Υπάρχει ένα θέμα που αφορά τη μορφή της Κέρκυρας, και το οποίο επεξεργάσθηκε η Βενετική πολιτική επί τέσσερις αιώνες, από τον ύστερο μεσαίωνα έως και τη νεότερη εποχή: πρόκειται για το επίκεντρο, το σπουδαίο ρόλο του νησιού και της πόλης του Ιονίου, στο πλαίσιο του θαλάσσιου κράτους πάνω στο οποίο θεμελιώθηκαν το μεγαλείο και το πεπρωμένο της Γαληνότατης. Τόπος που εκτιμήθηκε όσο ποτέ άλλος, που θεωρήθηκε πρωταρχικής σημασίας και μεγάλης σπουδαιότητας, προβάλλεται στη Σύγκλητο και στο Μεγάλο Συμβούλιο ανάμεσα στις αρχές του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. Κλειδί για τα θαλάσσια συμφέροντα της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου και προπύργιο της χριστιανοσύνης αποδεικνύεται κατά το 16ο αι., όταν το νησί εκτίθεται ευθέως στις αρπακτικές διαθέσεις των Οθωμανών.
Η απώλεια του Βασιλείου της Κάντια, δηλαδή του νησιού της Κρήτης, καθιστά το ρόλο του τόσο κρίσιμο, ώστε να ωθήσει τον Bernardino Dony να εκφραστεί περί αυτού με όρους τέτοτας διακηρυγμένης ρητορικής, όσο και δραματικής σύνθεσης: κλειδί της Αδριατικής, θαλάσσια πύλη, προστασία της Ιταλίας, στήριγμα των Ιονίων νήσων, τροχοπέδη στην Ήπειρο και την Αλβανία, ανοιχτό μάτι στην Ελλάδα (1671). Πράγματι, η Κέρκυρα έτεινε να καταστεί ένα επίκεντρο, όχι Βέβαια τόσο γεωγραφικό, όσο, κυρίως, οικονομικό και στρατηγικό, ήδη πολύ ξεκάθαρο κατά το 15ο αι., όταν, από τη μια πλευρά, αποτελεί βάση μεταβίβασης της δημόσιας αλληλογραφίας και ανεφοδιασμού των γαλέρων στο ταξίδι προς και από τη Ρωμανία και τη Μαύρη Θάλασσα και, από την άλλη, είναι εφοδιασμένη με πυροβόλα όπλα, δύο μεγάλες μπομπάρδες, ήδη δέκα χρόνια πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ένα επίκεντρο, του οποίου τα λειτουργικά χαρακτηριστικά μεταβάλλονται βαθιά με την πάροδο του χρόνου, σε συνδυασμό και στο πλαίσιο του αμοιβαίου παιχνιδιού των παραγόντων που το καθορίζουν. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, το κέντρο της οικοδομείται, διασφαλίζεται και προκύπτει, για να το πούμε έτσι, μέσω σχεδίων, έργων και ριζικών μετατροπών του φυσικού περιβάλλοντος· δηλαδή, μέσω της δημιουργίας μεγάλου μέρους των μέχρι σήμερα ορατών ιγνών της πολεοδομικής μορφολογίας, καθώς και της υλοποίησης σπουδαίων και σημαντικών αρχιτεκτονικών κατασκευών.
Ένα τέτοιου είδους «δομημένο επίκεντρο» εμφανίζεται ως πεδίο δράσης τεχνικών γνώσεων διαφορετικής προέλευσης, τόπος συνάντησης, αντιπαράθεσης και διάδοσης κατασκευαστικών πρακτικών, πλαίσιο επαλήθευσης οργανωτικών προτύπων.
Από αυτή την άποψη, η ιστορία της Κέρκυρας είναι η ιστορία μιας συνεχούς προσπάθειας προσδιορισμού, βελτίωσης και επέκτασης της οχυρωματικής ζώνης, ξεκινώντας από το «μπόργκο», που απλώνεται γύρω από τα δύο μικρά οχυρά, του Castello da mare (Παλιό Φρούριο) και του Castello della campana (Νέο Φρούριο), βυζαντινής και ανδηγαβικής εποχής, αντίστοιχα. Μια δραστηριότητα που, ήδη από τα πρώτα χρόνια του 15ου αι., συγκεντρώθηκε γύρω από τον παλιό μεσαιωνικό οικιστικό πυρήνα: με κατασκευαστικά έργα στο λιμάνι (δημιουργείται ένας πρώτος ναύσταθμος στα 1409, όταν οχυρώνεται το λιμάνι, η προβλήτα του 1443 και άλλοι ναύσταθμοι στη δεκαετία του ’60 του ίδιου αιώνα), με τη μόνιμη εγκατάσταση Βενετών υπαλλήλων, αλλά, κυρίως, με μια σειρά σημαντικών επεμβάσεων για την αμυντική ενίσχυση. Αυτές αρχικά αποβλέπουν στην επιδιόρθωση του Παλαιού Φρουρίου και την οχύρωση της κατοικημένης ζώνης, υπό την επίβλεψη του μηχανικού της υστερογοτθικής εποχής Francesco de Brentolis (1414). Αργότερα γίνεται μια ουσιαστική αναθεώρηση της αμυντικής διάταξης, που ανατέθηκε σε έναν άλλο μηχανικό της Γαληνότατης, τον πρωτομάστορα Dionigi, ο οποίος στάλθηκε στην Κέρκυρα το 1487. Όχι πολύ νωρίτερα, στο Peregrinatio του Breydenbach είχε παρουσιαστεί μια προοπτική άποψη της οχυρωμένης πόλης.
