Κατά τον 17ο ο αιώνα συνέβει μια βαθιά αλλαγή στη δομή του βενετικού ναυτικού. Μέχρι τότε, εάν εξαιρέσουμε τον πόλεμο με τους Τούρκους κατά την περίοδο1499-1503, η Δημοκρατία είχε εμπιστευτεί πάντα το ναυτικό της δυναμικό στις μονάδες με κουπιά, από τα οποία η galeazza αντιπροσώπευσε την τελευταία εξέλιξη. Από τις αρχές του 1600 αυτή η εικόνα άρχισε να αλλάζει και τα πολεμικά σκάφη εφοδιασμένα με πανί απόκτησαν μια πάντα μεγαλύτερη σημασία, μέχρι να γίνουν το κεντρικό στοιχείο του στόλου.
Η εισαγωγή των πολεμικών σκαφών στο βενετικό ναυτικό παρουσιάζει 3 διαφορετικές φάσεις. Μια πρώτη φάση, που μπορεί να καθοριστεί σαν αυτή των ναυλώσεων, προήλθε από τη σύγκρουση που αντέταξε το 1617-1620 την Γαληνοτάτη με τον αντιβασιλέα της Νάπολης, Duca Di Ossuna. Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι ισπανοναπολιτάνικες γαλέρες που έμπαιναν στην Αδριατική ώθησε τη Δημοκρατία να τοποθετήσει δίπλα στην Armata Sottile (πλοία με κουπιά), αποτελούμενη από γαλέες και γαλεάτσες, μια Armata grossa αποτελούμενη από οπλισμένα, μισθωμένα εμπορικά πλοία.
Δεδομένου ότι τα ιδιωτικά σκάφη που βρίσκονταν στην Βενετία δεν ήταν ικανοποιητικά σε αριθμό, η Δημοκρατία δέσμευσε κατά τη διάρκεια των εχθροτήτων περίπου τριάντα ξένες μονάδες, εκ των οποίων δύο τρίτα ήταν ολλανδικές και οι υπόλοιπες αγγλικές. Μετά την χρησιμοποίηση τους για μεταφορά μισθοφορικού στρατού για τον πόλεμο ενάντια στους Asburgo, αυτά τα σκάφη περιήλθαν σταδιακά στον στόλο που δρούσε στη χαμηλή Αδριατική.
Η χρήση ιδιωτικού εξοπλισμού ήταν κοινό στοιχείο και γίνονταν απ’όλες τις θαλασσινές δυνάμεις της εποχής, ήταν ένας τρόπος γρήγορος και σχετικά οικονομικός για να επιστρατευθούν και στην συνέχεια να αποστρατευθούν σημαντικές ναυτικές δυνάμεις. Οι ακόμη περιορισμένες διαφορές στην ναυπήγηση και στις λειτουργικές δυνατότητες μεταξύ εμπορικών και πολεμικών πλοίων έκαναν αυτό τον τρόπο αξιόπιστο αλλά και ιδιαίτερα ενδιαφέρον γιά όποιον – όπως η Βενετία – είχε κεφάλαια, την ειδίκευση και τις σχέσεις προκειμένου να λειτουργήσει με ευκολία στην αγορά. Κατά συνέπεια, όταν το 1629 έπρεπε να ενισχυθεί ο στόλος, με αφορμή τις νέες περιπλοκές με τους Asburgo, νοικιάστηκαν αμέσως 10 σκάφη, ενώ το 1638, στην σύγκρουση της Αυλώνας με τους Bαρβαρινούς, δύο στις τρείς πολεμικές γαλέρες ήταν αγγλικές.
