Ο Giovanni Pampaloni ήταν ένας νεαρός Ιταλός υπολοχαγός που υπηρέτησε σαν συνήγορος υπεράσπισης στο Στρατοδικείο Αθηνών και στη συνέχεια πήρε μετάθεση από την Αθήνα στην Κέρκυρα, σαν τοπογράφος, στα τέλη Ιουλίου του 1943. Γνώρισε από πρώτο χέρι τις μάχες στο νησί, την ιταλική παράδοση, την μετέπειτα αιχμαλωσία.

Στο βιβλίο που έγραψε το 1976 μας άφησε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή εκείνων των ημερών, διηγώντας κάποιες στιγμές που έζησε από πρώτο χέρι, αδυνατώντας βέβαια να μας αφήσει μια σφαιρική και ολοκληρωμένη περιγραφή των ιστορικών γεγονότων. Ωστόσο, κάποια σημεία τα θεωρούμε άκρως ενδιαφέροντα και ερέθισμα για περαιτέρω έρευνα.

Εδώ παραθέτουμε την διήγηση του σχετικά με τον γερμανικό εμπρησμό της πόλης τη νύχτα μεταξύ 13ης-14ης Σεπτεμβρίου. Η διήγηση έχει τη μορφή ημερολογίου, δεν καλύπτει σαφώς όλα τα γεγονότα. Μπορούμε να μαντέψουμε το οδοιπορικό του εκείνης της νύχτας, το οποίο ξετυλίγεται από την λεωφόρο Αλεξάνδρας προς το Σαρόκο, το θέατρο, τη Bellla Venezia, μάλλον τη μίνα της Porta Stoppa στο Νέο Φρούριο, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, τη Διοίκηση Πυροβολικού (που δεν γνωρίζουμε σε ποιό σημείο στεγάζονταν).

* *

 

Στη λεωφόρο [σ.σ. Αλεξάνδρας], και στα δύο πεζοδρόμια, άνθρωποι τρέχουν φοβισμένοι προς τα περίχωρα, κουβαλώντας μαζί τους κάθε λογής αποσκευές, γυναίκες που ουρλιάζουν, άνδρες που φωνάζουν τα παιδιά που έμειναν πίσω, μια τρομοκρατημένη μητέρα έτρεχε και ούρλιαζε, κρατώντας σφιχτά ένα μωρό στο στήθος της.

«Ηρεμήστε, ηρεμήστε!» άρχισα να φωνάζω. «Μη φοβάστε, μη φοβάστε»! Κανείς δεν με άκουσε, κανείς δεν φαινόταν να με προσέχει: ίσως και να μην με καταλάβαιναν. Σαν απάντηση, βόμβες εξερράγησαν κοντά και μακριά με τρομερούς κρότους.

Σε μια γωνία σταμάτησα να αφουγκραστώ: τα αντιαεροπορικά σιωπούσαν, σαφές σημάδι ότι οι χειριστές είχαν καταλάβει ότι ήταν άχρηστο να σπαταλούν πυρομαχικά ρίχνοντας στα τυφλά με τα λίγα αντιαεροπορικά που είχαν στη διάθεσή τους.

Τώρα οι δρόμοι, φωτισμένοι από τις φωτιές σαν να ήταν μέρα, ήταν ήδη έρημοι. Ο ουρανός σφύριζε και βροντούσε. Σε μια λεωφόρο, στον ήχο ενός σφυρίγματος βόμβας που άκουγα όλο και πιο δυνατά πάνω από το κεφάλι μου, αναζήτησα καταφύγιο ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Πριν στριμωχτώ στον κορμό ενός δέντρου, όμως, προειδοποίησα έναν άντρα που έτρεχε φοβισμένος προς το μέρος μου: «Πέσε κάτω, κάτω»!  Ο άντρας δεν πρόλαβε να με υπακούσει: όταν η έκρηξη ταρακούνησε το έδαφος λίγα μέτρα πιο πέρα, έπεσε στο πεζοδρόμιο και δεν σηκώθηκε. Πλησίασα. Όταν όμως προσπάθησα να τον σηκώσω, απ’ όπου και να τον έπιανα, ο καημένος έβγαζε σπαρακτικά βογγητά. Απομακρύνθηκα τρέχοντας για να ζητήσω βοήθεια. Έκανα περίπου είκοσι βήματα όταν άκουσα ένα πολύ δυνατό, διαπεραστικό σφύριγμα πάνω από το κεφάλι μου. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία! Ρίχτηκα στα τέσσερα στο έδαφος και περίμενα για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα. Από την πρόσκρουση ενός βαριού σώματος που χτύπησε την άσφαλτο και στην εκθαμβωτική φλόγα που ξέσπασε δύο ή τρία μέτρα μακριά μου, πρόλαβα να νιώσω ένα ρίγος να με διαπερνά από την κορυφή ως τα νύχια, σχεδόν σαν ηλεκτροπληξία σε τεντωμένα νεύρα  πριν προλάβει ο εγκέφαλος να κατανοήσει: δεν ήταν βόμβα, αλλά μια εμπρηστική βόμβα. Σηκώθηκα. Δεν ήταν όμως μια μοναδική εμπρηστική βόμβα που άφηνε αυτό το σφύριγμα αλλά πολλές μαζί, έπεφταν σαν χαλάζι. Η λεωφόρος ήταν πλημμυρισμένη στο φως: σε ένα χώρο λίγων μέτρων άλλες τέσσερις ή πέντε εμπρηστικές έκαιγαν πετώντας σπινθήρες και κάθε τόσο έκαιγαν πιο βίαια συνοδευόμενες από ένα κροτάλισμα βεγγαλικών.

