Στο πλαίσιο της επισταμένης έρευνας που διεξάγουμε στο Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας για τη συλλογή ιστορικών στοιχείων, σχετικά με την τοπική ιστορία του χωριού των Καλαφατιώνων, που πρόκειται να εκδοθεί στο κοντινό μέλλον με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου, εντοπίσαμε μερικά έγγραφα διαφόρων νοταρίων του 16ου αιώνα, στα οποία γίνεται νύξη για τη μεγάλη συμφορά που βρήκε τότε τον τόπο μας. Τα στοιχεία αυτά αφορούν στη βάρβαρη επιδρομή των Τούρκων κατά τον Αύγουστο του 1537, και τις επιπτώσεις που είχε αυτή στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης και στους Καλαφατιώνες ειδικότερα.
Πρόκειται για μια αιματηρή και δραματική περιπέτεια που έζησαν οι άμεσοι πρόγονοί μας, η οποία στους περισσότερους είναι ελάχιστα ή και καθόλου γνωστή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Πολιτιστικός φορέας του χωριού, στο πλαίσιο του εορτασμού της 25ης Μαρτίου, της επετείου του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων, θεώρησε σκόπιμο να μας καλέσει να δημοσιοποιήσουμε όσα στοιχεία ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των ερευνών μας σχετικά με την εν λόγω περίοδο.
Για να γίνουν, όμως, πιο κατανοητά αυτά που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, θεωρήσαμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία όσο αυτό είναι απαραίτητο για τη σκιαγράφηση των συνθηκών που οδήγησαν στα δραματικά γεγονότα στα οποία θα αναφερθούμε. Πρόκειται για το έργο «Αποδημίες», του Κερκυραίου Νίκανδρου Νούκιου, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της επιδρομής, και περιγράφει τα όσα έζησε με ιδιαίτερη γλαφυρότητα. Το έργο, βέβαια, είναι γραμμένο στην αρχαία αττική διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή οι λόγιοι, και η οποία είναι αρκετά δυσνόητη για τον σύγχρονο Έλληνα. Για τον λόγο αυτόν, θα χρησιμοποιήσουμε τη μετάφραση του αείμνηστου συντοπίτη μας Γεράσιμου Χυτήρη, ο οποίος απέδωσε την αφήγηση του Νούκιου στη δημοτική, τη σχολίασε και την εμπλούτισε με επιπλέον ιστορικά στοιχεία.
«Έχει τι δεινόν ισχύος θράσσος». Με τα λόγια αυτά ξεκινά τον πρόλογό του ο Γεράσιμος Χυτήρης, και συνεχίζει: «Μια συμμαχία του σταυρού με το μισοφέγγαρο κατά του σταυρού στον 16ο αιώνα, κατέληξε σε βάρος αθώων ελληνικών πληθυσμών. Η συμμαχία κλείστηκε ανάμεσα στον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας και τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄ τον Μεγαλοπρεπή, και στρεφόταν κατά του Καρόλου Ε΄ βασιλιά της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ισπανίας και από τα 1529 Αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κράτους. Τα Εφτάνησα βρίσκονταν τότε κάτω από τη βενετσιάνικη κυριαρχία. Έφτανε για τον Σουλτάνο η υποψία πως τα βενετσιάνικα καράβια βοηθούσανε τον στόλο του Καρόλου για να κινηθεί σε πολεμική προπαρασκευή, υπολογίζοντας και τη Βενετία σαν πολέμια.
Έτσι, ξεκίνησε την Άνοιξη του 1537 από την Κωνσταντινούπολη με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, πέρασε την Θράκη, διέσχισε την Μακεδονία, μπήκε στην Αλβανία και στρατοπέδευσε στην Αυλώνα. Τον ίδιο καιρό, ο πολεμικός στόλος, 400 καράβια εξοπλισμένα με 3000 κανόνια, έβγαινε από τον Ελλήσποντο. Τον συνόδευαν τα βοηθητικά, φορτωμένα πολεμοφόδια, πολεμικές μηχανές της εποχής εκείνης, ζωοτροφές και στρατό συμπληρωματικές δυνάμεις από 25000 πεζούς, καβαλάρηδες και γενίτσαρους. Στόλαρχος, ο γαμπρός του Σουλτάνου, Λουφτή Πασάς, με υπαρχηγό τον τρομερό κουρσάρο Χαϊρεντίν τον Κοκκινογένη (Μπαρμπαρόσα).
Ο Σουλτάνος, ύστερα από σύσκεψη με τους αρχηγούς των δυνάμεών του, Λουφτή Πασά, Χαϊρεντίν και Γιανουσή Μπέη, τον Αύγουστο στην Αυλώνα, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βενετίας. Αμέσως οι πεζοί άφησαν την Αυλώνα, πέρασαν από το Αργυρόκαστρο και ήρθαν και στρατοπέδευσαν στα ηπειρωτικά παράλια, αντίκρυ στην Κέρκυρα. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα με ένα μέρος του στόλου το πρωί της 27ης Αυγούστου, έφτασε με τρία κάτεργα και αγκυροβόλησε στη βορινή άκρη του λιμανιού της Κέρκυρας. Στις 28 ήρθε και ο υπόλοιπος στόλος και πήρε θέση από το λιμάνι ως τα παράλια του Ύψου. Βγήκαν αποσπάσματα που καλύψανε την παράλια ζώνη και φτάσανε ως το προάστιο του Ποταμού.
Στις 29 Αυγούστου αποβιβάστηκαν 25 ακόμη χιλιάδες φανατικοί Γενίτσαροι, Σπαχήδες και Γιαγκάκοι ανατολίτες. Λεηλατήσανε το εμπορικοτεχνικό ξωπόλι, σκοτώσανε όσους βρήκαν μπρος τους, βάλανε φωτιά που για τρία μερόνυχτα θρεφόταν από την ξυλεία των οικοδομών και ξεφόρτωσαν τριάντα κανόνια.
