Στην Κέρκυρα, το μοναδικό από τα ελληνικά εδάφη που δεν υπέστη τον οθωμανικό ζυγό, ταιριάζει καλύτερα από κάθε άλλο τμήμα της βενετικής επικράτειας το απόφθεγμα «sub umbra alarum tuarum», που διαβάζουμε κάτω από ένα ταπεινό μαρκιανό λιονταράκι, στην πρόσοψη της μικρής καθολικής εκκλησίας, η οποία είναι αφιερωμένη στην Παναγία της Τενέδου. Εξάλλου, όπως θα δούμε, δεν είναι τυγαίο το γεγονός ότι το σύμβολο της «Γαληνότατης» επιβίωσε, σχεδόν αδιάλειπτα, της Βενετικής Δημοκρατίας, αποβαίνοντας, με κάποια μικρή μόνο μετατροπή, το έμβλημα της νεαρής Επτανήσου Πολιτείας.
Το αρχαιότερο λιοντάρι της Κέρκυρας είναι σίγουρα εκείνο το άτυπα «εν κινήσει», το οποίο βρίσκεται στο Παλαιό Φρούριο, κοντά στη θολωτή διάβαση που συνδέει την Piazzetta della Cisterma με την Ακρόπολη, θέση που φαίνεται πως δεν είναι η αργική του, αφού η κυψελοειδής επιφάνεια του ανάγλυφου υποδηλώνει ότι για μακρή χρονικό διάστημα υπήρξε εντοιχισμένο σε σημείο πιο εκτεθειμένο στους ανέμους απ’ ό.τι το σημερινό. Όσο και αν οι συνθήκες ανάγνωσης του έργου απέχουν πολύ από του να είναι ιδεώδεις, αναμφισβήτητος οπωσδήποτε είναι ο γοτθικός του χαρακτήρας, που υπογράμμιζεται από το αλλοιωμένο σχεδόν τετραγωνισμένο πριονωτό κυμάτιο του κορνιζώματός του, μοναδικό αυτού του τύπου σε ολόκληρη την Κέρκυρα. Ακόμη και η εικονογραφία είναι αρχαϊκή και, εν πάση περιπτώσει, μη παραδοσιακή, όπως παρατηρούμε στη διάταξη των φτερών, που είναι αποκλίνοντα, όμοια με κάποια βενετικά λιοντάρια του 14ου αι., σαν αυτό που βρίσκεται στο προαύλιο των Αρχείων της Βενετίας. Αλλά η εικονογρα φική ιδιαιτερότητα του λιονταριού, που το καθιστά απόλυτα μοναδικό, φαίνεται καταρχάς από το μπροστινό του νύχι, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στον πήχυ, αντί να είναι κάθετο ή λοξό στην κατώτερη άκρη, αποτελώντας μια προφανή παρέκκλιση από το άλλο θεμελιώδες μαρκιανό πρότυπο, εκείνο που ονομάζεται διαλεκτικά «ίn moleca» και εραλδικά «ίn maesta» ή «in soldo» ή «in gazzetta» (σε κέλυφος, μεγαλειότητας, σε νόμισμα).
Έχοντας επιβεβαιώσει τη γοτθική πνοή του έργου, που συνεπώς συνιστά, υπό αυτή την έννοια, μια σπανιότατη μαρτυρία, τη μοναδική ίσως μαζί με τη δίφορη καμάρα σε ένα καντουνι κοντά στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό, μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η κατασκευή του συμπίπτει με την αργή της βενετικής κυριαρxίας, το 1386. Όσο εύλογη ή λιγότερη εύλογη κι αν είναι αυτή η υπόθεση, απορρίπτεται σε κάθε περίπτωση η σχετική εκδοχή διατυπωμένη πριν από πενήντα χρόνια— του Antonino Rusconi, ο οποίος, στο πολυτιμότατο δοκίμιο του για τα Εραλδικά και επιγραφικά Βενετο-κερκυραϊκά μνημεία (Monumenti araldici ed epigrafici veneto-corfioti), είχε υποστηρίξει ότι κανένα μαρκιανό λιοντάρι στο νησί δεν είναι «προγενέστερο του 1500».