 Έχοντας γίνει ξαφνικά αυταρχικός, μόλις έφτασα στην Καραμπινιερία [σ.σ. πρώην Αστυνομία λεωφ. Αλεξάνδρας] έδωσα εντολές δεξιά και αριστερά. Τότε, μόλις φρόντισα για τον τραυματία, τόλμησα να κινήσω προς το κέντρο της πόλης με μια αίσθηση ανακούφισης. Με ενοχλούσε όμως λίγο, ακόμα και σε εκείνη την κόλαση, η σκέψη αυτής της παράξενης δειλίας μου μπροστά σε εκείνον τον άντρα που ούρλιαζε από τον πόνο: αν έπρεπε να φροντίσω μόνος μου αυτόν τον κακομοίρη πραγματικά δεν θα ήξερα πώς να τα βγάλω πέρα.

Κάποια στιγμή είδα ένα εμπρηστικό σωλήνα που καιγόταν στην σκεπή του σπιτιού μπροστά μου, ακριβώς στην άκρη της υδρορροής. Μπήκα αμέσως από την πόρτα και ανέβηκα τις σκάλες τρέχοντας, αναζήτησα την είσοδο προς τη σοφίτα, φωνάζοντας τους κατοίκους του σπιτιού. Δεν ήταν κανείς εκεί, όλοι είχαν φύγει αφήνοντας ανοιχτή την εξώπορτα.

Το πιο δύσκολο ήταν να βρω το δρόμο για τη σκεπή χωρίς τη βοήθεια των ιδιοκτητών του σπιτιού. Όταν τελικά τα κατάφερα, ακριβώς τη στιγμή που έβγαινα στη σκεπή, όλο το σπίτι σείστηκε σαν από σεισμό: μια βόμβα είχε πέσει στην πλατεία, λίγα μέτρα πιο πέρα. Φοβήθηκα και ήμουν στα πρόθυρα να εγκαταλείψω την προσπάθεια. Η στέγη έτριξε και σείστηκε, όλο το σπίτι φαινόταν να ταλαντεύεται από τις κοντινές και τις μακρινές εκρήξεις. Πήρα κουράγιο όμως και μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες βρήκα έναν τρόπο για να κάνω την εμπρηστική βόμβα να πέσει κάτω στο πεζοδρόμιο, με τη βοήθεια ενός κονταριού που είχα πάρει από το παράθυρο μιας κρεβατοκάμαρας  και με μερικά κομμάτια από κεραμίδια.

 Επέστρεψα στο δρόμο μάλλον ικανοποιημένος: τελικά δεν θα ήταν δύσκολο να σωθεί από τη φωτιά ένα ολόκληρο τετράγωνο. Οι εμπρηστικές βόμβες, ωστόσο, συνέχιζαν να πέφτουν από όλες τις πλευρές. Έπρεπε να βρω κάποιον να με βοηθήσει. Έτρεξα προς την Καραμπινιερία  για να πάρω μαζί μου μερικούς πρόθυμους φαντάρους. Είχα φτάσει σχεδόν εκεί όταν είδα ένα άλλο σπίτι με μια εμπρηστική βόμβα να καίγεται στη στέγη. Σταμάτησα για μια στιγμή λαχανιάζοντας. Αυτή τη φορά επρόκειτο για μια απομονωμένη βίλα: όσο και να καίγονταν, η φωτιά δεν θα μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο. Μετά, όμως, άλλαξα γνώμη. Πέρασα το πορτόνι, έτρεξα να χτυπήσω την πόρτα με μανία, επανειλημμένα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήρθε στην πόρτα με ένα κοριτσάκι περίπου δέκα ετών κολλημένο με φόβο στη φούστα της. Με απόλυτη ηρεμία, για να μην μεγαλώσω τον φόβο τους, τους ζήτησα να ανέβουν στην σκεπή και να πετάξουν κάτω την βόμβα. Στην αρχή με κοίταξαν χωρίς να απαντήσουν. Μετά, τελικά, όταν κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο και είδαν να αντανακλάται στο πρόσωπό μου μου η κιτρινωπή λάμψη της φλόγας που έκαιγε το σπίτι τους, άρχισαν να τρέχουν γύρω από τον κήπο βγάζοντας κραυγές τρόμου.