Καλύτερα, όμως, στο σημείο αυτό να αφήσουμε τον ίδιο τον Νούκιο να μας αφηγηθεί τα πράγματα όπως τα έζησε. Επειδή, όμως ο χρόνος μας είναι αρκετά περιορισμένος και δεν μας επιτρέπει την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, θα περιοριστούμε στα πλέον χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Γράφει, λοιπόν ο Νούκιος:
«Ο Χαϊρεντίνης με τις δικές του γαλέρες, αφού αρμένισε ως την πολιτεία, ξεμπαρκάρησε κοντά σ’ αυτήν τον στρατό που είχε μέσα κι από την αντικρυνή Ήπειρο έφερνε κι άλλους. Αφού πέρασε αρκετούς, κυρίεψε τον κατοικημένον τόπο, όξω από την πολιτεία του κάστρου, που συνηθίζουμε να τον λέμε εμπορείο. Αν κι ήτανε μεγάλο και με πολλά σπίτια, όμως απόμενε ατείχιστο. Γι αυτό και δεν ήτανε σε θέση ν’ αντισταθούνε στο παραμικρό οι κάτοικοί του.
Αυτοί που βρισκότανε στην πολιτεία και στα φρούρια κι οχυρά, κλείσανε τις καστρόπορτες και τις μπασιές και περιμένανε την πολιορκία. Εκείνοι πάλι, που απομένανε απόξω, τρέξανε για την πολιτεία του κάστρου, μα εκεί, αυτοί που είχανε οριστεί στη φρουρά, τους εμποδίζανε να μπούνε μέσα. Κι όπως δεν είχανε που να πάνε, τρέξανε σ’ έναν ψηλό κάβο, στ’ ανατολικά της πολιτείας, που τον τριγυρίζει η θάλασσα με βάθος μεγάλο κι είναι ασφαλισμένος με ξεκομμένα βράχια, όσο και με το τείχος, που τον χωρίζει από την πολιτεία και τον ονοματίζουνε του Ισιδώρου.
Βρήκανε πιο σωστό να μένουνε όξω στο ξέφωτο, σ’ έναν τόπο ξερό, γεμάτο σκληρές πέτρες, παρά να παραδοθούνε στους βαρβάρους. Άλλοι τους μπαίνανε στα πλεούμενα, που βρισκότανε δεμένα στο λιμάνι και στο μαντράκι, κάμποσοι, πάλι κρυβότανε σ’ άλλες γωνιές, άλλοι από δω και άλλοι από κει, άλλος έτρεχε αλλού, να κυνηγιούνται απόξω από τους βάρβαρους, που τους ήταν οχτροί κι αντίπαλοι, κι από κείνους που βρίσκονταν μέσα στην πολιτεία, και τους πιστεύανε για φίλους, ν’ αποδιώχνονται για να μην αγγίξουν ούτε τα τείχη».
Ο Νούκιος, φορτισμένος από μεγάλη πίκρα και συγκίνηση, συνεχίζει αναφωνώντας:
«Ω, πώς να μη φέρω τη θύμησή μου στη συμφορά, που σ’ έυρηκε, πατρίδα μου χωρίς να δακρύζω; Μα, πώς πάλι, να σε ξεχάσω και να μη γράψω αυτά που είδα με τα μάτια μου; Μακάρι να μην τα είχα δει, γιατί δεν θα ‘χα εντυπωσιαστεί τόσο, αν τα είχα μάθει από άλλον».
Παρακάτω συνεχίζει:«Φάνηκε, που λέτε, καλό στον Σουλεϊμάνη ν’ αφανίσει το νησί με φωτιά και σίδερο, και την πολιτεία, αν ήταν μπορετό, να την υποτάξει. Για τούτο, οι βάρβαροι σκορπίστηκαν στο ξωπόλι κι αφανίσανε τα σπίτια. Αφού τα ξεγυμνώνανε, τους βάνανε φωτιά, κι όσους ανθρώπους πιάνανε, τους παίρνανε σκλάβους και πολλούς τους ξεκάνανε.
Οι άλλοι του στρατού, αφού ξεμπαρκάρανε, όπως είπαμε, αρχίσανε από τον τόπο που ήτανε γύρω από το ξωπόλι κι ανοιχτήκανε και σκορπίσανε σ’ όλο το νησί κι όσους βρίσκανε μπροστά τους, τους φερνότανε με τον πιο ανελέητο τρόπο. Σκοτώνανε, σκλαβώνανε, κουρσεύανε, γδύνανε, βάνανε φωτιά, τσακίζανε, κακομεταχειριζότανε, ωσά να ‘τανε μεθυσμένοι, κοπέλες και παντρεμένες, χωρίς ν’ απαφήνουνε τα παιδάκια και τα παλικαρόπουλα, σφάζανε γέρους και γριές χωρίς συμπόνια, βρωμίζανε εκκλησιές και ξωκλήσια».
Αφού στη συνέχεια αφηγείται και άλλα δεινά που υπέμειναν οι Κερκυραίοι, τα οποία πλήθυναν με την λύση της πολιορκίας και το φευγιό των Τούρκων, καταλήγει:
«Αυτή ήτανε η περίσταση που εύρηκε την πολιτεία των Κερκυραίων στα χρόνια μας. Για τούτο, μου φαίνεται, πως έπεσε θεομηνία στο νησί, ή κάποιος δαίμονας την αβάσκανε για την καλοπέραση που είχανε, τότες, οι πολίτες ή όπως λένε οι δικοί μας, θύμωσε ο θεός από τις τόσες αμαρτίες και έδωκε την τιμωρία από χέρι ανόσιο, απάνου στους αμαρτωλούς για να τους βάλει γνώση».
Ο Νούκιος διεκτραγωδεί και ζωγραφίζει με τα μελανότερα χρώματα τα γεγονότα που ο ίδιος είδε, έζησε κι έπαθε μέσα στην πόλη της Κέρκυρας. Μας δίνει, όμως, έστω και με μια γενική περιγραφή και όσα συνέβησαν στα χωριά, όταν γράφει «… κι ανοιχτήκανε και σκορπίσανε σ’ όλο το νησί κι όσους βρίσκανε μπροστά τους, τους φερνότανε με τον πιο ανελέητο τρόπο. Σκοτώνανε, σκλαβώνανε, κουρσεύανε, γδύνανε, βάνανε φωτιά, τσακίζανε, κακομεταχειριζότανε, …βρωμίζανε εκκλησιές και ξωκλήσια».
