Η βενετική κυριαρχία στην Κέρκυρα εγκαινιάζεται και διαιωνίζεται κάτω από τον αστερισμό μιας φεουδαλικού τύπου αντίληψης των συλλογικών ανθρωπίνων σχέσεων: συλλογικός φεουδάρχης το βενετικό Κοινό, ενσωματώνει στο εξουσιαστικό του ούστημα μέσω της Fidelitas άλλα υποσύνολα, ισάριθ­μες αποκρυσταλλώσεις των τοπικών εξουσιών. Ανά­μεσα τους τα φεουδαλικά συγκροτήματα, κληροδοτη­μένα από την ανδηγαβική εποχή: δεν είναι, ωστόσο, σ’ αυτά που πρόκειται να στηριχθεί η τοπική εξουσία, στο βαθμό που την ασκούν οι «πιστοί πολίτες» και όχι οι εκπρόσωποι της Κυριεύουσας· η τοπική εξουσία με όσες συνδηλώσεις συνεπάγεται, κοινωνικές, οικονομι­κές, αξιολογικές, ανήκει στα αστικά συλλογικά μορ­φώματα, η σύνθεση των οποίων είναι αποτέλεσμα κοι­νωνικών αξιολογιών που εκφεύγουν από το φεουδαλικό κύκλωμα, όχι όμως και από την ιδεολογία του. Οι ίδιοι οι κάτοχοι των φέουδων δεν είναι πάντα εντόπι­οι, ούτε κυριαρχούν λόγω της φεουδαλικής τους ιδιό­τητας στα συλλογικά σώματα της πόλης: ωστόσο, ανά­μεσα στις εξουσίες που θέλουν να διαιωνιστούν οι εκπρόσωποι της Κέρκυρας στα 1387 είναι οι φεουδα­λικοί θεσμοί και όσες σχέσεις αυτοί συνεπάγονται ανάμεσα στον φεουδαλικό κύριο της γης και στους καλλιεργητές. Οι τελευταίες αποτελούν μια από τις όψεις του φεουδαλικού πλέγματος, αυτές που θα μας απασχολήσουν εδώ , οι άλλες αναφέρονται κυρίως στις σχέσεις του κυρίου του φέουδου με τον ηγεμόνα, στα συστήματα διαδοχής· όπως ήταν επόμενο, υπήχθησαν στο δίκαιο των Ασσιζών.
Κατ’ εξοχήν εδαφικά, τα κερκυραϊκά φέουδα δεν υπακούουν αποκλειστικά σε στρατιωτικού τύπου αμοιβαιότητες ανάμεσα στον ηγεμόνα και στον φεου­δάρχη: υπακούουν και σε άλλου είδους υποχρεώσεις, λόγου χάρη συντήρηση ευκτήριων οίκων, ή γίνονται μέσα για την απόκτηση τίτλων. Με τον τρόπο αυτόν υπόκεινται σε μια τυπολογία σχέσεων και προορι­σμών, που δεν επηρεάζουν όμως το βασικό μηγανισμό με τον οποίο ένα σύστημα ανθρωπίνων σχέσεων είναι συγχρόνως ένα σύστημα κατανομής των εισοδημάτων της γης.