Προσπάθησα να τις φωνάξω αλλά είδα ότι ήταν χάσιμο χρόνου. Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, αποφασισμένος να το κάνω μόνος μου. Βρήκα μια κλειστή πόρτα. Υπήρχε μόνο ένα λουκέτο που  άνοιξε με την πρώτη σπρωξιά. Το δωμάτιο ήταν στη σοφίτα αλλά δεν υπήρχε παράθυρο. Η δεύτερη πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ρίχτηκα πάνω της παίρνοντας φόρα, δίνοντας ένα δυνατό χτύπημα με το πέλμα του ποδιού μου. Τίποτα. Μετά από επανειλημμένες προσπάθειες η πόρτα και η κλειδαριά αποδείχθηκαν απολύτως ανθεκτικές. Κατέβηκα ξανά τις σκάλες για να πάρω το κλειδί, αλλά η γυναίκα, που βρήκα στον κήπο, τρελή από τον τρόμο, έτρεξε έξω από το πορτόνι μόλις με είδε,  χωρίς να νοιάζεται καθόλου που την φώναζα. Γυρίζοντας βιαστικά στην  Καραμπινιερία είδα μερικούς στρατιώτες που προσπαθούσαν με φούχτες χώμα να σβήσουν μια εμπρηστική βόμβα που είχε πέσει στον κοιτώνα τους.

«Απομακρύνετε τα πράγματά σας και ας καεί! Αν θέλετε να φανείτε χρήσιμοι ελάτε μαζί  μου»! Τέσσερις από αυτούς, όταν έτρεξα για άλλη μια φορά έξω από την πύλη, ήρθαν τρέχοντας πίσω μου. Γύρισα αμέσως στο προηγούμενο σπίτι. Τίποτα! Το πορτόνι ήταν κλειστό και ο κήπος έρημος. Δεν είχε μείνει κανείς.

Βλέποντας πως ήταν άσκοπο να χάσω άλλο χρόνο σε εκείνη την απομονωμένη βίλα, συνέχισα προς το κέντρο με τους στρατιώτες. Το θέατρο φλεγόταν, το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό. Στο ίδιο τετράγωνο, στο πίσω μέρος, υπήρχε ένα γκαράζ στο οποίο δεν είχε φτάσει ακόμη η φωτιά. Με τη βοήθεια των στρατιωτών έβγαλα τα αυτοκίνητα και τα άφησα στο δρόμο. Μερικοί αξιωματικοί στέκονταν μπροστά στο ξενοδοχείο «Bella Venezia» φορτώνοντας τις απόσκευές τους σε ένα στρατιωτικό φορτηγό. Σήκωσα το βλέμμα μου και τότε συνειδητοποίησα ότι το ξενοδοχείο ήταν επίσης στο έλεος της φωτιάς. Φαινόταν ξεκάθαρα από τη κιτρινωπή λάμψη που πρόβαλλε από την οροφή. Διέταξα τους στρατιώτες να με περιμένουν και έτρεξα προς τις σκάλες. Ωστόσο, πείστηκα αμέσως ότι δεν μπορούσα να πράξω τίποτα περισσότερο, η φωτιά ήταν πλέον αδάμαστη. Κρίμα, τόσο όμορφο κτίριο. Ένας από τους θαμώνες του ξενοδοχείου, ένας λοχαγός, έπεσε θύμα της φωτιάς.

Επέστρεψα στο δρόμο και, σχεδόν τρέχοντας, ξεκίνησα ξανά με τους στρατιώτες. Εδώ οι δρόμοι ήταν ήδη φωτισμένοι από τις πανύψηλες φλόγες. Οι κάτοικοι, ξετρυπωμένοι από τις φωτιές, έφευγαν τρομαγμένοι, οι γυναίκες με τα παιδιά στα χέρια, οι άντρες φορτωμένοι βαριά φορτία. Ήταν πραγματικά ένα οδυνηρό θέαμα. Οι στρατιώτες, κατόπιν εντολής μου, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σπεύσουν να βοηθήσουν όπου υπήρχε επιτακτική ανάγκη. Τελικά βρέθηκαν μαζί μου σε έναν στενό δρόμο, με ένα χαμηλό κτίριο με μια σειρά μαγαζιών με ρολά. Είχαν πάρει όλα φωτιά και τα ρολά έκαιγαν εκπέμποντας αφόρητη ζέστη. Ορμήσαμε μέσα σε μια βροχή από σπίθες   συνειδητοποιώντας πως το εγχείρημα ήταν μάταιο: δεν υπήρχε τίποτα να κάνουμε πια εκεί και βρισκόμαστε ήδη στα όρια της πόλης.

