Από πόλη-φρούριο, σε πόλη φρουράς
Η συνθήκη των Παρισίων, που υπογράφτηκε στις 30 Μαΐου 1814, επικυρώνει την οριστική μετάβαση της Κέρκυρας και των Επτανήσων στο στρατιωτικό έλεγχο του βρετανικού στέμματος.
Μαζί με τη Μάλτα, την Κύπρο και το Γιβραλτάρ, τα Ιόνια νησιά έρχονται έτσι να αποτελέσουν τις βάσεις ενός συστήματος που συγκροτήθηκε για το στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Μεσογείου: οι Αγγλοι κληρονομούν ένα σύνολο οχυρών που έχουν κατασκευαστεί από άλλους (Βενετούς, Ισπανούς…), στη διάρκεια της νεότερης εποχής. Ήδη πεπαλαιωμένο στην εσωτερική αμυντική του υπόσταση, το σύστημα λειτουργεί ad excludendum: η αξία των οχυρών δεν έγκειται τόσο στο ότι επιτελούν τους σκοπούς για τους οποίους ανεγέρθησαν, όσο στο γεγονός ότι η κατοχή τους αποκλείει την κατοχή από άλλες, αντίπαλες δυνάμεις.
Η Κέρκυρα, ιδιαίτερα, έχασε το ρόλο του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στην Αδριατική και τη Μεσόγειο, ανάμεσα στη mare nostrum και την ανοιχτή θάλασσα, όταν εξέλιπε εντελώς η τουρκική απειλή, το δεύτερο στοιχείο που υποστήριζε το ρόλο και την ταυτότητα του «οχυρωμένου κόμβου».
Στους κυβερνήτες της Αυτού Μεγαλειότητας τίθενται περίπλοκα προβλήματα νομιμοποίησης. Πώς να αναπτυχθεί επιχειρηματολογία, ενώπιον του βρετανικού κοινοβουλίου, για τα βάρη από την κατοχή μιας οχυρής θέσης που είχε χάσει μεγάλο μέρος της αμυντικής της αξίας; Και, από την άλλη πλευρά, πώς να αιτιολογηθεί, ενώπιον των πανελλήνιων αξιώσεων, ένας πολιτικός έλεγχος που θα έπρεπε να καλύπτεται με δικαιολογίες στρατιωτικού χαρακτήρα;
Παρά την απώλεια του στρατηγικού της ρόλου, η Κέρκυρα θα διατηρήσει για όλη την περίοδο της βρετανικής Προστασίας το χαρακτήρα μιας στρατιωτικής πόλης: ένα παράδοξο φαινόμενο, που χρησιμεύει όμως στο να παρέχει νομιμότητα στη βρετανική παρουσία.
Οι όροι του προβλήματος συνοψίζονται στην κρίση που, σχεδόν σαρκαστικά, εκφράζει ένας στρατιωτικός γιατρός, στα 1822: «Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την Κέρκυρα απόρθητη, δεδομένου ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ανάγκη να εκπορθηθεί». Επομένως, το σενάριο αλλάζει εκ βάθρων, αλλά, μέχρι το 1864, έτος προσάρτησης των Επτανήσων στο Βασίλειο της Ελλάδας, εξακολουθούν να υφίστανται οι επίσημες προφάσεις, πάνω στις οποίες η Βενετία είχε θεμελιώσει και νομιμοποιήσει την εξουσία της στην περιοχή. Αν και χωρίς να το πιστεύει, η βρετανική διοίκηση προβάλλει την εικόνα της οχυρής Κέρκυρας (defensor Corcyrae), διαιωνίζοντας έτσι ένα τυπικό στοιχείο της αστικής μετεξέλιξης στη σύγχρονη εποχή: δηλαδή, «τη μακρά και σύνθετη διαπλοκή ανάμεσα στην αστική ζωή και τους αμυντικούς λόγους», σύμφωνα με τον καίριο ορισμό του Ennio Concina.
