Η Κέρκυρα αναφέρεται για πρώτη φορά ως “Κορυφώ” από τον Επίσκοπο της Κρεμόνας Λιουτπράνδο, πού πέρασε από την Κέρκυρα το 968 μ. Χ. Corfù την ονόμασαν οι Βενετοί στις αρχές του 13ου αιώνα.Ή πολιορκία των Τούρκων το 1537 καταστρέφει και ερημώ­νει τα πάντα στη citadella, τη μικρή πόλη μέσα στο φρούριο και στο μπόργο – ξωπύλι πού βρισκόταν απ’ έξω.

Πυρκαγιά μεγάλη αποτελειώνει την καταστροφή. Το 1536 μό­νο εκατόν πενήντα σπίτια υπάρχουν στο κάστρο, δυό χιλιάδες είχανε κατεδαφιστεί για να γίνουν ορύγματα. Οι διάφορες οχυ­ρώσεις ρημάξανε τα πάντα. Μα και αυτά τα σπίτια είναι ξύλινα και τα περισσότερα τα ξεσηκώνανε στις πολιορκίες.

Οι Κερκυραίοι από το 1401 όταν είδανε τους Βενετσιάνους να φτιάχνουν το μικρό πολεμικό τους λιμάνι, το Μαντράκι, και παρόλο πού στενάζανε για τον ειδικό φόρο (tansa) πού τους ύποχρε­ώσανε να πληρώσουν, γεμάτοι φόβο αρχίσανε να ζητάνε να χτι­στούν τείχη να τους προστατεύουν. Και όχι μόνο απλά τείχη, αλλά τείχη πανύψηλα… Quattro pie alto a le cime di le mure – τέσ­σερα πόδια πιο ψηλά από τους τοίχους…

Επιτέλους το 1576, έπειτα από την καινούργια πολιορκία των Τούρκων του 1571, αρχίζει ή περιτείχιση της χώρας και ή κατα­σκευή του Νέου Φρουρίου. Πραγματική απόγνωση, όμως, όσο προχωράνε τα έργα. Όσα σπίτια απομείνανε μετά την κατασκευή της Σπιανάδας -περίπου δύο χιλιάδες- καταστρέφονται. Όλοι δουλεύουν στα έργα, ή ζωή έχει τελείως σταματήσει. Στους εργά­τες δίνουν μεροκάματο 5 σολδία, κρασί και ψωμί. Φυσικά ή γκιορνάδα -ή εργάσιμη μέρα- αρχίζει με την ανατολή και τελει­ώνει με τη δύση του ήλιου.

Με την περιτείχιση της χώρας χτίζονται και οι τέσσερις Πύ­λες. Ή παλαιότερη di San Nicola, η Porta Spilea, η Porta Reale και η Porta Raimonda . Ή επικοινωνία της citadella με το ξω­πόλι γινότανε με γέφυρα κάτω από την εκκλησία της Μαντρακί­νας πού οδηγούσε στην πύλη του Φρουρίου στο Μαντράκι. Μέσα στη χώρα αισθάνονται επί τέλους κάπως ασφαλείς. Αλλά τα τείχη εμποδίσανε την επέκταση της χώρας και την ανα­γκάσανε ν’ ανέβει στα ύψη -μέχρι και επτά πατώματα έχουν πολ­λά παλιά σπίτια, χώρια ή sofita abitante- και αποκλείσανε και οποιοδήποτε εξωραϊσμό. Μέσα στα πανύψηλα τείχη, στις στενές στράντες τραβέρσες – τα καντούνια- οι συνθήκες διαβίωσης είναι δύσκολες και ανθυ­γιεινές, στα ανήλιαγα σπίτια με το ζεστό υγρό κλίμα της Κέρκυ­ρας και τη βροχή του σαραντάμερου, πού άρχιζε συνήθως τ’ Άι Φιλίππου και συνεχιζότανε ασταμάτητα μέχρι του Χριστού.

