γαληνοτάτης. Η συνεχής τουρκική απειλή, που ορισμένες φορές είναι καταστροφική (1537), επιβάλλει στη Βενετία να εφαρμόσει νέο μεγαλεπήβολο και συνεχώς ανανεούμενο αμυντικό έργο για τη σωτηρία του νησιού. Για τον αμυντικό σχεδιασμό της Κέρκυρας χρησιμοποιούνται ορισμένοι από τους καλύτερους στρατιωτικούς αρχιτέκτονες της εποχής, που είχε στην υπηρεσία της η Ενετική Δημοκρατία όπως οι Michele Sanmicheli, Ferrante Vitelli, Filippo Verneda κ.α.
Για την ασφάλεια της Κέρκυρας, που έμοιαζε με ακίνητο καράβι από πέτρα, ταγμένο στην αέναη επιτήρηση των ναυτικών της συμφερόντων, η Βενετία ήδη συσσωρεύει και αποθησαυρίζει συμβουλές, γνώσεις, σχέδια. Απέναντι στον Μεγάλο Τούρκο, που είχε την ικανότητα να κινητοποιεί μάζες και να εκμεταλλεύεται τεράστιες οικονομικές πηγές, η Βενετία, όπως οι καιροί επιτάσσουν, αντιπαραβάλει έναν “Πόλεμο ευφυΐας”. Και πράγματι, από το 1538 η παλιά πόλη της Κορυφώς βρίσκεται στη επίκεντρο ενός κύματος νέων επεμβάσεων στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την προσαρμογή της άμυνας στις ραγδαίες προόδους που έχουν σημειωθεί στις πολεμικές τέχνες και την αλματώδη ανάπτυξη που γνωρίζει η νέα επιστήμη, η βαλλιστική με τις έρευνες του μαθηματικού Nicolo Tartaglia.

Στη νέα οχύρωση διατηρήθηκε η παλιά χάραξη των τειχών και κατασκευάστηκε ένα νέο αμυντικό μέτωπο στη δυτική πλευρά, με αντικατάσταση των τριών κυκλικών πύργων από δύο πενταγωνικούς προμαχώνες με τους επιπρομαχώνες τους, το μεταξύ τους συνδετικό τείχος και νέα είσοδο στον άξονα του τείχους. Η είσοδος αυτή συνδεόταν με την απέναντι πλευρά, όπου ήταν κτισμένη η εκτός των τειχών πόλη, με ξύλινη γέφυρα που στηριζόταν πάνω σε λίθινους πεσσούς. Επίσης, έγινε διαπλάτυνση της τάφρου μπροστά από το νέο μέτωπο και κατασκευάστηκε και δεύτερη τάφρος (Ξηρά τάφρος), μεταξύ του νέου αμυντικού μετώπου και του φρουρίου. Γκρεμίζονται ακόμη “μεγάλο μέρος των οικιών, των αποθηκών και των καταστημάτων καθώς και η πλατεία και η Loggia όπου συνήθιζαν να συναντιόνται οι κάτοικοι.”
Απέναντι από το προμαχωνικό μέτωπο προς την πλευρά όπου τα τελευταία χρόνια είχε επεκταθεί η εκτός των τειχών πόλη, το λεγόμενο “Ξωπόλι”, έγιναν εκτεταμένες κατεδαφίσεις κτιρίων και διανοίχτηκε ένας μεγάλος χώρος (Spianata) μεταξύ του φρουρίου και της νέας πόλης. Ο χώρος αυτός ήταν απαραίτητος για την καλή αμυντική λειτουργία του αμυντικού μετώπου του Παλαιού Φρουρίου και είναι ο ίδιος χώρος που μέχρι τις μέρες μας είναι γνωστός με την ονομασία “Σπιανάδα”.