Για να κατανοήσουμε τις διαστάσεις του προβλήματος, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι για την υπεράσπιση των αμυντικών έργων χρειάζονται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της βρετανικής διοίκησης, από δέκα ως είκοσι χιλιάδες άντρες· το όλον αναφέρεται σ’ έναν πληθυσμό που, μαζί με τις συνοικίες, κυμαίνεται ανάμεσα στις 13.500 και 17.000, σύμφωνα με διάφορους υπολογισμούς. Ή θα πρέπει να έχουμε κατά νου τη δυσαναλογία ανάμεσα στα στρατιωτικά έξοδα και τα έσοδα: για την επισκευή των αμυντικών έργων θα δαπανηθούν σε επτά χρόνια 154.000 στερλίνες, ένα ποσό που ξεπερνά κατά πολύ το συνολικό ετήσιο προϋπολογισμό του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτής της δυσαναλογίας, που επιδεινώθηκε με την απώλεια της στρατηγικής σημασίας, εγγράφεται η αστική μετεξέλιξη της Κέρκυρας, πρωτεύουσας του βρετανικού προτεκτοράτου των Ιόνιων νησιών. Η ιστορία της δεν είναι πλέον εκείνη μιας ισχυρότατης πόλης-φρουρίου, αλλά εντάσσεται στο χώρο που οριοθετείται ανάμεσα σε φιλοδοξίες μικρής πρωτεύουσας (petite capitale) και υλικές συνθήκες πόλης φρουράς.
Στη μετάβαση από το 18ο στο 19ο αι., από τη βενετική κυριαρχία στη βρετανική Προστασία, πραγματοποιείται και η μετάβαση από τη Spianata σε Esplanade. ο μεγάλος και απροσδιόριστος αδόμητος χώρος, ο συνδεδεμένος με στρατιωτικές ανάγκες, μεταμορφώνεται σε αρχιτεκτονικά καθορισμένο χώρο, που προορίζεται να εκπληρώνει πολιτικές και αστικές λειτουργίες. Παρεμβάλλεται η επέμβαση των Γάλλων, που διέπεται τόσο από στρατηγικούς, όσο και εξωραϊστικούς σκοπούς: είναι οι πρώτοι που φυτεύουν εκεί δέντρα και θάμνους, οι πρώτοι που δίνουν αρχιτεκτονική αξιοπρέπεια στο πολεοδομικό μέτωπο, αλλά και οι τελευταίοι που την προσδιορίζουν με τη στρατιωτική έκφραση «Πεδίο του Άρεως» (Champ de Mars).
Εκ πρώτης όψεως, ο ταξιδιώτης αντιλαμβάνεται την Κέρκυρα ως μια ανατολίτικη πόλη, που πιστοποιείται ως τέτοια στην αγορά, στη διαπλοκή των στενωπών και των ελισσόμενων δρόμων. Στο υψηλότερο τμήμα, ωστόσο, το ύφος αλλάζει σταδιακά: πλατύτεροι δρόμοι, ανθεκτικότερα οικοδομήματα, ωσότου ο ταξιδιώτης φτάνει σε ένα μεγάλο πλάτωμα (terrace) ή πλατεία (piazza), κλειστή στο ένα άκρο της από την κατοικία (έδρα) του κυβερνήτη και ανοιxτή, από την απέναντι πλευρά, προς την ακρόπολη.
Σχεδόν σύγχρονος του εν λόγω οικοδομήματος είναι ο κυκλικού σχήματος ιωνικός ναΐσκος, που βρίσκεται σε στιλιστική και χωροταξική συνάφεια με το μεγαλύτερο οικοδόμημα: η ροτόντα προβάλλει στη Σπιανάδα και το σχήμα της, μαζί με άλλα διακοσμητικά στοιχεία, συνιστά ένα συνθετικό πόλο στη συστηματοποίηση a verde. Αποπερατώνεται μετά το θάνατο του Μaitland και αφιερώνεται στη μνήμη του: χαρακτηριζόμενος ομόφωνα συγκεντρωτικός και δεσποτικός, ο «Κing Tom» αξίζει ένα μαυσωλείο ικανό να αντισταθεί στις μεγάλες μελλοντικές αλλαγές.
Το όνομα του Αdam συνδέεται, επίσης, με το ιωνικό αθηναίο, μολονότι προγραμματίστηκε στα 1816 και η τελική απόφαση ελήφθη τον Μάιο του 1823. Τότε η Νομοθετική Συνέλευση εγκρίνει ένα κονδύλι για την ίδρυση του Πανεπιστημίου, αν και δεν δηλώνεται ο τόπος όπου θα ανεγερθεί: αν θα είναι η Κέρκυρα, όπως θα ήθελε ο Αdam, ή η Ιθάκη, όπως οραματίζεται ο εμπνευστής του σχεδίου, ο φιλέλληνας Frederick North, κόμης του Guildford.