Όμως κοιτάζοντας τα στενά καντούνια διακρίνεις την ομορ­φιά από τις μικροσκοπικές κούρτες και τα ολάνθιστα ταρρατσί­νια πού δημιούργησε ή ανάγκη και πού ξεπροβάλλουν χωρίς να τα περιμένεις εκεί όπου υπάρχει ακόμα και λιγοστός χώρος πε­ρίσσιος. Καπροφόγιο, λέαντροι, γαρυφαλλιές και τσαντσαμίνια παντού, τα τσαντσαμίνια πού ορίζουν ακόμα τη μυρωδιά της Κορφιάτικης νύχτας, της νύχτας πού ακόμα και τώρα μέσα στα καντούνια δεν έχει χάσει τη σιωπή της. Περγουλιές ανεβαίνουνε πάντα στις στενές φατσάδες των σπι­τιών μέχρι και δέκα μέτρα ψηλά, φορτωμένες το ζουμερό τους φορτίο – μοσκατελλόνι, πιμπινιόλα, τσιμπίμπο.

Ό τελευταίος πόλεμος αραίωσε τα σπίτια, όμως οι μιτσές κούρτες, τα ταρατσίνια, τα πιτέρια με τα φιόρια τσί φανέστρες είναι εκεί – δείγματα της ζωής πού συνεχίζεται πάντα σαν “μέ­γα καλό και πρώτο”, έτσι όπως την είδε ο μεγάλος μας ποιητής. Μετά τον τειχισμό ή χώρα αρχίζει να παίρνει κάποια μορφή. Σπίτια χτίζονται, οι δρόμοι, τα καντούνια στενά για να μην χά­νεται πολύτιμος χώρος, όλα κάθετα προς τη Σπιανάδα για να είναι εύκολο στους ανθρώπους να τρέξουνε να σωθούν στο Φρού­ριο όταν χρειαστεί.

Οι εκκλησίες -πολλές εκκλησίες- χτίζονται όλες σ’ έναν νοη­τό κεντρικό άξονα πολύ κοντά ή μια στην άλλη – τείχος απόρθητο και αυτό της ορθοδοξίας. Οι Κερκυραϊκές εκκλησίες είναι ο κλασσικός επτανησιακός τύ­πος μονόκλιτης κεραμοσκεπούς βασιλικής, πού υπήρξε και ο κα­νόνας στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική από τον 16ο αιώνα. Ψηλά, επιβλητικά καμπαναριά συμπληρώνουν τις εκκλησίες. Το 1693 ή χώρα έχει 54 ναούς και ή Γαρίτσα 20. Όλοι οι ναοί είναι κυβικοί τετράπλευροι, χτισμένοι οι περισσότεροι στην ίδια σειρά με τα σπίτια, να μην ξεχωρίζουν πολύ και να μην προ­καλούν, σχεδόν χωρίς κανένα στολίδι στην πρόσοψη. Πολλές έχουν νάρθηκα και έξω νάρθηκα – νεκροταφεία εκείνα τα χρόνια. Ό Άγιος Αντώνιος εν τω εμπορείω είναι χτισμένος πολύ πριν το 1400. Το 1439 ελειτούργησε εκεί ο Πατριάρχης Ιωσήφ, όταν είχε έλθει στην Κέρκυρα μαζί με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Πα­λαιολόγο, πηγαίνοντας στη Σύνοδο της Φλωρεντίας.