Αυτή η πολιτική έφτασε στο ζενίθ στην αρχή του πολέμου του Χάνδακα, το 1645. Σε λίγους μήνες μια ομάδα από σαράντα οπλισμένα εμπορικά σκάφη κατέφτασε στην Ανατολική Μεσόγειο και ο αριθμός τους, αν και ταλαντευόμενος, διατηρήθηκε υψηλός καθ’όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα που επιτεύθηκε χάρη στις νοικιασμένες μονάδες ήταν ο αποκλεισμός των στενών των Δαρδανελλίων, μία πετυχημένη συμβίωση μεταξύ των βενετικών στρατηγικών δυνατοτήτων και εκείνων των λειτουργικών ικανοτήτων των ολλανδών και άγγλων: Ιδιαίτερα αποτελεσματικός το 1648 – 49, ο αποκλεισμός προκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη μια πολιτική κρίση που έφερε την πτώση του σουλτάνου Ibrahim.
Στα 1651 ξεκίνησε μια δεύτερη φάση, που θα μπορούσε να ονομαστεί παραδόξως “οθωμανική“. Τον Ιούλιο εκείνου του έτους οι βενετοί αιχμαλώτησαν στην μάχη της Πάρου τρία μεγάλα τουρκικά πολεμικά σκάφη. Αφού μεταφέρθηκαν στην Βενετία και εξοπλίστηκαν, οι τρεις μονάδες μπήκαν σε υπηρεσία το 1652, σαν “δημόσια/κρατικά σκάφη”, και απότέλεσαν τον πρώτο πυρήνα για έναν στόλο εθνικό και μόνιμο (Armata grossa). Άλλες οθωμανικές μονάδες αιχμαλωτίστηκαν τα επόμενα έτη, ιδιαίτερα από τον Lazzaro Mocenigo, ο οποίος ήταν φανατικός υποστηρικτής της δημιουργίας ενός κρατικού στόλου αποτελούμενου απο πολεμικά πλοία με πανιά.
Ο πρόωρος θάνατος του το 1657 επιβράδυνε απότομα αυτήν την διαδικασία αλλά ένας πυρήνας αποτελούμενος από τρία έως πέντε δημόσια σκάφη παρέμεινε στην υπηρεσία μέχρι το τέλος της σύγκρουσης και της αμέσου μετά μεταπολεμικής περιόδου. Ήταν αυτές οι μονάδες που άνοιξαν τον δρόμο στην γαληνοτάτη για μιά διαδικασία εξέλιξης που έφερε σε όλη την Ευρώπη την οριστική επιβεβαίωση του σύγχρονου εθνικού πολεμικού ναυτικού.
Αυτή η πρακτική της ναύλωσης έφερε μία αρνητική κληρονομιά στον μόλις ιδρυμένο εθνικό μεγάλο στόλο. Αντίς να διαχειρίζεται απ’ευθείας και άμεσα τα πληρώματα, όπως συνέβαινε στο αγγλικό και στο γαλλικό ναυτικό, η Βενετία επέλεξε να μιμηθεί τους Ολλανδούς, οι μονάδες των οποίων κρίθηκαν οι αποδοτικότερες μεταξύ εκείνων που νοικιάστηκαν. Εκεί υπήρχε η μορφή του καπετάνιου ο οποίος έναντι συμφωνημένου ποσού στρατολογούσε και διατηρούσε το πλήρωμα. Η Σύγκλητος της Δημοκρατίας καθόρισε επομένως μια συμβολή 12 δουκάτων ανά άτομο (που θα φτάσει κάτω από 10 μετά από τον πόλεμο του Χάνδακα), ένα ποσό με το οποίο ο καπετάνιος έπρεπε να στρατολογήσει και να διατηρήσει έναν καθορισμένο αριθμό αξιωματικών και ναυτικών. Ήταν ένα σύστημα που εξουσιοδότούσε έναν ιδιώτη να επωμισθεί ένα κύριο πρόβλημα για τους στόλους της εποχής( οι ναυτικοί ήταν σπάνια και εξαιρετικά κινητά αγαθά) . Αλλά ακριβώς για τον εμπορικό χαρακτήρα του αυτό το σύστημα απέτρεψε την διαμόρφωση, εκείνη την εποχή, ενός σώματος πληρωμάτων με την ίδια εθνική συνείδηση.