Χρειάζεται να φτάσουμε στα 1540 για να μπορέσουμε να βρούμε το πρώτο χρονολογημένο λιοντάρι, αυτό που βρίσκεται στις αποθήκες του αλατιού, στις αλυκές, του οποίου έπονται, στο δεύτερο μισό του αιώνα, γύρω στα δέκα σπουδαία δείγματα, όλα «εν κινήσει» και όλα χρονολογημένα ad annum ή χρονο-λογούμενα με βάση τις κατασκευές. Όμως, εκτός από εκείνο της «Ροrta Otturata» (Κλειστής Πύλης) του Νέου Φρουρίου, τούτα τα λιοντάρια διακρίνονται δύσκολα, καθώς τα Βλέπει κανείς είτε από μεγάλη απόσταση είτε από τη θάλασσα· έτσι, η Κέρκυρα δεν χαίρει λεοντείας φήμης, μολονότι είναι, ομολογουμένως, μια από τις πλουσιότερες πόλεις σε γλυπτά Βενετσιάνικα εμβλήματα, δεύτερη στην επικράτεια της «Γαληνότατης» μετά τη Zara, όπου, ωστόσο, τα χαρακτηριστικότερα δείγματα καταστράφηκαν στα χρόνια 1944-45 και 1953.
Από τα προαναφερθέντα έργα του 16ου αι., σημαντικότερα μας φαίνονται τα δύο που είναι εμπεπηγμένα στο στόμιο της ένυδρης τάφρου, ανάμεσα στο Παλαιό Φρούριο και τη Σπιανάδα. Χρονολογημένα στα 1556, είναι ίδια από κάθε άποψη και χαρακτηρίζονται από το ανεπιτήδευτο σχέδιο και την ουρά, που δεν είναι τεντωμένη ή ανορθωμένη ως συνήθως, αλλά πέφτει με φυσικότητα κυρτή, όπως στο μαρκιανό έμβλημα του 15ου αι., που βρίσκεται στο παλιό δημαρχείο της Isola d’Istria. Όμως, αυτό που εκπλήσσει περισσότερο σ’ αυτό το μοναδικό αντίγραφο είναι τα λοξά μάτια, που παρουσιάζουν μια περίεργη ομοιότητα με των λιονταριών-πανθήρων στο υπερώο του δωρικού ναού της Άρτεμης στην Κέρκυρα.
Στα μέσα, επίσης, του αιώνα ανάγονται δύο άλλα μεγάλα, όσο και άψογα ανάγλυφα στο Παλιό Φρούριο, και τα δύο τοποθετημένα σε μεγάλη απόσταση από το κοντινότερο σημείο παρατήρησης, ώστε, πρακτικά, μόνο με κιάλια μπορούν να μελετηθούν. Το ένα, που μέχρι τις ημέρες μας κρυβόταν από μια οργιώδη βλάστηση, βρίσκεται στο Βόρειο μεταπύργιο της Ακρόπολης, εκείνη την εποχή πάνω από τα κατεστραμμένα καταστήματα της σιταποθήκης, ενώ το άλλο είναι πάνω στον προμαχώνα, στους πρόποδες του Νέου Φρουρίου. Αν και με επιφύλαξη, μας φαίνεται ότι μπορούμε να αποδώσουμε στα δύο έργα κοινό δημιουργό, πιθανόν έναν από τους «πενήντα ορεσίβιους λιθοξόους» που ακολούθησαν τον Michele Sanmicheli στο νησί και για τους οποίους κάνει λόγο ένα διάταγμα της Συγκλήτου, της 8ης Οκτωβρίου 1537. Σ’ έναν άλλο μάστορα της πέτρας, επίσης Ιταλό, όπως κατά πάσα πιθανότητα ήταν οι δημιουργοί όλων των κερκυραϊκών λιονταριών του 16ου αι., πρέπει να αποδώσουμε το πιο λιτό λιοντάρι του Capo Sidero, ορατό μόνο από τη θάλασσα και χρονολογημένο, με βάση την υποκείμενη επιγραφή, στο έτος 1560.
Αντιθέτως, μπορούμε να παρατηρήσουμε εύκολα, και ίσως γι’ αυτό ακριβώς είναι λιγότερο πειστικά, δύο επιβλητικά λιοντάρια του Νέου Φρουρίου, εκ των οποίων το ένα βρίσκεται πάνω στην «Porta Otturata» (Κλειστή Πύλη) και ήδη αναφέρθηκε, ενώ το άλλο, που χαρακτηρίζεται από μια πολύ κοντή μουσούδα, κατά τα φαινόμενα σε προφίλ, βρίσκεται πάνω στο νότιο οχυρό του Σκάρπωνα.
