Στα 1814 η διοίκηση των “Ιονίων Νήσων” ανατέθηκε στους Άγγλους των οποίων ο στρατός αποβιβάζεται στην Κέρκυρα υπό τη διοίκηση του James Campell. Στις 12 Ιουνίου του ίδιου έτους υψώθηκε στα φρούρια της Κέρκυρας η αγγλική σημαία. Στη συνέχεια με τη συνθήκη των Παρισίων της 17ης Νοεμβρίου 1815 τα Επτάνησα αποτέλεσαν το Ιόνιο Κράτος, υπό την άμεση και αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Αντιπρόσωπος του Άγγλου βασιλιά στο νέο κράτος με πρωτεύουσα την Κέρκυρα, ήταν ο «Μέγας Αρμοστής».
Στις 2 Μαΐου 1817 ψηφίστηκε από το Νομοθετικό Σώμα που είχε συγκροτηθεί με ενέργειες του αρμοστή Thomas Maitland, το Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων το οποίο επικυρώθηκε από το βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας στις 26 Αυγούστου 1817.
Με το σύνταγμα του 1817 καθιερωνόταν κοινωνικό δικαίωμα δημόσιας δωρεάν παιδείας, με αντίστοιχη εξαγγελία μελλοντικής ίδρυσης «προπαιδευτικών σχολείων» και «Σπουδαστηρίου των παντός είδους επιστημών, της τε φιλολογίας και καλλιτεχνίας». Γλώσσα επίσημη του Κράτους οριζόταν η ελληνική, με έναρξη εφαρμογής της διάταξης, μια πενταετία μετά από τη δημοσίευση του Συντάγματος.
Μέχρι την άφιξη των Δημοκρατικών Γάλλων το 1797, δεν υπήρχε δημόσια εκπαίδευση στα Ιόνια Νησιά. Οι Γάλλοι πρώτοι ίδρυσαν στα 1805 στην Κέρκυρα τη δημόσια σχολή της Τενέδου, που αποτέλεσε σταθμό για τη διάδοση της παιδείας στο νησί και προηγούμενο για τη συστηματική ανάπτυξη της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης στα επόμενα χρόνια. Να σημειώσουμε ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας το κενό της δημόσιας εκπαίδευσης καλυπτόταν από την ιδιωτική διδασκαλία, η οποία ήταν απλουστευτική και την ασκούσαν ιερείς και ιερομόναχοι, οι οποίοι βέβαια κατόρθωσαν να διασώσουν τη γλώσσα, τη θρησκεία και τον εθνικισμό με μεγάλες θυσίες.
Στα 1811 ιδρύθηκε η Σχολή Καλών Τεχνών από το γλύπτη Παύλο Προσαλέντη, η οποία μετατράπηκε από τους Άγγλους σε δημόσια το 1815. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το 1814 η σχολή Προσαλέντη είχε 80 μαθητές. Τα μαθήματα που διδάσκονταν σ’ αυτήν ήταν η ζωγραφική, η γλυπτική και η αποτύπωση σε ορείχαλκο. Το 1834 με κοινοβουλευτικό νόμο ιδρύθηκαν ναυτικές σχολές.
Το 1819 επί αρμοστείας Thomas Maitland ορίζεται Καγκελάριος του πανεπιστημίου των Ιονίων Νήσων ο κόμης Guilford, στον οποίο απονέμεται από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ο τίτλος του διδάκτορα του αστικού δικαίου. Στις επιδιώξεις του Guilford ήταν η οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση θα μπορούσε να βασιστεί στην τελευταία λέξη της τότε παιδαγωγικής στην Ευρώπη, δηλαδή την αλληλοδιδακτική ( monitorial) μέθοδο του συστήματος Lancaster και Bell, κατά την οποία οι μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους μικρότερους. Στη Βρετανία η αλληλοδιδακτική μέθοδος εφαρμοζόταν ήδη από το 1800. Για το σκοπό αυτό επιμορφώθηκαν κατάλληλα ο Αθανάσιος Πολίτης και ο Ιάκωβος Λουζινιάν.