Η εικόνα των τελευταίων χρόνων του 15ου αι., που μόλις αναφέρθηκε, δείχνει μια ελλιμένιο πόλη πυκνοκατοικημένη και προφυλαγμένη ανάμεσα στα δύο γκρέμπανα (τους δύο βράχους), που είναι ψηλά και απόκρημνα, και υπογραμμίζει ιδιαίτερα, με σαφή γραφική έμφαση, την απόρθητη και απειλητική απομόνωση των δύο οχυρών: «Δύο φρούρια, ευρισκόμενα πάνω στις υψηλότερες κορυφές των δύο σκοπέλων, που φαίνεται αδύνατο να τα ατενίσεις, πόσο μάλλον να τα εκπορθήσεις» (Ν. Ζeno, 1550 περίπου). Αποδεικνύεται, έτσι, όχι τόσο το καλλιτεχνικό επίτευγμα, όσο, κυρίως, η αποτελεσματική γραφική αναπαράσταση του διαχωρισμού, της σαφούς απομάκρυνσης που επιχειρήθηκε από τη Γαληνότατη, ανάμεσα στους χώρους που εξασφάλιζαν την κυριαρχία της, όπως θα μπορούσαμε να το ορίσουμε, και τη ζωτικότητα, κοινωνική και καθημερινή, της μικρής πόλης. Πράγματι, δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που η Βενετία, ανησυχώντας για το γεγονός ότι οι στρατιώτες και οι επικεφαλής των φρουρίων της Κέρκυρας είχαν συνάψει σχέσεις τόσο στενές με την τοπική κοινότητα-, ώστε να θεωρούνται περισσότερο πολίτες παρά ένοπλοι φρουροί, διευθέτησε με αυστηρότητα και περιόρισε δραστικά αυτό που έμοιαζε να αποτελεί την έναρξη μιας διαδικασίας συγχώνευσης (1455). Το Παλαιό Φρούριο, εκ φύσεως «τραχύ και ισχυρό», όπως και το Νέο Φρούριο, διέπονται πλέον από τελείως διαφορετικούς νόμους και διαχωρίζονται απολύτως από τον οικιστικό χώρο πάνω στον οποίο κείνται με διττό ρόλο, ταυτόχρονα άμυνας και ελέγχου: φρούριο μέσα στην πόλη, ορισμός εξάλλου που επιβεβαιώνεται στα τέλη του 15ου αι., υλοποιούμενος μέσω της ανοικοδόμησης δύο μεταπυργίων και αποδεικνυόμενος από τη χαρτογραφία, την αναγόμενη σε μερικές δεκαετίες αργότερα.
Η ανανέωση της έντασης ανάμεσα στους Βενετούς και τους Τούρκους, στα 1499, συνέπεσε με την άφιξη στην Κέρκυρα ενός ταλαντούχου Λομβαρδού μηχανικού, του Jacopo Coltrino, που παρήγαγε καινούρια έργα, των οποίων ο σχεδιασμός τον έφερε σε σύγκρουση με τον επόπτη Luca Querini —«άνθρωπο του διαβόλου»— και των οποίων η εκτέλεση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Βορειοϊταλών μαστόρων και λιθοτόμων, αρκετοί εκ των οποίων προέρχονταν από την περιοχή της Brescia, όπως και ο ίδιος ο Coltrino (ενώ οι μεταφορές και η εργασία εξασφαλίζονται με αγγαρεία των εντοπίων).
Με τον Coltrino μεταβάλλεται ριζικά το τοπίο της οχυρωμένης πόλης. Πράγματι, τα ψηλά μεσαιωνικά τείχη χαμηλώνουν, κατεδαφιζόμενα τμηματικά, ώστε να είναι λιγότερο ευπρόσβλητα στα χτυπήματα του πυροβολικού.
Μαζί με τον εν λόγω μηχανικό φτάνει στην Κέρκυρα και η ιδέα της τέλειας οχύρωσης, που δεν θα «έχει πλέον ανάγκη να ανανεωθεί». Ορισμένοι τεχνικοί και οργανωτικοί όροι που αναπτύσσει ο ίδιος, αλλά, κυρίως, η τολμηρή ιδέα της κοπής της πέτρας, της επέμβασης δηλαδή στην ίδια τη φύση του ανάγλυφου πάνω στο οποίο συγκροτήθηκε η πόλη κατά τη βυζαντινή εποχή, αντιπροσωπεύουν τον κεντρικό πυρήνα του νέου σχεδίου.
Ο Jacopo Coltrino δεν ήταν πρωτόπειρος σε ιδέες αυτού του είδους: είχε προβεί στην κοπή μέρους του βράχου του φρουρίου της Gradisca, καθώς και της πιο απότομης και κρημνώδους πλαγιάς του κάστρου της Brescia. Στην Κέρκυρα δεν αρκείται στην εξάλειψη ενός βράχου πάνω στο Παλαιό Φρούριο, κοντά στην επισκοπική έδρα, που επέτρεπε την προσέγγιση στις πύλες του οχυρού. Πίσω από το Νέο Φρούριο υπήρχε μια βραχώδης προεξοχή, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει σχεδόν σαν προμαχώνας στους επιτιθέμενους εχθρούς, έτσι ώστε θα ήταν δυνατό να ανέβουν εύκολα στο οχυρό από τη θάλασσα: «τον γκρέμισαν μέχρι το επίπεδο του νερού», σημειώνει ο Βενετός χρονικογράφος (1501). Η Κέρκυρα, πόλη-φρούριο, λοιπόν, με την έναρξη του 16ου αι., είναι κατά κάποιο τρόπο χωρισμένη από τη θάλασσα, διπλός απρόσιτος Βράχος ανάμεσα στα κύματα. Ωστόσο, η τέλεια οχύρωση δεν επιτεύχθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα (1506), θα έρθει η σειρά μιας αναδιάρθρωσης, που ανατέθηκε στους Giovanni Giocondo και Lattanzio Bonghi, από το Μπέργκαμο.