0 16ος είναι ο αιώνας κατά τον οποίο στο «Κλειδί του Κόλπου», όπως αποκαλείτο χαρακτηριστικά η Κέρκυρα,το μαρκιανό λιοντάρι γνώρισε μεγάλη διάδοση, αν και λείπουν σήμερα τα δείγματα της «Ρorta reale» (Βασιλικής Πύλης), της Πύλης της Σπηλιάς και της Πύλης του Ραϊμόνδου. Αυτό εξηγείται από την έντονη δραστηριότητα της στρατιωτικής οικοδομικής μετά την αποκρουσθείσα τουρκική πολιορκία του 1537 και, ακόμη περισσότερο,από τη νέα στρατηγική θέση που ανατέθηκε στο νησί με τον επανασχεδιασμό του πολιτικού χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά την προοδευτική αποχώρηση των Βενετών από μια ολόκληρη σειρά παράκτιων
Οχυρών κατοχή της Κέρκυρας απέβαινε όλο και πιο ζωτική απέβαινε όλο και πιο ζωτική για τη Δημοκρατία, σαν συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Κόλπο και το Λεβάντε, που, μετά την απώλεια της Κύπρου, ταυτιζόταν ουσιαστικά με την από ετών βενετική Κρήτη. Έτσι, όργισαν τις εργασίες για τη νέα πολεοδομική ζώνη και το συμπληρωματικό Νέο Φρούριο, σε σχέδια του Ferdinando Vitelli, οι οποίες διήρκεσαν από το 1576 ως το 1589.
Παρά τις ελλείψεις που τόσο υπογραμμίστηκαν ακόμη και από τους συγχρόνους του, οι οχυρώσεις του Vitelli αντιστάθηκαν στη σκληρή δοκιμασία της δεύτερης πολιορκίας του 1716, μετά την οποία, πάντοτε υπό τις διαταγές του στρατάρχη Schulenburg, εκσυγχρονίστηκαν και διευρύνθηκαν. Τότε κατασκευάστηκαν νέοι μαρκιανοί λέοντες, όχι μεγάλοι και «εν κινήσει», αλλά ως επί το πλείστον μικροί και στον τύπο «in moleca», διόλου κραταιοί, αλλά σχεδόν άκομψοι, για να μην πούμε καρικατούρες. Εξάλλου, στην ίδια την πρωτεύουσα, αν όχι σε όλη τη βενετική επικράτεια, τα μαρκιανά λιοντάρια του 18ου αι. ήταν άθλια στρη μορφή, αντανακλώντας τέλεια την αδυσώπητη παρακμή του Κράτους.
Από το 18ο αι. σώζονται ακόμη στην Κέρκυρα ποικίλες μορφές σε«moleca», ως επί το πλείστον οφειλόμενες σε ντόπιους τεχνίτες, όπως το λιοντάρι με μουσούδα προβάτου, που διατηρείται στο μικρό βενετικό lapidario του Παλαιού Φρουρίου (1732),ή το προαναφερθέν δείγμα στη μικρή πρόσοψη της Παναγίας της Τενέδου (1723), όπου το θηρίο είναι σχεδόν αγνώριστο εξαιτίας των ανθρωπόμορφων χαρακτηριστικών του, δηλαδή την ίσια μύτη, το πλατύ στόμα που φαίνεται σαν να χαμογελάει και την ψεύτικη χαίτη, σαν γενειάδα του Αϊ-Βασίλη.
Με την πτώση της Βενετικής Δημοκρατίας, η τύχη των μαρκιανών λιονταριών της Κέρκυρας υπήρξε κοινή με εκείνη της υπόλοιπης θαλάσσιας επικράτειας, παρά το γεγονός ότι τα Ιόνια Νησιά δεν πέρασαν στην Αυστρία, αλλά, de facto, στη Γαλλία. Οι Ιακωβίνοι κράτησαν τυπικά αποικιακή συμπεριφορά —ας θυμηθούμε τη Νάπολη, κατά την υποταγή των στρατευμάτων του Chiampionnier στο S.Gennaro— αποδέχθηκαν δηλαδή, σε πείσμα αυστηρών διαταγμάτων, τοπικές «προλήψεις», ανάμεσα στις οποίες ήταν και ο σεβασμός για το μακραίωνο σύμβολο του παλαιού καθεστώτος. Έτσι, τα «απεχθή» πολυάριθμα μαρκιανά λιοντάρια —μόνο στην πόλη τα γλυπτά πρέπει να είναι περισσότερα από εκατό— έγιναν σεβαστά, με εξαίρεση ορισμένα που εκτίθεντο σε πολιτικές ή στρατιωτικές θέσεις.