Το σύστημα τούτο θέλουν να διαφυλάξουν, κάποτε να το μετατρέψουν, οι κάτοχοι των φεουδαλικών γαιών και το ίδιο σύστημα, χωρίς νεωτερισμούς, θέλουν να διαφυλάξουν επίσης όσοι ζουν από τις γαίες αυτές, ο κόσμος των καλλιεργητών της υπαίθρου. Από την πλευρά της η Κυριεύουσα, ο συλλογικός αλλοιώς φεουδάρχης, χρειάζεται να γνωρίζει ποιες είναι αυτές οι γαίες, ποιες οι υποχρεώσεις των άμεσων καλλιερ­γητών που, ετούτες κι εκείνες, συνιστούν ένα δικό της δικαίωμα εκχωρήσιμο ή ήδη εκχωρημένο σε τρίτους, στους feudatarii της ανδηγαβικής εποχής. Οι ανάγκες αυτές οδηγούν στην καταγραφή των γαιών και των καλλιεργητών, των υποχρεώσεων και των τυχόν απαλ­λαγών από ορισμένες από τις τελευταίες: έτσι οργανώνονται οι απογραφές, «αναγραφές» όπως τις έλεγαν, των φε­ουδαλικών γαιών και του ανθρώπινου τους δυναμικού. Οργανώ­νονται, γιατί η συνή­θεια της απογραφής υπήργε πριν από τη βενετική κυριαρχία, απογραφή ανάλογη με εκείνη που ίσχυε στη βυζαντινή δημο­σιονομική πρακτική. Καθώς το φέουδο δεν είναι παρά μια εκχώ­ρηση δικαιωμάτων του ηγεμόνα ή του δημοσίου σε τρίτους έναντι παροχής υπη­ρεσιών, είναι επόμενο αυτός κι εκείνο να καθορίζουν, οργανώ­νουν και συντηρούν τον τύπο των απογραφών, να τις αρχειοθετούν κι ακόμη να ρυθμίζουν όσες υποθέσεις ανέκυπταν κατά τη μεταβίβαση των φέου­δων, να φροντίζουν την παραπέρα τύχη τους όταν περιέπιπταν σε χηρεία: γιατί, καθώς η διαδοχή στηρι­ζόταν σε ένα σύστημα αρρεγονικής, κατά κύριο λόγο, οριζόντιας πρωτοτοκίας, δεν έλειπαν οι αμφισβητή­σεις μέσα στο ξετύλιγμα των κληρονομικών διαδοχών κι ακόμη, καθώς τα φέουδα ήταν ανακλητά και ακο­λουθούσαν, επίσης, τη βιολογική μοίρα των οικογε­νειών στις οποίες είχαν εκχωρηθεί, κάποια στιγμή ήταν δυνατόν να βρεθούν χωρίς κατόχους, οπότε έπρε­πε να δοθούν σε άλλους, με προσωρινότερες ή μονιμό­τερες μορφές. Το έργο αυτό ήταν της αρμοδιότητας μιας βενετικής υπηρεσίας, του Magistrato sopra i feudi. Την κατάστρωση των απογραφών είχαν υποχρέ­ωση να φέρουν σε πέρας οι ίδιοι οι κάτοχοι των φέου­δων και να καταθέτουν αντίτυπο της στην υπηρεσία. Έπρεπε, ακόμη, να καταγράφουν με μορφή συμβολαί­ου όλες τις συμφωνίες που έκαναν με τους καλλιεργη­τές, κι αυτό μπροστά σε συμβολαιογράφους εμπιστευ­μένους με το έργο τούτο. Έτσι, η γη και ο κόσμος της αγροτικής οικονομίας της Κέρκυρας πέρασαν σε ανα­λυτικές κωδικοποιήσεις που επαναλαμβάνονταν μέσαστο χρόνο και οι οποίες | είναι το πάρισο της άλλης όψης των φεου­δαλικών σχέσεων, ε­κείνων που συνδέουν τον φεουδάρχη με την πηγή του καθεστώτος του, το βενετικό Κοινό. Λέγαμε ότι τα κερ­κυραϊκά φέουδα ήταν κατ’ εξοχήν εδαφικά: τούτο δεν σημαίνει ότι ο κύριος του φέουδου ήταν και απόλυτος κύ­ριος της γης, ιδιοκτή­της· ήταν κύριος ενός τμήματος των εισοδη­μάτων που παράγονταν στη φεουδαλική γη και καρπωτής ενός ανα­γνωριστικού δικαιώμα­τος με το οποίο εκφρα­ζόταν η φεουδαλική του κυριότητα. Μπο­ρούσε, επίσης, να είναι απόλυτος κύριος ενός κλάσματος των γαιών ή των φυτειών του φέουδου, γαίες και φυτείες που μπορούσε να αξιοποιεί όπως ο ίδιος ήθελε. Αυτός ο τύπος σχέσεων ανάμεσα στον κύριο του φέουδου και στους καλλιεργητές κρυσταλ­λώθηκε σε πάγιες μορφές που διαιωνίζονται σε όλη τη βενετοκρατία και μετά απ’ αυτή: ωστόσο, πρόκειται για έναν από τους τύπους, προϊόν κατά κύριο λόγο των δημογραφικών τυχών του νησιού. Παλαιότερος τύπος που συνυπάρχει μ’ αυτόν στον οποίο αναφερθήκαμε, και οτο 17ο αιώνα εξαφανίζεται, είναι εκείνος ο οποί­ος στηρίζεται στην εκχώρηση από το δημόσιο ή τον ηγεμόνα των δικαιωμάτων τους στον κύριο του φέου­δου: φόροι, δηλαδή αγγαρείες, δοσίματα, αλλοιώς σχέσεις που βρήκε η λατινική κατάκτηση στις Βυζαντινές κτήσεις και τις οποίες σε ορισμένα σημεία δια­φοροποίησε. Όπως συνέβη παντού, έτσι και στην Κέρκυρα η λατινική κατάκτηση διαιώνισε το φορολο­γικό καθεστώς των χωρικών και, από την άποψη αυτή, η συνέχεια των υποχρεώσεων των καλλιεργητών μένει στις γενικές της γραμμές ανεπηρέαστη. Βεβαίως τα αναλυτικά τεκμήρια που θα επέτρεπαν την τυπική απόδειξη αυτής της αυτονόητης κατάστασης λείπουν: εννοώ τα βυζαντινά «πρακτικά». Υπάρχουν, όμως, όσες αναφορές χρειάζονται για να αναπληρώσουμε την έλλειψη αυτή και για να υποδείξουν, ίσως, ότι η ανδηγαβική κατάκτηση συνάντησε στην Κέρκυρα ένα βυζαντινό θεσμό, την «πρόνοια», που θύμιζε στους δυτικούς, όπως και το οθωμανικό τιμάριο, τα δικά τους φέουδα που μεταφύτευσαν με υψηλού Βαθμού θεσμική καθαρότητα στην Ανατολή στα χρόνια των Σταυροφοριών.