Ο πρώτος είναι αρχιτέκτονας από τους μεγαλύτερους της πρώιμης αναγέννησης, μηχανικός στο Συμβούλιο των Δέκα, εκδότης της πραγματείας του Βιτρούβιου και λάτρης της αρχαίας κληρονομιάς στον ανθρωπιστικό κύκλο του Βενετών ελληνιστών. Ο δεύτερος είναι άνθρωπος των όπλων και μηχανικός της Βενετίας, αλλά είχε εκπαιδευτεί στην υπηρεσία του Guidobaldo da Montefeltro, δούκα του Ουρμπίνο, στην Αυλή του οποίου είχε κληθεί και ο Francesco di Giorgio Martini, αρχιτέκτονας και συγγραφέας πραγματειών και επίσης σπουδαία μορφή της στρατιωτικής μηχανικής. Οι νέες οικοδομικές γνώσεις της ιταλικής αναγέννησης φτάνουν, λοιπόν, στο νησί του Ιονίου. Δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο ποια υπήρξε η καθοριστική συμβολή τους στα εκτελούμενα οχυρωματικά έργα. Φαίνεται ότι αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο μια περγαμηνή του Αρχείου της Κέρκυρας, που ανάγεται στα 1507 και η οποία υπαινίσσεται την κατεδάφιση μιας αστικής κατοικίας για την κατασκευή του πύργου της πύλης της στεριάς.
Ωστόσο, είναι πιθανό, ότι η συμβολή τους αφορούσε στη διαπλάτυνση και εκβάθυνση της τάφρου που διέτρεχε κατά μήκος την οχυρωμένη εμπρόσθια πλευρά της κερκυραϊκής γης, δηλαδή στη διάνοιξη ενός πραγματικού καναλιού ανάμεσα στη μεσαιωνική πόλη και στην ήδη υπάρχουσα οικιστική εγκατάσταση εκτός των τειχών, στην τριγύρω πεδιάδα.
Μέσω μιας νέας επέμβασης διαχωρισμού, η πόλη πάνω στο λόφο, ήδη απρόσιτη από τη θάλασσα, απέβαινε εξίσου απρόσιτη και από την ξηρά. Έτεινε να «περιοριστεί σε νησί», όπως ήδη είχε συμβεί στη Ζάρα, συνιστώντας με τη σειρά της ένα μοντέλο επέμβασης, το οποίο μερικές δεκαετίες αργότερα θα ξαναπροταθεί και θα πραγματοποιηθεί από τον Michele Sanmicheli για την άμυνα της πόλης της Chioggia, στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας.
Για την ασφάλεια της Κέρκυρας, που έμοιαζε με ακίνητο καράβι από πέτρα, ταγμένο στην αέναη επιτήρηση των ναυτικών γραμμών στην Αδριατική, η Βενετία ήδη συσσωρεύει και αποθησαυρίζει συμβουλές, γνώσεις, σχέδια. Από αναγεννησιακούς πρίγκιπες, όπως ο Alfonso I d’Este (1518), που είχε οχυρώσει τη Φερράρα του· από τον Francesco Maria della Rovere (1533), που είχε κάνει το ίδιο για το Ουρμπίνο και ο οποίος, ως γενικός διοικητής της Γαληνότατης και μορφή με κύρος στο διάλογο για την «οικοδόμηση της πόλης» κατά το 16ο αι., ήταν τότε απασχολημένος με το γενικό σχεδιασμό της αμυντικής αναδιοργάνωσης ολόκληρου του ηπειρωτικού κράτους· από Βενετούς ευγενείς, έμπειρους στον πόλεμο και στη θάλασσα, όπως ο Vincenzo Capello, στην εξύμνηση του οποίου είναι αφιερωμένη η πρόσοψη της εκκλησίας της Santa Maria Formosa, στη Βενετία· από φημισμένους και πεπειραμένους μηχανικούς, όπως ο Agostino da Castello (1532).
Όταν, εξαιτίας της ανανέωσης της έντασης με την αυτοκρατορία του Σουλεϊμάν, τίθεται εκ νέου το ζήτημα του κερκυραϊκού επίκεντρου, η Βενετία προσανατολίζεται σε μια συνολική στρατηγική αντιμετώπιση του. Στα υπερπόντια και ηπειρωτικά εδάφη της, δύο θα πρέπει να είναι τα σπουδαιότερα οχυρωμένα σημεία «πλησιέστερα στο σύνολο (των γεωγραφικών περιοχών που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος)… και… σαν αποθήκες στις άλλες»: η Κέρκυρα στο Λεβάντε και η Βερόνα στην ηπειρωτική γη.