Έκανα μεταβολή και γύρισα με τους άντρες μου. Μπροστά στο παραπέτασμα της φωτιάς, με μια έκρηξη που προκάλεσε μια πυρακτωμένη χιονοστιβάδα από ένα από τα ρολά, είχα μια στιγμή δισταγμού. Ένας από τους στρατιώτες είπε ότι γνώριζε έναν άλλο δρόμο, μέσα από το φρούριο. Άξιζε να τον πιστέψω; Τουλάχιστον θα δοκιμάζαμε.

Το φρούριο ήταν όλο γεμάτο κόσμο και υπήρχε μια αφόρητη δυσοσμία. Περάσαμε εφ’ ενός ζυγού μέσα από μια σκοτεινή μίνα. Ο αέρας ήταν γεμάτος βογγητά, πνιχτές κραυγές. Κάθε φορά που το αμυδρό φως ενός φαναριού ή η φλόγα ενός σπίρτου φώτισαν τη στολή μου, την περίφημη καινούργια στολή, χέρια αγκιστρώνονταν στις άκρες του σακακιού μου σαν να μπορούσα να κάνω κάτι, εκτός από το να τους καλέσω να ηρεμήσουν, ώστε να ελαττωθεί αυτό το χάος. Ήταν ένας σπαρακτικός πόνος.

Μόλις βγήκα από την άλλη πλευρά, παρατήρησα πως ο οδηγός μου δεν ήξερε πια που να στρίψει. Ήταν αναμενόμενο. Τότε αποφάσισα, μαζί με τους στρατιώτες, να επιστρέψω πίσω με τον ίδιο τρόπο.

Πέρασα ξανά από όλη η μίνα  και όταν είχα σχεδόν βγει έξω, αφήνοντας έναν  αναστεναγμό ανακούφισης, ένιωσα να με αρπάζει από το μπράτσο ένας άνδρας που βρισκόταν εκεί, κουλουριασμένος πίσω από ένα τοίχο κατά των θραυσμάτων που ήταν χτισμένος μπροστά από την είσοδο:

-Μη βγείτε, μη βγείτε, κύριε!

Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή πως ο φόβος είχε σαλέψει τα λογικά του. Για ποιο λόγο δεν θα έπρεπε να βγω; Αλλά αμέσως κατάλαβα: το σφύριγμα μιας βόμβας κατέληξε σε μια τρομερή έκρηξη, πολύ κοντά, που χαστούκισε το πρόσωπό μου και ταρακούνησε τα πάντα. Αν αυτός ο άντρας δεν με είχε κρατήσει, θα αρκούσαν δύο βήματα παραπάνω για να γίνω κομμάτια.

Ο βρυχηθμός της έκρηξης έφτασε μέσα στη μίνα πνιχτός αλλά αρκετός για να προκαλέσει μια σειρά γυναικείων κραυγών. Ανυπομονούσα να απομακρυνθώ από αυτή τη κόλαση. Μόλις έφτασαν κοντά μου οι τέσσερις στρατιώτες έσπευσα να βγω έξω, αφού πρώτα διαβεβαίωσα τους πιο κοντινούς μου, όλοι άντρες, που ρώτησαν αν μπορούσαν να αισθανθούν ασφαλείς εκεί:

– Διάβολε! Τι θέλετε να κάνουν βόμβες πενήντα και εκατό κιλών σε ισχυρούς τοίχους όπως αυτούς εδώ!

«Γρήγορα!» φώναξα στους στρατιώτες που με ακολουθούσαν. Μια στιγμή χωρίς ανάσα σε ένα πύρωμα αφόρητης ζέστης και να’μαστε στην άλλη πλευρά. Κοιταχτήκαμε ικανοποιημένοι.

– Όλοι καλά.

– Μάλιστα κύριε!

-Και πού πάμε τώρα, ανθυπολοχαγέ;

Ήταν ο νεαρός στρατιώτης από το Λιβόρνο που μίλησε έτσι, ο πιο πρόθυμος από όλους.

– Μην αμφιβάλλετε, δυστυχώς θα βρούμε κάτι να κάνουμε όπου και να πάμε.

