Μελετώντας κανείς την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους δεν μπορεί να μη σταθεί στα ονόματα αυτών που μας διέσωσαν τα δραματικά εκείνα γεγονότα, όπως του Κριτόβουλου του Ιμβρίου, του Δούκα, του Χαλκοκονδύλη, του Λεονάρδου, αρχιεπισκόπου Χίου, του Γεωργίου Φραντζή κ.α. Ειδικότερα η ιστοριογραφική συμβολή του τελευταίου αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ήταν επιστήθιος φίλος και υψηλός αξιωματούχος του τελευταίου ρωμαίου αυτοκράτορα, του τραγικού και μαρτυρικού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Μάλιστα, υπό αυτήν την ιδιότητα ο ρόλος που έπαιξε ήταν σημαντικότατος για τα πράγματα της αυτοκρατορίας που αργοπέθαινε.
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής, ο οποίος φαίνεται ότι έφερε και το παρώνυμο Φιαλίτης, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Αυγούστου 1401, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στο Χρονικόν του, για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ο πατέρας του προερχόταν από επιφανή οικογένεια της Λήμνου και είχε διατελέσει παιδαγωγός του Θωμά Παλαιολόγου, γιου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄. Ανάδοχός του ήταν η οσία Θωμαΐς η μοναχή ενώ ο Φραντζής από την ηλικία των δεκαέξι ετών ήταν ἐπιτραπέζιος και κελλιώτης, δηλαδή τραπεζοκόμος και υπεύθυνος του κοιτώνα του αυτοκράτορα. Η αδελφή του, όπως αναφέρει ο ίδιος, είχε παντρευτεί το Γρηγόριο Παλαιολόγο Μαμωνά, γιο του μεγάλου δουκὸς τοῦ Μαμωνᾶ καὶ αὐθέντου ποτὲ τῆς Μονεμβασίας καὶ τῶν περὶ αὐτήν, ο οποίος το έτος 1416/1417, από λοιμό που ενέσκηψε στη Μαύρη Θάλασσα, πέθανε μαζί με τη σύζυγό του και το κορίτσι τους ενώ λίγο αργότερα, το ίδιο έτος, πέθαναν από θανατικό και οι γονείς του Φραντζή. Για τα υπόλοιπα αδέλφια του γνωρίζουμε τουλάχιστον δύο, έναν που είχε ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ το 1416 στο πρώτο του ταξίδι στην Πελοπόννησο και έναν που, μετά την οικογενειακή τους τραγωδία, όπως αναφέραμε πιο πριν, αποσύρθηκε στη μονή Χαρσιανίτου.
Η οικογενειακή τραγωδία, όμως, συνεχίζεται: Το 1438 ο Φραντζής νυμφεύεται την Ελένη, θυγατέρα του ευγενή του Μοριά Αλεξίου Παλαιολόγου Τζαμπλάκωνος τοῦ ἐπί κανικλείου, δηλαδή του αυτοκρατορικού γραμματέως. Κουμπάρος στο γάμο ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο οποίος υπήρξε και ανάδοχος του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν συνολικά πέντε παιδιά, τα οποία πέθαναν όλα σε νεαρή ηλικία. Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί η περίπτωση του Ιωάννη, ο οποίος, μετά την άλωση, δολοφονήθηκε από τον Μωάμεθ Β΄, επειδή δήθεν αποπειράθηκε να τον σκοτώσει (Ἐν ᾧ δὴ χρόνῳ καὶ μηνὶ ἀνεῖλεν αὐτοχειρίᾳ τὸν φίλτατὸν μου υἱὸν Ἰωάννην ὁ ἀσεβέστατος καὶ ἀπηνέστατος ἀμηρᾶς, ὡς δῆθεν βουληθέντος τοῦ παιδὸς τοῦτο ποιῆσαι κατ’ αὐτοῦ…). Μία άλλη άποψη καταγράφεται στο Chronicon Maius, όπου ο Μωάμεθ…ἐβούλετο τὴν ἀθέμιτον σοδομίαν πρᾶξαι κατὰ τοῦ παιδός!