Με αφετηρία αυτή την περιγραφή από τον αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, θα προσεγγίσουμε στη συνέχεια τα όσα συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης και στο χωριό των Καλαφατιώνων, ανατρέχοντας στις αποσπασματικές, δυστυχώς πληροφορίες που ανασύραμε από έγγραφα της εποχής, όσον αφορά τους αιχμαλώτους, τους σκλάβους, τους εμπρησμούς και τους σκοτωμένους στην περιοχή μας. Συγκεντρωτικά στοιχεία, δυστυχώς δεν έχουμε, αυτά όμως που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, μας δίνουν κάποια αντίληψη του τι συνέβη τότε, όπως και για το μέγεθος της καταστροφής.
Ας αρχίσουμε από το πιο μακρινό χωριό της περιοχής, αυτό του Σταυρού: Εκεί, καθώς φαίνεται, οι Τούρκοι σκότωσαν τον Κώστα τον Κυλαδινό και πήραν σκλάβους όλη του την οικογένεια. Διαβάζουμε σχετικά από μια συμβιβαστική πράξη της 16ης Νοεμβρίου του 1542: «κυρ Πέτρος ο Κυλαδινός …. από χωρίο του Σταυρού ομολόγησε ότι επειδή ως εκείνος όπου ευρίσκεται εγγητώτερα από πατέρα στα πράγματα της Νολάτας θυγατρός του ποτέ Κώστα Κυλαδινού ως εξαδέλφης αυτού, οποία επάρθη σκλάβα με όλη την φαμίλια αυτής…»
Άλλη μαρτυρία, για τους Κυνοπιάστες, αυτή τη φορά, μας αποκαλύπτει ότι πήραν σαν σκλάβους τα δύο παιδιά του Πρωτοπαπά Αντωνίου Σκόρτζη, ο οποίος στη διαθήκη του αναφέρει τα εξής: «… ομοίως, αν έλθη ο υιος μου ο Καλόγερος να έχει το αμπέλι στην Τζαρουλιά …. και τον ποτέ καιρόαν έλθη η θυγατέρα μου η Μάρω να έχει το μερτικό της από τους αδελφούς της … ».
Στις 30 Νοεμβρίου 1553 στους Άγιους Δέκα, ο Θωμάς Μανόπουλος, λεγόμενος Πούλης, θέλησε να κάνει μια πράξη υιοθεσίας. Ο νοτάριος αναφέρει την αιτία: «…επειδή την φαμήλιαν αυτού εις τον καιρόν του Ασεδίου, ελθόντων Αγαρηνών του ηπήραν οι Τούρκοι την γυναίκα του και τα παιδιά του και έμεινε χωρίς φαμήλια…».
Σε μια συμβολαιογραφική πράξη στην Καμάρα, με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1559 αναφέρεται πως ο Αντώνιος Μπαρούτζης έμεινε κληρονόμος της μητέρας του Καλής Μπαρούτζενας και του θείου του Βασίλη Σάδου, τους οποίους πήραν σκλάβους οι Τούρκοι, όπως και τα παιδιά του θείου του.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1545, ο Στέλιος Κοντός από το Γαστούρι, ζητά να του επιστραφεί η προίκα της αδελφής του, Μάρως, από τον αδελφό του γαμπρού του, Καλοϊωάννη Λαμπίρη απόο τους Βαρυπατάδες, επειδή τη Μάρω και τον άνδρα της Φίλιππο είχαν πάρει οι Τούρκοι σκλάβους, και μάλλον είχε πεθάνει στη σκλαβιά.
Στον Κάτω Γαρούνα, από μια νοταρική πράξη με ημερομηνία 10 Απριλλίου 1548, παίρνουμε την πληροφορία ότι το εκεί γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, το έκαψαν και κατέστρεψαν εντελώς οι Τούρκοι. Με τη συμβολαιογραφική πράξη που αναφέραμε, οι κτήτορες θέλησαν να το παραχωρήσουν σε μια νέα μοναχή, ώστε να επανασυσταθεί η μονή. Διαβάζουμε ένα μικρό απόσπασμα: «…οι παραπάνω εκτητόροι της μονής του Αγίου Αθανασίου εις τον Κάτω Γαρούνα… ομολόγησαν ότι επειδή η άνωθεν μονή ευρίσκεται ηφανισμένη επειδή την είχαν χαλάση οι ασεβείς Τούρκοι, οποία μονή είναι παντάπασι ηφανισμένη. Όστις μοναστήριο από εκ πάλαι υπήρχε να κατοικούν μοναχές γυναίκες…» Εδώ φαίνεται ότι οι μοναχές που ήταν μέσα στη μονή σκοτώθηκαν ή αρπάχτηκαν για σκλάβες.
Η Πούλω, γυνή του ποτέ Αυγουστή Κουνά από τους Καστελάνους Μέσης, στη διαθήκη της, η οποία συντάχτηκε την 1η Δεκεμβρίου 1578, αναφέρει: «…ήφερα και εκ τη σκλαβιά όπου ευρισκόμουν και εδιακόνουν και έμασα από τους Χριστιανούς δουκάτα 4 και άσπρα αργυρά 150, οποία τα έδωσα του ανήρ μου ποτέ Αυγουστή…»
Από τους Συναράδες πήραν σκλάβα την Κατέρω, παπαδιά του Πρωτοπαπά Μέσης, τον ένα της γιο, Αντώνη, και τη γυναίκα του Τζουάννα. Η παπαδιά μπόρεσε και γύρισε το 1550, όπως φαίνεται σε νοταρική πράξη με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου του έτους αυτού, και στην οποία αναφέρεται το εξής: «…επειδή η παρούσα Κατέρω Πρεσβυτέρα του παπα ΚαλοΪωάννη Γραμμένου είχε ένα αμπέλι στο χωριό των Καστελάνων στα Φωστηριάτικα προικόο αυτής και επλήρωνε τεταρτία του κυρ Φράγκου του Πλουτίνου και εστόντας αυτή εις τη σκλαβιά ο ρηθής κυρ Φράγκος το επήρεν και το επούλησεν…» Ο γιος της παπαδιάς, όμως, ο Αντώνης και η γυναίκα του, Τζουάνα, δεν ξαναγύρισαν, αλλά, όπως φαίνεται σε μια άλλη νοταρική πράξη του 1555, πέθαναν στη σκλαβιά, και τα αδέλφια της Τζουάννας ζητούσαν από τα αδέλφια του Αντώνη πίσω την προίκα της νεκρής αδελφής τους.