Το στρατιωτικό νοσοκομείο (σ.σ. επί της λεωφ. Αλεξάνσδρας) βρίσκονταν στις φλόγες. Είδα κάποιους γιατρούς να παλεύουν στο φως της φωτιάς για να σώσουν φάρμακα και να φορτωθεί το πιο απαραίτητο υλικό σε φορτηγά. Οι τραυματίες, σε φορεία, ήταν ήδη ασφαλείς, τώρα έμεναν λίγα πράγματα να κάνουμε.

«Είναι κρίμα που δεν έφτασες εδώ νωρίτερα», είπε ένας υπίατρος. «Ήμασταν μόνοι μας και δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε για να φροντίσουμε για όλα». Στο απόκοσμο φως των φλογών αναγνώρισα έναν από τους λοχίες μου, τον ψηλό Μιλανέζο με το κόκκινο πρόσωπο. Μου διηγήθηκε πως άρρωστοι ή τραυματισμένοι στρατιώτες είχαν πεθάνει μέσα στις φλόγες επειδή η βοήθεια δεν είχε φτάσει εγκαίρως. οι αξιωματικοί γιατροί ήταν αξιοθαύμαστοι, πρόσθεσε, αλλά διάφορες νοσοκόμες ή και φρουροί, αιφνιδιασμένοι  κάπου από τον βομβαρδισμό, μάλλον στο σπίτι κάποιας Ελληνίδας, δεν είχαν συλλογιστεί πόσο θα ήταν απαραίτητοι σε τόσο σοβαρές περιστάσεις και ήταν άφαντοι. Πραγματικά ένοχη η απουσία τους, ασυγχώρητη.

Άφησα αυτόν και τους στρατιώτες να φορτώσουν ένα φορτηγό. Ο κίνδυνος ήταν ελάχιστος: οι εκρηκτικές βόμβες που έπεφταν ήταν πολύ λίγες και διασκορπισμένες.

Γερμανική εμπρηστική βόμβα (Stabbrandbombe) βάρους 1kg.

Περνώντας μπροστά από τη βίλλα που είχα δει μια ώρα νωρίτερα, είδα πως βρίσκονταν, όπως το περίμενα στο έλεος της φωτιάς. Ήταν αναπόφευκτο: η εμπρηστική βόμβα είχε συνεχίσει να καίγεται στη στέγη μέχρι που τα δοκάρια είχαν πάρει φωτιά και μετά έπεσε μέσα. Τώρα ο επάνω όροφος έκαιγε σαν σπίρτο.

Είδα δύο γυναίκες στον κήπο, σαστισμένες από την έκπληξη και τον τρόμο. Μία από αυτές την αναγνώρισα αμέσως. Είχε ανοίξει ξανά την πόρτα τώρα, αλλά ήταν πλέον αργά. Θα μπορούσα να τις βοηθήσω να σώσουν κάτι, όμως: για αυτό έτρεξα αμέσως στην Καραμπινιερία και επέστρεψα με μερικούς στρατιώτες. Οι γυναίκες δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν, έδειχναν έκπληκτες. Χωρίς να χάσουμε χρόνο για να εξηγήσουμε, μπήκαμε στο σπίτι κοιτάζοντας, στο φως των φλογών, τι πρέπει να σωθεί. Τα έπιπλα στο χολ ήταν μεγάλα και βαριά. Οι στρατιώτες, που αμέσως καταπιάστηκαν με ένα από αυτά μπόρεσαν μετά βίας να το μετακινήσουν μερικά εκατοστά.

«Ξεχάστε το, βγάλτε τα ελαφρύτερα πράγματα, αυτό το ποδήλατο, για παράδειγμα».

Μόλις βγήκα με το παιδικό καροτσάκι που είχα βρει σε ένα δωμάτιο στο ισόγειο, είδα ότι οι γυναίκες με κοίταζαν έκπληκτες. Άφησα το καροτσάκι έξω χωρίς να πω λέξη και επέστρεψα στο σπίτι κοιτώντας δεξιά και αριστερά, , ανυπόμονος να βρω κάτι άλλο να βγάλω. Είδα, προπαντός, ότι οι στρατιώτες ήταν πρόθυμοι να βιαστούν να κάνουν κάτι, ίσως για να τελειώσουν και να φύγουν μια ώρα αρχύτερα.