Ο Guilford υποβάλλει την πρώτη του έκθεση στις 12 Απριλίου 1820 όπου διαπραγματεύεται το σύστημα της εκπαίδευσης. Διαιρεί την εκπαίδευση σε τρεις κατηγορίες:
1) προκαταρκτικά ή στοιχειώδη σχολεία των πόλεων και της εξοχής.
2) κεντρικά ή δευτερεύοντα σχολεία των πόλεων και
3) πανεπιστήμιο.
1) Προκαταρκτικά ή στοιχειώδη σχολεία.
Οι υπάρχοντες δάσκαλοι στα νησιά του Ιονίου διατηρούσαν ιδιωτικά κατά κάποιο τρόπο σχολεία και ως επί το πλείστον ήταν ιερείς που μπορούσαν να διδάξουν την αλληλοδιδακτική. Για να διδάξουν όμως έπρεπε να επιμορφωθούν από τον Αθανάσιο Πολίτη και τον Ι.Λουζινιάν στο νέο σύστημα. Προτείνεται λοιπόν η Λευκάδα ως κέντρο μετεκπαίδευσης και μάλιστα προβλέπεται και αποζημίωση των μετεκπαιδευθέντων. Ακόμα προτείνεται εφορευτική επιτροπή εκπαίδευσης για κάθε νησί, και ως γενικοί επιθεωρητές προτείνονται ο Α. Πολίτης και ο Ι. Λουζινιάν. Ύστερα με θέσπισμα της Γερουσίας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες, ο τρόπος μετεκπαίδευσης και η διδασκαλία της μεθόδου της αλληλοδιδακτικής σε όλους τους δασκάλους.
Ως διδακτήρια προτείνονται τα παρεκκλήσια.
Μετά από τον πρώτο αυτό καταστατικό νόμο για τη στοιχειώδη εκπαίδευση ο Guilford προέβη σε υποβολή νέας πρότασης. Η πρόταση αυτή είχε ως εξής:
1) Σε κάθε νησί ιδρύονται σχολεία προκαταρκτικά για την εκπαίδευση του λαού.
2) Σε κάθε πρωτεύουσα νησιού ιδρύεται ένα δευτερεύον σχολείο, όπου θα διδάσκονται ελληνικά, λατινικά, φιλολογία, αριθμητική, στοιχεία γεωμετρίας και αγγλικά.
3) Να ιδρυθεί πανεπιστήμιο στην Ιθάκη.
‘Οσον αφορά στις δαπάνες, αυτές κρίνονται αναγκαίες για την προετοιμασία των σχολικών κτιρίων. Στην Κέρκυρα προσφέρεται το αγγλικό παρεκκλήσι στο Παλαιό Φρούριο. Παρουσιάζεται όμως η ανάγκη προμήθειας θρανίων και άλλου εξοπλισμού και έτσι μια πρόταση μείωσης της δαπάνης είναι η καταβολή κάποιων διδάκτρων από τους μαθητές.
2) Τα δευτερεύοντα σχολεία.
Τα σχολεία αυτά παρουσίαζαν μεγαλύτερες δυσκολίες απ’ ότι τα προκαταρκτικά και αυτό γιατί απέφεραν λίγους καρπούς και χρειάζονταν μεγάλες δαπάνες. Θα έπρεπε να προσληφθούν διδάσκοντες όπως δάσκαλος των αρχαίων ελληνικών με δύο βοηθούς, δάσκαλος των μαθηματικών, της αγγλικής, των λατινικών και έτσι απαιτούνται χρήματα για τη μισθοδοσία.
Μετά από κάποιο διάστημα ο κόμης Guillford περιηγήθηκε όλα τα Επτάνησα και υπέβαλε τις προσωπικές του εκτιμήσεις για τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων στον αρμοστή. Ειδικά για το προκαταρκτικό σχολείο της Κέρκυρας δεν μπόρεσε να βεβαιώσει ότι διακρινόταν για την πειθαρχία του εφόσον ο αριθμός των εκατόν τριάντα (130) μαθητών μειωνόταν πολύ το χειμώνα.