Βέβαια, το ξεπέρασμα της βενετοτουρκικής κρίσης κατά τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας του 16ου αι., οι οικονομικές δυσκολίες, η απασχόληση των Βενετών σε μια σειρά μεγάλων έργων που εκτελούνται στις οχυρωμένες βενετικές πόλεις, όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η περαιτέρω ενίσχυση της οχύρωσης της Κέρκυρας, που είχε προβλεφθεί. Αλλά, έπειτα από την καταστροφική επίθεση των Τούρκων, το 1537, και τις μεγάλες ζημιές που προκλήθηκαν στην πόλη και στο νησί, οι προθέσεις επιβεβαιώνονται εκ νέου: είναι απαραίτητο «να γίνει η Κέρκυρα το πιο ισχυρό οχυρό που απαιτούν οι καιροί».
Ο Francesco della Rovere, ο Γενικός Καπιτάνος της Βενετίας, είχε καταστήσει σαφές στον δόγη Andrea Gritti, το 1532, τι απαιτούσαν οι καιροί ενόψει της αναμέτρησης ανάμεσα στη Γαληνότατη και τον Μεγάλο Τούρκο: η πρώτη να μάθει να αντιπαραβάλλει έναν «πόλεμο ευφυΐας» στην ικανότητα των Οθωμανών να κινούν μάζες και να εκμεταλλεύονται τεράστιες οικονομικές πηγές. Και, πράγματι, από το 1538 η παλιά πόλη της Κέρκυρας βρίσκεται στο επίκεντρο ενός κύματος νέων επεμβάσεων στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την προσαρμογή της άμυνας της στις ραγδαίες προόδους που έχουν σημειωθεί στις πολεμικές τεχνικές την τελευταία εικοσαετία. Πρόοδοι που, ακριβώς στη Βενετία και κατά τα ίδια χρόνια, είχαν καθορίσει τη γέννηση μιας νέας επιστήμης, της βαλλιστικής, με τις έρευνες του μαθηματικού Nicolò Tartaglia, οι οποίες έγιναν σε αρκετά στενή συνεργασία με τους πρωταγωνιστές του οχυρωματικού προγράμματος των Βενετικών πόλεων και εδαφών στην Ιταλία και στο μεσογειακό Λεβάντε.
Έτσι, εγκαινιάζονται έργα στο μέτωπο προς την ξηρά της πόλης, η οποία ενισχύεται με νέες οχυρώσεις. Διαπλατύνεται εκ νέου το τεχνητό κανάλι. Επεκτείνεται ακόμη περισσότερο ο επίπεδος ανοιχτός χώρος της Σπιανάδας, που ήδη είχε δημιουργηθεί από το 1516 μπροστά στα τείχη, για να αφήνει σε ακάλυπτο πεδίο τους επιτιθέμενους, με την κατεδάφιση οικιών, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση των κατοίκων. Γκρεμίζεται, ακόμη, «μεγάλο μέρος των οικιών μας, των αποθηκών και των καταστημάτων, καθώς και η πλατεία και η loggia, όπου συνήθιζαν να συναντώνται οι κάτοικοι» και επιχειρείται η μεταφορά της πλατείας και της αγοράς στη Σπηλιά (μια απόφαση που εν μέρει ανακλήθηκε, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι τα σπίτια και τα εργαστήρια των Κερκυραίων στη Σπιανάδα θα κατασκευάζονταν από ξυλεία, ώστε να διαλύονται με ευκολία).
Τελικά, αρχίζει πάλι η μεταβολή του φυσικού περιβάλλοντος, με το χαμήλωμα του υψώματος των Καστράδων. Και όλα αυτά, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που καθόρισε ο δούκας του Ουρμπίνο και στη Βάση των αρχικών υποδείξεων του Michele Sanmicheli, του μεγάλου αρχιτέκτονα που ήδη είχε αναμειχθεί στην οχύρωση της Βερόνα, του χερσαίου στρατηγικού σημείου του οχυρωματικού βενετικού συστήματος.
Ωστόσο, η απόσταση ανάμεσα στην παλιά πόλη και τους ζωτικούς οικισμούς (την περιοχή που η χαρτογραφία του 16ου αι. προσδιορίζει ως Εl bazaro) μεγαλώνει, και η λογική αυτού του διαχωριστικού σχεδίου, στα μέσα του 16ου αι., έχει ανάλογες συνέπειες.
Πάντως, η Κέρκυρα παραμένει ένα αδιάκοπο εργοτάξιο, όπως αδιάκοπη είναι και η διαμάχη καθ’ όλη την περίοδο της αναγέννησης για την τύχη της, την οποία δεν μας είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε σ’ αυτές τις σελίδες, παρά μόνο στα κύρια σημεία της και σύμφωνα με τη μονομερή και πιεστική οπτική της Γαληνότατης. Η νέα απόβαση και επίθεση των Οθωμανών στο νησί, το 1571, εξαιτίας της οποίας ο πληθυσμός υπέφερε τα πάνδεινα, ανάγκασε τη Βενετία να αλλάξει προσανατολισμό και να αναθεωρήσει το πρότυπο που μέχρι τότε ακολουθούσε στην οχύρωση της Κέρκυρας. Έτσι, προτείνεται ένα νέο αμυντικό σχέδιο, στο οποίο περιλαμβάνονται η παλιά πόλη, οι συνοικίες, ο ναύσταθμος, καθώς και το σύνολο των κτιρίων που συνδέονται με τις στρατιωτικές λειτουργίες και υπηρεσίες. Αυτό το σχέδιο των τελευταίων χρόνων του 16ου αι. συντάχθηκε κυρίως από τον Ferrante Vitelli, στρατιωτικό αρχιτέκτονα του δούκα της Σαβοΐας, και προέβλεπε εργασίες, όπως τονίστηκε, σε πολλαπλές κατευθύνσεις: οι δραστηριότητες ξεκίνησαν με την κατεδάφιση της υπάρχουσας κατοικημένης ζώνης στις παρυφές του λόφου του Αγίου Μάρκου και με την ανοικοδόμηση της ακρόπολης του Αγίου Μάρκου ή Νέου Φρουρίου, «αρχή και κεφαλή εκείνης της οχύρωσης». Σ’ αυτήν είχε αποδοθεί ο διπλός ρόλος του στρατιωτικού ελέγχου αφενός των τριγύρω περιοχών, χερσαίων και θαλάσσιων, και αφετέρου των οικισμών, που τώρα περιελήφθησαν μέσα στα τείχη.