Μια αφόρητη ζέστη προερχόταν από τις φλεγόμενες ξύλινες σκάλες. Κάθε στιγμή έπεφταν από τον πάνω όροφο πυρακτωμένα ξύλα και κομμάτια από δοκάρια. Ξαφνικά, καθώς ετοιμαζόμουν να μπω στο δωμάτιο αριστερά, ένας τρομακτικός θόρυβος με προειδοποίησε ότι κάτι συνέβαινε. Με δύο άλματα βρέθηκα στο πορτόνι ενώ δύο στρατιώτες έβρισκαν καταφύγιο στον κήπο: σε μια βροχή σπινθήρων το ταβάνι του δωματίου, φαγωμένο από ένα χείμαρρο φωτιάς, κατέρρευσε φλεγόμενο  ενώ τεράστιες φωτεινές γλώσσες ξεπετάγονταν από τα παράθυρα.

Ένας στρατιώτης αναφώνησε: «Κύριε Υπολοχαγέ, δεν ξαναμπαίνω εκεί μέσα». Δεν απάντησα. Η φωτιά δεν είχε φτάσει ακόμα στην είσοδο αλλά έπρεπε να δούμε αν έπρεπε να διακινδυνεύσουμε ακόμα. Τότε ακριβώς είδα ότι οι δύο γυναίκες στέκονταν όρθιες, φέρνοντας προς το σπίτι το ποδήλατο, το καροτσάκι και τα λιγοστά άλλα αντικείμενα που είχαν διασωθεί. Τι σκόπευαν να κάνουν;

Στάθηκα να τις κοιτάζω με μια έκφραση απορίας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, η πρόθεσή τους ήταν ακριβώς να ξαναβάλουν στο σπίτι ό,τι είχαμε βγάλει έξω εγώ και οι άντρες μου με κίνδυνο της ζωής μας. Απωθημένες από τη ζέστη δεν είχαν τη δύναμη να μπουν, αλλά προσπάθησαν να σπρώξουν όσο περισσότερο μπορούσαν, από το κατώφλι, το καρότσι και το ποδήλατο. Είχαν χάσει τα λογικά  τους, οι καημένες!

«Λοιπόν, παιδιά, προχωρήστε, δεν μένει τίποτα να κάνουμε εδώ».

Οι στρατιώτες έφυγαν τρέχοντας, εμφανώς ανακουφισμένοι. Μόλις διέσχισα τη λεωφόρο, όπως σηκώθηκα από το έδαφος μετά από ένα σφύριγμα που είχα μπερδέψει με αυτό μιας βόμβας, είδα ένα κιτρινωπό φως μέσα στην καντίνα της φρουράς. Έτρεξα εκεί. Δεν υπήρχε κανείς. Ανέβηκα τις σκάλες. Εκεί η πόρτα ήταν κλειστή. Χτύπησα. Κάλεσα. Επιτέλους από το υπόγειο βγήκε ένας στρατιώτης.

«Τι κάνεις, δεν καταλαβαίνεις ότι το σπίτι σου καίγεται στο κεφάλι»; Ήταν ο φρουρός, ευτυχώς είχε τα κλειδιά στην τσέπη. Η εμπρηστική βόμβα έκαιγε ζωηρά στη σοφίτα, το ξύλινο πάτωμα είχε ήδη αρχίσει να φλέγεται. Μόλις μπήκα μέσα, η αποπνικτική φλόγα που με υποδέχτηκε με αποθάρρυνε λίγο. Αμέσως βγήκα, λίγο χλωμός. Καθώς πλησίασα τον στρατιώτη, αυτός φοβισμένος με ρώτησε αν θα έπρεπε να φύγουμε, εγκαταλείποντας τα πάντα. Έμεινα συγχυσμένος για μια στιγμή. Όχι, έπρεπε να προσπαθήσουμε, δεν επρόκειτο για την απομονωμένη βίλλα,  η φωτιά θα μεταδίδονταν και στα διπλανά σπίτια. Τώρα ήταν θέμα απενεργοποίησης της εμπρηστικής βόμβας. Γύρισα μισοπνιγμένος, έστειλα τον στρατιώτη να πάρει χώμα από τον κήπο. Ο στρατιώτης επέστρεψε αμέσως μετά με έναν κουβά νερό.

«Σου είπα χώμα, όχι νερό»! Για να μην χάσω χρόνο άρπαξα τον κουβά και τον έγειρα πάνω στο φλεγόμενο κομμάτι, βρίσκοντας προστασία όσο καλύτερα μπορούσα πίσω από την πόρτα. Ένα σφύριγμα, ένα σύννεφο ατμού, ένας μεγάλος παφλασμός σπινθήρων τριγύρω και η φλόγα φαινόταν να αυξάνεται σε ένταση. Από την άλλη όμως, το ξύλινο πάτωμα έσβησε και η φωτιά σταμάτησε να εξαπλώνεται και λίγο αργότερα το θραύσμα έσπασε το απανθρακωμένο πάτωμα και έπεσε στο κάτω πάτωμα. Εδώ ήταν πιο εύκολο να γίνει ακίνδυνο γιατί το πάτωμα ήταν από πλακάκια. Ο αγώνας ξανάρχισε σκληρά .