Για τους Συναράδες έχουμε μια ακόμη μαρτυρία. Σε νοταρική πράξη με ημερομηνία 2 Ιουνίου 1547, αναφέρονται τα εξής: «…ο ΚαλοΪωάννης Μπουρδουμπής και κυρ Μάτιος Κακιωμένος από χωρίον Συναράδων, εσυμφώνησαν μετά του μοναχού Μαλαχία από χωρίου Καστελάνων, επειδή η γυνή του άνωθεν κυρ Ιωάννου, Θεοδώρα, και το παιδίον του άνωθεν κυρ Μάτιου, ονόματι Στάθης, ευρίσκονται σκλάβοι και έστηλαν γραφήν πως είναι εις της Ανατολής τα μέρη, υπόσχεται ο παρών μοναχός να υπάγη καθολικά εις τον τόπον να τους φέρη εδώ…. Και να του δώσουν δουκάτα 20…».
Στους Βαρυπατάδες, από νοταρική πράξη της 1ης Ιουνίου 1547, φαίνεται ότι οι Τούρκοι πήραν σκλάβους την οικογένεια του ιερομονάχου Μελετίου Καρατζά, ο οποίος υποχρεώθηκε να δώσει το σπίτι του, ώστε να πάει και να τους εξαγοράσει. Όταν τελικά γύρισε πίσω, δεν είχε σπίτι να βάλει την οικογένειά του, οπότε υποχρεώθηκε να δώσει τα αμπέλια του στον πιστωτή του για να πάρει πίσω το σπίτι.
Από τους Κουραμάδες πήραν σκλάβο τον Νικόλαο Βέργη, ο οποίος, όπως φαίνεται από πράξη της 13ης Μαρτίου 1563, πουλήθηκε στη Χίο, και εξαγοράστηκε από το εκεί μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Τζαγέν. Με τη διαθήκη του, στις 14 Σεπτεμβρίου 1539, ο Νικόλαος Βέργης άφησε τα υπάρχοντά του στο μοναστήρι.
Από τους Κουραμάδες πήραν ακόμη σκλάβους τα αδέλφια Θεοχάρη, Σταμάτη και Δημήτρη Λαγκαδίτηδες, όπως φαίνεται από πράξη του έγινε στις 27 Ιουλίου 1539, στην οποία ο Λοΐζος Βαρβαρής ζητούσε από τους κληρονόμους τους την εξόφληση δανείου που τους είχε δώσει.
Για να κλείσουμε με τις μαρτυρίες από τα γύρω χωριά, για τα οποία αναφέραμε δειγματοληπτικά κάποιες περιπτώσεις, θα παραθέσουμε μια μαρτυρία, ίσως την πιο εντυπωσιακή, η οποία αφορά το χωριό του Αγίου Προκοπίου, γνωστού παλαιότερα ως Ψωραροί. Θα παραθέσουμε ένα μέρος μιας νοταρικής πράξης με ημερομηνία 19 Μαΐου 1541, στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«…η κυράτζα Λιανόρα θυγατέρα του ποτέ Γιάννη του Φιτζιάλου, … ομολόγησε ότι επειδή όταν ήρθε η αρμάτα η Τούρκικη ήχε υπάγη σκλάβα και αυτή και ο ανήρ αυτής κυρ Τζάνης Μάμαλος, οποίος επουλήθη. Και επουλήθη και αυτή εις την Ανδριανούπολη. Και επειδή ευρέθη ο παρών Ιωάννης Τζούμας εκ την Στερεάν εκ του Τζαμαντά και εξαγόρασεν αυτήν εκ χειρός των Αγαρινών, η οποία Λιανόρα ως λέγει, δια τούτο ευλογήθη άνδρα τον άνωθεν Ιωάννην, εκεί εις την Στερεάν. Την σήμερον εξ αναζητήσεως αυτής, ελθών εις την παρούσαν πόλην ανεζήτησε του παρόντος κυρ Τζάνη, πρώτου ανδρός αυτής την προίκαν αυτής ονόματι κυρ Τζάνη Μάμαλου, οποίος είνε εκ τους Ψωραραίους, οποίον είχαν πάρει και αυτόν αιχμάλωτον….».
Τελευταίες αφήσαμε τις αναφορές που αφορούν στους Καλαφατιώνες, μια και για το χωριό αυτό εδώ έχουμε συλλέξει πληρέστερες πληροφορίες για τα δεινά που υπέστησαν οι φιλήσυχοι κάτοικοί του εκείνη την εποχή. Γιατί και οι Καλαφατιωνίτες επλήγησαν βάναυσα από τους Τούρκους επιδρομείς, που έχυσαν το αίμα τους, έκαψαν τα σπίτια τους και πήραν πολλούς από αυτούς αιχμαλώτους και τους πούλησαν σαν ζωντανά στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Τραγικό πρόσωπο σ’ αυτό το χωριό, ο ιερέας και κτήτορας του Αγίου Ηλιού, ο παπα Αρσένιος Μακρής, ο οποίος, επειδή όπως φαίνεται σκοτώθηκε η παπαδιά του, έγινε μοναχός με το όνομα Άνθιμος. Ο παπα Άνθιμος έμεινε έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο μετά το πέρασμα των Τούρκων από τους Καλαφατιώνες, αφού, εκτός του ότι σκότωσαν την παπαδιά, οι Οθωμανοί πήραν μαζί τους φεύγοντας τους γιούς του Γιάννη με τη γυναίκα του Κατερίνα, τον Στυλιανό, και την κόρη του Ειρήνη. Από την καταστροφή και την αιχμαλωσία, εκτός από τον ίδιο, γλύτωσε μόνο η εγγονούλα του η Έλενα.