Αργότερα τα δευτερεύοντα σχολεία κρίθηκαν περιττά και ανωφελή και προτάθηκε η κατάργησή τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα προστίθετο ένατη και δέκατη τάξη στα στοιχειώδη σχολεία. Γι’ αυτό το λόγο ετοιμάστηκε και γραμματική από τον Α. Πολίτη.
Στις 31 Μαρτίου 1823 με την κατάργηση των δευτερευόντων μαθημάτων γίνεται αισθητή η απουσία του ενδιάμεσου σχολείου μεταξύ προκαταρκτικού και πανεπιστημίου. ‘Ετσι αποφασίζεται η ίδρυση προπαρασκευαστικής τάξης ή εφηβείου όπου θα φοιτούσαν όσοι επρόκειτο να δώσουν εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Το εφηβείο Κερκύρας λοιπόν αντικατέστησε το δευτερεύον σχολείο. Στο εφηβείο οι υποψήφιοι φοιτητές προετοιμάζονταν στα ελληνικά, στα λατινικά και στην αριθμητική από τον Αθανάσιο Πολίτη, το Θωμά Γούλιο και τον Ιωάννη Φερεντίνο.
Στις 5 Ιουνίου 1827 με πράξη του κοινοβουλίου ιδρύθηκε σπουδαστήριο για την εκκλησιαστική αγωγή, για εκείνους που θα ήθελαν να υπηρετήσουν στο Ιερατικό Τάγμα της Εκκλησίας και στη συνέχεια να χειροτονηθούν ιερείς .
Η δημόσια εκπαίδευση όμως πρέπει να κυβερνιέται και να επιτηρείται και αυτό πρέπει να αποτελεί ειδικό κλάδο διοίκησης. Η Ιόνιος Βουλή ψηφίζει νομοσχέδιο με το οποίο η διεύθυνση δημόσιας εκπαίδευσης πρέπει να απλουστευτεί για να έχει αποτελέσματα.
Ο Ερμάνος Λούντζης προτείνει μεταξύ άλλων:
1) Να συσταθεί στην Κέρκυρα επταμελές συμβούλιο για τη δημόσια εκπαίδευση με μέλη το μητροπολίτη, το γερουσιαστή και άλλα πέντε μέλη, το οποίο θα αποτελεί ανώτατη αρχή με πλήρη εξουσία.
2) Σε κάθε νησί να συσταθεί εννεαμελής επιτροπή αποτελούμενη από έναν κληρικό, ένα δημοτικό σύμβουλο δημόσιας εκπαίδευσης, ένα βουλευτή, έναν αρχίατρο και πέντε μέλη από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων.
3) Οι δάσκαλοι να δίνουν τις απαραίτητες πληροφορίες σ’ αυτές τις συνεδριάσεις.
4) ‘Ενα μέλος της επιτροπής να επισκέπτεται τα σχολεία.
5) Σε κάθε συνοικία ή χωριό να υπάρχουν οι λεγόμενοι “ενταξίες” που θα φροντίζουν για την επιτήρηση των παιδιών έξω από τα σχολεία.
6) Οι έφοροι να εξετάζουν τα σχολεία με αιφνίδιες επισκέψεις.
Σχετικά με την αλληλοδιδακτική, με την πάροδο του χρόνου επισημάνθηκαν πολλά τρωτά σημεία. Θεωρήθηκε πλημμελής, γιατί δεν επενεργούσε πάνω στη διανοητική ή ηθική ανατροφή των παιδιών και θεωρήθηκε αδύναμη συγκριτικά με τη μέθοδο της απευθείας επικοινωνίας δάσκαλου-μαθητή. Η αλληλοδιδακτική χαρακτηρίστηκε ως “διδασκαλία- εργοστάσιο” στα πλαίσια της βιομηχανικής επανάστασης, όπου η ποιότητα των προϊόντων ελαττώνεται εξαιτίας της μαζικής παραγωγής.
Η μέθοδος αυτή μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που υπήρχαν εκατοντάδες μαθητές. Στα δημοτικά σχολεία των Ιόνιων νησιών θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο όταν οι μαθητές ξεπερνούσαν τους πενήντα .