Οι αναγραφές, λοιπόν, έχουν να μεταφέρουν στο χαρτί μια σειρά σταθερών και μεταβλητών στοιχείων. Αρχίζοντας από τα πρώτα, ο χώρος και οι άνθρωποι: στο επίπεδο του φέουδου, ο χώρος διακρίνεται σε δύο σύνολα, στο τοπολόγιο, δηλαδή σε μείζονες εκτάσεις του που συμπίπτουν με τα όρια των χωριών, και στις καλλιεργητικές μονάδες, χωράφια, αμπέλια, λιοστάσια ή μεμονωμένα ελαιόδενδρα, κήποι κι ακόμη οικόπεδα· οι άνθρωποι υπάρχουν στο Βαθμό όπου υπόκεινται σε μια οικονομική υποχρέωση προς το φέουδο, δεμένη με το αγαθό που κατέχουν, υπάρχουν ως μονάδες αλλά και ως ευρύτερα οικογενειακά μορφώματα. Στα μετα­βλητά στοιχεία ανήκουν οι τρόποι με τους οποίους ο κύριος του φέουδου καρπώνεται τα έσοδα του, μετα­βλητά αλλά όχι γι’αυτό μικρής διάρκειας: και οι παλαιότεροι και οι νεότεροι τρόποι ανήκουν σε διάρ­κειες μακραίωνες. Μεταβολές έχουμε και στη σήμαν­ση του εδάφους, στο Βαθμό όπου είναι υπόφορη της οικονομικής λειτουργίας του, όπως η τελευταία εξι-διάζεται στους φεουδαλικούς θεσμούς: εκεί όπου πα­λιά η αγροτική οικονομική μονάδα φέρεται ως morticium,mortizzo, προφανώς η κληρονομική “στάσις”: των βυζαντινών, τώρα έρχονται άλλοι όροι να σημά­νουν την κατοχή του εδάφους, δηλωτικοί των εξαρτή­σεων που επικρατούν στις φεουδαλικές γαίες — σολιάτικα, συγκράτειες, κανίσκια.