Ό Άη Γιάννης στις στέρνες τον ΙΣΤ’ αιώνα, καθεδρικός των Μ. Πρωτοπαπάδων. Εδώ εδίδαξε ο Νικηφόρος Θεοτόκης, πού ήταν και ο εφημέριος του ναού. Ή Υ.Θ. Οδηγήτρια το 1500 ή Υ.Θ. Άντιβουνιώτισσα το 1550, ο “Άγιος Νικόλαος των Γερόντων -San Nicolò – το 1560, ή Υ.Θ. Σπηλαιώτισσα -ο μη­τροπολιτικός ναός- το 1577. Ό Άγιος Νικόλαος της Παραλίας -San Nicola De Cacina- στο Μαντράκι το 1579, ο ναός του Αγί­ου Σπυρίδωνος με το Σεπτό Σκήνωμα του Προστάτη του νησιού το 1589, ή Υπαπαντή το 1600, ή Υ.Β. Φανερωμένη του Πολίτη το 1620, οι Άγιοι Πατέρες πριν από το 1644, ο Παντοκράτωρ πριν από το 1648, οι Άγιοι Απόστολοι τον ΙΖ’ αιώνα, ή Αγία Σοφία το 1650, ή Αγία Αικατερίνη το 1671, οι Άγιοι Πάντες το 1680, ή Υ.Θ. Κυρά των Αγγέλων το 1673, ή Υ.Θ. Κρεμαστή πού υπήρχε το 1690, ή Υ.Θ. Ευαγγελίστρια του Τουρλινοΰ ατή Λεμονιά πο­λύ πριν το 1700. Ή Υ.Θ. Μαντρακίνα το 1700 » πού άνηκε στη συντεχνία των αρτοποιών, ο ναός του Αγίου Βασιλείου και Αγί­ου Στεφάνου πριν από το 1750 -άνηκε στη συντεχνία των υπο­δηματοποιών- San Stefano dei Callegheri. Ό Άγιος Ελευθέριος και ή Αγία Άννα το 1700, ή Υψηλή Θεοτόκος το 1730, πού ανήκε στη συντεχνία των οινοπωλών, ή Υ.Θ. Φανερωμένη των Ξένων το 1750 και ο Αγιος Ανδρέας στα Μουράγια το 1733.
Οι εκκλησίες, στην αιώνια και διαρκή πάλη της Ορθοδοξίας με τον καθολικισμό, χτιστήκανε κοντά — κοντά περικλείοντας έτσι στενά μέσα στην επιρροή τους τους Ορθοδόξους, συσπειρώνο­ντας τους -stricto et lato sensu- με τη στενή και ευρεία έννοια.
Τις Κυριακάδες και τις γιορτάδες ή μικρή πόλη μαζευότανε στις εκκλησίες -αργίες τότε ήταν μόνο οι εκκλησιαστικές- οι άνθρωποι συναντιώτανε, γνωριζότανε, μιλούσαν, επικοινωνούσαν.
Τα σπίτια και αυτά κοντά — κοντά, πολλοί οι συγκάτοικοι στα σπίτια με τα πολλά πατώματα. Μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης να μην ήταν ιδανικές -και όχι μόνο όπως τις βλέπουμε σήμερα -κούραση και φτώχεια, αρρώστια, υγρασία και σκοτάδι στα κα­ντούνια, μόνιμα το στόμα πικρό από το φόβο του Τούρκου και της πανούκλας, όμως οι άνθρωποι ήταν μαζί, ακουμπούσε ο ένας στον άλλο. “Έβγαιναν στις φανέστρες και σχεδόν έδιναν τα χέ­ρια με τους απέναντι, ήταν τόσο κοντά, πού ο ένας δεν αφουγκραζόταν μόνο, στην κυριολεξία άκουγε τη ζωή του άλλου και ζούσε μαζί του.
Έτσι συγκάτοικοι δεν λογιζόταν μόνο όσοι κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι. Συγκάτοικοι ήταν μια ολόκληρη κοντράδα. Δεμένοι πο­λύ μεταξύ τους είχανε πολλά πράγματα όλοι μαζί. Κονσορτίβα ήταν ακόμα και τα σχοινιά πού στεγνώνανε την μπουγάδα στε­ρεωμένα από τοίχο σε τοίχο, ακόμα και τά κοφίνια πού ανεβάζανε τη σπέζα φανέστρα-φανέστρα. Ήταν σαν μια οικογένεια.Τα βράδια, το καλοκαίρι, οι γυναίκες βγάνανε τα σκάνια και τα μπαγκούλια στο καντούνι για φρέσκο και την κοντάρανε… έχεις τόσα να πεις έπειτα από μια ολόκληρη μέρα δουλειάς. Πολ­λές φορές οι φιτουάλοι ενώνανε το βραδινό τους φαΐ – μανέστρα collu pimpiri ή αγριολάχανα βραστά – και τα μαγειρεύανε όλοι μαζί στην κανιζέλλα, πού ήτανε και παραβέντο, ή στην κούρτη του γείτονα, σε φωτιά από ξύλα – τίποτας παλιοσάνιδα και σκουρέτες πού μαζεύανε στο γύρο.
Το χειμώνα ή νόνα, στο λιγοστό φως της λαδοφωτιάς, τύλιγε με τη ζεστή σκιαβίνα τά μιτσά της στην κουκέτα και τα να­νούριζε με τσ’ ιστορίες πού είχανε και αυτήνε νανουρίσει κάποτε, σέ κάποιους άλλους χειμώνες πού ή βροχή έδιωχνε καί τότε πάλι τά πουλιά.
Τους έλεγε για τον Ιόνιο -μια χαρά παιδί- το γιο του Άδρία πού τόνε σκότωσε ο Ηρακλής κατά λάθος καί τόνε φουντάρησε στο αγριοπέλαγο πού του δόκανε τ’ όνομα του.
Τους έλεγε για τη μεγάληνε μπέλβα πού είχε τέσσερα ποδάρια καί δύο μεγάλα φτερά καί πετούσε πάνου απ’ όλη τη χώρα, πάνου από όλα τά σπίτια, μέρα καί νύχτα, δίχως σάρβο κοντόττο, καί πού ακουμπούσε εκεί ψηλά τ’ αστέρια στον ουρανό, πού λάμπουνε πιο πολύ κάθε φορά πού ανεβαίνει εκεί απάνω ένα χαμόγελο η ένα γέλιο μικρού παιδιού. Τη μπέλβα -το φτερωτό λιοντάρι- πού είχε ένα άσκημο μεγάλο μούτρο ίδιο με το μπατιδούρο στο πορτόνι του σιορ Άντζουλου, αλλά με τσιέ­ρα καλή και αγαπούσε τά παιδιά, καί ότε καί έχάνανε τη μάμα τσου τάπιανε με τά νύχια τση πού ήτονε μαλακά καί γυαλίζανε στο σκοτάδι σαν μαντρεπέρλα, τα’γλειφτε να τα ζεστάνει και τα ματαπήγαινε στο κρεβάτι τσου, τα κούπωνε με τη κοβέρτα καί τίναζε τσί φτερούγες να πέσουνε μαζί με μίανε μπουτάδα πού­πουλα και μπουκουνέλια από zucaro candio.
Τους έλεγε καί για την Καλή Κουαρτάνο πού ήτανε όμορφη σα ρόζα κατόμφυλλη, πού με το άσσέντιο τη πιάκανε οι Τούρκοι καί τήνε πουλήσανε σκλάβα στη Μπαρμπαριά καί τήνε είδε καί τήνε αγάπησε καί τήνε εστεφάνωσε ο -να μη σοί φτάκει, φτού-ό σουρτάνος, πού να μη σώσει καί να μην τόνε έβρει ο χρόνος τόν… σκυλόφραγκο! (Τόσοι πολλοί οι εχθροί πού τους μπέρδε­ψε. Για τη νόνα, συλλήβδην όλοι οι εχθροί, Τούρκοι καί Άλτζε­ρίνοι ήτανε όλοι τους σκυλόφραγκοι!).
Και για την άλληνε τη Ναζλή πού ήτανε όμορφη σα τα κρίνα τσή Πανάίας και την έκλεψε και την έφερε ο Πιέρρης από εκείνα τα βάθια οπού είναι αθρώποι πόχουνε για θεό το Μωάμε, και πού το πήρε ντα πέττο ο Τούρκος και ριτσιγιάρισε και τον έπιακε φουρλάνα μεγάλη, άλλα στέκα και τσώπασε μη και σκιαχτούνε τα παιδόπουλα με τα ρέστα!! Τους έλεγε και για την άλληνε τη Ρακέλε την άνεψιάνε του Vivante του Όβραίου του πλούσιου πού τήνε έκλεψε και αυτήνε ο Βούργαρης και τήνε άλλαξοπίστησε και τήνε βάφτισε και Μαρία και του τήνε πήρανε απίσω πάλε και θυμότανε τη μπισνόνα πού τραγουδούσε καί με το δίκιο τση “δεν είναι κρίμα καί άδικο δεν είναι καί αμαρτία σε κοιμητήριο Όβρέι-κο να θάψου τη Μαρία”.
Στην περίσταση ήτανε οι φιτουάλοι – οι συγκάτοικοι- πού έτρεχαν για βοήθεια καί στήριξη.