Στην Κέρκυρα στα 1859 υπήρχαν ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο αρρένων και ένα θηλέων στην πόλη και τριάντα εννέα στην εξοχή για 2344 συνολικά μαθητές με διδασκόμενα μαθήματα γραφή, ανάγνωση, ελληνικά, αγγλικά, αριθμητική, ιερή κατήχηση, γυναικεία έργα, όπως για παράδειγμα το σιδέρωμα. Να σημειώσουμε επίσης ότι από τη δεκαετία του 1820 το μάθημα της μουσικής διδασκόταν στα σχολεία θηλέων ως προαιρετικό μάθημα. Στα σχολεία αρρένων η μουσική, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό νόμο του 1841 συμπεριλαμβανόταν προαιρετικά μόνο στο Ιόνιο Γυμνάσιο που ιδρύθηκε το 1839.
3) Πανεπιστήμιο.
Ο Guilford αποδείχθηκε φοβερά δραστήριος, για να πραγματοποιηθεί το όραμα της ίδρυσης της Ακαδημίας και σχεδίασε τα πάντα με καταπληκτικές λεπτομέρειες.
Παράλληλα ο Ιωάννης Καποδίστριας που έτρεφε αισθήματα φιλίας για τον Guilford πρότεινε η ίδρυση και η συμπλήρωση της Ακαδημίας να εξασφαλιστεί με διατάξεις που περιλαμβάνονταν στο σύνταγμα, για να έχει το πανεπιστήμιο καθαρά εθνικό χαρακτήρα. Επίσης οι διδάσκοντες θα έπρεπε να είναι Έλληνες και να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα.
Το θέμα της γλώσσας απασχολούσε έντονα τους Επτανήσιους και μάλιστα όχι μόνο αν θα γινόταν η παράδοση στα ελληνικά αλλά και αν οι διδάσκοντες θα χρησιμοποιούσαν την καθαρεύουσα ή τη δημοτική, γιατί τότε πίστευαν ότι “αν ξεφύγαν οι επιστήμες από τον ένα τύραννο, επέσανε στον ζυγό του άλλου, ηύρηκε πλέον κάμπο να εξαπλωθεί η λογιοτατίστικη γλώσσα, γλώσσα που δεν υπήρξε, δεν εμελετήθηκε, ουδέ έχει πατρίδα ή γένος. Αρχή της είναι η αμάθεια, υποστήριγμα της η αμάθεια και αποτέλεσμα της η αμάθεια“.
Με μεγάλη επιμέλεια ο Guilford φρόντισε για την κατάρτιση έξοχων Ελλήνων επιστημόνων με δικά του έξοδα και τους παρακολούθησε με σκοπό την πλήρη κατάρτιση τους ανά ειδικότητα για να στελεχώσουν τις σχολές της Ιονίου Ακαδημίας. Ανάμεσά τους ήταν ο Κωνσταντίνος Ασώπιος και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης που σπούδασαν στο Göttingen την περίοδο 1818 με 1823.
Στα 1817 η ίδρυση του πανεπιστημίου αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτική ανάγκη από το σύνταγμα και στα 1820 η Ιόνιος Βουλή ανακηρύσσει τον Guilford «Αρχοντα της Ακαδημίας», για να έχουν οι ενέργειες του περισσότερο κύρος. Ο Guilford εργάζεται αδιάκοπα. Προσπαθεί να ανιχνεύσει φωτισμένους δασκάλους για τις παραδόσεις στην Ακαδημία, φροντίζει να οριστεί κύκλος μαθημάτων ανά διδάσκοντα, συντάσσει εκθέσεις για την Ιόνια κυβέρνηση, συλλέγει βιβλία για τον πλουτισμό της βιβλιοθήκης.