Σε μια νοταρική πράξη που έκανε στις 31 Μαΐου 1539, δυο χρόνια μετά την καταστροφή, η ιερομόναχος πλέον παπα Άνθιμος, παραχωρεί τα υπάρχοντά του στον συγχωριανό του κυρ Γεώργιο Τζαγκάρη, επειδή τον βοήθησε και του συμπαραστάθηκε στις δοκιμασίες του. Μεταξύ άλλων, στην πράξη αναφέρονται και τα εξής: «…ώστε ού θέλει και ο αυτός μοναχός αχάριστος φανήναι τοιούτω τρόπω ότι όλα του τα αγαθά εαυτού αφίνει εις πάσαν εξουσίαν του αυτού Γεωργίου μετά της αυτής συμφωνίας, ότι είμεν και έλθωσιν οι υιοί αυτού Στυλιανός και Ιωάννης (εκ την σκλαβιάν)… να λαμβάνωσιν τα ήμισα πράγματα εξ όλα όπιστεν ….. και το παιδίον το εγγόνιον αυτού, την Έλενα, την αναθέτει εις την ψυχήν του αυτού Γεωργίου να την έχει εις την οικίαν του…»
Τον Αύγουστο του 1544, ο γιος του ο Γιάννης είχε επιστρέψει, καθώς φαίνεται από μια διαθήκη που έκανε τότε ο παπα Άνθιμος: «…Αφίνει διά την ψυχήν του του υιού του Ιωάννη, το τέταρτον πάντων των αγαθών αυτού χάριν κληρονομίας…». Ύστερα από έναν μήνα, τον Σεπτέμβρη του 1544, δηλαδή, ο παπα Άνθιμος φαίνεται έτοιμος να ταξιδέψει προς αναζήτηση των άλλων δύο παιδιών του, του Στυλιανού και της Ειρήνης, οι οποίοι ήταν ακόμη στη σκλαβιά. Οπωσδήποτε χρειάστηκε χρήματα για αυτό το εγχείρημα, τα οποία του έδωσε μάλλον ο γαιοκτήμονας του χωριού Γκίνης Τζαγκαρόλος, αφού σε πράξη της 20ης Σεπταμβρίου, ο παπα Άνθιμος του αφήνει όλα του τα αγαθά, τα οποία «…αν μεν στραφεί εις τα ίδια να τα επαναλάβει, ει δε αποθάνει εις την ξενίαν να μένωσιν του κυρ Γγίνη Τζαγκαρόλη….». Απ’ ότι μπορούμε να συμπεράνουμε, ο παπα Άνθιμος, τελικά είτε δεν κατάφερε να βρει τα παιδιά του, είτε δεν μπόρεσε να τα εξαγοράσει.
Το 1553 είχε χάσει την ελπίδα ότι θα τα ξανάβλεπε και βαπτίζει ένα παιδί του ΚαλοΚυριάκη Πηλού, δίνοντάς του το όνομα του χαμένου του γιου, Στυλιανού. Στη διαθήκη που έκανε στις 11 Μαρτίου 1553, αναφέρει: «…Έτι…αφήνει και το μερτικό των δύο παιδιών αυτού όπου ευρίσκονται εις την σκλαβειά, ονόματι Στυλιανός και Ειρήνη, προς τον αναδεκτόν αυτού Στελιανό Πηλό…», αλλά «…εξεκαθαρίζει και τούτο, ότι αν ευδοκήση ο πανάγαθος Θεός και έρθει κανένα εκ τα παιδιά αυτού όπου ευρίσκονται εις την σκλαβειάν, να έχει το μερτικόν του ήγουν το αδελφομοίρι του…».
Το δράμα των Μακρήδων δεν περιορίζεται στην οικογένεια του παπα Άνθιμου. Οι Τούρκοι φαίνεται πως σκότωσαν τον πατέρα του παπα ΚαλοΪωάννη Μακρή, μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο, και πήραν τον άλον του αδελφό, Αντώνη, μαζί και τη γυναίκα του Ευφροσύνη, καθώς και όλα τους τα παιδιά.
Αυτά σκιαγραφούνται στις ακόλουθες πράξεις:
Στην πρώτη, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1546, αναφέρεται: «…η κυρά Κυάρα, θυγατέρα του ποτέ παπα ΚαλοΪωάννη Μακρή διά μέρος αυτής και ΚαλοΪωάννη Μακρή, υιο του ποτέ Νικολάου Μακρή…. Ημύρασαν τα πράγματα του θείου αυτών κυρ Αντωνίου Μακρή, οποίος ευρίσκεται σκλάβος…».
Στην άλλη πράξη, με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1553, διαβάζουμε: «…οι πρωτοξάδελφοι της Ευφροσύνης Κουρέλενας, σύμβιας του Αντωνίου Μακρή, ποιούν κουμέσιον αυτών τον κυρ Μάτιον τον Δελάρτα, να …. Αναζητήσει την προίκα της άνωθεν Ευφροσύνης…. Επειδή την επείραν οι Τούρκοι αιχμάλωτη και αυτήν και τον άνδρα αυτής και τους παίδας αυτής, ως λέγουν…».
Το 1538, ο Ανδρέας Μισθός από χωρίο Καλαφατιώνων, σε εξουσιοδότησή του, «…ομολόγησε ότι επειδή βούλεται να μισεύση από την παρούσα χώρα (προφανώς για να αναζητήσει τα παιδιά του), …επίοισε… νόμιμον αυτού επίτροπον την γυναίκα του την Κιούρω, να κατοικεί εις το οσπίτιον του και να έχει όλο το αδελφομοίρι του… και αν ήθελε του τύχει θάνατος να τα έχει διά την ψυχήν του… και να δώσει και υπανδρεύσει μια ορφανή από τα χωράφια του… και αν ήθελε κάμει παιδί όπου είναι εγκαστρωμένη, να είναι εκείνο κληρονόμος…»
Το 1545, ο κυρ Κώστας Πηλός, εκ χωρίου Καλαφατιώνων, νέος και γερός ακόμη, κάνει την διαθήκη του, γιατί, όπως αναφέρεται στη σχετική πράξη: «… βούλεται ημισεύση εκ της παρούσης πόλεως και απέλθη εις την Καλίπολιν εις αναζήτησιν της Θεοδώρας, συμβίας αυτού, οποία επάρθη αιχμάλωτη τον καιρόν του εμπρησμού της παρούσης πόλεως…». Ευτυχώς, μετά από έναν χρόνο περίπου, ο Κώστας Πηλός ξαναγύρισε, φέρνοντας μαζί του και τη γυναίκα του τη Θεοδώρα, η οποία ήταν κόρη του Γεωργίου Μισιτού, καθώς φαίνεται από μία πράξη του 1546, με την οποία η Θεοδώρα επανακτά ένα αμπέλι που κρατούσε ο ξάδελφός της Ντζάνης Μισιτός «από τον καιρό του ασεδίου».