Μετά από αίτημα των Κερκυραίων στην οχύρωση του Παλαιού Φρουρίου συμπεριλήφθηκε και η περιοχή “Καβοσίδερο”, στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, η οποία ήταν απαραίτητη, σε περίπτωση πολιορκίας, για την προστασία των κατοίκων του “Ξωπολιού” που εκείνη την περίοδο δεν είχε ακόμα οχυρωθεί.

Με την κατασκευή των παραπάνω αμυντικών έργων το Παλαιό Φρούριο ενισχύθηκε σημαντικά και μπόρεσε να αντέξει στη νέα τουρκική πολιορκία που εκδηλώθηκε το 1571. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Ενετοί κατασκεύασαν ένα πλήθος κτιρίων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων μειώνοντας σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο για τους πολίτες. Ο μεγάλος στρατώνας στη βόρεια πλευρά με τις αποθήκες και το στρατιωτικό νοσοκομείο, τα μέγαρα των Προνοητών, οι αποθήκες όπλων πυρομαχικών και υλικού, οι φυλακές, το κωδωνοστάσιο, τα υπόστεγα του ναυτικού στη τάφρο και στο Μαντράκι, είναι μερικά από τα στρατιωτικά κτίρια που κατασκευάστηκαν από το 16ο μέχρι και το 18ο αι. και τα οποία μαζί με τις πολυάριθμες εκκλησίες και τα κτίρια των κατοικιών (τα περισσότερα από τα οποία είχαν διατηρηθεί στη νότια πλευρά του Παλαιού Φρουρίου, την επονομαζόμενη “Βερσιάδα”) διαμόρφωναν την εικόνα του Παλαιού Φρουρίου στα τέλη του 18ου αι.
Μετά τη δεύτερη τουρκική πολιορκία το 1571 και τις καταστροφές που προξένησαν οι Οθωμανοί στο ατείχιστο ακόμα “Ξωπόλι”, έγινε επιτακτική η ανάγκη προστασίας και αυτού του τμήματος της πόλης. Ήδη, από το 1558 είχε τοποθετηθεί ο θεμέλιος λίθος του εξωτερικού τείχους της πόλης, οι εργασίες όμως δεν είχαν προχωρήσει. Οι εργασίες ξεκίνησαν εν τέλη το 1576 υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Ferrante Vitelli. ο οποίος έλαβε σοβαρά υπόψη του τις ανακαλύψεις της πυροβολικής και φρόντισε να εφαρμοστούν στην Κέρκυρα όλες οι σύγχρονοι μέθοδοι της οχυρωματικής τέχνης.

Η νέα αυτή οχύρωση προέβλεπε την κατασκευή ενός ακόμα φρουρίου, στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης, το οποίο ονομάστηκε Νέο για να διακρίνεται από το Παλιό, την παλιά πόλη και ακρόπολη της Κέρκυρας. Το Νέο Φρούριο της Κέρκυρας ή Φρούριο του Αγίου Μάρκου, αποτέλεσε μέρος του αμυντικού σχεδιασμού (προμαχωνικού μετώπου) για την υπεράσπιση της πόλης και των προαστίων της. Στο εξής το Νέο Φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως το κύριο αμυντικό προπύργιο από όλους τους κατακτητές του νησιού, Βενετούς, Γάλλους, Ρώσους, Άγγλους, ακόμη και από τους Ιταλούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Νέο Φρούριο, αριστούργημα της οχυρωματικής τέχνης, θεωρείται σήμερα το πιο καλοδιατηρημένο φρουριακό συγκρότημα της Ελλάδος. Κατασκευάστηκε πάνω στον χαμηλό λόφο του Αγίου Μάρκου, με επιχωματώσεις που συσσωρεύτηκαν από κοντινές περιοχές και επενδύθηκε με λαξευμένες πέτρες που συγκεντρώθηκαν κυρίως από το υλικό της αρχαίας πόλης της Κέρκυρας (Παλαιόπολης).