Οι ναυτικοί εξαρτούνταν όχι τόσο από την Γαληνοτάτη αλλά από τους καπετάνιους τους. Το πρόβλημα, αν και αντιμετωπίστηκε διάφορες φορές έμεινε χωρίς λύση μέχρι την πτώση της Δημοκρατίας. Οι τούρκικες μονάδες που αιχμαλωτίζονταν παρέμεναν εντούτοις πολύ λίγες για τις ανάγκες του στόλου και συνεχίστηκαν να τοποθετούνται πλάι στα οπλισμένα εμπορικά σκάφη. (Στο τέλος του πολέμου του Χάνδακα ήταν μόνο είκοσι). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Βενετία αντιλαμβάνονταν όλο και περισσότερο ότι ήταν ανάγκη να ξεφύγουν από αυτήν την πολλές φορές επικίνδυνη εξάρτηση των ναυλώσεων. Τα κύρια προβλήματα ήταν δύο: Πρώτον, πολιτικοστρατιωτικά απρόβλεπτα όπως ο αγγλο/ολλανδικός πόλεμος, ανάγκαζαν τα ξένα οπλισμένα εμπορικά σκάφη να δρούν μακρυά από την Μεσόγειο και να επιχειρούν στη Βόρεια Θάλασσα ή στην δυτική Μεσόγειο. Δεύτερον, οι δαπάνες προκειμένου να διατηρηθούν χρόνο με το χρόνο οι νοικιασμένες μονάδες. Επίσημοι υπολογισμοί δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κρήτη οι δαπάνες της Δημοκρατίας για τις μισθώσεις ανέρχονται σε περίπου 17 εκατομμύρια δουκάτα εκ των οποίων το μέγιστο μέρος πληρώθηκε για την ενοικίαση ξένων οπλισμένων εμπορικών πλοίων.
Το ετήσιο μέσο κόστος για ένα από αυτά ήταν γύρω στα 25.000 δουκάτα, ποσόν περίπου ισοδύναμο με εκείνου για την κατασκευή μίας καινούργιας μονάδας στο οπλοστάσιο: και ήταν χρήματα που κατά μεγάλο μέρος δίνονταν από το κράτος, ενάντια σε κάθε καλή αρχή μίας «εμπορικής» πολιτικής.
Σε αυτές τις δυσκολίες προστέθηκε όλο και περισσότερο πιό έντονα η δυσπιστία προς τα οπλισμένα εμπορικά σκάφη, από το δεύτερο αγγλο-ολλανδικό πόλεμο που κατέδειξε ότι δεν ήταν στο ύψος των πολεμικών σκαφών,τα οποία είχαν κατασκευαστεί σύμφωνα με την νέα τακτική της γραμμής σειράς, η οποία εισάχθηκε από τους Άγγλους στα μισά του αιώνα. Η Σύγκλητος της Δημοκρατίας αποφάσισε επομένως να περάσει σε μία Τρίτη φάση, διατάζοντας την ναυπήγηση στο οπλοστάσιο (Arsenale) πολεμικών σκαφών εφοδιασμένα με πανί.
Η αρχή ήταν σχετικά αργή – δύο πολεμικά με 64 πυροβόλα το κάθένα – ναυπηγούνται το 1666, στα έτη 1672-1674 άλλες τέσσερις μικρότερες μονάδες (44-50 πυροβόλα) αλλά το 1675 σημειώνεται επιτάχυνση στους ρυθμούς. Οι προκαλούμενοι φόβοι από την γαλλική επιθετική ναυτική πολιτική στη Μεσόγειο και από τη νέα στρατηγική που υιοθέτησαν οι βαρβαρινοί πειρατές (δράση σε μεγάλους σχηματισμούς 8/10 πλοίων), ώθησαν τη Σύγκλητο να εγκρίνει την κατασκευή εννέα πολεμικών σκαφών, ακολουθούμενα από άλλα έξι το 1679. Συγχρόνως λήφθηκε η ακόμα σημαντικότερη απόφαση να ανακατασκευάσουν τους καλυμμένους λιμένες του οπλοστασίου, που χρησιμεύονταν μέχρι τότε για τις γαλέες ,ούτως ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθουν για την κατασκευή μεγαλύτερων πλοίων (vascelli) . Δημιουργήθηκε έτσι ένα σκεπαστό ναυπηγικό σύμπλεγμα μοναδικό στον κόσμο όπου μπορούσαν να ναυπηγηθούν η να φυλαχθούν ταυτόχρονα 13 μονάδες.