Μπορούμε να πούμε ότι, με εξαίρεση το γεγονός του κυβερνητικού μεγάρου και των προσαρτημάτων του, ένα πρόγραμμα για την «Κέρκυρα πρωτεύουσα» ξεκινάει να μορφοποιείται μονάχα με τον Adam, στη διάρκεια των οκτώ χρόνων της διακυβέρνησης του. Η δράση του θα αποτελέσει αντικείμενο κριτικών, προερχόμενων κυρίως από τη βρετανική πλευρά· τον κατηγορούν ιδίως για υπερβολική σπατάλη και μεγαλομανία. Ο πιο αδυσώπητος κατήγορος του είναι ο πρώην Διοικητής (Resident) της Κεφαλλονιάς, ο συνταγματάρχης Charles Napier: το κατηγορητήριο του, που εξαπολύθηκε στα 1833, θα αποτελέσει κατά μία έννοια το περιεχόμενο διαπραγμάτευσης της καλής αποικιακής διακυβέρνησης. Σε μια Κέρκυρα «absolutely paved with dollars, τεράστια ποσά ξοδεύτηκαν σε έργα καθαρά εξωραϊστικά, που, κατά τη γνώμη του, δεν είχαν καμιά σχέση με τη λειτουργία του αστικού οργανισμού.
Το ομοσπονδιακό νοσοκομείο στην Άσσο, το πανεπιστημιακό κολέγιο στην Ιθάκη, η έδρα της κυβέρνησης στο Αργοστόλι, αποτελούν ορισμένα τμήματα αυτού του σxεδίου αποκέντρωσης. Η Κεφαλλονιά, ιδιαίτερα, θα γινόταν εκ των πραγμάτων το πιο εξοπλισμένο κέντρο ολόκληρου του αρχιπελάγους: εδώ βρίσκονται, πράγματι, κτίρια εθνικής σημασίας, όπως οι φυλακές, η ομοσπονδιακή έδρα της Βουλής (Courts) και των δημοσίων υπηρεσιών (Ρublic Offices), η σκεπαστή αγορά, το Lancastrian School, ένα κτίριο με πολλαπλές λειτουργίες, που περιλαμβάνει σχολεία, χρηματιστήριο και ερασιτεχνικό θέατρο. Υπάρχει, επίσης, ένας φάρος, του οποίου η σύλληψη θύμιζε δωρικό ναό κυκλικού σχήματος.
Δεν θα είχαμε επιμείνει τόσο πολύ στο σχέδιο Νapier-Kennedy, αν αυτό δεν αποκάλυπτε μια στάση ευρύτερα αποδεκτή έναντι της πόλης της Κέρκυρας και των εύθραυστων πεπρωμένων της ως πρωτεύουσας του Προτεκτοράτου.
Η πρόταση συμπίπτει οπωσδήποτε με μια καμπή στην εξέλιξη της πρωτεύουσας του Ιονίου, που Βλέπει να σταματούν, μετά το 1832, οι δημόσιου χαρακτήρα οικοδομικές δραστηριότητες. Γι’ αυτή τη νέα κατάσταση στασιμότητας συντρέχουν διάφοροι παράγοντες: χάνονται, μεταξύ των άλλων, και εκείνοι που υποστήριξαν περισσότερο την ιδέα της Κέρκυρας πρωτεύουσας (ανάμεσα τους ο Αdam και ο λόρδος Guildford). Στα χρόνια 1830-32 η δρομολόγηση της ελληνικής ανεξαρτησίας καταφέρει θανάσιμο πλήγμα σε οποιαδήποτε υπόθεση ενδυνάμωσης των στρατιωτικών και αστικών προσαρμογών. Η απουσία μιας πιθανής τουρκικής απεiλής καθιστά οριστικά άχρηστη μια οχύρωση τύπου «πύλη της Αδριατικής».
Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και υπό τη συνεπαγόμενη συναισθηματική φόρτιση, ο Αdam μπόρεσε να διαθέσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την αναστύλωση των οχυρώσεων ωστόσο, μετά τη διαπίστωση της ουσιαστικής ανυπαρξίας του τουρκικού ναυτικού, το έργο της αμυντικής στερέωσης αποδεικνύεται αναχρονιστικό.
