Η παρουσία των Ανδεγαυών στην Κέρκυρα συνδέθηκε με μια σημαντικότατη μεταβολή στη ζωή της τοπικής Εκκλησίας. Ο Κάρολος μέσα στο φιλοπαπικό οίστρο του και ενεργώντας κατά τη βούληση του πάπα, κατήργησε τον ορθόδοξο επίσκοπο, αναγνωρίζοντας ως «επικρατούσα» θρησκεία τη λατινική. Για τη διαποίμανση του λαού, που ηρνείτο πεισματικά την υποταγή στη Ρώμη, χρησιμοποιήθηκε ο άγνωστος στην ιστορία του χριστιανισμού θεσμός του «Μεγάλου Πρωτοπαπά». Ορθά χαρακτηρίστηκε η απόφαση αυτή «μέγα γεγονός». Οι διαμαρτυρίες των Κερκυραίων που ζητούσαν, έστω, «χωρεπίσκοπο» και του τότε οικουμενικού πατριάρχη Ιωσήφ Α΄ δεν εισακούστηκαν. Η κατάργηση του ορθοδόξου επισκόπου συνιστούσε οδυνηρή παρέμβαση στα sacra interna της τοπικής Εκκλησίας. Το επίθετο «μέγας» ήταν φιλολογικό εύρημα για τον εξευμενισμό της αντίδρασης του ορθόδοξου ποιμνίου. Σημασία έχει ότι ο θεσμός του Μεγάλου Πρωτοπαπά επεκτάθηκε σε όλες τις λατινοκρατούμενες περιοχές της τεμαχισμένης Ρωμανίας.
Οι Ενετοί από το 1386 δεν μετέβαλαν το νέο αυτό εκκλησιαστικό σύστημα, όχι μόνο επιδιώκοντας τη διατήρηση των καλών σχέσεων με τον Πάπα, αλλά και για δικό τους όφελος. Χρυσόβουλο του έτους 1387 ρύθμιζε τις σχέσεις ενετικής πολιτείας και των Κερκυραίων, δεν ελήφθη όμως μέριμνα για την Εκκλησία τους.

Η διαμόρφωση του θεσμού του Μεγάλου Πρωτοπαπά τεκμηριώνεται με το αρχειακό υλικό (τα έγγραφα αρχίζουν το 1604). Τον αρχηγό της κερκυραϊκής Εκκλησίας εξέλεγαν ομάδα λαϊκών εκλεκτόρων και οι πρεσβύτεροι του Ιερού Τάγματος, εκπροσωπούντες τον κλήρο. Τη μερίδα των λαϊκών εκλεκτόρων αποτελούσαν τα μέλη της ενετικής διοικήσεως (Clarissimo Regimento), ο Βάιλος και ο Γενικός Προνοητής, δυο σύμβουλοι και τρεις κριταί και τριάντα κερκυραίοι ευγενείς (nobili), εκλεγόμενοι για το σκοπό αυτό από το Συμβούλιο των «εκατόν πενήντα». Η θητεία του ήταν πενταετής, με δυνατότητα επανεκλογής. Τελικά ο θεσμός έγινε στην πράξη ισόβιος. Λόγω της πλειοψηφίας των ευγενών εκλεκτόρων οι Πρωτοπαπάδες ανήκαν κατά κανόνα στην τάξη των αριστοκρατών. Η πράξη εκλογής επικυρωνόταν από το Βάιλο και το Γενικό Προνοητή. Η συνήθης αυτοτιτλοφόρηση των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων ήταν: «Ημείς δια της Γαληνοτάτης Δουκικής Αυθεντίας των Βενετών (ή «ελέω Θεού και χάριτι της Γαληνοτάτης» κτλ.) Μέγας Πρωτοπαπάς της Πόλεως και νήσου Κερκύρας».