Οι εργασίες στα τείχη του Νέου Φρουρίου, που περιέκλειε σε μια οχυρωματική ζώνη και τους είκοσι τέσσερις οικισμούς οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί μπροστά στην παλιά πόλη, με τους 8.000 περίπου κατοίκους τους, ξεκίνησε ήδη μέσα στο 1580. Εν πάση περιπτώσει, από αυτά τα χρόνια άρχισε να ολοκληρώνεται η διαδικασία της στρατιωτικής εξειδίκευσης της μεσαιωνικής πόλης (είχε τότε λιγότερους από διακόσιους κατοίκους), η οποία κατά το 17ο αι. έχασε και τον παλιό καθεδρικό ναό, ο οποίος μεταφέρθηκε στη νέα πόλη: η πόλη πάνω στο λόφο των βυζαντινών ναών έγινε τώρα η Παλιά Ακρόπολη ή Παλαιό Φρούριο.
Αλλά η στρατιωτική μηχανή των Βενετών στο Λεβάντε απαιτούσε άλλα: την ανοικοδόμηση του νέου Νοσοκομείου για τα πληρώματα των γαλερών (αργότερα Νοσοκομείο για τους στρατιώτες, στο οποίο δίνεται μεγάλη έμφαση στο χάρτη του νησιού, που εκδόθηκε από τον G. Orlandi το 1602)· την επαναδιευθέτηση και διεύρυνση του λιμανιού για τις γαλέρες, του Μανδρακίου· την κατασκευή καταλυμάτων για τη φρουρά. Αυτά τα έργα πραγματοποιήθηκαν όλα στα τέλη του 16ου αι.
Στο πλαίσιο της λειτουργικότητας της πόλης, οι επεμβάσεις για την ολική ανασυγκρότηση της κατοικημένης ζώνης ολοκληρώθηκαν με την ανοικοδόμηση της αποθήκης για τα δημητριακά και τα άλευρα, καθώς και ενός λοιμοκαθαρτηρίου, του lazzaretto (1588), για την απολύμανση των εμπορευμάτων, ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίοι όροι υγιεινής στην εμπορική ζωή του λιμανιού.
Όπως διαπιστώνεται ευχερώς από τη χαρτογραφία της πόλης στα τελευταία γρόνια του 16ου και στις αρχές του 17ου αι., τα προέχοντα τμήματα της μορφολογίας του ενδοαστικού υπόβαθρου καθορίζονται από το οικοδομικό μέτωπο της Σπιανάδας και τον οδικό άξονα που οδηγούσε στην Παλαιά Ακρόπολη, δηλαδή ταξινομούνται επιπεδομετρικά από το πλαίσιο των επεμβάσεων που αναφέραμε εν συντομία. Οι ταραγμένοι καιροί, εξάλλου, υπαγόρευαν μια περαιτέρω πράξη μεγάλης σημασίας, τόσο κοινωνικής όσο και πολεοδομικής: τη δημιουργία ενός «γκέτο», πράγμα που αποφασίστηκε το 1577, δηλαδή σαράντα χρόνια περίπου αφότου είχε ζητηθεί από την πλευρά των Κερκυραίων, για «δικαιοσύνη και καλύτερη διακυβέρνηση αυτού του λαού».
Τέλος, λαξευτές μνημειακές πύλες, που σχεδιάστηκαν από τον Ferrante Vitelli, η Βασιλική Πύλη και η Πύλη της Σπηλιάς, έρχονται να επισφραγίσουν, μέσω του ρητορικού σχήματος του ισχυρού και του ωραίου, το έργο της ανανέωσης, το οποίο εμφανίζεται ως επιστροφή στο μεγαλείο της αρχαιότητας, στη γη της Ελλάδας: «δυνάμενοι να συναγωνισθώμεν επαξίως τας εξαίρετους κατασκευάς είτε των Ρωμαίων είτε των Ελλήνων», όπως θα γράψει ο Marmora τον επόμενο αιώνα.
Τα τμήματα που ήταν κάποτε διαχωρισμένα, οι συχνά συγκρουόμενες συνιστώσες, εμφανώς ή αφανώς, με άλλα λόγια οι διαφορετικοί λειτουργικοί λόγοι, συγχωνεύονται και αφομοιώνονται στην πόλη-μηχανή άμυνας του Πρίγκιπα: όλα αυτά «απαρτίζουν ένα και το αυτό σώμα» (1580), όπου οι πολίτες «ζουν συσπειρωμένοι κάτω από τη θαλπωρή δύο σημαντικών φρουρίων», για να ανατρέξουμε σε μια αρκετά ενδεικτική εικόνα που παραθέτει ο Andrea Corner, Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης στο δεύτερο μισό του 17ου αι.