Οι απογραφές των φεουδαλικών γαιών είναι κείμε­να χωρίς σχέδιο: το τελευταίο θα εμφανιστεί στο β μισό του ιη’ αιώνα στις κερκυραϊκές «αναγραφές», πιο πριν στην Πελοπόννησο με το μεγάλο έργο των Βε­νετών για τη χαρτογράφηση του καλλιεργούμενοι χώρου. Οι κερκυραϊκές επιπεδογραφίες, όπως και οι πελοποννησιακές και άλλες, είναι έργα των μηχανικών του στρατού που, δίπλα στις σχεδιαστικές, διαθέτουν και ζωγραφικές ικανότητες: το χρώμα αποδίδει τις καλλιέργειες και το καθεστώς των γαιών, αλλά το απο­τέλεσμα δεν είναι μόνο ένας ευανάγνωστος οικονομικογεωγραφικός χάρτης· είναι συγχρόνως ένας ζωγρα­φικός πίνακας που συνδυάζει τα συνήθη διακοσμητι­κά μοτίβα με αναπαραστάσεις του οικισμένου χώρου και κάποτε παρουσιάζει και τους ανθρώπους. Σ’ αυτές τις επιπεδογραφίες του ιη’ αιώνα μεταφέρονται στο κειμενικό τους μέρος καταστάσεις που είχαν καταγρα­φεί τον προηγούμενο αιώνα, καταστιχώσεις των φεου­δαλικών αγαθών και των κατόχων τους. Η επιπεδογραφία, ωστόσο, προκύπτει από την καταμέτρηση του εδάφους, δεν είναι ένας ιδεατός χάρτης κειμενικής προέλευσης. Ο χώρος όμως αναπαρίσταται με λεκτι­κούς τρόπους στις προηγούμενες αναγραφές, όπως και σε όλους τους τύπους των καταστιχώσεων που έχουν υπάρξει χωρίς σχεδιαστική παράσταση: αναπαρίσταται στο βαθμό όπου εξυπηρετεί το κύριο ζητούμενο της καταγραφής, δηλαδή τα όρια, τη θέση, την κατηγορία και την κατοχή των καλλιεργητικών μονάδων, των φυτειών ή άλλων ακινήτων εγγείων αγαθών; όπως τα οικόπεδα, οι «οσπιτοκαθέδρες», τα «αυλοτόπια». Ευ­ρύτερη τοπική ενότητα η περιοχή του χωριού- στενό­τερη η ίδια η καλλιεργητική μονάδα: και στις δύο περιπτώσεις χρειάζονται να υποτυπωθούν τα σύνορα. Στην πρώτη πρόκειται για σημεία του χώρου, τεχνητά ή φυσικά: οι «τέρμονες», λόγου χάρη, ή οι πέτρες ριζιμιές· στη δεύτερη τα κτήματα των γειτόνων, που κι αυτά εξάλλου οροθετούν την ευρύτερη περιοχή. Για να παγιωθούν μέσα στο γραπτό, τα έγγεια αγαθά —και μαζί μ’ αυτά οι υποχρεώσεις που τα βαρύνουν— δεν αρκεί μόνο η μνεία των συνόρων, χρειάζεται να σημει­ωθεί η δική τους έκταση «πλέο ή ολιγότερο», κατά προσέγγιση δηλαδή: χρησιμοποιούνται τα τοπικά μέτρα επιφανείας, αρχικώς και συγχρόνως μέτρα χωρητικότητας, γιατί η επιφάνεια είναι συνάρτηση της σποράς που μπορεί να δεχθεί, κι ακόμη μέτρα στηριγ­μένα στη συνάρτηση εργασίας και χρόνου —«μοτσάδες», «μιζούρια», «δεκάλιτρα», «καυκιές», αλλά και «ζευγιές» και «αξινάρια»—, μέτρα υπάλληλα και πα­ράλληλα, όλη η κερκυραϊκή μετρολογική πολυφωνία με τις συνέχειες και εντοπιότητες που υποδεικνύει. Χρειάζεται να μετρηθούν τα δέντρα, κατά κύριο λόγο οι ελιές, ο πλούτος του νησιού που ενισχύεται από την πολιτική της Κυριεύουσας. Δεν αρκεί να καταμετρη­θούν οι κορμοί, χρειάζεται και να δηλωθούν οι σχέ­σεις που κρυσταλλώνονται πάνω στο δέντρο ανάμεσα οτο φέουδο και στον καλλιεργητή: προϊόντα εν πολ­λοίς εμφυτεύσεων οι ελιές, αλλά και αναπαλλοτρίωτες από την πλευρά του κυρίου του φέουδου, γίνονται αντικείμενο συνιδιοκτησίας. Ωστόσο, αυτή η τελευ­ταία δεν περιορίζεται στον κορμό, φτάνει στα κλαδιά, στα «κεντρώματα», και εκφράζεται σε μιά πλατιά κλί­μακα συμμετοχής στην κυριότητα του αγαθού, αποτυ-πωνόμενη, κάθε φορά, στο μερίδιο της συγκομιδής που ανήκει στο φέουδο. Όλα τούτα, όλη δηλαδή η ιστορία του κάθε ελαιόδενδρου, αποτυπώνονται μέσω του καθορισμού των «μεριδίων» στις αναγραφές των φέουδων και μαζί μ’ αυτά η ιστορία των εμφυτεύσε­ων, με κύριο ενεργητικό συντελεστή τον Κερκυραίο χωρικό: αυτός φυτεύει στο έδαφος του φέουδου τα δενδρύλλια, κεντρώνει τις αγριλιές που βρίσκονται σ’ αυτό, ενοφθαλμίζει κλάδους· ανασταίνει αμπέλια ή «εξαμπελώνει», για να δώσει το έδαφος σε άλλη καλ­λιέργεια.