Όταν εξαλείφθηκε κάθε κίνδυνος πυρκαγιάς, άφησα το πόστο και βγήκα προς το κέντρο της πόλης, αναζητώντας κάτι άλλο να κάνω. Δυστυχώς, όμως, συνειδητοποίησα αμέσως ότι θα χρειαζόταν περισσότερα από ένα ζευγάρι φτωχά χέρια: μερικές γειτονιές ήταν στην πραγματικότητα μια μοναδική πελώρια εστία φωτιάς, οι φλόγες υψώνονταν πάνω από τις στέγες σε ύψος δεκάδων μέτρων. Γερμανικά αεροπλάνα πέρασαν και ξαναπέρασαν στον μαύρο ουρανό ρίχνοντας τις τελευταίες τους βόμβες. Ήταν ένα αξέχαστο θέαμα. Μια μικρόσωμη γυναίκα με προσπέρασε γκρινιάζοντας με μια βαλίτσα και ένα στρώμα. Κάποια στιγμή της έπεσε το στρώμα και άνοιξε. Τη βοήθησα να το ξαναβάλει στους ώμους της, κουβάλησα τη βαλίτσα της στο πιο επικίνδυνο κομμάτι του δρόμου, για να μπορέσει να το ξεπεράσει πιο γρήγορα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω για εκείνη τη γυναίκα. Στη μικρή πλατεία περίμενε μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα ημίγυμνο παιδί στην αγκαλιά της. Έκλαιγε με λυγμούς, αλλά χωρίς δάκρυα: τα δάκρυα θα έρχονταν αργότερα, με τη φτώχεια και την πείνα. Τώρα η αγωνία, η απογοήτευση και ο τρόμος ήταν πολύ μεγάλοι για να μπορέσουν να μετατραπούν σε κλάματα…

Λίγο αργότερα, καθώς επέστρεφα με αργά βήματα και με σκυμμένο το κεφάλι προς την Καραμπινιερία, περνώντας κοντά από ένα καταφύγιο, είδα μια γυναίκα να έρχεται προς το μέρος μου φωνάζοντας σαν τρελή: «Κύριε, υπάρχει ένας νεκρός, υπάρχει ένας νεκρός»! Ένας άντρας προσπάθησε να την ηρεμήσει, λέγοντάς της ότι ήταν μάταιο και θα με έκανε να χάσω χρόνο, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι ‘αυτό, ούτως ή άλλως.

Άκουγα, ακίνητος, σιωπηλός. Αλήθεια, τι θα μπορούσα να κάνω; Τέλος πάντων, μόνο για να δείξω πως το θέμα δεν μου ήταν αδιάφορο, πήγα να δώσω μια ματιά στον νεκρό. Ήταν πραγματικά νεκρός, δεν χρειαζόταν πια κανέναν. Η γυναίκα ησύχασε και όταν τη ρώτησα αν ο νεκρός ήταν συγγενής της, απάντησε όχι, δεν τον ήξερε καν. Καλύτερα έτσι.

Σίγουρα δεν μπορούσα να κοιμηθώ, συνέχισα να περιπλανιέμαι στην πόλη. Τα αεροπλάνα είχαν πλέον αποχωρήσει και η σιωπή έσπαγε μόνο από το μοχθηρό τρίξιμο των φλογών. Από την κορυφή των σκαλοπατιών που οδηγούν από τη Διοίκηση Πυροβολικού προς το κέντρο, μπόρεσα να πάρω μια ιδέα για την έκταση της καταστροφής και σταμάτησα σαστισμένος να κοιτάξω. Η πόλη ήταν όλη μια φωτιά. Τα ελληνικά σπίτια, με τις ξύλινες σοφίτες, φαινόταν φτιαγμένα ειδικά για να καίγονται  σαν σπίρτα υπό το χαλάζι των εμπρηστικών βομβών. Έμοιαζε σαν μια πύρινη θάλασσα. Το θέαμα ήταν απερίγραπτο στο τραγικό του μεγαλείο.

Κάθισα σε ένα σκαλί. Για πρώτη φορά με κυρίευσε η ιδέα της ματαιότητας. Τι σημασία είχε τώρα να σώσεις ένα ή δύο σπίτια σε αυτή την πλημμύρα από φλόγες;  Η σεπτεμβριανή νύχτα ήταν τόσο αποπνικτική όσο η καλοκαιρινή ζέστη. Στα καντούνια η ζέστη ήταν ήδη τέτοια που η φωτιά μπορούσε να εξαπλωθεί ακόμα και στα απέναντι σπίτια, αν έστω και μια ανάσα αέρα λύγισε τις πύρινες γλώσσες που σηκώθηκαν προς το μέρος τους ψηλά στις στέγες.