Σε επίπεδο, όμως, κρατικών αξιωμάτων και αποστολών η πορεία του ήταν αρκετά πλούσια: Το Δεκέμβριο του 1440 ο ιστορικός στάλθηκε στη Λέσβο για να ζητήσει σε γάμο, εκ μέρους του αυτοκράτορα, την Αικατερίνη Gattiluso, κόρη του ηγεμόνα του νησιού Dorino Gattiluso. Μετά από δύο χρόνια έγινε διοικητής της Σηλυβρίας στη θάλασσα του Μαρμαρά και το 1446 ανέλαβε τη διοίκηση του Μιστρά με ηυξημένα προνόμια. Ακολούθως, στα τέλη του 1448, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, ως πρωτοβεστιαρίτης, υπεύθυνος δηλαδή για το βασιλικό βεστιάριο, ανέλαβε να ανακοινώσει στο σουλτάνο Μουράτ Β΄ την άνοδο στον αυτοκρατορικό θώκο του Κωνσταντίνου ενώ το 1449 αναχώρησε για την Τραπεζούντα και την Ιβηρία (τη σημερινή Γεωργία) για να αναζητήσει νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα, αφού εν τω μεταξύ η προηγούμενη είχε πεθάνει. Το σχετικό χωρίο από το Χρονικό αναφέρει: Τῇ γὰρ ιδ-η τοῦ ὀκτωβρίου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐστάλην ἐγὼ εἰς τε τὸν τῆς Ἰβηρίας μέπε, ἤγουν βασιλέα, κῦρ Γεώργιον καὶ τὸν βασιλέα Τραπεζοῦντος κῦρ Ἰωάννην τὸν Κομνηνὸν μετὰ χαρίτων ἀξιολόγων καὶ παρασκευῆς πολλῆς καὶ καλῆς, μετὰ ἀρχοντοπούλων καὶ στρατιωτῶν καὶ ἱερομονάχων καὶ ψαλτῶν καὶ ἰατρῶν καὶ τεχνιτῶν κροτούντων καὶ ὄργανον, οἳ καὶ ἤκουον ὄνομα μὲν αὐτό, τί δέ ἐστιν οὐκ εἶδον… Εδώ αξίζει να μείνουμε στην αναφορά για το ὄργανον, που συνόδευε τις βυζαντινές τελετουργίες και ήταν άγνωστο στο λαό της Ιβηρίας. Όχι όμως και στην Ευρώπη αφού ήδη από τον 8ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Δ΄ ο Κοπρώνυμος, στην προσπάθειά του να προσεταιρισθεί στον εικονομαχικό του αγώνα το φράγκο βασιλιά Πιπίνο το Βραχύ, του είχε χαρίσει ένα.
Όταν γύρισε ο Φραντζής από την Ιβηρία, του απονεμήθηκε το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτου, του πρωθυπουργού δηλαδή. Τότε πληροφορήθηκε από τον αυτοκράτορα το θάνατο του σουλτάνου Μουράτ Β΄ και την ανάρρηση στο θρόνο του γιου του Μωάμεθ Β΄, γεγονός για το οποίο ο Κωνσταντίνος ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος, αφού είχε διαβεβαιώσεις για τη διατήρηση της ειρήνης που υπήρχε και επί Μουράτ Β΄. Τότε ο μέγας λογοθέτης, γνώστης των καταστάσεων καθώς ήταν, προφητικά του απάντησε: Δέσποτά μου, τοῦτο οὐ χαρίεν μαντᾶτον, ἀλλὰ καὶ ὀδυνὸν λίαν!
Κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Φραντζής, όπως δηλώνει ο ίδιος, δεν ήταν μαζί με τον αυτοκράτορα αλλά πολέμησε σε άλλο σημείο, όπου πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με πολλούς άλλους. Κατάφερε, όμως, πληρώνοντας ένα μεγάλο ποσό, και διέφυγε με την οικογένειά του στην Πελοπόννησο, στο δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο, αδελφό του Κωνσταντίνου, όπου ανέλαβε αρκετές ακόμη διπλωματικές αποστολές, όπως στη Σερβία και τη Βενετία. Το 1460, όταν καταρρέει και η επικράτεια του Θωμά, καταφεύγει μαζί με το δεσπότη και αρκετούς ακόμη στην Κέρκυρα. Από εκεί είχε σκοπό να κατευθυνθεί στη Βέροια, όπου, όπως διηγείται, ήταν ιδιοκτήτης μιας μονής επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της μητέρας του. Η σκέψη του, όμως, αυτή τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε και παρέμεινε στο νησί. Όμως, επειδή μάστιζε την πόλη επιδημία, κατέφυγαν στα χωριά ο μεν δεσπότης Θωμάς στον Χλομό, που υπάρχει μέχρι σήμερα, ο δε Φραντζής στα Μολιβοτινά, που ίσως πρόκειται για το σημερινό χωριό Χλωμοτιανά. Από την Κέρκυρα το ίδιο έτος (1460) ο δεσπότης, μαζί με τους περισσότερους άρχοντές του, αναχώρησε με κερκυραϊκό πλοίο για την Ιταλία, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από τον πάπα Πίο Β΄ και το δούκα του Μιλάνου Φραγκίσκο Α΄ Σφόρτσα. Μαζί του έφερε και παρέδωσε ως δώρο στον πάπα την κάρα του αγίου Ανδρέα, που φυλασσόταν μέχρι τότε στην Πάτρα.
Όταν πέρασε η επιδημία, η Φραντζής έφυγε από τα Μολυβοτινά και παρέμεινε με τη σύζυγό του για πέντε περίπου μήνες στο κάθισμα τὸ εἰς ὄνομα ἁγίου Ἡλιοῦ πλησίον τοῦ κάστρου. Πρόκειται, δε, για το χώρο του σημερινού ναϋδρίου του Προφήτη Ηλία στο λόφο της Ανάληψης. Ακολούθως, για να βρίσκεται κοντά στο φίλο και πνευματικό του πατέρα Δωρόθεο, οποίος έμενε εἰς τὴν μονὴν τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου, του παραχωρείται από το Ιερό Τάγμα της Κέρκυρας, για εγκατάσταση, το συγκρότημα του Αγίου Νικολάου του Ταρχανιώτου. Το ναό αυτό είχε κληροδοτήσει στο Ιερό Τάγμα τον Απρίλιο του 1432 ο κόμης Νικόλαος Ταρχανιώτης επί Μεγάλου Πρωτοπαπά Μιχαήλ Κλέκη. Το κτίσμα, που σήμερα δεν υπάρχει, βρισκόταν στην περιοχή της Παλαιόπολης (Mon Repos) και με τον καιρό ακριβώς επειδή είχε διαμείνει εκεί ο μέγας λογοθέτης της βυζαντινής αυλής ονομάστηκε του Φραντζή. Για παράδειγμα, το 1548 το Ιερό Τάγμα ανανεώνει στο Σωφρόνιο Ραρτούρο, αδελφό του Μεγάλου Πρωτοπαπά Αλεξίου, για παραχώρηση …τὴν ἔνδοξον μονὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ ἐπιλεγόμενη τοῦ Φραντζή…
Όταν πέθανε ο πατήρ Δωρόθεος ο χρονογράφος μας ἀναγκασθεὶς ὑπὸ τῆς ἐνδείας αναχώρησε (1466) για την Αγκώνα και από εκεί κατευθύνθηκε στην Ρώμη, όπου διέμεινε στην οικία του Ανδρέα και Μανουήλ Παλαιολόγων, γιων του Θωμά, που εν τω μεταξύ είχε πεθάνει. Από εκεί, αφού προσκύνησε τους τάφους των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου και πολλών άλλων αγίων, επέστρεψε στην Κέρκυρα μέσω Αγκώνας.
Το επόμενο και τελευταίο του ταξίδι (1467) ήταν στη Λευκάδα (Αγία Μαύρα) προσκεκλημένος της πριγκίπισσας Ελένης Παλαιολογίνας, κόρης του δεσπότη Θωμά, συζύγου του βασιλιά της Σερβίας Λαζάρου Μπούκοβιτς και πεθεράς του ηγεμόνα του νησιού Λεονάρδου Γ΄ Τόκκου. Εκεί του χορηγήθηκε ετήσια ευεργεσία, γιατί ήταν, όπως λέει, γέρων καὶ ἀσθενὴς καὶ πτωχὸς, και επέστρεψε στην Κέρκυρα. Μάλιστα, η ασθένειά του, οι ρευματισμοί, τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο θάνατός του επέρχεται γύρω στα 1477 σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, αφού προηγουμένως ο ίδιος και η σύζυγός του έλαβαν το μοναχικό σχήμα ως Γρηγόριος και Ευπραξία αντίστοιχα, δίνοντας ομολογία πίστεως.