Καί στις γιορτές ή κιθάρα ή ή μαντόλα βγαίνανε από τ’ άρμά-ρι του καποιανού καί ή καντάδα άρχιζε – με ατή σωστή της έννοια, τά τραγουδιστά λόγια της καρδιάς καί του κρασιού, πηγαία, αυθόρμητα, χωρίς τα ψιμμύθια κάποιας έντεχνης παρέμβασης.”In sto mumento tremaria un tantin dal timor de falar e scomparir” για να γίνει σε λίγο ένα παιχνιδιάρικο allegro vivace, ύστερα καί οπό κάποιες κούπες stomacale: Do e do quatro , e do sie..per sette, per sie o sette…Καί πάρα μέσα ένα μπριόζο βεντουλάρισμα στο φουρνέλλο άναβε σπίθες χαράς καί κάποια στιγμή άνάγγελνε τη σπαγεττά-δα πού άρριβάριζε γραντιόζα κατακόκκινη καί ζεστή στη σκου­τέλλα.Με την περιτείχιση το 1576 γίνονται οι δρόμοι. Ό κεντρικός, ή Strada reale -πού τά τελευταία χρόνια θα την πουν Calle de le acque, ίσως από ατή στέρνα πού ήταν κοντά στο San Giacomo-ένώνει τη Σπιανάδα με την Porta reale. Είναι ο επίσημος δρό­μος για την υποδοχή – ingressi – των Επισκόπων καί των Προνοητών. Παράλληλος κεντρικός δρόμος ή Calle delle Erbe, πού μέσα οπό την Πιάτσα, τον εμπορικό δρόμο, φθάνει στην Porta Spilea. Ένας άλλος, κάθετος αυτός, κεντρικός δρόμος, ή Calle dei mercantanti έφθανε ως την Πίνια -all’insegna della pigna -καί eσυνέχιζε σάν Calle Giustinian ως τον San Nicolo de’Vecchi. Το καντούνι του Σάν Γκιάκομο έβγαζε στον Ντόμο, πού χτίστη­κε το 1632 – τη μητρόπολη των καθολικών. Οι κεντρικοί δρόμοι μέσα στη χώρα (via strata – στρωμένος δρόμος) είχανε πέντε έπιστρωματώσεις με ματσακάνι καί στo τέλος μια κυρτή επιφάνεια για να φεύγει το νερό της βροχής. Ήταν φτιαγμένοι από πλάκες βασάλτη ή άλλη σκληρή πέτρα. Όπου δια­σταυρωνότανε οι δρόμοι δημιουργούσαν μια μικρή πλατεία, ένα μικρό φόρο (forum) πού έσφυζε από ζωή.