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εξ΄ άλλου, προσαγόρευε τους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες κατά τον εξής τρόπο: «Παναιδεσιμώτατον και της των Κερκυραίων Μητροπόλεως Μέγα Πρωτοπαπάν και Πρόεδρον». Η προσπάθεια κερκυραϊκής πρεσβείας στη Βενετία (1582) να λάβει ο Μέγας Πρωτοπαπάς τον τίτλο του «χωρεπισκόπου» δεν τελεσφόρησε. Ήδη όμως το 1574 ο Μέγας Πρωτοπαπάς Αλέξιος Ραρτούρος υπογραφόταν: «Ο Θεοφιλεστατος χωρεπίσκοπος της Κερκύρας». Η Γαληνοτάτη θεώρησε το εγχείρημα «νεωτερισμόν επικίνδυνον».
Η εγκατάσταση του Μεγάλου Πρωτοπαπά γινόταν με μεγάλη επισημότητα, λαμβάνοντας το χαρακτήρα της περιβολής (Ιnvestitura), με την ανάμειξη της πολιτείας. Ο Γενικός Προβλεπτής υποδεχόταν τον νεοεκλεγέντα στο ανάκτορό του, τον ενέδυε ερυθρό μανδύα και του εγχείριζε την ποιμαντορική ράβδο και το σκιάδιο (πλατύγυρο πίλο). Ο Μέγας Πρωτοπαπάς έδινε τον καθορισμένο όρκο και ανέπεμπε δέηση υπέρ της Βενετίας, των αρχών, του κλήρου και του λαού, ο οποίος έψαλλε το «Εις πολλά έτη, Δέσποτα». Στο ανάκτορο εκλεγόταν ο Ιερογραμματεύς με μυστική ψηφοφορία, προερχόμενος από την αριστοκρατική τάξη. Ο Μέγας Πρωτοπαπάς μεταφερόταν στους ώμους τεσσάρων ανδρών στο μητροπολιτικό ναό, όπου τελούσε δοξολογία και εγκαθίστατο στο θρόνο του. Ήταν, πράγματι, (διοικητικά) επίσκοπος, χωρίς επισκοπική χειροτονία. Ήταν η πνευματική και εθναρχική κεφαλή του κερκυραϊκού λαού. Χορηγούσε άδειες χειροτονίας, εγκαινίαζε ναούς και ασκούσε δικαστική εξουσία.

Την Εκκλησία διοικούσε ο ίδιος ο Μέγας Πρωτοπαπάς και μέσω των αντιπροσώπων του, των «δευτερευόντων» πρωτοπαπάδων, στα εννέα «διαμερίσματα» της διοικήσεως. Πρωτοπαπάς προΐστατο και του διαμερίσματος των Παξών. Σημαντικές ήταν οι πρωτοπαπαδικές ποιμαντικές επισκέψεις (πρώτη μνεία: 1675-76) για τον έλεγχο της καταστάσεως των ναών και για επίλυση τοπικών προβλημάτων. Συνεργάτες του Μεγάλου Πρωτοπαπά ήταν οφφικιούχοι ιερείς, που αποτελούσαν ένα είδος αυλής γύρω του: α) Ο Σακελλάριος. Ένας και μοναδικός σε όλη την τοπική Εκκλησία, αντικαθιστούσε το Μεγάλο Πρωτοπαπά όταν απουσίαζε, μετέχοντας όλων των προνομίων του έχοντας την πρωτοκαθεδρία έναντι όλων των οφφικιούχων και πρωτοπαπάδων, β) ο εκκλησιάρχης με αρμοδιότητα το κήρυγμα, γ) ο χαρτοφύλακας με δικαστική αρμοδιότητα, δ) ο άρχων των μοναστηρίων, ε) ο αρχιμανδρίτης, αρμόδιος για την εξομολόγηση και την πνευματική φροντίδα, στ) ο ιερομνήμων, ζ) ο πρωτοψάλτης, υπεύθυνος για την συνέχεια της ψαλτικής μουσικής παραδόσεως.