Επιπλέον, με τη δημιουργία του Βασίλειου της Ελλάδας, η Κέρκυρα και τα Ιόνια νησιά παύουν να αποτελούν το μοναδικό σημείο της ελληνικής γης που τίθεται «κάτω από την προστασία ενός χριστιανού βασιλιά», γεγονός το οποίο είχε προκαλέσει, στο παρελθόν, τη συμπάθεια των Ελλήνων οπαδών του αλυτρωτισμού προς τα βρετανικά Επτάνησα: το αρχιπέλαγος εμφανιζόταν ως ένα προχωρημένο φυλάκιο, που ελευθερώθηκε πρώτο από τον οθωμανικό ζυγό, ένα είδος γης που δεν ανήκε σε κανέναν, όπου γλώσσα, θρησκεία και ελληνικός πολιτισμός μπορούσαν να εκφράζονται ελεύθερα, υπό το αυστηρό Βλέμμα του Λέοντα της Αγγλίας.
Περισσότερο και από μια αναχρονιστική στρατιωτική κηδεμονία, η έννοια του προτεκτοράτου (και, επομένως, η νομιμοποίηση της ισχύος της Αυτής Μεγαλειότητας) αναφερόταν στην πολιτιστική άμυνα, σε ρόλο αντιτουρκικό, ενός μικρού κομματιού του ελληνικού έθνους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πανεπιστημίου, του πρώτου και για κάποια περίοδο μοναδικού ιδρύματος του είδους σε ελληνικό έδαφος. Εξίσου χαρακτηριστικές, για ανάλογους λόγους, είναι οι αιτίες του κλεισίματος του: μετά την Ένωσημε την Ελλάδα, το Πανεπιστήμιο θα πάψει να υφίσταται.
Στα χρόνια του ’30 και του ’40 αλλάζει η αντίληψη που έχει ο ελληνικός αλυτρωτισμός για το βρετανικό προτεκτοράτο, ήδη θεωρούμενο ως παράνομη κυριαρχία πάνω σε ένα κομμάτι του πάτριου εδάφους. Αλλάζει, επίσης, η αντίληψη για την Κέρκυρα, που απέχει πολύ πια από το να ταυτίζεται με την ιδέα της «πολεμικής μηχανής»: αντιθέτως, ο αμυντικός ρυθμιστικός της ρόλος τώρα εμφανίζεται όχι μόνο πεπαλαιωμένος, αλλά και περιοριστικός. Η εικόνα για ορισμένους είναι εκείνη της «(…) a town fraught with all the vice , and abominations of Venice and shut up with walls »· αυτός που μιλά είναι ο ίδιος ο Νapier, που εγκαθιδρύει έτσι ένα λογικο-τοπογρα-φικό δεσμό ανάμεσα στον οχυρωμένο δακτύλιο, από τη μια πλευρά, και την κατάσταση της ηθικής και υλικής ασφυξίας στην οποία διατελεί η πόλη, από την άλλη.
Ξεκινώντας από αυτές τις προϋποθέσεις, ξανανοίγεται μια παλιά έριδα ανάμεσα στην Κέρκυρα και τις «ιόνιες αδελφούλες» που ο Νapier μπόρεσε να συλλάβει και με τον τρόπο του να ερμηνεύσει. Οι εξεγέρσεις του 1848 αποδεικνύονται ιδιαίτερα αιματηρές στα μεγαλύτερα κέντρα της Κεφαλλονιάς· το κίνητρο είναι βασικά αντιΒρετανικό, αλλά με φλέβες αντικερκυραϊκές και αντισυγκεντρωτικές. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, τόσο αλλαγμένο μετά το 1832, η προοπτική απαλλαγής των Βρετανών από τις υπογρέωσεις τους εμφανίζεται αναπότρεπτη· αντιλαμβανόμαστε ότι η επέμβαση των Άγγλων στο θέμα των δημόσιων έργων ελαττώνεται σημαντικότατα. Το γεγονός ισxύει για τα Επτάνησα στο σύνολο τους, αλλά εντοπίζεται κυρίως στην Κέρκυρα. Στους όρους των πολιτικών οικοδομικών και των αστικών (πολεοδομικών) στρατηγικών, η ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας πόλης περιορίζεται κατά την πρώτη εικοσαετία και συμπυκνώνεται κυρίως στην περίοδο 1818-1832 γύρω από την Esplanade: έπειτα δεν θα έxουμε παρά περιορισμένα επεισόδια, αν και λαμπρά και εκφραζόμενα με έναν αποτελεσματικό νεοκλασικό κώδικα: είναι η περίπτωση, πάνω απ’ όλα, της ανοικοδόμησης του Μεγάρου Καποδίστρια, που περατώθηκε στα 1840.