Αν κατά κύριο λόγο ο χώρος των αναγραφών είναι ένας οικονομικός χώρος, παγιωμένος στα φεουδαλικά θέσμια, είναι συγχρόνως και ένας χώρος καθ’ εαυτόν, του οποίου αναδεικνύονται τα αναγνωριστικά στοι­χεία: όχι, φυσικά, όλος ο χώρος, αλλά εκείνος που εμπίπτει στα ενδιαφέροντα του απογραφέα, ο «περι­οριζόμενος» χώρος. Έτσι, η σήμανση των συνόρων, το «τοπολόγιο», προσφέρει την ευκαιρία να αναδειχθούν μορφές του εδάφους που δεν απομνημονεύονται όταν καταγράφονται οι επιμέρους καλλιεργητικές μονάδες, χωράφια, αμπέλια, λιοστάσια, κήποι ή οικόπεδα: αυτές οι μορφές είναι φυσικές ή αποτέλεσμα της παρέμβασης του ανθρώπου στο τοπίο. Αφήνοντας στην άκρη τις καλλιέργειες, οι οποίες κυριαρχούν κατ’ από­λυτο λόγο στις αναγραφές, η ανθρώπινη παρέμβαση μαρτυρείται με τη σήμανση των κτισμάτων ή άλλων έργων: εκκλησίες, τάφροι, αυλάκια, πεζούλια, καμίνια, αλώνια, πηγάδια, καφινοστάσια, δρόμοι, κι ακόμη με την επισήμανση της ιστορίας τους: «οπού άλλη βολά ήτον παλαιά στράτα των Μπουλάδωνε», «παλαιο-κάμινο», «παλαιοκλήσι», «παλαιόσπιτο». Έχουμε έτσι μέσα από τη σήμανση του χώρου την αποτύπωση του «άγριου», του φυσικού και του εξανθρωπισμένου τοπίου. Πρίν, όμως, αποτυπωθεί στο χαρτί —με τη μορφή του κειμένου πρώτα και του σχεδίου ύστερα— είχε ήδη αποτυπωθεί στη μνήμη: το χώρο τον γνωρί­ζουν οι «γέροντες και πραχτικοί άνθρωποι» του χωρι­ού, τον έχουν αποτυπώσει στο νου τους από γενιά σε γενιά και μαζί μ’ αυτόν την ιστορία της κατοχής του. Αυτοί γνωρίζουν τι ανήκει στο φέουδο και τι ανήκει σε τρίτα πρόσωπα, αυτοί γνωρίζουν τι και σε ποιον πληρώνουν οι κάτοχοι των αγαθών και οι προγονοί τους· γνωρίζουν ακόμη ποια εδάφη τα ιδιοποιήθηκαν οι καλλιεργητές αποσπώντας τα από το φέουδο, τα «ουζουρπάδα», και καταγγέλλουν την ιδιοποίηση κάθε φορά που γίνεται «αναγραφή». Δεν πρόκειται για καταγγελίες που προκύπτουν από τις αντιζηλίες ή και τα μίση των κατοίκων, αλλά για έκφραση των εσωτε-ρικευμένων οικονομικών σχέσεων, για την εσωτερίκευση των φεουδαλικών θεσμών.

Aρχείο Κέρκυρας

Πρόκειται, επίσης, για μιά πολυπλοκότερη σχέση. Πριν από κάθε αναγραφή διαβάζεται αφορισμός με τον οποίο καλούνται όλοι να δηλώσουν τι ανήκει στο φέ­ουδο: οι αφορισμοί είναι σύνηθες ένδικο μέσο στην Κέρκυρα, αλλά γι’ αυτό δεν έχουν ελαχιστοποιήσει την επίπτωση του στις συλλογικές συνειδήσεις. Μαζί με τον όρκο τον οποίο δίνουν οι κεφαλές και οι «πρα­χτικοί άνθρωποι» του χωριού, εδραιώνουν την παρα­δοχή των όρων της ζωής, όπως τους ρυθμίζει το σύστημα στο οποίο ανήκουν, των δικαιωμάτων αλλοιώς του φεουδαλικού κυρίου, μάλιστα του θεσμού του οποίου είναι φορέας: η σχέση ανάμεσα στον κύριο αυτό και στον καλλιεργητή δεν είναι διαπροσωπική, είναι σχέση του τελευταίου με τον απρόσωπο θεσμό, είναι η εσωτερίκευση των φεουδαλικών του υποχρεώ­σεων, των οποίων κάποτε αγνοεί την αιτία. Έτσι, τα τεχνικά αυτά κείμενα, προϊόντα παλαιών και διαιωνι­ζόμενων πρακτικών, υπόφορα της συλλογικής μνήμης αλλά και της διαιωνιζόμενης επίσης γραπτής συνήθει­ας, των συμβολαίων, αφήνουν μέσα από τους τυποποι­ημένους εκφραστικούς τρόπους τους να φανεί, δίπλα στο οικονομικό και φυσικό τοπίο, κάτι και από ένα άλλο τοπίο, το ψυχικό, στη συλλογική του διάσταση. Κυρίως, όμως, υποτυπώνουν το σχήμα, το σκελετό, μιας μακραίωνης ιστορίας, της οικονομικής ιστορίας των χωρικών της Κέρκυρας και όσων χωρικών έζησαν το παιχνίδι των αμφίδρομων πολιτισμικών κινήσεων στη δυτικοκρατούμενη Ανατολή.