Με βαριά καρδιά κατέβηκα σιγά σιγά τα σκαλιά και περπάτησα στους έρημους δρόμους του κέντρου. Τότε, μπροστά στις πανύψηλες φλόγες που έτριζαν και καταβρόχθιζαν τα σπίτια σε μια βροχή σπινθήρων που κάθε τόσο με έπνιγαν με την ορμή τους, μέσα στη φρικτή ζέστη ξαναβρήκα λίγη αυτοπεποίθηση:  οι Γερμανοί δεν είχαν πετύχει απολύτως τίποτα με την κτηνωδία τους. Ανάμεσα στους γκρεμισμένους τοίχους, χωρίς να ανησυχούμε πλέον για τον άμαχο πληθυσμό, θα μπορούσαμε να πολεμήσουμε καλύτερα, χωρίς τύψεις.

Την αυγή, φαίνονταν αδιανόητο πως μόλις το προηγούμενο βράδυ η Κέρκυρα ήταν μια πόλη γελαστή και ήσυχη, ευτυχισμένη με τη γαλάζια της θάλασσα και τον γαλήνιο ουρανό της: ο ήλιος της νέας μέρας φώτιζε τώρα τους έρημους δρόμους, γεμάτους ερείπια και συντρίμμια, τις σκοτεινές στήλες καπνού που αναδύονταν από τις φωτιές. Οι φλόγες έκαιγαν παντού, άσβεστες, απλώνονταν αναπόφευκτα από το ένα σπίτι στο άλλο.

Συνολικά οι εκρηκτικές βόμβες είχαν προκαλέσει πολύ μικρές ζημιές σε σύγκριση με τις εμπρηστικές που είχαν μεταμορφώσει την πόλη σε μαγκάλι. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα μέσο ​​τώρα, για να σταματήσει την καταστροφή: ο αγώνας κατά των Γερμανών είχε αρχίσει όταν το υδραγωγείο, κατεστραμμένο από βρετανικές βόμβες το προηγούμενο βράδυ της ανακωχής (σ.σ. 7 Σεπτεμβρίου), δεν είχε ακόμη επισκευαστεί.

Ένας τρομερός απολογισμός αυτός των πρώτων 36 ωρών αγώνα, παρά τη λαμπρή αρχική μας νίκη επί της γερμανικής φρουράς. Έχω αρχίσει τώρα να καταλαβαίνω το αποτέλεσμα που πέτυχαν οι εχθροί μας με τον άγριο βομβαρδισμό τους: ακόμα κι αν η απώλεια μερικών δεκάδων ανδρών από τη μια πλευρά δεν είχε μεγάλη σημασία για την τελική έκβαση της μάχης, (είμαστε πολλοί), πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ επίδρασαν οι φωτιές που συνέχιζαν να καίνε το ένα σπίτι μετά το άλλο, ολόκληροι δρόμοι στις φλόγες, οι άθαφτοι νεκροί, οι βόμβες με μηχανισμό καθυστέρησης που συνέχισαν να εκρήγνυνται ακόμα και στις σύντομες στιγμές ανάπαυσης που παραχωρούσαν τα Στούκας, το νοσοκομείο που μεταβλήθηκε σε σωρό από μπάζα που καπνίζουν, το άχρηστο υδραγωγείο, οι άνθρωποι που εκλιπαρούν για βοήθεια μάταια, οι αποθήκες σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένες. Είχα ζωντανές εικόνες απ΄ όλα αυτά: μια σειρά από επώδυνα επεισόδια, φρικιαστικοί πίνακες ζωγραφικής, τρομακτικά οράματα. Τι θα κάνουμε; Το αντιαεροπορικό πυροβολικό είχε ήδη σιωπήσει, κάποιες από τις παράκτιες πυροβολαρχίες έχουν εξουδετερωθεί από τους εναέριους βομβαρδισμούς ή έχουν ήδη εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους. Δεν χρειάζονται περισσότερα για να έχουμε μια ξεκάθαρη ιδέα για τον άνισο αγώνα που θα πρέπει να αντέξει το νησί.

Καμία ελπίδα τώρα από έξω.

* * *

 

Πηγή: Giovanni Pampaloni (1976), «Resa a Corfù». Nardini Editore, Firenze. σσ. 284-295, 303.

Μετάφραση: Σπύρος Ιωνάς