Μόλις ξεκίνησε αυτό το σημαντικό πρόγραμμα, η Σύγκλητος έστρεψε τα αρχικά αντιβαρβαρικά αντι-γαλλικά κίνητρα ενάντια στον παραδοσιακό οθωμανικό εχθρό. Η Πύλη δεν είχε μία αποτελεσματική ομάδα πολεμικών σκαφών και είχε περιοριστεί στην γρήγορη κατασκευή μιας σειράς μονάδων για τις άμεσες ανάγκες, εγκαταλείποντας την ιδέα ακόμη πιό πολύ αργότερα. Τα νέα βενετικά πλοία είχαν σαν στόχο να επιβεβαιώσουν οριστικά τη ναυτική βενετική ανωτερότητα.
Στους Οθωμανούς πράγματι έλειπαν (η τουλάχιστον έτσι νόμιζαν οι βενετοί) οι τεχνικές δυνατότητες προκειμένου να απαντήσουν στην απειλή, κατασκευάζοντας μία ισχυρή ομάδα πολεμικών πλοίων, όπως, αντίθετα, έιχαν μάθει να κάνουν κατά τη διάρκεια του 1500-1600 με τις απλούστερες γαλέες.
Η τεχνολογία, όλη δυτική ,αντιπροσωπούμενη από το δυώνυμο πανί-πυροβόλο, πού είχε ήδη ανοίξει το δρόμο στην ευρωπαϊκή υπεροχή στους ωκεανούς, θα επικρατούσε επίσης και στον Λεβάντε, και θα έδινε στην Γαληνοτάτη την υπεροχή που είχε χάσει κατά την διάρκεια του 15ου αιώνα.
Ο πρώτος πόλεμος του Μοριά ήταν η ευκαιρία προκειμένου να δοκιμαστεί αυτή η πολιτική.Το 1684 η Βενετία, για πρώτη φορά στην ιστορία της, κήρυξε πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Και το έκανε προ πάντων για την αίσθηση ανωτερότητας η οποία προέρχονταν από την νέα Armata Grossa ,αποτελούμενη από 13 κρατικά σκάφη, στα οποία προστέθηκαν μόνο δύο οπλισμένα εμπορικά πλοία.
Τα αποτελέσματα δεν στάθηκαν εντούτοις στο ύψος των προσδοκιών. Τα νέα πολεμικά πλοία γραμμής ήταν ένα νέο όπλο, με τάσεις πιό πολύ αμυντικές παρά επιθετικές,ά ρα και δύσκολης χρήσης για όποιον – όπως η Βενετία -ήθελε μια γρήγορη νίκη ενάντια σε έναν φευγαλέο εχθρό. Τα όρια των δυνατοτήτων αυτών των σκαφών φαίνονταν πιό πολύ στην νέα τακτική της γραμμής σειρών. Εισαγώμενη προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το πύρ των πυροβόλων όπλων – τα οποία είχαν συγκεντρωθεί τώρα στα πλευρά – και προκειμένου να ευνοηθεί ο έλεγχος της μάχης και της τακτικής εκ μέρους των ναυάρχων, έκανε εντούτοις δύσκολη την αποστολή των επιτεθέμενων. Αυτοί είχαν στην πραγματικότητα το δύσκολο πρόβλημα να προσεγγίσουν τον εχθρό χωρίς να χάσουν τη συνοχή των δυνάμεων και χωρίς να μπορούν να εκμεταλλευτούν πλήρως τον εξοπλισμός τους.