Έξω οπό την Porta Spilea, στη Ρίβα τση Σπηλιάς, απλωνότα­νε το εμπορείο των Κορφών. Έκεί ξεφορτώνονται τά εμπορεύ­ματα, βοσκούνε τά ζώα πού φέρνουνε από τη στεριά, αραδιά­ζονται τά βαρέλια του κρασιού πού ξεφορτώνονται. Στη ρίβα κο­λυμπάνε καί οι “μπόμπες”, τά σχεδόν στρογγυλά βαρέλια πού γεμάτα -συνήθως κρασί- τά ρίχνουν στη θάλασσα για να τά βγά­λει το κύμα στη στεριά, χωρίς να κοπιάσει κανείς. Από εκεί οι έμποροι φορτώνουν καί το λάδι για τη Βενετία. Οι Βενετσιάνοι απαγόρευαν την εξαγωγή του λαδιού σε άλλες χώρες – pecunia nostris comunis. Όσα λάδια έμπαιναν στη Βενετία από τις κτή­σεις, τα έπανεξήγαν στις ξένες αγορές μέσω των εμπόρων της Δημοκρατίας. Το λιμάνι έχει μεγάλη κίνηση. Ή κατάληψη το 1517 της Συ­ρίας καί της Αιγύπτου από τον Σελήμ Α’ ήταν μεγάλο πλήγμα για το εμπόριο των Βενετσιάνων. Τά καραβάνια αφήνουν την Αλε­ξάνδρεια καί την Βηρυτό καί κατευθύνονται στην Κωνσταντι­νούπολη. Ή Κέρκυρα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση στην κορυ­φή του Ιονίου Πελάγους καί με την πτώση της Μεθώνης γίνεται μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο. Το νησί αποκτάει πλούτο, αυξάνονται οι τελωνειακοί δασμοί. Ναυπλιείς και Μονεμβασιώτες πού ήρθαν ατό 1540 δουλεύουν στο λιμάνι, ή Κέρκυρα εκτός από τη διακίνηση της ξυλείας της Πάργας έχει καί όλο το εμπόριο της Ηπείρου καί την εξαγωγή αλατιού. Το αλάτι για την Κέρκυρα είναι πολύ μεγάλο έσοδο, “una de le mazor intrade che habia questa terra”.