Από τα έργα των τελευταίων χρόνων του 16ου αι., λοιπόν, γεννιέται η Κέρκυρα της σύγχρονης εποχής, και, μαζί με την Palmanova, αποβαίνει μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εφαρμογής των αναγεννησιακών θεωριών και τεχνικών για «την οικοδόμηση της πόλης», που αποτελεί επαλήθευση των ικανοτήτων και των ορίων της προγραμματικής δραστηριότητας, όσον αφορά στην ενασχόληση με έργα μετατροπής ευρείας κλίμακας, τα οποία εξυμνούνται με αξιοσημείωτη εκφραστική δύναμη σ’ ένα φημισμένο χωρίο του Daniele Barbaro, Βενετού πατρικίου και σχολιαστή του Βιτρούβιου (1556), που βεβαιώνει:
«… Είναι θαυμαστό πράγμα η εξουσία να ενώνει τους άξεστους ανθρώπους προς το κοινό συμφέρον, και εκείνοι να περιορίζονται στη λατρεία και την πειθαρχία, σίγουροι και ήσυχοι στις πόλεις και στα φρούρια· έπειτα, με τη μέγιστη βία που ασκήθηκε ποτέ στη φύση, να κόβουμε τους βράχους, να τρυπούμε τα βουνά, να πληρούμε τις κοιλάδες, να αποξηραίνουμε τα έλη· να κατασκευάζουμε πλοία, να αλλάζουμε τον ρου ποταμών, να κάνουμε να αναβλύζουν τα ύδατα των πηγών και να ξεπερνούμε την ίδια τη φύση στα πράγματα που εμείς είμαστε νικημένοι, σηκώνοντας τεράστια βάρη και ικανοποιούμενοι εν μέρει στην επιθυμία της αιωνιότητας».
Στο πλαίσιο της πολιτιστικής ανάπτυξης των ύστερων χρόνων του 16ου αι., η Κέρκυρα, όπου ισοπεδώθηκαν βουνά και ανοίχτηκαν λιμάνια, κατασκευάστηκαν ναύσταθμοι και υψώθηκαν τείχη και φρούρια, μπορεί να αντιπροσωπεύει, συνεπώς, μια απόδειξη του θριάμβου της τέχνης πάνω στη φύση, μιας τέχνης οικοδομικής, που έγινε όργανο της διακυβέρνησης. Έτσι, πρακτικά, την ερμήνευσε και ο Nicolò Zeno, άνθρωπος των γραμμάτων και Βενετός συγκλητικός, ως «τόπο ισχυρότατο εκ φύσεως, και καμωμένο από εμάς, με τέχνη και έξοδα, απόρθητο».
Επαλήθευση και απόδειξη: στην πραγματικότητα, αν και ο πολεοδομικός μηχανισμός της Κέρκυρας του 16ου αι. ολοκληρώθηκε στο επίπεδο της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, η ουσιαστική σχέση με την κοινωνική ζωή αποδεικνύεται ατελής. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, πράγματι, αρνείται αμέσως τους δεσμούς με την οχυρωμένη πόλη. Υπάρχουν αυτοί που δεν θέλουν να υποβάλλονται τα εισοδήματα τους σε δασμούς και τέλη (αφού τα τείχη είναι και μέσο οικονομικού ελέγχου). Υπάρχουν εκείνοι που εννοούνται «ελεύθεροι, με τα σκάφη τους να εμπορεύονται όπου τους αρέσει». Και παρά την προστασία που προσφέρουν οι νέες οχυρώσεις, υπάρχει ελεύθερος οικοδομήσιμος χώρος, άδειες κατοικίες, ταπεινά σπίτια με ένα μόνο όροφο (επομένως συνθήκες για την αύξηση της πόλης και για νέα εγκατάσταση), ενώ σχηματίζονται ακόμα οικισμοί εκτός των τειχών, εκτεθειμένοι στις επιδρομές από τη θάλασσα: σε άρνηση της τρομερής αστικής μηχανής, παρά την προστατευτική «θαλπωρή» των φρουρίων, εξαιτίας μιας έμφυτης αντιαστικής ροπής.
Άνθρωποι του πολέμου, όπως ο Giovan Maria Martinengo, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να προτείνουν τη βίαιη ερήμωση των νέων εξωαστικών οικισμών. Η Γαληνότατη, αντιθέτως, αποφάσισε να απόσχει από κάθε τέτοια επέμβαση: έκανε μια επιλογή συνειδητής μεσολάβησης ανάμεσα στην «τέλεια οχύρωση» και στις πολιτικές ανάγκες της «φήμης» για καλή διακυβέρνηση.
Αυτό που παρέμενε σε εκκρεμότητα ήταν ο συναγωνισμός ανάμεσα στους οχυρωματικούς μηχανισμούς και το χρόνο, ανάμεσα στην άμυνα και τις πολεμικές τεχνικές, ανάμεσα στη σημασία της θέσης και στα αιματηρά σενάρια για τη Μεσόγειο. Η επιβεβαίωση και η προστασία της θαλάσσιας κεντρικότητας της βενετικής Κέρκυρας καθιστούσαν απαραίτητη τη διαρκή επεξεργασία του αμυντικού σχεδίου.