Το γεγονός ότι το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου παρέμεινε στην καρδιά των Κερκυραίων αποδεικνύεται αναμφισβήτητα από το ότι, μετά την παρένθεση των Δημοκρατικών Γάλλων, οι αντιπρόσωποι του νησιού το υιοθέτησαν ως έμβλημα της νεαρής Επτανήσου Πολιτείας, η οποία τέθηκε κάτω από την υβριδική ρωσο-τουρκική προστασία, που, αντιπαρερχόμενη τη δεύτερη γαλλική κυριαρχία, θα διαρκούσε υπό βρετανική προστασία μέχρι την Ένωση με τη μητέρα πατρί δα, το 1864. Το έμβλημα της «Επτανήσου Πολιτείας», γνωστής, επίσης, ως Ιόνιας ή, πιο απλά, Επτανήσου, είναι πράγματι ένα μαρκιανό λιοντάρι «εν κινήσει», που βαστάζει στα αριστερά ένα κλειστό Βιβλίο με σταυρό, από τον οποίο αποχωρίζονται ακτινωτά επτά Βέλη, που δηλώνουν τον αριθμό των νησιών, δηλαδή την Κέρκυρα, τους Παξούς, την Αγία Μαύρα (ή Λευκάδα), την Κεφαλλονιά, τη Μικρή Κεφαλλονιά (ή Ιθάκη), τη Zάκυνθο και το Τσιρίγο (Κύθηρα).
Υπάρχει, επίσης, μια παραλλαγή αυτής της αναπαράστασης, λιγότερο διαδεδομένη, με το λιοντάρι σε «moleca».
Ο μαρκιανός λέοντας των Επτανήσων δεν είναι, όμως, ένα πρωτότυπο εικονογραφικό θέμα, όπως κοινώς πιστεύεται, γιατί είναι γνωστό τουλάχιστον ένα παρόμοιο, προγενέστερο, κατά τη διάρκεια της Βενετικής Δημοκρατίας. Πρόκειται για τον αρπακτικό λέοντα της σημαίας της πόλης Capodistria, ευρισκόμενο τότε στη Dogana di Sanità και τώρα στο Δημοτικό Μουσείο της πόλης, ο οποίος παρουσιάζεται, όπως και στο επτανησιακό έμβλημα, να Βαστάζει το Βιβλίο με το σταυρό και τα τόξα, με μετωπική μουσούδα φωτοστεφανωμένη, φτερά παράλληλα και ουρά ανορθωμένη. Δεν κατορθώσαμε να βρούμε έναν εύλογο δεσμό ανάμεσα στο λιοντάρι της Capodistria και εκείνο της Κέρκυρας, αλλά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μεταξύ όλων των τα Βενετσιάνικων λιοντάρια της Επτανήσου, πέτρινων και μη, κανένα δεν παρουσιάζει τέτοια μοναδική εικονογραφία, η οποία, κατά τη γνώμη μας, υιοθετήθηκε από τους νησιώτες του Ιονίου εξαιτίας της παρουσίας των επτά βελών, που, πιθανώς, αρχικά είχαν μόνο ιερή σημασία.