Μετά την επιδρομή, προέκυψε και άλλη βάσανος για τους ανθρώπους του χωριού, όπως και όλης της υπαίθρου του νησιού. Οι περισσότεροι είχαν δανειστεί χρήματα με τη μορφή της προαγοράς κρασιού. Πρόκειται για το λεγόμενο «προστύχι» που λειτουργούσε ως εξής. Κάποιος αγρότης που είχε ανάγκη δανεικών, πωλούσε προκαταβολικά, τον Γενάρη, φερ’ ειπείν, το κρασί που θα έκανε τον Σεπτέμβρη, σε πολύ χαμηλή τιμή. Έτσι, κατά τον τρύγο, ξεπλήρωνε το χρέος του με κρασί, το οποίο πρέπει να σημειωθεί πως ήταν ο κυριότερος πόρος εισοδήματος την εποχή εκείνη. Ποιος, όμως, έκανε κρασί μετά την συμφορά που τους βρήκε ακριβώς πάνω στην εποχή του τρύγου;
Όταν πέρασαν λίγοι μήνες, οι δανειστές τους απαίτησαν τα χρέη από τους ίδιους, ή από τους πληγωμένους και εξαντλημένους συγγενείς αυτών που είχαν σκοτωθεί ή παρθεί σκλάβοι. Ας αναλογιστούμε το δράμα αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι έπρεπε να συνέλθουν από τη συμφορά, να μαζέψουν χρήματα μήπως και εξαγοράσουν κάποιον συγγενή τους που πήραν οι Τούρκοι, και ταυτόχρονα να αποπληρώσουν χρέη με ιδιαίτερα ειδεχθείς όρους.
Ενάμισι χρόνο μετά την επιδρομή, η 15χρονη Μαρία Διγενή από τους Καλαφατιώνες, προφανώς η μόνη που είχε απομείνει από την οικογένεια, ορφανή και έρημη, κλήθηκε να πληρώσει τα χρέη του πατέρα της Νικολάου Διγενή, και μην έχοντας τι να δώσει: «…πωλεί προς αυτόν (δηλαδή τον δανειστή του πατέρα της, Γεώργιο Τζαγκάρη) το οσπίτιόν της το προικίον της ό έχει εις το ειρημένο χωρίο…».
Στις 21 Απριλίου του 1538, ο Ιωάννης Λαγκαδίτης, κλήθηκε να πληρώσει στον Εβραίο Μεναέμ Ρεμπί, το χρέος που είχε συνάψει έναντι κρασιού ο πατέρας του Γεώργιος, τον οποίον, όπως αναφέρεται σε μια πράξη πήραν οι Τούρκοι σκλάβο. Σε άλλη πράξη αναφέρεται ότι πέθανε στη σκλαβειά.
Ακόμη, μόλις τον Φλεβάρη του 1538, ο ίδιος Εβραίος, ο Μεναέμ Ρεμπί, ζήτησε από τον Θεόδωρο Κοφυρά να του αποδώσει τον επόμενο τρύγο το κρασί που είχε προπληρώσει εν είδη δανείου στον πατέρα του Γεώργιο, τον οποίον είχαν πάρει επίσης σκλάβο οι Τούρκοι. Όπως φαίνεται σε άλλη πράξη, ο Θεόδωρος ξενιτεύτηκε σε αναζήτηση του πατέρα του, που στο μεταξύ είχε πεθάνει στη σκλαβειά, αλλά και της αδελφής του, Φράγκως, που ήταν επίσης αιχμάλωτη, και της οποίας τον άνδρα, Ζαχαρία Καμίλη, είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι το 1537. Τελικά ο Θεόδωρος κατάφερε να βρει την αδελφή του και την έφερε πίσω στο χωριό.
Επιστρέφοντας, όμως, ανακάλυψε ότι ένα οικόπεδό του μέσα στο χωριό, είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Ιωάννη Κάντηλα, τον οποίο επειδή έλειπε από το νησί εκπροσωπούσε ο αδελφός του Αρσένιος. Ο Αρσένιος ισχυρίστηκε ότι το οικόπεδο το είχε αγοράσει ο αδελφός του από τον πατέρα του Θεόδωρου, αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο: «… επειδή ήλθασιν οι Αγαρινοί και έκαυσαν και οικίες και γραφές, δεν έχει να του το αποδείξει…».
Μ’ αυτή και μόνο την φράση αποκαλύπτεται μια άλλη διάσταση του δράματος αυτού του χωριού, που, πέρα από τους σκοτωμούς και τις αιχμαλωσίες, υπέστη και τον εμπρησμό των σπιτιών των κατοίκων του. Έτσι, βλέπουμε και μια άλλη περίπτωση αμφισβητήσεως αγοραπωλησίας ενός αμπελιού στους Καλαφατιώνες από τον Ιωάννη Μισιτό προς τον Μιχαήλ Κάρκα. Και οι δύο συμβαλλόμενοι, φαίνεται πως χάθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους κατά την επιδρομή, με αποτέλεσμα οι κληρονόμοι τους να έρθουν σε διαμάχη, επειδή, όπως κατά λέξη αναφέρεται στη σχετική πράξη: «…το ινστρουμέντο της πράξεως εκάυθη εν τω καιρώ του περιορισμού των Τούρκων και η τιμή του ειρημένου υποστατικού δεν ευρίσκεται εις το είναι…».
Εδώ έρχεται στη μνήμη μας ένα στρατιωτικό εμβατήριο που ακούγεται στις παρελάσεις:
«Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν
Σαν τον Λίβα που καίει τα σπαρτά
Με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν
Μας άναψαν φωτιές στα χωριά».