Πράγματι, μετά τη λήξη του πολέμου της Κρήτης και την οριστική απώλεια του νησιού, ο σπουδαίος ρόλος της πόλης όχι μόνο απέβη καθοριστικός για τους Βενετούς, αλλά, επίσης, εμβληματικός της ιστορικής συνέχειας της Γαληνότατης: «άλλοτε καρδιά [η Κέρκυρα], τώρα κεφαλή, πάνω στην οποία φαίνεται ότι εναποτίθεται η σύνεση Σας και το πολύτιμο διάδημα της Ανατολής», γράφει ο Bernardino Dony στον δόγη, το 1671. Στο μεταίγμιο του 17ου και του 18ου αι., με εξαίρεση τη σύντομη παρένθεση της κατάληψης της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, η Κέρκυρα, πρωτεύουσα των Ιονίων, δεν είναι πια μονάχα η κύρια πόλη του βενετικού θαλάσσιου Λεβάντε: είναι το ίδιο το Θαλάσσιο Κράτος της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Φέρει το Βάρος και το νόημα της ιστορικής μνήμης της γηραιάς Γαληνότατης. Ο Filippo Verneda, τότε, ενημερώνει ακόμη την αμυντική της μηχανή, με ένα συνολικό επανασχεδιασμό, που σχολιάστηκε ευρύτατα στο έργο του Discorso intorno alla fortezza di Corfù (Λόγος για την οχύρωση της Κέρκυρας). Τελικά, την επομένη της λήξης του βενετο-τουρ-κικού πολέμου, προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού, ξεκινώντας από τις μελέτες του Verneda ο Giovanni Maria von Schulenburg εγκαινιάζει την τελευταία προγραμματική φάση του μεγάλου οχυρωματικού συνόλου, με το διπλασιασμό του αμυντικού μετώπου προς την ξηρά, μέσω των δύσκολων και τεχνικά εξελιγμένων έργων που πραγματοποιήθηκαν στα υψηλότερα σημεία των λόφων Αβράμη και Σωτήρα, καθώς και πάνω στο ενδιάμεσο οχυρό του Αγίου Ρόκου. Εργάστηκε πυρετωδώς για περισσότερο από μία δεκαετία, ανάμεσα στα 1717 και στα 1730 περίπου, ισοπεδώνοντας καταρχάς το «μπόργκο» του Αγίου Ρόκου «για να υπάρχει ελεύθερη θέα… σε μεγαλύτερη απόσταση» και οικοδομώντας το οχυρό του Pasqualigo στο πρώτο από τα προαναφερθέντα υψώματα, καθώς και ένα συμμετρικό οχυρό πάνω στο δεύτερο.
Οικοδομικά υλικά αποκτήθηκαν λίγο πολύ από παντού: από τα παλιά κατεδαφισμένα σπίτια του Μαντουκίου και των Καστράδων, αλλά και από τα κλασικά ερείπια της Χερσέπολης («μάρμαρα καλά για βάσεις και γωνίες»), καθώς και από εκείνα της Παλαιόπολης, που, στο μεγαλύτερο μέρος τους, κατέληξαν στο οχυρό του λόφου Αβράμη. Ωστόσο, εκδηλώνοντας και σημεία μιας νέας ευαισθησίας, κοινωνικής και πολιτικής, ο Schulenburg επιμένει στο ότι «ο τρόπος να κερδίσουμε τη συμπάθεια [των πολιτών της Κέρκυρας]… είναι να αφήσουμε ελεύθερη τη θρησκεία τους, να παραχωρήσουμε άφθονα προνόμια, να θωπεύουμε ή να τιμούμε τις κεφαλές του λαού και ιδιαίτερα τους επισκόπους». Παράλληλα, μελετά τον τρόπο επέκτασης των οικιστικών δυνατοτήτων της πόλης με νέες πολεοδομικές κατασκευές απέναντι στον Άγιο Φραγκίσκο και στην Παναγία της Τενέδου, υπολογίζοντας ακόμη και σε νέα μεταναστευτικά κύματα από την κατεχόμενη από τους Οθωμανούς Ελλάδα, αλλά, κυρίως, προτείνοντας «μια παράλληλη γραμμή οικιών που να βλέπουν στη Σπιανάδα, το κεφάλαιο των οποίων θα μπορούσε να αυξήσει αρκετά τα δημόσια έσοδα και θα προσέφερε στους υπηκόους μεγάλη βοήθεια στην εγκατάσταση τους, ενώ για την πόλη θα αποτελούσε ιδιαίτερο στολίδι». Τα σπίτια αυτά θα χτίζονταν με ίδιο σχέδιο στην πρόσοψη, ιδέα η οποία θα υλοποιηθεί στα πρώτα χρόνια του 19ου αι.
Στα μέσα του 18ου αι. η Κέρκυρα είχε γίνει «η πιο ωραία και ισχυρή πόλη στην Ευρώπη… [τέτοια ώστε] μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο τέχνης». Στην πραγματικότητα, η φοβερή στρατιωτική αρχιτεκτονική του μετώπου της Κέρκυρας και η ασφάλεια που προσέφερε στην τακτοποιημένη και πυκνοκατοικημένη πόλη που περιέκλειε, αποτελούν εικονογραφικό θέμα: ενός ζωγραφικού έργου που τώρα φυλάσσεται στο Ναυτικό Μουσείο της Βενετίας, καθώς και —όχι βέβαια τυχαία— κάποιων σχεδίων και ενός περιγράμματος του Σχεδίου της Κέρκυρας (Plan de Corfou), που εκδόθηκε το 1735 από τους κληρονόμους του J.B.Homman και έχει την αξία μιας προπαγανδιστικής εικόνας ταυτόχρονα δοξαστικής και αποτρεπτικής, που αποτελεί ορατή επιτομή της τελευταίας εξαντλητικής ενασχόλησης των Βενετών στο Λεβάντε.