Στις 17 Μαΐου 1821 εξέδωσε η Βουλή ψήφισμα για την ίδρυση της Ακαδημίας στην Ιθάκη, αλλά στις 29 Μαΐου 1823 λαμβάνεται από τη Βουλή η απόφαση η έδρα της Ακαδημίας να είναι στην Κέρκυρα. και εξουσιοδοτείται η κυβέρνηση να φροντίσει για την έναρξη λειτουργίας του πανεπιστημίου από το ακαδημαϊκό έτος 1823-1824, με τέσσερις σχολές: Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική και Ιατρική. Ο λόγος που τελικά επιλέχθηκε η Κέρκυρα για έδρα του πανεπιστημίου ήταν ότι διέθετε νοσοκομείο, προϋπόθεση για τη λειτουργία ιατρικής σχολής, δικαστήρια που θα εξυπηρετούσαν το σκοπό μιας νομικής σχολής και κτίρια στα οποία θα μπορούσε να στεγαστεί. Επιπλέον είχε αρχίσει ο πόλεμος για την ελληνική ανεξαρτησία και η Ιθάκη βρισκόταν πολύ κοντά στην εμπόλεμη Ελλάδα και μακριά από τον έλεγχο του αρμοστή.
Κάθε σχολή θα απένεμε τα εξής πτυχία: α) διδάκτορος ( Doctor), β) τελείου ( Master of Arts), γ) Επιστήμονος (Bachelor). Οι φοιτητές στο πρώτο και δεύτερο έτος σπουδών δεν ανήκαν σε κάποια συγκεκριμένη σχολή και ονομάζονταν φιλόλογοι, εκτός από τους φοιτητές της Θεολογίας που είχαν λάβει το σχήμα και ονομάζονταν Αναγνώστες.
Στις 31 Μαΐου 1825 με νομοθετική πράξη το πανεπιστήμιο αποκτά μόνιμη νομική οντότητα. Στις 29 Μαΐου 1824 έγιναν τα επίσημα εγκαίνια που περιγράφονται στο ΦΕΚ 153/15-6- 1824. Οι καθηγητές κάθε σχολής και οι εβδομηνταέξι πρώτοι φοιτητές είχαν ξεχωριστή στολή για κάθε σχολή. Οι πρώτοι συγκλητικοί ήταν ο Guilford, ο Αθανάσιος Πολίτης της Θεολογικής Σχολής, ο ύστερα Αρχιεπίσκοπος Επτανήσου και ο Χριστόφορος Φαϊτάς της Φιλοσοφικής Σχολής. Ο Guilford δίδασκε στην Ιόνια Ακαδημία το χειμώνα και το καλοκαίρι πήγαινε στην Αγγλία όπου και πέθανε στις 14 Οκτωβρίου 1827.
Από την αρχή της λειτουργίας της η Ιόνιος Ακαδημία στράφηκε προς τη γαλλική πνευματοκρατική σχολή φιλοσοφίας κα τη σκωτική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον των Επτανήσιων πανεπιστημιακών δασκάλων στράφηκε προς τη συστηματική φιλοσοφία όπως αυτό διαπιστώνεται από το έργο του Κερκυραίου Πέτρου Βράιλα Αρμένη, καθηγητή στην Ιόνιο Ακαδημία, βουλευτή της Ιονίου Βουλής, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της Κέρκυρας.
Μετά το θάνατο του Guilford τα καθήκοντα του Άρχοντα της Ακαδημίας ανέλαβε τριμελής «Γενική Επιτροπή για τη Δημόσια Παιδεία». Ακολούθησε περιορισμός του προϋπολογισμού της εκπαίδευσης από τη Γερουσία, ίδρυση Ιεροσπουδαστηρίου στα 1828, που περιόρισε τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής και αναστολή της λειτουργίας της Ιατρικής, η οποία λειτούργησε ξανά το 1844, όταν Αρμοστής ήταν ο λόρδος Ιωάννης Colborne, βαρόνος του Seaton.
Σχετικά με τις δαπάνες για το πανεπιστήμιο, με απόφαση του αρμοστή Sir Frederic Adams, ο οποίος διετέλεσε αρμοστής κατά την περίοδο 1821-1832, αυτές βάρυναν το δημόσιο ταμείο, παρότι ο λόρδος Guilford κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για τη συντήρηση του πανεπιστημίου και αυτό γιατί ο Adams δεν ήθελε να δεχτεί τους όρους του κληροδοτήματος. Το ίδιο ίσχυσε και για το εφηβείο. Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η μείωση του αριθμού των σπουδαστών.