Επίσης και στο στρατηγικό σχέδιο τα πράγματα αποκαλύφθηκαν περίπλοκα. Μόνο μια εκτεταμένη και σταθερή πίεση μέσω των αποκλεισμών όπως εκείνου που έγινε στα Δαρδανέλλια θα μπορούσε να δώσει θετικά αποτελέσματα. Αλλά οι εκσυγχρονισμένες οχυρώσεις των στενών και η πολιτικοδιπλωματική κατάσταση, σαφώς λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τον πόλεμο του Χάνδακα, έκαναν πολύ δύσκολη μιά τέτοια μορφή δράσης. Επιπλέον όλοι στη Βενετία ανέμεναν μία γρήγορη και αποτελεσματική ναυτική νίκη, και λίγοι είχαν την απαραίτητη υπομονή και θέληση για μία στρατηγική φθοράς. Προ πάντων ύστερα από τα θεαματικά αποτελέσματα των αμφίβιων επιχειρήσεων που έκανε στον Μοριά ο Francisco Morosini με την βοήθεια της Armata Sottile (γαλέες με κουπιά).
Οι δυσκολίες προέκυψαν σαφώς όταν η οθωμανική αυτοκρατορία δέχτηκε την πρόκληση, παρά τις βενετικές προβλέψεις, αν και αντικειμενικά κατώτερη στον θαλάσσιο τομέα.Ύστερα από μία απογοητευτική υποστήριξη/βοήθεια εκ μέρους των βαρβαρινών, από το 1690 οι Τούρκοι άρχισαν να κατασκευάζουν με την σειρά τους μία ομάδα σκαφών γραμμής, που σε λίγα χρόνια έφτασαν τις 20 μονάδες.
Από το 1694 αρχίζουν να αντιστέκονται ανοιχτά στην Armata grossa, προκαλώντας μια σειρά συμπλοκών μεταξύ των δύο ομάδων. Ανάμεσα από το 1695 και το 1698 οι δύο στόλοι, έχοντας ανεβεί σταδιακά σε περίπου τριάντα σκάφη ο καθένας, συγκρούστηκαν εννέα φορές, και στην συνέχεια άλλες πέντε φορές στη επόμενη σύγκρουση του 1714. Σε αυτήν την φάση το Αιγαίο έγινε η περιοχή με την εντονότερη ναυτική δράση σε όλη την υδρόγειο.
Όπως πειραματίστηκε και στις άλλες ευρωπαικές θάλασσες, η έκβαση αυτών των συγκρούσεων ήταν πολύ σπάνια αποφασιστική, επιβεβαιώνοντας επίσης και στον Λεβάντε τα επιθετικά όρια των σκαφών που χρησιμοποιήθηκαν στη γραμμή σειρών. Μόνο οι πρώτες δύο μάχες είχαν ένα άμεσο αποτέλεσμα – και δυσμενής για την γαληνοτάτη, το 1695 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Χίο, που μετά βίας είχαν κατακτήσει. Ηταν ένα σκληρό χτύπημα για το γόητρο της Δημοκρατίας και χαρακτήρισε το τέλος μιάς πενηνταετίας ναυτικής υπεροχής. Στη συνέχεια, χάρη στην αμυντική ικανότητα της Armata grossa, η Βενετία θα μπορούσε να διατηρήσει, ενάντια στις οθωμανικές αντεπιθέσεις, τις κατακτήσεις που έγιναν στον Μοριά από τον Francisco Morosini αλλά δεν μπορούσε να κρύψει το γεγονός ότι οι Τούρκοι φάνηκαν ικανοί να απαντήσουν στην νέα απειλή, καθιστώντας άχρηστες τις ελπίδες για την εύρεση επαναστατικής λύσης με την χρήση των νέων πολεμικων πλοίων γραμμής, όπλο που έπρεπε να εξασφαλίσει την υπεροχή στη θάλασσα στην Γαληνοτάτη.
Παράδοξως, άν και ο άτυχος πόλεμος της Κρήτης ολοκληρώθηκε επιβεβαιωνοντας την ευρεία ναυτική ανωτερότητα της Δημοκρατίας, ο επίσης νικηφόρος πόλεμος του Μοριά τελείωσε αφήνωντας μία ισορροπημένη κατάσταση.