Στο μικρό όρμο των Γουβιών, στο μεταξύ, είχε δημιουργηθεί ένα νέο λιμενικό σύνολο, ο ναύσταθμος τον οποίο εμπνεύστηκε ο Schulenburg στα 1717, ως εναλλακτική υπόθεση μιας όμοιας εγκατάστασης που θα πραγματοποιείτο στο Αργοστόλι (Κεφαλλονιά). Οργανώθηκαν εκεί οι δραστηριότητες συντήρησης των πλοίων του Βενετικού στόλου και ανεγέρθηκε ένα μικρό σύνολο κτισμάτων για την αποθήκευση του σχετικού εξοπλισμού και τη στέγαση των στρατιωτών, των μαστόρων και των εποπτών (1737). Δεν δημιουργήθηκε, ωστόσο, ένα νεώριο «δυτικής χρήσεως», του οποίου η κατασκευή είχε αρχικά προγραμματιστεί. Συγκέντρωση, αποθησαύριση γνώσεων, όπως είπαμε ήδη, στο αδιάκοπο εργοτάξιοτης πόλης. Στις εμπειρίες, ακριβώς, του επανασχεδιασμού της Κέρκυρας κατά το 18ο αι. ανάγονται κάποιες από τις πιο αξιόλογες εμπειρίες της τεχνικής και οργανωτικής ανανέωσης που δρομολογήθηκαν από τη Γαληνότατη κατά τον ίδιο αιώνα.
Ξεκινώντας από τον πυρήνα μιας δεκάδας αξιωματικών «εκπαιδευμένων από τα οχυρωματικά έργα της Κέρκυρας» και καταρτισμένων στο σχέδιο και στα μαθηματικά, ο Schulenburg πρότεινε το 1728 την ίδρυση μιας σχολής και ενός σώματος μηχανικών.
Η σχέση με την πόλη και την ιστορία της υπήρξε καθοριστική γι’ αυτή την απόφαση. Η Κέρκυρα, τόπος προβολής στο χρόνο τεχνικών γνώσεων και εμπειριών, όπως ελέχθη, απέβη ένα εξαιρετικά πλούσιο πειραματικό πεδίο. Η πολεμική μηχανή έγινε εργαστήριο: «… Προέβλεψα, ώστε διάφοροι νέοι αξιωματικοί να εκπαιδευτούν στο σχέδιο και στα στρατιωτικά μαθηματικά παρακολουθώντας την ανέγερση των έργων της Κέρκυρας, τα οποία, καθώς περιλαμβάνουν παλαιά και σύγχρονα τείχη, διαφορετικής κατασκευής και μέτρων και είναι προσαρμοσμένα στα πεδινά και στα υψώματα, αποτελούν πλούσιο πεδίο για την εκμάθηση κάθε πτυχής της δουλειάς και των μέσων». Το σώμα και η σχολή μηχανικού συστάθηκαν με τη μετάκληση τεσσάρων αξιωματικών μηχανικών στην Κέρκυρα, ενός από τη Ζάκυνθο και ένος έκτου από τη Λευκάδα. Εκτός από την επίβλεψη και επέμβαση στα δημόσια οικοδομήματα, σ’ αυτούς οφείλεται και μια αξιόλογη χαρτογραφική δραστηριότητα, τόσο γενική, που αφορά στο σύνολο του νησιού, όσο και ειδική, που πιστοποιείται είτε στα Αρχεία της Κέρκυρας είτε τοπογραφικής αναπαράστασης του νησιού, που ανατέθηκαν στον διοικητή του μηχανικού Αντώνιο Στρατηγό, αποσαφηνίζει τους σκοπούς μέρους τουλάχιστον της εν λόγω επιχείρησης: «Η τοπογραφία, η οποία θα αποτελέσει το προκαταρκτικό στάδιο των εργασιών σ’ εκείνο το νησί, γνώση ευγενής και ευρεία, αξίζει αναλόγως τη φροντίδα της μέγαλειότητάς Σας». Οι τεχνικές και η τεχνογνωσία του μηχανικού εγκατέλειπαν, λοιπόν, οριστικά την οχύρωση, και κάθε προγενέστερη διάκριση έμοιαζε να καταρρέει.
Ενδεικτικά, στην πρώτη ομάδα των μηχανικών της Γαληνότατης που κλήθηκαν να συνεργαστούν στα σχέδια του Schulenburg, εξαιτίας των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους, μαζί με προσωπικότητες, όπως ο Giovan Battista Lodoli —αδελφός του μεγάλου Βενετού θεωρητικού της αρχιτεκτονικής fra Carlo Lodoli και ανιψιός του Sigismondo Alberghetti, πρωτεργάτη των μεγάλων σχεδίων της οχύρωσης του Ισθμού της Κορίνθου κατά την εποχή του Francesco Morosini— ανάμεσα σ’ αυτούς, σημειώνουμε, συγκαταλεγόταν ο κόμης Domenico Gialinà (Κυριάκος Γιαλινάς), του οποίου η κρητικής καταγωγής οικογένεια είχε ριζώσει ανάμεσα στις άλλες της Κέρκυρας: ένας δεσμός άμεσος και εμπεριστατωμένος μεταξύ των πρώτων συλλήψεων και των υλοποιήσεων τους και της αστικής κοινωνίας των Ιονίων νήσων.
Πηγή : Ennio Concina ,διεθνής έκθεση αρχειακού υλικού. Κέρκυρα,ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική 14ος-19ος αι. , έκδοση πολιτιστικού σύλλογου “Κέρκυρα”
* * *
Leave A Comment