Επίσης μετά το θάνατο του Guilford οι Άγγλοι κατάργησαν την ελληνική δημοτική γλώσσα από τις παραδόσεις του πανεπιστημίου και την αντικατέστησαν με την ιταλική. Στα 1849 αναγνωρίστηκε ξανά η ελληνική γλώσσα ως επίσημη.
Το 1837 δημοσιεύτηκε ο Οργανικός Κανονισμός με τον οποίο ρυθμιζόταν η διδασκαλία, η οργάνωση και η πειθαρχία στην Ακαδημία. Για να εισαχθεί μαθητής στο πανεπιστήμιο έπρεπε να έχει πιστοποιητικό σπουδών με καλές επιδόσεις από μέσο σχολείο και να περάσει επιτυχώς εισιτήριες εξετάσεις. Τότε προστέθηκε και η σχολή των Πολιτικών Μηχανικών. Ο κανονισμός του 1837 ανατράπηκε τέσσερα χρόνια αργότερα και το 1841 ορίζονται ως σχολές η Φιλοσοφική και Φιλολογική, η Θεολογική, η Νομική και η Φαρμακοποιία.
Κατά την περίοδο 1843 με 1848 που Αρμοστής ήταν ο λόρδος John Colborne, βαρόνος του Seaton σημειώθηκε άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του λαού. Και αυτό γιατί ο Seaton ήταν φιλελεύθερος και προοδευτικός και ενέκρινε τα νέα νομοθετήματα του Κοινοβουλίου που απέβλεπαν στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, στην αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και στην καλύτερη λειτουργία της Ιόνιας Ακαδημίας. Παράλληλα άφησε ελεύθερη την εισαγωγή ελληνικών εφημερίδων στα Ιόνια Νησιά και επέτρεψε την ίδρυση ιδιωτικών τυπογραφείων.
Το 1857 δημοσιεύτηκε ο «Νόμος περί Παιδείας», ο οποίος προέβλεπε προκαταρκτικά σχολεία σε όλα τα κεντρικά χωριά, λύκειο σε καθένα από τα επτά νησιά, ένα Γυμνάσιο στην Κέρκυρα, το Ιεροσπουδαστήριο και την Ακαδημία, η οποία περιλάμβανε και πάλι τέσσερις σχολές (Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική και Ιατρική).
Θα ήταν παράλειψη μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της εκπαίδευσης να μην αναφερθούμε στη Βιβλιοθήκη, πολύτιμο βοήθημα για τους φοιτητές και σπουδαστές της Ιόνιας Ακαδημίας. Η συλλογή της Βιβλιοθήκης ξεκίνησε από ένα μικρό πυρήνα βιβλίων που ανήκαν στα μοναστήρια και με τη φροντίδα του “Άρχοντα της Ακαδημίας” πλουτίστηκε με δωρεές ξένων, κυρίως αγγλικών ανώτατων ιδρυμάτων και διαπρεπών φιλελλήνων. Σ’ αυτήν αργότερα προστέθηκαν και τα βιβλία καθηγητών και άλλων Επτανήσιων λογίων, τα οποία εκτυπώνονταν με δαπάνη της Ιόνιας Κυβέρνησης. Επίσης το μουσείο φυσικής, το χημείο, η πλούσια συλλογή ορυκτών της Σιβηρίας ( δώρο του Ι. Καποδίστρια) καθώς και ο βοτανικός κήπος ήταν στη διάθεση των σπουδαστών.
Οι φοιτητές που είχαν την τύχη να απολαύσουν τα αγαθά αυτής της παιδείας συνάντησαν φωτισμένους δασκάλους που ποτέ δεν έπαυσαν να ακτινοβολούν και να διακηρύσσουν τη μεγαλοσύνη της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πατριωτισμός του Ανδρέα Μουστοξύδη όπως εκφράζεται το 1818 στη συγχαρητήρια ωδή στο Βρετανό πρόξενο της Βενετίας Hoppner.