Με μέσα και τακτικές πρακτικά αμυντικές, η ναυτική ανωτερότητα των βενετών δεν μπόρεσε να μεταφραστεί σε μιά αποφασιστική νίκη και αυτό το αποτέλεσμα δεν εκπλήσει αν σκεφτεί κανείς ότι και τα μεγάλα αγγλικά πολεμικά πλοία δεν ήταν σε θέση να χαρίσουν στην Αγγλία μία οριστική νίκη στους τρεις πολέμους ενάντια στην Ολλανδία. Παράλληλα η οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχε τις τεχνικές και ανθρώπινες δυνατότητες προκειμένου να κατασκευάσει αριθμό νέων πλοίων έτσι ώστε να επιφέρει αριθμητική ανωτερότητα, όπως έκανε και με τις γαλέες.
Τα αμοιβαία όρια επιβεβαιώθηκαν στο δεύτερο πόλεμο του Μοριά, όπου οι Τούρκοι μπόρεσαν να ανακαταλάβουν ολόκληρη την Πελοπόννησο μόνο χάρη στις μεγάλες δυσκολίες στις οποίες βρέθηκε η Armata grossa, η οποία είχε παραμεληθεί τα προηγούμενα χρόνια και που βρίσκονταν σε μιά δύσκολη περίοδο αναδιοργάνωσης. Μόλις αυτή αποπερατώθηκε η ισορροπία επέστρεψε και οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να φέρουν σε πέρας την επίθεσή εναντίων της Κέρκυρας η οποία υποστηρίζονταν από τα δημόσια σκάφη. Αντίθετα οι βενετοί ξαναπήραν την πρωτοβουλία και το 1717, για την τελευταία φορά στην ιστορία του, ο στόλος της Δημοκρατίας έφτασε στα Δαρδανέλλια.
Η επίθεση δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία απο την τουρκική, και οι φρεγάτες της Δημοκρατίας έπρεπε να αποσυρθούν για να προστατεύσουν το Ιόνιο. Έχοντας βρεθεί ανάμεσα από το 1600 και 1700 σε αυτό που ο Gaetano Cozzi είχε ορίσει σαν «το ανεξίτηλο όνειρο της εξουσίας» της Δημοκρατίας, η Armata grossa βρήκε ακριβώς το ρόλο της σε ένα αμυντικό σχέδιο, παρέχοντας στις επόμενες δεκαετίες την προωθημένη κάλυψη σε αυτό που παρέμεινε από τις θαλάσσιες κτίσεις της γαληνοτατης.
Σε τελευταία ανάλυση, εάν ο 16ος αιώνας είχε δει το οθωμανικό ναυτικό να κυριαρχεί βασισμένο στους μεγάλους στόλους γαλέρων, και ο 17ος την Δημοκρατία, που είχε πάρει την πρωτοβουλία xρησιμοποιώντας μεικτές ομάδες απο σκάφη με πανιά και κουπιά, ο 18ος αιώνας είδε τις δύο δυνάμεις, με τις μεγάλες και ακριβές ομάδες πολεμικών πλοίων γραμμής, σε μια ισορροπημένη θέση, που καταντούσε μάταια κάθε προσπάθεια για υπερίσχυση της μία κατά της άλλης. Ήταν αυτή η ισορροπία στη θάλασσα μία από τις κύριες αιτίες της εξάλειψης των Βενετοτουρκικών συγκρούσεων μετά το 1718.