Στο Νέο Φρούριο, “αρχή και κεφαλή εκείνης της οχύρωσης”, αποδόθηκε ο διπλός ρόλος του στρατιωτικού ελέγχου αφενός των τριγύρω περιοχών, χερσαίων και θαλάσσιων, και αφετέρου των οικισμών που περιελήφθησαν μέσα στα τείχη. Συνδέθηκε με το Παλαιό Φρούριο μέσω ενός παραθαλάσσιου τείχους από τη μια πλευρά και μέσω των προμαχώνων Σαραντάρη, Αγ. Αθανασίου και Ραϋμόνδου από την άλλη. Η διακόσμηση των τειχών περιελάμβανε πολλά διακοσμητικά στοιχεία, που ακόμη μέχρι σήμερα είναι ορατά, όπως περίτεχνες σκοπιές, πολλές λαξευμένες επιγραφές, φτερωτούς λέοντες της Βενετίας και δύο μνημειακές πύλες σχεδιασμένες από τον Ferrante Vitelli. Μέσα στο Φρούριο είχε έδρα ο Διοικητής και κατοικούσαν λιγοστοί Ευγενείς, ενώ υπήρχαν στρατώνες, πυριτιδαποθήκες, πυροβολεία, θολωτές κρύπτες, λέκτρα, κευθμοί, αποθηκευτικοί και άλλοι βοηθητικοί χώροι, καθώς και πολλές υπόγειες στοές (που είναι και σήμερα επισκέψιμες) για εσωτερική επικοινωνία αλλά και επικοινωνία με τις υπόλοιπες οχυρώσεις.
Μπροστά από το προμαχωνικό μέτωπο κατασκευάστηκε τάφρος και “καλυμμένη οδός”, ενώ μπροστά από το Νέο Φρούριο κατασκευάστηκε ένα “κερατοειδές οχυρό”, ο Σκάρπωνας, καθώς θεωρήθηκε ότι η προστασία του φρουρίου ήταν ελλιπής.

Ιδιαίτερη μέριμνα είχε ληφθεί για εξαερισμό και φωταγώγηση των στοών, επάρκεια πόσιμου νερού στους υπερασπιστές, με κατασκευές υδατοδεξαμενών, καθώς επίσης και ομαλής πρόσβασης του προσωπικού και του βαρέως οπλισμού (κανόνια, βλήματα, πυρίτιδα) ακόμη και στα πιο υψηλά πυροβολεία του τείχους. Εσωτερικά το τείχος ενισχυόταν κάθε πέντε μέτρα με αντηρίδες και ο σχεδιασμός του ήταν τέτοιος ώστε μια μονάδα αμυνομένων να μπορεί να αντιμετωπίσει δέκα μονάδες επιτιθεμένων. Η αμυντική ικανότητά του, όπως και των υπολοίπων οχυρώσεων της Κέρκυρας, τέθηκε σε δοκιμασία κατά την τελευταία Οθωμανική πολιορκία το 1716, όταν περίπου 3.000 αμυνόμενοι, υπό τον χαρισματικό γερμανό στρατάρχη Johann Matthias von Schulenburg, απέκρουσαν 33.000 Οθωμανούς.

Μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669 η Κέρκυρα απόκτησε ιδιαίτερη σημασία για τη Βενετία, καθώς αποτέλεσε το τελευταίο προπύργιό της για τον έλεγχο της εισόδου της Αδριατικής και την άμυνά της. Την περίοδο αυτή οι οχυρώσεις της πόλης και του Νέου Φρουρίου ενισχύθηκαν με βάση τα σχέδια που εκπόνησε ο μηχανικός Filippo Verneda και κατασκευάστηκε μία δεύτερη σειρά αμυντικών έργων μπροστά από το υφιστάμενο δυτικό προμαχωνικό μέτωπο.