Ή χώρα την ημέρα γεμίζει ζωή. Ή καμπάνα στο καμπαναριό τ’ Άγιου ρυθμίζει όλη τη ζωή στη χώρα. Σημαίνει την ώρα το πρωί, το μεσημέρι καί το βράδυ με τον εσπερινό, το ίδιο όπως ή Βε­νετσιάνικη καμπάνα του Αγίου Μάρκου, ή περίφημη Marangona, πού όμως χτυπούσε μία φορά παραπάνω, το απόγευμα – il doponona. Στο καντούνι των λαζανιέρων πουλάνε ταγιαδέλα και μπίγουλη πού φτιάχνουν οι ίδιοι, απέναντι οι fritolini τηγανίζουν καί πουλάνε ζεστά φρέσκα ψάρια, παντού μπάνκες καί μπανκέτες, το εμπόριο είναι περίπου υπαίθριο -όταν βρέχει το τράφικο γί­νεται κάτω από τά βόλτα- οι erbaroli με τά λαχανικά, οι forneri πουλάνε τά μπαστούνια το ψωμί μέσα στα restella, Ο scaletieri τά γλυκά τους καί τις φρίτολες, οι beccari το κρέας, οι casaroli τά τυριά, οι frutaroli τά φρούτα. Στις μπάνκες φωνάζουνε τσί μανιαούρες πού τις προσφέρου­νε σε σκαρτότσα ή -ειδικά το τυρί- σε πλατιά φύλλα συκιάς.Μπουρντούνια τηγανίζονται τσί φογέρες και μεγάλα ευωδιαστά κρεμμύδια, κουκιά βραστά και κουκούτσες και καλό κρασί πάτημα σύρμα στο ρεστελλάτο του Πέπε και το σποντίν το μαστελάδο πού πουλιέται μ’ όλη τη suca fiasco. Παραπέρα οι σπετσερίες (spezzerie: φαρμακεία) πού μαζί με τα γιατρικά και το… γιόντιο (ιώδιο) πουλάνε και σπετσερικά μπαχαρικά, τα μαγαζιά με χρυσαφικά και filagrana μαζί με τσού χάβρους πού σφυροκοπάνε όλη μέρα με φωτιά το σίδερο.

Νερό είχανε αρκετό. Οι Βενετσιάνοι άρχισαν πρώτοι να φτιά­χνουν δεξαμενές για πόσιμο νερό στη χώρα. Στο τέλος της Ενε­τοκρατίας, εκτός από τις πολλές στέρνες που ήταν μέσα στα ισό­γεια των σπιτιών, πού ακόμα και τώρα πολλά από αυτά τα “πη­γάδια” σώζονται, υπήρχανε στη χώρα δεκατρείς μεγάλες στέρνες με 160.500 κυβικά νερού. Ζώα και κότες τριγυρίζουνε έξω από τα σπίτια, οι γυναίκες μαζεύουν άγριολάχανα από τους δρόμους. Άνθρωποι σοβαροί — σοβαροί κουβαλάνε ένα κόμοδο, κρα­τάνε στα χέρια μια πλατιά μπέρτα οπό νιτσεράδα και φω­νάζουνε δυνατά “Chi vol cagar…cola gazeta o senza la gazeta “. Αυτοσχέδιο κινητό αποχωρητήριο, ακουμπούσαν κάτω το κόμοδο, σε τύλιγαν με τη μπέρτα καί για μεγαλύτερη πολυτέλεια, αν ήθελες -πληρώνοντας κάτι παραπάνω, είναι ή αλήθεια- σου έδι­ναν καί ένα μπουκούνι εφημερίδα.
Ή χώρα ερημώνεται μόλις νυχτώσει, ανασφάλεια, οι κλέφτες δεν διστάσανε να κλέψουνε μέχρι και την καμπάνα πού ειδοποι­ούσε για τη σύγκληση του Major Consejo.

Οι επαγγελματίες αρχίζουν να οργανώνονται σε συντεχνίες (scole di profession). Οι συντεχνίες όμως αυτές δεν είχαν καμία σχέση με την οργάνωση των συντεχνιών του Μεσαίωνα. Δεν είχαν καμία αυτονομία, κανένα προνόμιο, ούτε καμία ισχύ. Απλά φρόντιζαν για την περίθαλψη των μελών τους -αρρώστιες ή γε­ράματα- με δικό τους ταμείο από δικές τους συνεισφορές. Είχαν μόνο κάποια ελάχιστα δικαιώματα – ο αρχιχτίστης να κάνει εκτι­μήσεις στις οικοδομές, ο φούρναρης να παίρνει μέρος στη διατίμηση του ψωμιού κλπ. Κάθε συντεχνία είχε δική της εκκλησία και σημαία με την εικόνα του Προστάτη Αγίου πού συνόδευε κά­θε θρησκευτική τελετή.

