Κέρκυρα, 1859. Η Μεγάλη Βρετανία έχει θέσει «υπό την Προστασία της» ήδη από το 1815 την Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα. Μεγάλος νικητής του Συμβουλίου της Βιέννης, θα επικυρώσει την θέση της σαν θαλασσοκράτειρα και θα αυξήσει την κυριαρχία της, ελέγχοντας όλες πλέον τις θαλάσσιες οδούς επικοινωνίας, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο σημείων-κλειδιών για την ναυσιπλοΐα στην Μεσόγειο, όπως την Μάλτα και ειδικά τα Επτάνησα.
Οι οχυρωμένες θέσεις εξουσίαζαν τις χερσαίες και θαλάσσιες οδούς διέλευσης της Ευρώπης και ο κυρίαρχος αυτών των θέσεων εξουσίαζε αυτόματα και την ευρύτερη γύρω περιοχή, απασχολώντας πολύ λιγότερες δυνάμεις απ’ όσες θα απαιτούνταν για την κατοχή τους. Αν και τα Επτάνησα κηρύχτηκαν ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος, ουσιαστικά η Μεγάλη Βρετανία δεν θα διστάσει να τα θεωρήσει σαν κτήση της, να παίρνει μονομερώς όλες τις σημαντικές αποφάσεις και φυσικά να τα εξοπλίσει αμυντικά.
Οι Βρετανοί κατά την άφιξή τους στην Κέρκυρα θα βρουν ιδανικές συνθήκες για την οργάνωση της άμυνας της πόλης, αφού ήδη υπάρχουν τα δύο φρούρια, καθώς και η νησίδα του Βίδο, η οποία θα ενδυναμωθεί κατάλληλα. Ραχοκοκαλιά της άμυνας θα ήταν, όπως και στο παρελθόν, τα ισχυρά οχυρωματικά έργα και ασφαλώς το πυροβολικό.
Όπως και οι προηγούμενοι κατακτητές της Κέρκυρας, αρχικά το πυροβολικό που θα εγκαταστήσουν οι Βρετανοί θα αποτελείται από ναυτικά μοντέλα, πολλές φορές μοντέλα δευτέρας διαλογής, συντηρημένα αποθέματα του προηγούμενου αιώνα. Κατά την διάρκεια του Βρετανικού Προτεκτοράτου αυτοί οι τύποι πυροβόλων δεν θα αποσυρθούν αλλά θα ενισχυθούν με άλλα μεταγενέστερα και πιο σύγχρονα μοντέλα και εκδόσεις, ναυτικού τύπου και παράκτιας άμυνας. Πάντα σε αυτήν την περίοδο, θα συναντήσουμε μόνον εμπροσθογεμή πυροβόλα, όλμους και οβιδοβόλα διαφόρων διαμετρημάτων.
Έχοντας την κυριαρχία της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής, μια επίθεση στην πόλη της Κέρκυρας από την μεριά της ξηράς φάνταζε κάπως απίθανη στα μάτια των Βρετανών, αφού κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε μια εχθρική ναυτική υπεροχή, ώστε οι εχθρικές δυνάμεις να μπορέσουν να αποβιβαστούν ανενόχλητα πλησίον της πόλης, να συντονιστούν, να μεταφέρουν βαρύ οπλισμό πλησίον των τειχών και να οργανώσουν μια χρονοβόρα πολιορκία άξια των οχυρώσεων της Κέρκυρας. Πιο πιθανή ήταν μια εχθρική παρουσία από την πλευρά της θάλασσας που θα απειλούσε άμεσα την πόλη, τα φρούρια και το λιμάνι. Ήταν λοιπόν λογικό να τοποθετηθούν οι πυροβολαρχίες μεγάλου διαμετρήματος προς την μεριά της θάλασσας, υπακούοντας στο αμυντικό δόγμα που ίσχυε σε όλες τις βρετανικές κτήσεις, Μάλτα, Γιβραλτάρ, Σιγκαπούρη κ.α., δηλαδή πως ο κίνδυνος θα έρχονταν από την θάλασσα.
Κυριολεκτικά ίσχυε η αρχή της απανταχού ανωτερότητας πυρός έναντι του αντιπάλου: Το βαρύ παράκτιο πυροβολικό που έβλεπε προς την θάλασσα ήταν ανώτερο σε διαμέτρημα (και βεληνεκές) σε σχέση με τα κοινά ναυτικά πυροβόλα των 24 ή 32 λιβρών των εχθρικών πλοίων της εποχής. Και αντίστοιχα, τα ναυτικά πυροβόλα των 24 και 32 λιβρών του φρουρίου που έβλεπαν προς την ξηρά, ήταν ανώτερα σε διαμέτρημα από τα χερσαία πυροβόλα εκστρατείας των 4, 8 και 16 λιβρών. Ειδικά βαρύτερα πυροβόλα πολιορκίας ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον, να αναπτυχθούν από τους επιτιθέμενους σε ένα νησί.