Λεν είναι τυxαίο σε αυτή τη φάση ότι η μοναδική δημόσια πρωτοβουλία δεν αφορά ούτε το νησί ούτε την πόλη της Κέρκυρας: πρόκειται για τη διάνοιξη του καναλιού της Αγ. Μαύρας (Λευκάδα), που πραγματοποιήθηκε εν μέρει στα xρόνια του ’40 και είναι συνδεδεμένη με το όνομα του Λόρδου Seaton, High Commissioner από το 1843 ως το 1849.
Για την πρωτεύουσα του Προτεκτοράτου, ο καιρός των αποχαιρετισμών και της νοσταλγίας αρχίζει πριν καλά καλά η σημαία του Union Jack υποσταλεί από το Παλιό και το Νέο Φρούριο. «Τhe loss of Corfu, as a naval and military station and as a pleasant winter abode for civilians, will always be deeply and generally regretted », σημειώνει ο λόρδος Κirkwall, τη στιγμή της απόλυσης του.
Μέσα στην αφέλεια της, η δήλωση αυτή έxει σχεδόν προφητική σημασία: η Κέρκυρα «as a kind of earthly paradise » διαγράφεται σε ένα μελλοντικό ρόλο ικανό να υποσκελίσει το ρόλο που είxε της πόλης -φρουράς.
Εναποτίθεται στον πρίγκιπα Alfred, τον Δεκέμβριο του 1859, να εγκαινιάσει ένα συνεxές ρεύμα αριστοκρατών της ανώτερης τάξης, που θα διαλέξουν το Ιόνιο νησί ως τόπο για τις χειμερινές τους διακοπές· ανάμεσα σ’ αυτούς είναι εκείνοι που φτάνουν με μοναδικό σκοπό να χαρούν το κλίμα και τις ομορφιές της Κέρκυρας, αλλά υπάρχουν επίσης και οι άλλοι, που επιλέγουν την Κέρκυρα ως παρατηρητήριο για τις κλυδωνισμούς του βασιλικού οίκου της Ελλάδας, με την πρόθεση να θέσουν υποψηφιότητα για μια ενδεχόμενη διαδοχή.
Αυτή η πληθώρα κεφαλών, λιγότερο ή περισσότερο εστεμμένων, είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτών των χρόνων της μετάβασης, κατά τους οποίους το πολιτικό πεπρωμένο της Κέρκυρας έχει ήδη χαραχτεί. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι αυτό θα αφήσει τα ίχνη του στη διεθνή αντίληψη.
Στα 1861 αποβιβάζεται, για πρώτη φορά στο νησί, η αυτοκράτειρα της Αυστρίας, η Elisabeth ή Sissi, προορισμένη να γίνει κάτι περισσότερο από κοινή επισκέπτρια: το όνομα της θα συνδεθεί αξεδιάλυτα με εκείνο της Κέρκυρας, όπου θα περάσει μεγάλες περιόδους χειμερινής διαμονής. Μέχρι να ολοκληρωθεί το Αχίλλειο (1891), η Sissi και η ακολουθία της χρησιμοποιούν το Casino της Ανάληψης, που υπήρξε από τα 1831 ως τα 1864 η εξοχική κατοικία του Βρετανού Ηigh Commissioner. Μια μεταβίβαση δικαιωμάτων που φαίνεται να αντιπροσωπεύει καίρια τη μετάβαση από petite capitale σε ville de loisir.
Τον Φεβρουάριο του 1864, ενώ η Sissi και η ακολουθία της αποβιβάζονται στο λιμάνι, εκρήγνυνται νάρκες: τις είχαν τοποθέτησαν οι Royal Engineers, για να κατεδαφίσουν τα έργα της εξωτερικής οχύρωσης. Η πόλη-φρούριο δίνει τη θέση της σε κάτι άλλο, ίσως πλησιέστερο στην ιδέα της Κέρκυρας «as a kind of earthly paradise ».
πηγή : Guido Zucconi , Κέρκυρα Ιστορία Αστική ζωή και Αρχιτεκτονική 14ος – 19ος αι.
* * *
Leave A Comment