Ωστόσο, δεν ξέρουμε ακριβώς ούτε πού πέθανε ούτε πού ετάφη. Ο κερκυραίος, όμως, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σ. Κ. Σακελλαρόπουλος στο άρθρο του «Ο τάφος του Γεωργίου Φραντζή», που δημοσιεύθηκε το 1908 στο έγκριτο περιοδικό Η Μελέτη, διασώζει μία παλιά παράδοση που του είχε εκμυστηρευθεί ο σοφός κερκυραίος ιστορικός Ιωάννης Ρωμανός. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή ο Φραντζής είχε ταφεί στο ναό του Προφήτη Ηλία Αναλήψεως, όπου, όμως, καμία σχετική επιγραφή δεν διασώθηκε. Ωστόσο, ο Σακελλαρόπουλος, ύστερα από σχετική έρευνα, αναφέρει τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη του ναού Κάκκου, ο οποίος του επιβεβαίωσε ότι γνώριζε από οικογενειακή παράδοση πως ο τάφος του Φραντζή βρίσκεται στην είσοδο του ναού, εκεί όπου βρισκόταν τότε ο τάφος του πατέρα του ιερέως Κάκκου. Ετάφη δηλαδή ο ιερέας εκεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, διότι έδωσε εντολή στο γιο του να τον θάψει στο σημείο όπου αναπαύονταν τα οστά του Φραντζή. Πράγματι, κατά την ταφή του ιερέως Κάκκου βρέθηκαν παλιά οστά, τα οποία επανατοποθετήθηκαν στο τάφο.
Στην Κέρκυρα ο πολύπαθος βυζαντινός πρόσφυγας, ύστερα από παρακλήσεις τινῶν εὐγενῶν κερκυραίων, έγραψε το Χρονικόν του, το οποίο μας έχει σωθεί σε δύο παραλλαγές, το Chronicon Maius και το Chronicon minus. Από αυτά γνήσιο θεωρείται το minus ενώ για το maius, που αποτελεί μεταγενέστερη επεξεργασία του minus με προσθήκες και παρεκβάσεις, θεωρείται ως συγγραφέας – συμπιλήτης ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Μακάριος Μελησσηνός, ο οποίος το επεξεργάστηκε την περίοδο 1573 – 1575. Στο Χρονικό περιγράφονται τα γεγονότα, με επίκεντρο την οικογένεια των Παλαιολόγων, από το 1413 έως το 1477 σε μορφή ημερολογίου με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Επίσης, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στα γνωστά γεγονότα της Άλωσης αλλά και σε φυσικά φαινόμενα που συνέβησαν στα Ιόνια Νησιά: Καὶ τὸ ἔαρ τοῦ αὐτοῦ ἔτους (1469) ἐγένοντο σεισμοὶ πολλοὶ καὶ μεγάλοι εἰς τε τὴν Ἁγίαν Μαῦραν (Λευκάδα) καὶ τὴν Κεφαλλωνίαν καὶ τὴν Ζάκυνθον καὶ ἐχάλασαν πολλὰ τῶν αὐτῶν. (…) Τὸν δὲ χειμῶνα τοῦ οηου ἔτους (1470) (…) ἔπεσεν εἰς τὸ καθόλον νησὶν (Κέρκυρα) χιὼν τοσαύτη, ὅσην οὐδὲν εἶδον οἱ τῶν Κορυφῶν ἄνθρωποι ἄλλωτε, ὥστε καὶ ἀλώπεκας καὶ λαγωοὺς διὰ τῶν οἰκείων χειρῶν θηρεύειν…
Αναμφίβολα, επομένως, ο Γεώργιος Φραντζής, αυτός ο βασανισμένος υψηλός βυζαντινός πρόσφυγας, ήταν μία τραγική και κομβική φυσιογνωμία της εποχής του και οι μαγευτικές εικόνες που αντίκριζε στην Κέρκυρα, μαζί με τους ευγενικούς κατοίκους της, είναι φανερό πως λειτούργησαν ως παραμυθία στην πονεμένη ψυχή του.
Γιώργος Γαστεράτος
(όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εκκλησιαστική Αλήθεια”)
* * *
Leave A Comment