Τα λιγοστά τεκμήρια της ανδηγαβικής εποχής και τα πολυπληθή της Βενετικής μας επιτρέπουν να χαρά­ξουμε εδώ τις γενικές γραμμές αυτού του σχήματος. Οι χωρικοί συνεχίζουν να «τελούν», εν μέρει ως και τον αρχόμενο ιζ’ αιώνα, όπως περίπου «τελούσαν» και πριν από τη δυτική κυριαρχία: καταβάλλουν το «α-κρόστιχο», όπως και οι ομόλογοι τους πάροικοι της Πελοποννήσου, το «μετρολόγι», όπως οι ομόλογοι τους των Ιωαννίνων, φόροι των οποίων πηγή είναι οι δύο κατεξοχήν αγροτικές δραστηριότητες, η καλλιέρ­γεια των δημητριακών και η αμπελουργία- δίπλα στους φόρους αυτούς καταβάλλουν και άλλους και μαζί μ’ αυτούς δοσίματα. Τα ονόματα τους τα συνα­ντούμε στα βυζαντινά «πρακτικά» και στις λατινικές φεουδαλικές καταστιχώσεις της Πελοποννήσου, όχι όλα. Στην ίδια την Κέρκυρα από φέουδο σε φέουδο τον ιε’ αιώνα και, φυσικά, παλιότερα, δίπλα στις κυ­ρίαρχες ομοιότητες υπάρχουν και διαφορές ως προς το είδος των καταβαλλόμενων φόρων και δοσιμάτων: δεν βρισκόμαστε συνεπώς μπροστά σε ένα ενιαίο σύστημα, σε μια κοινή μήτρα. Δίπλα στους φόρους υπάρχουν οι αγγαρείες, οι πάροικοι για τη δυτική ορολογία είναι vassali angararii, στον τύπο και στην πράξη. Το ύψος των αγγαρειών τους είναι συνάρτηση των αροτήρων που διαθέτουν, πράγμα που μας παραπέμπει στους βυζαντινούς ζευγαράτους και βοϊδάτους, σε κείνους δηλαδή που έχουν ζεύγος βοδιών ή ένα μόνο βόδι είναι επίσης συνάρτηση της προσωπικής ιδιότητας των πάροικων ως αγγαρεύσιμων: ο πρώτος τύπος αγγαρείας λέγεται αγγαρεία των βοδιών, ο δεύτερος προσωπική αγγαρεία.O χρόνος τους, δύο μέρες την εβδομάδα. Άλλοι από τους φόρους εκφράζονται στα απογραφικά κείμενα σε χρηματικές και άλλοι σε φυσι­κές αξίες: τούτο δεν σημαίνει ότι καταβάλλονταν και αντιστοίχως· για παράδειγμα, η αγγαρεία που εκφράζε­ται σε χρηματικές αξίες, αλλά ζητιέται, όταν ζητιέται, με μορφή παροχής εργασίας. Το ύψος της αγγαρείας, όπως και αλλού, οφείλεται σε τροποποίηση καταστά­σεων που ίσχυαν πριν από την κατάκτηση. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι το φεουδαλικό σύστημα που περιγράφουμε αδρομερώς στηρίζεται στην εκχώρηση φορολογικών προσόδων, ότι αλλοιώς οι φεουδαλικές πρόσοδοι δεν είναι παρά η ιδιωτικοποίηση των δημο­σίων προσόδων. Στο εσωτερικό όμως αυτού του συ­στήματος υφίσταται και μια άλλη σχέση ανάμεσα στον καλλιεργητή και στον κύριο του φέουδου, τον «εμπα-ρούνο», όπως τον θέλει η τοπική λαλιά, που κάποια στιγμή τον αποκαλούσε «προνοιάριο» και το φέουδο του, την «εμπαρουνία», «πρόνοια». Πρόκειται για το «γήμορο» ή «δεκάτη».