Οι αστοί ζούσανε από το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Ήταν λα­ζανιέροι, έφτιαχναν παπυρέλλες για τη λίμνη, σφυρίδες από βούρλα για τα λουτρουβιά, δούλευαν στα καμίνια ή στα σαπου­νάδικα.
Οι νόμπιλοι πολεμούσανε καί πλουτίζανε χάρις στα προνόμια πού τους έδιναν για την πολεμική τους δράση. Ιδιαίτερα ευτυχείς εκείνοι πού στους καιρούς τούτους τους αλλόκοτους είχανε χρησθεί “ιππότες της αυθεντίας με πιάτο”, δηλαδή με ισόβιο σ­τηρέσιο σε ανταμοιβή των υπηρεσιών τους. Όπως σ’ όλα τά λιμάνια, όπως σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις των νησιών οι άνθρωποι ήταν ή πολύ πλούσιοι ή πολύ φτωχοί. Στο λιμάνι ή κίνηση πάντα μεγάλη, εμπόριο, εισαγωγές, εξαγωγές, ταξίδια, επιχειρήσεις. Μέσα στη χώρα οι νέοι έπαιρναν λάουρες -πτυχία στα ξένα πανεπιστήμια- είχαν μόρφωση πού φέρ­νει πολύ χρήμα, ήταν γιατροί, δικηγόροι. Ό όχλος, ο λαός, ή πλεμπάγια, χωρίς κανένα δικαίωμα -εκτός από το δικαίωμα να ανήκουν σε κάποια συντεχνία- εδούλευαν όση ώρα ήθελε ο παρτσινέβελος -εργοδότης – χωρίς καμία προστασία από την πολιτεία. Τέλεια εκμηδένιση της αξιοπρέπειας για τους ανθρώπους της χώρας πού συνήθισαν να ζούν σε ανελεύθερες συνθήκες, άβου­λοι, χωρίς καμία πολιτική συνείδηση, αγράμματοι, στο σκοτάδι.

Όμως οι Κερκυραίοι όλοι μαζί, όπως όλοι οι νησιώτες, πλούσιοι καί φτωχοί, αστοί, νόμπιλοι καί ποπολάροι, ήταν όλοι δουλοπάροικοι στον τόπο τους, στη γη τους, ακολουθούσαν τη μοίρα του νησιού τους υποκύπτοντας σε κάθε δυνάστη. Μόνο πού είχανε από τη φύση τους μια τεράστια ψυχική δύναμη πού τους έκανε να βρίσκουν πάντα τη χαραμάδα για να πλημμυρίζουνε φως. Ζώντας στο ευλογημένο από την ομορφιά της φύσης του νησί τους, στην προσπάθεια τους ν’ αρπαχτούνε από κάπου, να στηριχτούνε κάπου, άνακαλύψανε, φτιάξανε τη γιορτή πού ξεχω­ρίζει τις μονότονες, άδειες μέρες μία – μία, στο μακρύ κομπολόι του χρόνου, τη γιορτή πού την προσμένουν καί την περιμένουν κάθε στιγμή, πού τη ζουν μ’ όλη την απελπισμένη τους δύναμη.
Καί είναι αλήθεια, πώς με τους Βενετσιάνους οι κάτοικοι στη χώρα καί στο νησί σταθήκανε – μέσ’ τη μιζέρια εκείνων των χρόνων- λιγότερο άτυχοι. Ή οικονομική, ή γεωργική καί ή εμπορι­κή άνοδος, πού αρχίζουν αρκετά νωρίς, φέρνουν κάποια, κάποιου είδους αφύπνιση.
“Για πρώτη φορά τά νησιά του Ιονίου γύρω στα 1500 μ. Χ. συνδέονται σε μια πολιτική ενότητα πού, κάτω από την κυριαρ­χία της Βενετίας, θα αποβεί καί πολιτιστική”, σημειώνει ο καθη­γητής Δ. Ζακυθηνός.

Απόσπασμα από: “ΚΕΡΚΥΡΑ, μιά ματιά μέσα στον χρόνο,1204-1864”, Νινέττα Λάσκαρι, εκδόσεις Τοπίο

 

* * *