Με τον πρωτοπαπαδικό θεσμό συνδέθηκε η ύπαρξη και λειτουργία του Ιερού Τάγματος. Πρόκειται για τους 32 ιερείς της πόλεως τους οποίους ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έδωσε το δικαίωμα της συμμετοχής στην εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά. Οι ρίζες του μάλλον βρισκόταν στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (Μανουήλ Κομνηνός 1143-1180). Ο επικεφαλής ονομαζόταν «πριόρης» κατά τα δυτικά πρότυπα υπήρχε δε και «γραμματικός». Τα μέλη του τάγματος από το 1535 περιορίστηκαν σε 20. Η ενετική διοίκηση έδωσε στο τάγμα νέα προνόμια και τιμητικές διακρίσεις. Προεξήρχαν σε όλες τις εν γένει τελετές. Ήταν ισόβιοι, με δικαίωμα όμως παραιτήσεως όταν συνέτρεχε σοβαρός λόγος.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό – σύνηθες όμως στα Επτάνησα- είναι ο μεγάλος αριθμός ναών στην Κέρκυρα. Τα Ιόνια Νησιά ήταν –και είναι- κατάσπαρτα από ναούς και παρεκκλήσια. Το 1675, μόνο στην πόλη της Κέρκυρας υπήρχαν 21 ναοί σε λειτουργία. Στην απογραφή του 1755 υπάρχουν 569 εγγραφές χωρίς τα παρεκκλήσια, των οποίων ο αριθμός ήταν μεγάλος. Στους Παξούς υπήρχαν 39 ναοί το 1686, 45 το 1739 και 51 το 1781. Οι ναοί διακρίνονταν σε συναδελφικούς (confraternita), κτητορικούς ιδιωτών (juspatronato privato), κτητορικούς του δημοσίου (juspatronato pubblico) και μοναστηριακούς. Ο μεγάλος αριθμός ιδιοκτητών ναών οφείλεται στο γεγονός ότι η Βενετία από το 1504, μετά από έντονες διαμαρτυρίες εξαίρεσε τους ναούς από κάθε φορολογία. Κτηματίες έκτιζαν εκκλησίες και τις προίκιζαν με μεγάλη περιουσία, κληροδοτούμενη μαζί με το ναό στα παιδία τους. Οι ιδιόκτητοι ναοί χρησιμοποιούνταν εξάλλου ως ευκτήριοι οίκοι και οικογενειακά νεκροταφεία. Υπήρχε μεγάλη ευκολία στην ανέγερση νέων ναών ή την ανακαίνιση των παλαιών. Οι δημόσιοι ναοί και οι περιουσίες τους ανήκαν στο δημόσιο και προσφερόταν συχνά σε πολίτες ή κληρικούς ως ανταμοιβή για την υπηρεσία τους στην Πολιτεία. Οι συναδελφικοί – η σημαντικότερη ομάδα- ήταν εφημεριακοί και συνιστούσαν μικρή κοινότητα, τον πυρήνα της ενορίας. Λειτουργούσαν ως «εταιρείες» και είναι άγνωστο πότε εμφανίστηκαν. Ήταν το κυριότερο είδος ναού στην ενετοκρατία. Με διάταγμα της 9ης Μαΐου 1584 ανατίθεται στο Μεγάλο Πρωτοπαπά η επιτήρηση των ιδιόκτητων ναών και μονών. Ανάλογα διατάγματα εκδόθηκαν το 1622, το 1646 και το 1721. το σπουδαιότερο απ’ όλα υπήρξε το διάταγμα του προνοητού Α. Σαγρέδου (26 Ιουλίου 1754). Είναι ο γνωστός «σαγρέδειος νόμος», που θα επηρεάζει τα εκκλησιαστικά πράγματα έως τον 20ο αιώνα. Με το σαγρέδειο νόμο διευθετήθηκαν και τα προβλήματα των μοναστηριακών ναών. Υπήρχαν μοναστήρια ανδρώα και γυναικεία, όλα κοινόβια.

Πηγή: Μητρόπολη Κερκύρας , http://www.imcorfu.gr/istoria.htm

* * *