Κυρίες και κύριοι,
Για την περιοχή μας και το χωριό αυτό εδώ δεν βρέθηκε κάποιος συντοπίτης Νούκιος να αφήσει κάποια γραφή που να ιστορεί τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα της άδικης, βάρβαρης και καταστροφικής επιδρομής των Τούρκων του Μπαρμπαρόσα, ή ακόμη και αν κάποιος έγραψε κάτι, μετά από τόσους αιώνες πού να υπάρχει;
Όπως προαναφέραμε, μπορέσαμε και συλλέξαμε αυτά τα σκόρπια ψήγματα ιστορίας, μέσα από τους νοταρικούς κώδικες στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας, το οποίο μας δίνει τις λίγες αλλά πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία του τόπου μας, και εν προκειμένω τον απόηχο των συνταρακτικών γεγονότων που περιγράψαμε, 470 χρόνια από όταν συνέβησαν. Βέβαια, υπάρχουν, όσο υπάρχουν ακόμη, και οι παραδόσεις, οι οποίες, ανάλογα με το ειδικό βάρος των γεγονότων με το οποίο σχετίζονται, έχουν και την ανάλογη χρονική εμβέλεια.
Όσον αφορά στην επιδρομή του 1537, επιβιώνουν ακόμη κάποιες παραδόσεις, όπως αυτή που είναι γνωστή στα χωριά Κουραμάδες, Καστελάνοι και Συναράδες. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή την οποία αναφέρει και ο Γεράσιμος Χυτήρης, στην περιοχή ανάμεσα στα τρία αυτά χωριά, στη θέση «Κόκαλα» γνωστή και ως «Μαυροθεριά» ή «Μαύρη Θωριά», είχε γίνει μια απεγνωσμένη συμπλοκή των κατοίκων των τριών χωριών με τα τουρκικά στρατεύματα. Οι ντόπιοι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τους καλύτερα εξοπλισμένους επιδρομείς, και τη μάχη ακολούθησε μεγάλη σφαγή που ερήμωσε την περιοχή. Όσοι γλύτωσαν λούφαξαν σε τρύπες και λόγκους για μέρες, μέχρι να ξεθαρρέψουν και ξαναβγούν. Στο διάστημα αυτό, πάντα σύμφωνα με την παράδοση, τα αγρίμια και τα όρνια είχαν ξεσχίσει τις σάρκες των νεκρών της μάχης, και τα κόκαλά τους απέμεναν γυμνά και σκορπισμένα.
Και για τους Καλαφατιώνες υπάρχει μια παράδοση, την οποία ακούσαμε τυχαία, όταν είχαμε επισκεφτεί το χωριό για να πάρουμε φωτογραφίες των εκκλησιών για την έκδοση της τοπικής ιστορίας, και τη στιγμή που φωτογραφίζαμε το καμπαναριό του Αγίου Ιωάννου στου Μπουρδαλά, ο Σπύρος Πηλός μας ανέφερε την παράδοση που είχε ακούσει από τη νόνα του, δηλαδή ότι τις καμπάνες τ’ Αη Γιαννιού τις είχαν κατεβάσει οι Τούρκοι για να τις κάνουν πέταλα για τα’ άλογά τους. Για να είμαι ειλικρινής δεν πείστηκα από αυτήν την αφήγηση, γιατί γνώριζα πως οι Τούρκοι είχαν διαπράξει τότε πολύ σοβαρότερα εγκλήματα. Πως είναι δυνατόν μια τόσο, φαινομενικά, ασήμαντη λεπτομέρεια να επιβιώσει στο χρόνο, ενώ άλλα πράγματα να έχουν ξεχαστεί; Παρ’ όλα αυτά είχα την περιέργεια να δω αν η ιστορία που άκουσα ευσταθούσε. Μετά από επισταμένη έρευνα στο Αρχείο, ήρθε μπροστά μου μια νοταρική πράξη, η οποία όντως επαληθεύει την παράδοση. Διαβάζω αποσπάσματα:
«1554 18 Απριλίου… ο αναγεγραμμένος ιερομόναχος κύριος Άνθιμος (Μακρής) ως οικοκύρης της άνωθεν μονής του Προφήτου Ηλιού… είχε ποιήσει ινστρουμέντο με τον μαστρο Στέφανο Ρωμανόν… διά τον αμπελώνα του στον Γκύλο και στην υποστασίαν να πληρώνη το παν όλω άσπρα 25 (τον χρόνο) στην άνωθεν μονή… πλέον να μην πληρώνει τίποτε… με τοιούτον τρόπω και συμφωνία ότι ο ρηθής μαστρο Στέφος να χρεωστεί να φέρει και δώσει εις την άνωθεν μονή του Αγίου Ηλιού μία καμπάνα έως δουκάτωνν 6. να στείλει και φέρει εκ την Βενετίαν… επειδή οι άθεοι Αγαρινοί ασύλησαν και αφάνησαν και την καμπάνα της αυτής μονής… και οι άνθρωποι μη υπακούοντας εις τον τελεσμένον κερόν… δηλαδή όρθρο, εσπερινό μακρόν γένωνται και ουδέν απολαμβάνουν τα προς ψυχικήν οφέλειαν του τε εσπερινού και της Θείας Λειτουργίας…».
Εξυπακούεται ότι αφού οι Τούρκοι πήραν την καμπάνα του Άη Λιά, το ίδιο θα συνέβη και με την καμπάνα του Άη Γιάννη, της οποίας ο απόηχος από το τελευταίο κτύπημα, ξεχασμένος για περισσότερο από 450 χρόνια, ξανακούγεται σήμερα, όπως και το δράμα των κατοίκων αυτού του χωριού, που ακούγεται για πρώτη φορά σήμερα.