Έως εδώ φτάνει η ενεργή, τρόπον τινά, ιστορία του μαρκιανού λέοντα στην Κέρκυρα. Και έπειτα; Είναι πασίδηλο ότι μετά το 1866, χρονολογία προσάρτησης του Βενετικού Κράτους στην Ιταλία, που συμπίπτει σχεδόν με εκείνη των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα, ο μαρκιανός λέοντας κατέστη στην Αδριατική το σύμβολο του ιταλικού αλυτρωτισμού, που αντιτίθετο στον κροατικό ιλλυρισμό. Απλοποιώντας λίγο τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι αυτό υπήρξε αιτία από μέρους του δαλματικού φιλοϊταλικού πληθυσμού για ένα είδος μαρκιανής λεοντοφιλίας, αν όχι λεοντοδουλείας με παρεπ’ομενη λεοντοφοβία απο μέρους της κροατικής πλειονότητας. Αν και στα Ιόνια Νησιά παρατηρήθηκε μια παρόμοια κατάσταση, επειδή έλειπαν οι ίδιες εθνικο-ιδεολογικές προϋποθέσεις, εντούτοις, με την έλευση στην εξουσία του Φασισμού, που οικειοποιήθηκε πολλά αιτήματα του αλύτρωτικού κινήματος, προδίδοντας ωστόσο άλλα, οι συνέπειες δεν ήταν οι αναμενόμενες. Ίσως δεν είναι τυχαίο το η πρώτη ιμπεριαλιστική πράξη του καθεστώτος εκδηλώθηκε ακριβώς στην Κέρκυρα στα 1923, πράγμα που υπήρξε μοιραίο για την παραδοσιακή ιταλοφιλία που μέχρι τότε επικρατούσε στο νησιωτικό πληθυσμό, ειδικά στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Κατά τη διάρκεια της ιταλικης κατοχής, κατά το 1941-43, αν και δεν έγινε ανοιχτά λόγος για αποσχιση της Κέρκυρας και Ιόνιων Νήσων από την Ελλάδα, ωστόσο η ιδέα αυτή ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα, με την αναθέρμανση των αιώνιων δεσμών με την Ιταλία — και ειδικότερα, προφανώς, με τη Βενετία. Υπό αυτό το πρίσμα έγινε η αξιολόγηση των μαρκιανών λεόντων, ορισμένοι από τους οποίους μεταφέρθηκαν για να φαίνονται καλύτερα, όπως ο λέοντας της Porta Reale (Βασιλικής Πύλης), που τοποθετήθηκε το 1942 στο στηθαίο της σκάλας εισόδου στον στρατώνα Pasqualigo (εκείνη την εποχή βιβλιοθήκη) γεγονός μοιραίο για το έργο, μετά την απελευθέρωση| του νησιού από τους Έλληνες. Σε αυτό το πλαίσιο υπεισέρχεται και η επιμελής έρευνα του Rusconi που στάλθηκε στο νησί την άνοιξη εκείνου του κρίσιμου 1943, για να καταλογογραφήσει τις επιγράφες,τα οικόσημα και, φυσικά, τα λιοντάρια της Βενετικής περιόδου.
Το τέλος της ιταλικής κατοχής πρώτα, και της γερμανικής κατόπιν, προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις από την πλευρά των Ελλήνων, που τις πλήρωσαν ορισμένα πέτρινα λιοντάρια, όπως εκείνο που Βρισκόταν άλλοτε πάνω στην Porta Reale ή το άλλο, μέσα σε tondo που κατακρημνίστηκε από τη Σπιανάδα στο κανάλι της υγρής τάφρου, παραμένοντας ευτυχώς άθικτο. Μερικά από αυτά τα λιοντάρια, λίγα είναι η αλήθεια, καταστράφηκαν «εν θερμώ», όμως άλλα καταδικάστηκαν εσκεμμένα, σε αντίποινα κατά των Ιταλών, από τον Κερκυραίο δήμαρχο της απελευθέρωσης , τον Σπύρο Κόλλα, του οποίου ο γιός είχε σφαγιαστεί άγρια από τους μελανοχιτώνες.Αν σ’αυτό προστεθεί και το γεγονός ότι ορισμένα λιοντάρια του Παλιαού Φρουρίου καταστράφηκαν από τον λυσσαλέο βομβαρδισμό από τους Γερμανούς τον Σεπτέμβρη του 1943 θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε γιατί μόνο τα μισά περίπου των καταλογογραφήμενων δειγμάτων από τον Rusconi διασώζονται σήμερα.
Πηγή: Alberto Rizzi ,διεθνής έκθεση αρχειακού υλικού. Κέρκυρα,ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική14ος-19ος αι.
* * *
Συγχαρητήρια για την καταπληκτική εργασία, όμως είναι ελλιπείς.
Δεν γίνεται καμία αναφορά στο χρυσό λέοντα που κατά την ίδια την λεζάντα οι Βρετανοί αφαίρεσαν από το παλιό φρούριο, (πιθανότατα στη θέση που σήμερα είναι ο θυρεός του Γεωργίου) κατά την κατάληψη της Κέρκυρας. Το έκθεμα βρίσκεται σήμερα στο Πύργο του Λονδίνου με σαφή αναφορά του προσδιορισμού του από το φρούριο της Κέρκυρας.
http://staging.waymarking.com/waymarks/WMDACW_Lion_of_St_Mark__London_England_UK,
“Lion of St. Mark
Venetian, 17th or 18th Century
A gilded winged lion, carved in wood
and plaster, symbol of the evangelist
St. mark and emblem of the Venetian
City State. It was removed by British
forces when they evacuated the
Venetian fortress on Corfu in 1809.”