Τα τελευταία αμυντικά έργα που έγιναν από τους Ενετούς κατασκευάστηκαν την περίοδο 1716 – 1735 όταν με βάση τις υποδείξεις του στρατάρχη Schulenburg οχυρώθηκαν οι λόφοι Αγ. Σωτήρα και Αβράμη και κατασκευάστηκε ένα μικρό οχυρό στο προάστιο του Αγ. Ρόκκου.
Ολόκληρο το φρουριακό σύμπλεγμα της πόλης της Κέρκυρας τέθηκε σε σκληρή δοκιμασία το 1799 όταν ο Γάλλος κυρίαρχος του νησιού, στρατηγός Gentily, κλήθηκε, με τους λιγοστούς μαχητές του, να υπερασπίσει την πόλη ενάντια στους Ρώσους του Ναυάρχου Ουσακώφ και τους Τουρκαλβανούς του Κατήρ Μπέη. Για άλλη μια φορά τα τείχη άντεξαν την πολιορκία, αν και σφυροκοπήθηκαν ανελέητα από το Ρωσοτουρκικό πυροβολικό. Η πόλη άντεξε και έντιμα παραδόθηκε στους συμμάχους μόνο ύστερα από τέσσερις μήνες λυσσαλέας άμυνας και αφού είχαν τελειώσει όλα τα εφόδια και τα πυρομαχικά.

Μετά από ένα επταετές διάλειμμα (1800-1807), τότε που ιδρύθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, το πρώτο ελληνικό κράτος μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Γάλλοι του Αυτοκράτορα πλέον Ναπολέοντα επέστρεψαν για να εγκατασταθούν στα Επτάνησα, που τους είχαν παραχωρηθεί με τη Συνθήκη του Τιλσίτ. Μέσα στα πολλά τεχνικά έργα που κατασκεύασαν την επταετία που παρέμειναν οι Γάλλοι στην Κέρκυρα, δεν παρέλειψαν να εφαρμόσουν πιστά την εντολή του Ναπολέοντα και “να μην αναλογιστούν τα έξοδα” προκειμένου να καταστήσουν την πόλη της Κέρκυρας, λόγω της εξαιρετικής στρατηγικής της θέσης, απόρθητη σε κάθε επιβουλή από ξηρά ή από θάλασσα. Το Νέο Φρούριο, λόγω θέσης, έγινε για άλλη μια φορά η “στρατηγική κεφαλή” της νέας αυτής οχυρωματικής διάταξης που περιελάμβανε, εκτός από τις επισκευασμένες πλέον παλιές βενετικές οχυρώσεις του προμαχωνικού μετώπου και των φρουρίων Αγίου Ρόκκου, Σωτήρος και Αβράμη, πολλά νέα πυροβολεία και οχυρωματικά έργα, όπως αυτό που άρχισε να κατασκευάζεται στην περιοχή της Λαμποβίτισσας, όλα διάσπαρτα εκτός πόλης σε μια ακτίνα δύο (2) χιλιομέτρων.
Κατ΄ ουσίαν ποτέ δεν χρειάστηκε να δοκιμαστεί αυτή η νέα μέθοδος υπεράσπισης της πόλης διότι η συντριβή του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1814 εγκαινίαζε τη Βρετανική κατοχή και στο νησί της Κέρκυρας. Τα υπόλοιπα νησιά τα είχαν ήδη καταλάβει. Οι Γάλλοι του στρατηγού Donzelot αναχώρησαν και παρέδωσαν τα φρούρια στον Άγγλο στρατηγό Campbell ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους με την ονομασία “Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων”.

Τη Βρετανική περίοδο (1814-1864) οι Βρετανοί, που αυτοί πάντα είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τον Ύπατο Αρμοστή του Κράτους, αποφασίζουν να κηρύξουν την Κέρκυρα “ανοικτή πόλη”. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί η άμυνα σε τρεις τοποθεσίες: Παλαιό Φρούριο, Νέο Φρούριο και Νησί Βίδο, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό της φρουράς και τα έξοδα συντήρησης. Από την άλλη, η εφαρμογή του σχεδίου προϋπέθετε την κατεδάφιση του συνόλου σχεδόν του προμαχωνικού μετώπου στα δυτικά και τη δημιουργία οικοδομήσιμης έκτασης για την επέκταση της πόλης.