Η άμυνα του Παλαιού Φρουρίου, έτος 1859
Ο οπλισμός του Παλαιού Φρουρίου μεταβλήθηκε διάφορες φορές κατά τον μισό αιώνα περίπου της Βρετανικής Προστασίας, ακολουθώντας τα αμυντικά δόγματα της εποχής, τις αμυντικές καινοτομίες, την διαθεσιμότητα του υλικού. Ουσιαστικά ο μόνη διαχρονική σταθερή που παρέμεινε πάντα σεβαστή, είναι η ανάγκη παρουσίας ισχυρών πυροβόλων μεγάλου διαμετρήματος που θα έθεταν κάτω από μια προστατευτική ομπρέλα σιδήρου, την ευρύτερη περιοχή του αγκυροβολίου και ένα ευρύ τόξο θαλάσσιου τμήματος μπροστά και στα πλάγια από το Καποσίδερο. Βέβαια και ο χώρος μπροστά από τις επάλξεις της Βερσιάδας, μπροστά από τους δύο προμαχώνες και το μεταξύ τους μεταπύργιο καλύπτονταν από πυροβολικό. Πυροβολαρχίες υπήρχαν επίσης στον Πύργο της Ξηράς, στην Ημισέληνο ακριβώς από κάτω, καθώς και στα πλευρά της. Επίσης στον κυκλικό πύργο δίπλα στο Μαντράκι, στους καβαλάρηδες πίσω από τους προμαχώνες, στο οχυρό της Καμπάνας, στην πλατεία μπροστά από το Αγγλικό Νοσοκομείο και αλλού, καλύπτοντας όχι μόνο όλα τα σημεία, αλλά προσφέροντας επίσης και αλληλοκάλυψη μεταξύ αμυντικών θέσεων και διασταυρώμενα πυρά.
Συνολικά το 1859 υπήρχαν στο Παλαιό Φρούριο 153 πυροβόλα και όλμοι, διάφορων τύπων και διαμετρημάτων. Τα πυροβόλα ήταν όλα εμπροσθογεμή λειόκανα ( SBML, Smooth Bore Muzzle Loading). Η παράλληλη συνύπαρξη μοντέλων και διαμετρημάτων που διέφεραν μεταξύ τους δεκαετίες ήταν ένα κοινό χαρακτηριστικό του βρετανικού πυροβολικού της εποχής. Ένα μοντέλο μπορούσε να κατασκευαστεί από διαφορετικά χυτήρια, να μπει σε υπηρεσία σε ένα πλοίο, αργότερα σε ένα παράκτιο φρούριο και 50 χρόνια αργότερα μπορούσαμε να το συναντήσουμε σε μια αποικία.
Ήταν έτσι πιθανόν, μια πυροβολαρχία ενός συγκεκριμένου διαμετρήματος να αποτελείται από διαφορετικά μοντέλα. Το φαινόμενο αυτό, κληρονομιά του 18ου αιώνα, θα αρχίσει να μειώνεται κατά την διάρκεια του 19ου. Υπεύθυνος διαχείρισης του πυροβολικού ήταν το Board of Ordnance (BO).
Το Board of Ordnance ήταν o κυβερνητικός φορέας που ήταν υπεύθυνος για την προμήθεια όπλων και πυρομαχικών στο Βασιλικό Ναυτικό (μέχρι το 1830) και το βρετανικό στρατό. Ήταν επίσης υπεύθυνος της γραμμής παραγωγής πυροβολικού για τον στρατό και την συντήρηση των παράκτιων φρουρίων και, αργότερα, για την διαχείριση του πυροβολικού και του Σώματος Μηχανικού. Επίσης παρήγαγε χάρτες για στρατιωτικούς σκοπούς. Αυτός ο οργανισμός διατηρήθηκε με διάφορα ονόματα από το 1414 έως το 1855, με έδρα τον Πύργο του Λονδίνου.
Οι πλατφόρμες μπορούσαν να ήταν ξύλινες ή μεταλλικές. Η απόσταση ανάμεσα από δύο πλατφόρμες ήταν τουλάχιστον πεντέμισι μέτρα. Οι μεταλλικοί κιλλίβαντες και πλατφόρμες δεν μπορούσαν να κατασκευαστούν in loco γιατί η κατασκευή τους προϋπόθετε την χρήση χυτηρίου, καθώς αποτελούνταν από ένα ενιαίο κομμάτι σιδήρου. Η χρήση τους είναι επακόλουθο του εκμοντερνισμού του πολεμικού υλικού των παράκτιων φρουρίων, καθώς παρουσιάζονταν πιο ανθεκτικοί στον χρόνο και στις καιρικές συνθήκες (υγρασία, αρμύρα, ήλιος).