Σε ένα γενικότερο σχέδιο η Δημοκρατία της Βενετίας εντούτοις είχε πετύχει να εξοπλιστεί με έναν σύγχρονο μάχιμο στόλο. Πέρα από το στενό στρατιωτικό αποτέλεσμα, η ανάπτυξή του έδωσε πάλι στην γαληνοτάτη έναν ρόλο στη γενική ισορροπία της ναυτικής δύναμης, τοποθετώντας την πίσω από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ολλανδία. Αργότερα κατά την σοβαρή κρίση που χτύπησε το γαλλικό ναυτικό μετά από τον πόλεμο για την ισπανική διαδοχή, το 1718 η Armata grossa ήταν πράγματι η ισχυρότερη ομάδα μάχης της Μεσογείου, και επέτρεψε στο βενετικό ναυτικό να καταλάβει μία εκπληκτική – αν και στιγμιαία – την τρίτη θέση.
L’Armata
Το πολεμικό ναυτικό των Βενετών ονομάζονταν Armata (βεν. Armada). Ανέκαθεν ο επικεφαλής θεωρούνταν ο δόγης, ιδιότητα που έμεινε έως το τέλος της βενετικής δημοκρατίας. Αν και δεν λείπουν τα περιστατικά κατά τα οποία πρίγκηπες ξεπερασμένης ηλικίας τέθονταν επικεφαλής ναυτικών επιχειρήσεων, ωστόσο για την αρχηγεία του ναυτικού σε περίπτωση σύρραξης η δημοκρατία προέβλεπε να ονομάσει κάποιο πρόσωπο με το βαθμό του:
Capitano generale da mar, αρχηγός ναυτικών επιχειρήσεων και ναύαρχος του κυριότερου πυρήνα/ομάδας του στόλου.
Αμέσως μετά από αυτόν, και σε καιρό ειρήνης αλλά και σε πόλεμο, έρχονταν η μέγιστη ναυτική αρχή, το Stato da Mar που περιλάμβανε όλες τις κτήσεις μακρυά από την μητρόπολη.
Provveditore generale da mar, υπεύθυνος για την πειθαρχία και την τάξη, γενικός πληρωτής και υπαρχηγός σε καιρό πολέμου.
Μετά υπήρχαν οι σταθερές ναυτικές ομάδες με τους κυβερνήτες τους:
Capitano del Golfo, αρχηγός του στόλου της Αδριατικής με έδρα την Κέρκυρα.
Capitano delle galeazze, υπεύθυνος των γαλεάτσων, με έδρα στο οπλοστάσιο (Arsenale) της Bενετίας.
Capitano dei galeoni, υπεύθυνος της Armata grossa, έδρα Βενετία.
Governator de’condannati ,υπεύθυνος της ομάδας γαλέρων που είχε σαν πλhρώματα καταδικάσμένους και που τις χρησιμοποιούσαν σε περίπολίες μεγάλης ακτίνας.
Μετά ακολουθούσαν υπεύθυνοι κατώτερων σχηματισμών.
Πάνω στα πλοία τα πληρώματα είχαν ώς εξής:
Sopracomito, ο καπετάνιος, προέρχονταν πάντα από την τάξη των πατρικίων.
Comito, πρώτος αξιωματικός, πάντα βενετός.
Armiraglio, αξιωματικός υπεύθυνος για την ναυσιπλοία.
Nobili di poppa, 2-3 αξιωματικοί υπεύθυνοι για την οργάνωση των μαχών.
Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν ένας γραμματικός-γραμματέας και ένας γιατρός. Το πλήρωμα που σε μία γαλέα μπορούσε να φτάσει τα 200-300 άτομα, ήταν χωρισμένο σε :
marinai, ειδικευμένοι ναυτικοί (πανιά, πηδάλια κλπ)
galeotti, κωπηλάτες
τεχνικό σώμα, ξυλουργοί ,ναυπηγοί κλπ
fanti da mar, μάχιμο σώμα
Οι γαλέρες χωρίζονταν σε libere (ελεύθερες) όπου οι κωπηλάτες ήταν ελεύθεροι και εργάζονταν έναντι αμοιβής και sforzate (καταναγκαστικές) όταν οι κωπηλάτες ήταν διάφοροι κατάδικοι καταδικασμένοι να κωπηλατούν.
Κύρια Βενετικά πλοία κατά χρονολογική σειρά
12oς – 15ος αιώνας
16ος – 18ος αιώνας
* * *
Leave A Comment