Παράλληλα με τις κατεδαφίσεις το σχέδιο προέβλεπε την ενίσχυση των υπόλοιπων οχυρώσεων (Παλαιό Φρούριο, Νέο Φρούριο και Βίδο) για την ενίσχυση των αμυντικών θέσεων πάνω στις οποίες θα έπεφτε το βάρος του συνόλου της άμυνας.

Στο νησί Βίδο κατασκευάστηκε το φρούριο “Γεώργιος” και άλλες αμυντικές οχυρώσεις.

Στο Νέο Φρούριο κατασκευάστηκαν δύο στρατώνες, ο ένας αμυντικός στην κορυφή του φρουρίου και ενισχύθηκαν οι οχυρώσεις με νέα εξελιγμένα πυροβολεία και πυριτιδαποθήκες.

Στο Παλαιό Φρούριο το αποτέλεσμα των επεμβάσεων ήταν η δημιουργία του χώρου για τις παρελάσεις στη νότια πλευρά, η κατασκευή του στρατιωτικού παρεκκλησίου του Αγ. Γεωργίου, η κατασκευή των νέων στρατώνων για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς, η κατασκευή του στρατιωτικού νοσοκομείου, η ενίσχυση των αμυντικών θέσεων με νέα πυροβολεία, πυριτιδαποθήκες και η οικοδόμηση άλλων βοηθητικών κτιρίων. Όλες αυτές οι επεμβάσεις άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του χώρου, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά από 4 αιώνες παρουσίας των Ενετών και έδωσαν στο Παλαιό Φρούριο την εικόνα που λίγο-πολύ διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, μετά βέβαια και τις καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις μεταπολεμικές κατεδαφίσεις.

Με την αποχώρηση των Βρετανών και την παραχώρηση της Κέρκυρας στο Βασίλειο της Ελλάδας ένα τμήμα των οχυρώσεων που δεν είχαν κατεδαφιστεί ανατινάχτηκαν. Ευτυχώς από την καταστροφή αυτή διέφυγε το Παλαιό και το Νέο Φρούριο.

Στο Παλαιό Φρούριο, μετά την Ένωση θα στρατωνίζεται το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, που αποτελούταν από Κερκυραίους έφεδρους, οι οποίοι θα αγωνιστούν με αυταπάρνηση το 1912-13 για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου. Όμως εκτός αυτού στο Παλαιό Φρούριο θα βρουν καταφύγιο Έλληνες και Αρμένιοι μικρασιάτες πρόσφυγες που διωγμένοι από τους Τούρκους ήλθαν στην Κέρκυρα το 1922.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στις στοές και στις γαλαρίες των δύο Φρουρίων της Κέρκυρας θα βρουν καταφύγιο όχι μόνο απλοί Κερκυραίοι πολίτες αλλά και πολλές Δημόσιες Υπηρεσίες γι΄ αυτό και οι Ιταλοί που το πληροφορήθηκαν βομβάρδιζαν συχνά τις θέσεις αυτές, χωρίς όμως να μπορέσουν να καταφέρουν το παραμικρό. Η βαριά θωράκιση άντεξε σε όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών.

Μετά τη συνθηκολόγηση στο Παλαιό Φρούριο εγκαταστάθηκε η διοίκηση πρώτα των Ιταλών και μετά των Γερμανών κατακτητών, οι οποίοι, όπου ήταν εφικτό, επισκεύασαν τα κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς σημεία. Όμως η μεταπολεμική τύχη των Φρουρίων της Κέρκυρας είχε κριθεί.