Λειόκανο πυροβόλο 68 λιβρών. Σχεδιάστηκε στο ήμισυ περίπου του 19ου αιώνα, όταν κρίθηκε αναγκαία η παρουσία όπλων μεγάλου διαμετρήματος στα βαριά πολεμικά πλοία γραμμής. Κατασκευάστηκαν παραπάνω από 2.000 κομμάτια και το πυροβόλο κέρδισε γρήγορα την συμπάθεια των χειριστών, λόγω της ακρίβειας του, της διάρκειας ζωής του και της αξιοπιστίας του. Εξόπλισε τον Ναυτικό και το Πυροβολικό κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Ήταν ένα από τα τελευταία λειόκανα πυροβόλα της εποχής, είχαν ήδη αρχίσει να σχεδιάζονται πυροβόλα με γραμμωτή κάνη. Ζύγιζε 4.800 κιλά, είχε διαμέτρημα 206 χλστ, κάθε βλήμα του ζύγιζε 30 κιλά και το μέγιστο βεληνεκές του ήταν 3.300 μ. Παρέμεινε σε υπηρεσία έως το 1921. Στο Παλαιό Φρούριο εξόπλιζε την αιχμή του φρουρίου, το Καποσίδερο.
*
Λειόκανο πυροβόλο 56 λιβρών. Το συγκεκριμένο κανόνι ήταν ελάχιστα διαδεδομένο. Εισήχθη σε υπηρεσία το 1839. Η ιδέα του σχεδιαστή του ήταν να αναπτύξει ένα πυροβόλο με αυξημένο πάχος μετάλλου προς το κλείστρο, μειώνοντας το προς το στόμιο, διατηρώντας το συνολικό βάρος του όπλου. Ο σκοπός ήταν να αποκτήσει μια πιο αποτελεσματική και ακριβή βολή στις μεγάλες αποστάσεις. Αν και αναπτύχτηκε για γενική χρήση, ωστόσο χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον στην παράκτια άμυνα, όπου το αποτελεσματικό μέγιστο βεληνεκές έχει ύψιστη σημασία. Κατασκευάστηκαν τουλάχιστον 42 εκδόσεις αυτού του πυροβόλου οι οποίες υπηρέτησαν όλες εκτός Αγγλίας. Έτσι είναι υπερβολικά δύσκολο να βρούμε ποιά έκδοση υπήρχε στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας αν και η πιθανότερη έκδοση για την συγκεκριμένη χρονολογία είναι αυτή των 4,3 τόνων. Είχε μήκος 4 μέτρα, διαμέτρημα 195 χιλιοστών και βεληνεκές γύρω στα 3.000 μέτρα. Στο Παλαιό Φρούριο ήταν τοποθετημένα πλαγίως του Καποσίδερου, σημαδεύοντας την θάλασσα πέρα του Ανεμόμυλου. Δεν έχουν διασωθεί κανόνια αυτού του τύπου, ούτε φωτογραφίες τους.
*
Όλμος 13 ιντσών. Όλμος μεγάλου διαμετρήματος, εκτελούσε βολές υπό σταθερή γωνία 45 μοιρών. Το βεληνεκές αυξομειώνονταν μεταβάλλοντας την ποσότητα πυρίτιδας. Ήταν ικανός να εκτοξεύσει βλήματα 200 λιβρών (90,7 κιλών) σε απόσταση 2.900 γιαρδών (2650 μ) με πλήρες γέμιση 9 λιβρών μαύρης πυρίτιδας. Ουσιαστικά ήταν ένα όπλο για την παρεμπόδιση της εχθρικής πολιορκίας και μπορούσε να χτυπήσει το προσωπικό του εχθρού πίσω από τα προστατευτικά προχώματα και οχυρώσεις. Επίσης, χρησίμευε για τον φωτισμό του πεδίου της μάχης κατά την νύχτα, χρησιμοποιώντας φωτιστικές μπάλες με αλεξίπτωτο. Στο Παλαιό Φρούριο θα τους συναντήσουμε σε διάφορες θέσεις, στο μεσαίο επίπεδο οχύρωσης.
*
Όλμος 10 ιντσών. Ίδιας τεχνικής σχεδίασης με τον προηγούμενο, απλώς είχε μικρότερες διαστάσεις. Σε θέματα τακτικής εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα με τον όλμο 13 ιντσών και στο Παλαιό Φρούριο θα τους συναντήσουμε πλάι-πλάι, σχηματίζοντας ζεύγη, στο μεσαίο επίπεδο οχύρωσης.
*
Λειόκανο πυροβόλο 12 λιβρών. Ήταν ένα ελαφρύ πυροβόλο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Στην Κέρκυρα δεν είχε ουδεμία πολεμική σημασία, η παρουσία του είχε μόνο τελετουργικό χαρακτήρα, καθώς μια μοναδική πυροβολαρχία με πυροβόλα αυτού του είδους ασχολούνταν αποκλειστικά με τους κανονιοβολισμούς χαιρετισμού, σύμφωνα με τις εθιμοτυπικές στρατιωτικές συνήθειες της εποχής. Ονομάζονταν saluting battery και βρίσκονταν ανάμεσα από το Μανδράκι και το Καποσίδερο.
*
Leave A Comment