Ο Δημήτρης Ρεπούλιος, δημοσιογράφος με καταγωγή από τους Λιαπάδες Κέρκυρας, ύστερα από αρκετά χρόνια έρευνας δημοσίευσε στο διαδίκτυο το «Λιαπαδίτικο γλωσσάρι», μια συλλογή λημμάτων και ιδιωματισμών, τον «θησαυρό του χωριού», εισφορά στους παλιούς και κληρονομιά για τους νέους:

 

ΑΛΦΑ
Α δε φαλάρω (έκφραση),
αν δεν απατώμαι, αν δεν κάνω λάθος.
Αβάκα (η), η σεμπριά, κυρίως στο χαρτοπαίγνιο | αβακαδόροι (οι), οι συνέταιροι, οι σέμπροι που παίζουνε αντάμα.
Αβάσκαμα (το), η βασκανία, το μάτιασμα, “…αβασκάθηκε η κοπέλα, δε γλέπετε τα μάτια της;” | αβασκαμένος (ο), ο ματιασμένος
Αβατσέρνω (ρήμα), έχω πιστώσει κάποιονε, και κάνει να λαβαίνω.
Αβάφτιγος ή αβάχτιστος (ο), ο αβάπτιστος.
Αβγά τση Λαμπριάς (τα), τα κόκκινα άνθια του περναριού.
Αβγακότες (έκφρ), εφωνάζανε έτσι οι πρεματσούληδες τα παλιά χρόνια, γιατί όταν οι γυναίκες δεν είχανε όβολα, επαίρνανε αβγά και κότες.
Αβγενής (ο), ο αγενής.
Αβγοφόλι (το), το αβγό τση κλωσαριάς. Πολλές φορές, αντίς για αβγοφόλι, τση βάνανε γουλί από τη θάλασσα.
Αβέρτα πάγκα (έκφραση), συνέχεια.
Άβρεχος (ο), επίθετο για τον ασβέστη που είναι στη μορφή που βγήκε από το καμίνι (χωρίς νερό).
Άβριγιο (επίρ), αύριο.
Αγάλια (επίρ), σιγά.
Αγγελόνια ή κατουρέλια (τα), κάτι λάχανα σαν οβριές.
[…]

 

Η συνέχεια στο ιστολόγιο http://www.liapadeshistory.blogspot.com/

*  *  *