Στο χώρο της Ιδιωτικής εκπαίδευσης, που και αυτή έχει να επιδείξει σπουδαίο και πρωτοποριακό έργο, ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος ίδρυσε στα 1852 το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον, το πρώτο σχολείο για κορίτσια στην Ελλάδα. Εξάλλου καθ’ όλη την περίοδο της Αγγλοκρατίας λειτουργούσε ένας σημαντικός αριθμός ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων που συμπλήρωναν τα δημόσια. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1827 στην Κέρκυρα λειτουργούσαν 141 σχολεία από τα οποία μόνο τα 29 ήταν δημόσια. Μάλιστα για τη δεκαετία του 1850 που καταγράφονται στοιχεία για την ιδιωτική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, αυτή καλύπτει κατά μέσο ό-ρο το ένα έβδομο των συνολικών πόρων.
Πριν την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, η δημόσια εκπαίδευση στην Κέρκυρα διέθετε την Ιόνιο Ακαδημία, ένα Λύκειο, ένα Γυμνάσιο, ένα Ιεροσπουδαστήριο και πολλά προκαταρκτικά σχολεία αρρένων και θηλέων. Μετά την ΄Ενωση, το Δεκέμβριο του 1865 ψηφίζεται ομόφωνα το νομοσχέδιο για την οργάνωση της εκπαίδευσης στα Επτάνησα. Σύμφωνα με αυτό όλα τα υφιστάμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα καταργήθηκαν και ιδρύθηκαν στην Κέρκυρα δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, δύο Ελληνικά σχολεία και ένα Γυμνάσιο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το νομοσχέδιο για την οργάνωση της εκπαίδευσης στα Επτάνησα ψηφίστηκε ομόφωνα και από τους Επτανήσιους βουλευτές, χωρίς καμία αντίρρηση εκ μέρους τους για την κατάργηση της Ιόνιας Ακαδημίας, που στις παραμονές της Ένωσης λειτουργούσε κανονικά με 15 καθηγητές. Αιτία γι’ αυτήν τη στάση των βουλευτών ήταν η εχθρότητά τους απέναντι σε οτιδήποτε συνδεόταν με την Αγγλοκρατία. Οσον αφορά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατά την τρίτη συζήτηση του νομοσχεδίου ένας Κερκυραίος βουλευτής πρότεινε τη διδασκαλία της Ιταλικής και Αγγλικής γλώσσας, των φυσικομαθηματικών και του εμπορικού δικαίου στο Γυμνάσιο Κέρκυρας, πρόταση που έγινε δεκτή.
Να σημειώσουμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα που εισάγεται στα Επτάνησα έχει διαμορφωθεί την περίοδο 1834-1837 επί βασιλείας Όθωνα και είναι σύμφωνο με το εκπαιδευτικό σύστημα της Γερμανίας και συγκεκριμένα προβλέπει επτατάξια δημοτικά σχολεία, τριτάξια Ελληνικά σχολεία στα οποία εγγράφονται όσοι έχουν τελειώσει την τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου και επιθυμούν να προετοιμαστούν για να συνεχίσουν στο γυμνάσιο, τετρατάξια Γυμνάσια που προετοιμάζουν την είσοδο στο πανεπιστήμιο και το πανεπιστήμιο Αθηνών με σχολές θεολογίας, νομικής, φιλοσοφίας, ιατρικής. Βασικό χαρακτηριστικό του νέου για τα Επτάνησα εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο διαχωρισμός της επαγγελματικής από τη γενική εκπαίδευση, η ομοιομορφία των σπουδών και η απουσία εξειδίκευσης.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κέρκυρα έγιναν σημαντικές προσπάθειες για την οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης και για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού γενικότερα. Η ίδρυση της Ιόνιας Ακαδημίας η οποία αποτέλεσε τα πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο υπήρξε το αποκορύφωμα της πνευματικής άνθησης του νησιού.
Όλγα Παχή, Δρ. Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο
όπως δημοσιεύτηκε στο Ανιστόρητον, τόμ. 8 (2010-2011) αρ. 29, www.anistor.gr/index.html
Leave A Comment