Τις καταστροφές που δεν κατάφεραν να επιφέρουν στα Φρούρια της Κέρκυρας οι πειρατές, οι επιδρομείς και οι επίδοξοι κατακτητές άρχισε να φέρνει σιγά-σιγά ο χρόνος. Με την αναχώρηση και του τελευταίου στρατιώτη από την Κέρκυρα το 1969 οι οχυρώσεις των Φρουρίων, Παλαιού και Νέου, παραμελήθηκαν αρχικά και μετά εγκαταλείφθηκαν και παρήκμασαν. Ολόκληρα τμήματα των οχυρώσεων, ειδικά του Παλαιού Φρουρίου, εδώ και αρκετά χρόνια είτε ποντίστηκαν στη θάλασσα είτε αιωρούνται επικίνδυνα, προκαλώντας το κοινό αίσθημα. Ο Κερκυραϊκός λαός, ευαίσθητος όπως πάντα σε θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς, αποζητά εδώ και αρκετά χρόνια, με έντονο ύφος, την αποκατάστασή τους. Με δεδομένο ότι το πείραμα του Νέου Φρουρίου έχει στην πράξη αποδειχτεί επιτυχές, θεωρούμε ότι κάτι ανάλογο πρέπει να γίνει και με το Παλαιό Φρούριο.

Η Αναπτυξιακή Επιχείρηση του Δήμου Κερκυραίων (ΑΝΕΔΚ) για περισσότερο από μια δεκαετία, με τα περιορισμένα οικονομικά μέσα που διαθέτει, διαχειρίζεται με επιτυχία τις τύχες του Νέου Φρουρίου και έχει κατορθώσει, μετά από πολλά χρόνια αναλγησίας και εγκατάλειψης, να δώσει νέα ζωή στο ιστορικό αυτό μνημείο. Επεμβαίνοντας με τρόπο επιστημονικό και αποτελεσματικό στο Νέο Φρούριο, που στο παρελθόν κινδύνευε να καταρρεύσει, έχει σήμερα κατορθώσει να κάνει το μνημείο αυτό επισκέψιμο σε όλα του τα σημεία, ακόμη και στα πιο δύσκολα, όπως στις δαιδαλώδης υπόγειες στοές, που συντηρημένες και φωταγωγημένες πλέον αφήνουν άφωνο και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη.
Το παράδειγμα του Νέου Φρουρίου πρέπει να ακολουθηθεί και για το Παλαιό Φρούριο. Το σύνολο του χώρου πρέπει να παραχωρηθεί προς χρήση σε εκείνον που του ανήκει, δηλαδή στον Δήμο Κερκυραίων. Η Αναπτυξιακή Επιχείρηση του Δήμου Κερκυραίων έχει την εμπειρία, την ικανότητα, την τεχνογνωσία και την δεδηλωμένη θέληση του Κερκυραϊκού λαού να αναλάβει και τις τύχες του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας. Όσο συντομότερα γίνει αυτή η παραχώρηση τόσο γρηγορότερα θα πραγματοποιηθεί η αποτελεσματικότερη ανάδειξη-ανάπτυξη και αυτού του μνημείου.

Τα Φρούρια της Κέρκυρας, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσο κι αν οι άνθρωποι αδιαφόρησαν για την τύχη τους, δεν έχασαν τη λάμψη τους και ειδικά τον συμβολισμό τους. Ορθώνονται και σήμερα περήφανα για να υποδεχτούν τους επισκέπτες, αλλοδαπούς και ημεδαπούς, για να τους υποδείξουν τους προμαχώνες που συντρίφτηκαν οι εξ ανατολής Οθωμανικές ορδές, τα μέρη που βρήκε καταφύγιο η Ορθοδοξία, τα κτίρια που βοήθησαν να καλλιεργηθούν οι τέχνες και τα γράμματα, καθιστώντας την Κέρκυρα όχι μόνο απροσμάχητη αλλά και πνευματικό κέντρο της Ελλάδος.