Εκτός από τις μαρτυρίες που εκθέσαμε μέχρι αυτό το σημείο, οφείλουμε, ως γνώστες πλέον που είμαστε των κατοίκων του χωριού της εποχής εκείνης, να αναφέρουμε τις παλαιές εκείνες οικογένειες των Καλαφατιώνων, που κατοικούσαν, άγνωστο για πόσα χρόνια, ίσως και αιώνες στο χωριό, και των οποίων τα ίχνη έσβησαν ξαφνικά ή σταδιακά, μετά την επιδρομή. Πρόκειται για τις οικογένειες Σήφη, Ανιώτη, Διγενή, Κουρέλη, Λιοτριβιάρη, Στάικου, Καμίλη, Κάρκα, όπως και οι οικογένειες Δρακοντάρη, Λαγάτορα και Σουρβίτζα από το Κοθωνίκι.
Και αν οι έντεκα οικογένειες που χάθηκαν από τους Καλαφατιώνες και το Κοθωνίκι ακούγονται πολλές, ας αναλογιστούμε πως, σύμφωνα με τον Νούκιο, οι Κερκυραίοι που συνελήφθησαν ως σκλάβοι από τους Τούρκους έφταναν τους 12.000, ενώ οι αναφορές του Συμβουλίου του νησιού τους ανεβάζουν σε 20.000, ενώ άλλες 20.000 φέρεται πως ήταν οι νεκροί και οι αγνοούμενοι. Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι Καλαφατιωνίτες και Κοθωνικιάτες αποτελούν το τραγικό μερίδιο του χωριού στη γενοκτονία του έτους 1537.
Για 17 χρόνια μετά την επιδρομή, καμπάνα δεν ακούστηκε στο χωριό. Για 17 χρόνια, οι εναπομείναντες κάτοικοί του, συμμετείχαν στο βουβό πένθος των καμπαναριών τους.
Μπορεί οι Τούρκοι να έφυγαν, αλλά ο φόβος μήπως ξανάρθουν και πάρουν ξανά σκλάβους, έμεινε στους κατοίκους του νησιού για αιώνες, αφού, άλλωστε οι επιδρομές και οι πειρατικές επιθέσεις δεν σταμάτησαν παρά στο τέλος του 18ου αιώνα. Οι περισσότεροι πρόγονοί μας στις διαθήκες τους έθεταν όρους να μην έχουν το δικαίωμα οι κληρονόμοι τους να πουλήσουν τίποτε από την κτηματική τους περιουσία, για να πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Μόνη εξαίρεση που έθεταν, ήταν η περίπτωση που πιανόταν κάποιος από αυτούς σκλάβος: μόνο τότε είχαν το δικαίωμα να πουλήσουν, ώστε να βρεθούν χρήματα για την εξαγορά του.
Ακόμα και στο τέλος του 18ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1780, ο Πρωτοπαπάς Κέρκυρας, Εμμανουήλ Χαλικιόπουλος, έδωσε γραπτώς σ’όλους τους εφημερίους την εντολή: «… να ήθελον εις πάσαν Κυριακήν και άλλας εορτασίμους ημέρας, ζητούν ελεημοσύνην διά την εξαγοράν των ταλαιπώρων σκλάβων, ευρισκομένων εις χείρας των μισοχρίστων Αγαρηνών, βάνοντας ο καθ’έκαστος εφημέριος εις τόπον αρμόδιον και φαινόμενον, έναν κουτίον, ήτε σκάτουλα, με αυτήν την επιγραφή: [διά την εξαγοράν των Σκλάβων].
Μπορεί οι Τούρκοι να έφυγαν, όμως έδωσε ο Θεός και οι εναπομείναντες κάτοικοι, με όλες τις πληγές και τα αποκαΐδια που τους άφησαν, γρήγορα ορθοπόδησαν, στάθηκαν, εργάστηκαν και μόχθησαν στα ματωμένα χώματά τους, και μαζί με τους νεοφερμένους εποίκους δραστηριοποιήθηκαν, οικοδόμησαν και ζωντάνεψαν ξανά το χωριό τους. Έτσι, άκμασε η κοινότητά τους, η οποία στο διάβα των αιώνων, και παρ’ όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες, κρατήθηκε ενωμένη και ζωντανή, με μια αξιοζήλευτη ομοιογένεια και πληθυσμιακή σταθερότητα μέχρι σήμερα, και που εύχομαι να παραμείνει έτσι εις αιώνας.
Ακόμα, εύχομαι για την προκοπή και την ευημερία των κατοίκων του χωριού και της γύρω περιοχής, για την προκοπή και δραστηριοποίηση σε κάθε καλό έργο, με την στήριξη και την αγάπη σας, του Πολιτιστικού Συλλόγου, του οποίου τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, απ’ όσο γνωρίζω, και έχω υποχρέωση να αναφέρω, κινούνται ανιδιοτελώς, με πνεύμα αγάπης και προσφοράς για το χωριό και τους χωριανούς τους και με πολύ σεβασμό προς τις παραδόσεις και την ιστορία του τόπου.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την υπομονή σας να ακούσετε την ομιλία αυτή και να με συγχωρέσετε αν σας κούρασα.
Εύχομαι, δε σε όλους τους παρευρισκομένους καλό βράδυ.
Γραμμένος Κωνσταντίνος 26/3/2006
Στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαφατιώνων
Για την επέτειο της 25ης Μαρτίου
Πηγή: Ανδρέας Γραμμένος, http://corfuhistoryforum.blogspot.com
* * *
[…] Τὶς τραγικὲς λεπτομέρειες τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας μπορεῖτε νὰ διαβάσετε στό: https://www.corfuhistory.eu/ […]
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο. Σας ευχαριστώ πολύ για την υπηρεσία αυτή που προσφέρετε σε όλους τους Κερκυραίους. Η Κέρκυρα έχει πολύ πλούσια ιστορία και είναι πολύ σημαντικό να την γνωρίζουν οι Κερκυραίοι.
Υπάρχουν στοιχεία για το πόσα άτομα κατάφεραν τελικά να γυρίσουν από την σκλαβιά; Υπάρχουν δημογραφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να κάνουμε κάποια εκτίμηση για τον αριθμό των νεκρών και των αιχμαλώτων και για αυτούς που γύρισαν;
Δεν νομίζω να υπάρχουν στοιχεία. Ελάχιστοι Ενετοί κατάφεραν να γυρίσουν από τη σκλαβιά, είτε δωροδοκώντας είτε εξαγοράζοντας. Αλλά οι φτωχοί χωρικοί δεν είχαν ελπίδες.