Δεν την καταβάλλουν όλοι οι vassalli angararii και όσοι την καταβάλλουν δεν ανήκουν υποχρεωτικά στην κατηγορία αυτή: δηλώνει μια σχέση που συγκροτείται ανάμεσασε έναν αγροδότη και έναν αγρολήπτη, σχέση κατά πάσα πιθανότητα διηνεκή. Αγροδότης είναι ο κύριος του φέουδου, ο οποίος εκχωρεί σε έναν καλ­λιεργητή, υπόφορο ή όχι σε αγγαρεία, ένα κομμάτι γης για να το καλλιεργεί έναντι καταβολής του δέκατου τμήματος της συγκομιδής. Η σχέση δεν είναι προϊόν της δυτικής κατάκτησης, αλλά επίσης δεν φαίνεται ότι ισχύει σε γαίες απόλυτης κυριότητας. Φορολογικής προέλευσης αλλά εκτεινόμενο σε συνεχή εδάφη, το φέουδο μπορεί για πολλούς λόγους να περιέχει ακαλ­λιέργητες ή χηρεύουσες γαίες: αυτές αποτελούν αντι­κείμενο των συμβάσεων που συνεπάγονται την κατα­βολή γεώμορου ανερχόμενου στο δέκατο της παρα­γωγής· διαθέτει επίσης γαίες ή άλλα αγαθά, λόγου χά­ρη ελιές, που ανήκουν αποκλειστικά στο φέουδο, τα «ελεύθερα της εμπαρουνίας», δηλαδή η reserve seigneuriale. Κι αυτές γίνονται αντικείμενο συμβάσεων με τους καλλιεργητές. Αυτού του τύπου η σχέση ανά­μεσα στον κύριο του φέουδου και στον καλλιεργητή γενικεύεται και αποτελεί τον κανόνα στην Κέρκυρα: οι φορολογικής προέλευσης πρόσοδοι, τα ακρόστιχα, τα μετρολογία, οι πρεβέντες, τα οικομόδια, τα βοδολόγια, τα χαρίσματα, τα δουκικά, τα λινοκάναβα, οι χοιροδεκαετίες, τα ταβερνιάτικα και τα τόσα άλλα, λιμνιάτικα και τα λοιπά, εξαφανίζονται από τις αναγραφές και καταργούνται ως φεουδαλικά δικαιώματα στα μέσα του ιζ’ αιώνα. Το φεουδαλικό δικαίωμα συνοψίζεται σε ένα αναγνωριστικό δικαίωμα συνοδευόμενο ή μη από την καταβολή γαιοπροσόδου, του γεωμόρου δη­λαδή ή της δεκάτης ή άλλης τάξης προσόδων που ρυθμίζονται στο αγροτικό συμβόλαιο. Στις εμφυτεύ­σεις ισχύει η αργή ότι ο καλλιεργητής αγαθού που ανήκει κατ’ απόλυτη κυριότητα σε τρίτο πρόσωπο κα-ταβάλλει ατο πρόσωπο αυτό το μισό της παραγωγής: καθώς, λόγου χάρη, κατά την εμφύτευση αμπελιού ο κύριος του εδάφους και ο εμφυτευτής γίνονται κύριοι ο καθένας του μισού της εμφύτευσης και καθώς ο κύριος του φέουδου δεν μπορεί να αλλοτριώσει τις φεουδαλικές γαίες, γίνεται μετά την εμφύτευση κύριος του μισού αμπελιού, του οποίου το σύνολο καλλιεργεί ο εμφυτευτής, υποχρεούμενος να παραδί­δει στον κύριο του φέουδου το μισό της παραγωγής του τμήματος που ανήκει σ’ αυτόν τον τελευταίο, δη­λαδή το ένα τέταρτο του συνόλου. Αυτά είναι τα λεγό­μενα «μερίδια» στις φεουδαλικές γαίες. Το αγαθό που υπόκειται στην καταβολή τετάρτου, καθώς και κάθε φεουδαλικό αγαθό, μπορεί να αλλοτριωθεί από τον κάτοχο του, δηλαδή τον καλλιεργητή, αλλά πωλούμε­νο, προικιζόμενο, κληρονομούμενο ή δωριζόμενο θα συνεχίσει να τελεί στον κύριο του φέουδου το τέταρτο αυτό. Το ίδιο ισχύει και για τις ελιές, όπου όμως η αναλογία του μεριδίου υπακούει σε μεγαλύτερη κλί­μακα, γιατί το εμφυτευτικό δικαίωμα δεν αφορά απο­κλειστικώς το σύνολο του δέντρου αλλά και τμήματα του, όπως ήδη σημειώσαμε.
Μια κατηγορία αγαθών βαρύνεται μόνο από την καταβολή αναγνωριστικού δικαιώματος, του «σο-λιάτικου» ή censuale, όπως λέγεται στα ιταλόγλωσσα κείμενα. Άλλα έγγεια αγαθά, προορισμένα κυρίως στην καλλιέργεια των δημητριακών, μαζί με το αναγνωρι­στικό δικαίωμα καταβάλλουν και τμήμα της παραγω­γής, δηλαδή γαιοπρόσοδο: το αναγνωριστικό φεουδα­λικό δικαίωμα στις περιπτώσεις όπου πρόκειται για προσωρινές εκχωρήσεις γαιών του φέουδου ονομάζε­ται κανίσκι και στις περιπτώσεις όπου πρόκειται για διηνεκείς εκχωρήσεις ονομάζεται συγκράτεια· οι γαίες που ανήκουν στο ένα ή στο άλλο καθεστώς ονομάζο­νται αντιστοίχως κανισκεψιές και συγκράτειες. Η γαι-οπρόσοδος ποικίλλει από το ένα δέκατο ως το ένα πέμπτο και όσες ξεπερνούν το ένα δέκατο θεωρήθηκαν το ιζ’ αιώνα ως αποτέλεσμα υπερβάσεων των κυρίων των φέουδων και των εκπροσώπων τους. Όπως ισχύει στις περιπτώσεις των εμφυτεύσεων, έτσι και εδώ οι γαίες που υπόκεινται σε καταβολή σολιάτικου και συγκράτειας είναι αλλοτριώσιμες (από την πλευρά πάντα του καλλιεργητή) και οι υποχρεώσεις τους διη­νεκείς.
Αυτό είναι σε γενικότατες γραμμές το σχήμα αγρο­τικής ιστορίας που μας δίνουν οι αναγραφές των κερ­κυραϊκών φέουδων, των Βαρονιών. Μας δίνουν επίσης ό,τι στοιχεία χρειάζονται για να δούμε τη συχνότητα με την οποία παρουσιάζεται κάθε είδος γαιών, ανάλογα με το καθεστώς στο οποίο υπάγεται, την κατανομή των καλλιεργειών, πολλές φορές το πέρασμα από τη μια καλλιέργεια στην άλλη· ακόμη μας επιτρέπουν να ιδούμε το βαθμό κατακερματισμού της γης και την κλίμακα μέσα στην οποία συγκροτούνται οι περιου­σίες, αλλοιώς την οικονομική και κάποτε, έμμεσα, την κοινωνική διαστρωμάτωση. Γιατί οι παλιοί πάροικοι, οι σολιατοδότες, και όσοι κατέχουν αγαθά σε συγκράτεια ή κανισκεψιά δεν είναι ισοπεδωμένοι: οι πηγές του αγροτικού πλούτου είναι με άνισο τρόπο κατανε­μημένες. Επιπρόσθετα μας αφήνουν να ιδούμε, πέρα από τους ατομικούς, τους συλλογικούς τρόπους κατο­χής των εδαφών, τις «αδελφοσύνες», την εξ αδιαιρέ­του αλλοιώς κατοχή του εδάφους στο πλαίσιο ευρύτε­ρων οικογενειακών σχηματισμών. Σιωπούν, ωστόσο, για άλλα πολλά: το ύψος της παραγωγής, τις αποδό­σεις, την καταχρέωση, τους τρόπους με τους οποίους εξυπηρετούνταν οι χρηματικές υποχρεώσεις, το ρόλο των ενδιαμέσων, τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Με ένα λόγο δίνουν το σκελετό μιας ιστορίας και κάτι από τη ζωή της ιστορίας αυτής: τον όλο της οργανισμό μπο­ρούμε να τον αποκαταστήσουμε μέσα από άλλα τεκμή­ρια, ως προς τα οποία οι κερκυραϊκές πηγές δεν είναι φειδωλές, στην Κέρκυρα και έξω απ’ αυτή.

Πηγή: Σπύρος Ασδραχάς ,διεθνής έκθεση αρχειακού υλικού. Κέρκυρα,ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική 14ος-19ος αι.

* * *