Γράφει ο Γιώργος Ζούμπος
(διάλεξη στο Πνευματικό Κέντρο της Ι. Μ. Κέρκυρας, τον Δεκέμβριο του 2016)
Το σκήνωμα του Αγίου δεν ήταν πάντα στην εκκλησία όπου βρίσκεται σήμερα. Από τα μέσα του 15ου αιώνα φυλάχθηκε διαδοχικά σε έξι εκκλησίες και από τα τέλη του 16ου αιώνα φιλοξενείται στη σημερινή, στο κέντρο της Παλιάς Πόλης.[1] Ο πρώην επίσκοπος Τριμυθούντος δεν άργησε να ανακηρυχθεί προστάτης της πόλης και να καταλάβει θέση αντίστοιχη με αυτή του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, ειδικά μετά την πολιορκία του 1537.[2]
Η οικοδόμηση του νέου ναού
Όταν αρχίζει η περιτείχιση της πόλης (1576-1588), σε αποζημίωση για την κατεδάφιση της εκκλησίας και των σπιτιών τους, οι τότε ιδιοκτήτες του ιερού λειψάνου Νικόλαος και Αρτέμιος Βούλγαρης λαμβάνουν οικόπεδο στο κέντρο της πόλης και αρχίζουν την οικοδόμηση του ναού.
Πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί ο νέος ναός δεν γνωρίζουμε ακριβώς, αλλά κατά τον Σπύρο Παπαγεωργίου oι κύριες οικοδομικές εργασίες τελειώνουν το 1594.[3]
Η εκκλησία του Αγίου είναι απλή, επιμήκης, μονόκλιτη και δεν έχει πρόσοψη και δυτική πύλη. Εξωτερικά, όπως σχεδόν όλες οι εκκλησίες της πόλης, δεν εντυπωσιάζει, καθώς η Παλιά Πόλη ήταν αναπτυγμένη ανάμεσα στα τείχη και οι τεχνίτες είχαν να αξιοποιήσουν περιορισμένο χώρο.
Ο ναός είναι λίγο μεγαλύτερος από εκείνον που κατείχε, πριν την περιτείχιση, η οικογένεια Βούλγαρη στη θέση Κουκουναριά – εκεί περίπου όπου σήμερα το συγκρότημα των Γενικών Λυκείων – και το επιβλητικό καμπαναριό τελειώνει γύρω στα 1600, υψούμενο 42 μέτρα πάνω από το έδαφος. Στην αρχική κατασκευή, το εσωτερικό του χωρίζεται σε πολλούς ορόφους και ο κλιμακοστάσιο είναι ξύλινο. Το 1933 το κλιμακοστάσιο αντικαθίσταται με σιδερένιο – με 103 σκαλοπάτια, και οι όροφοι γίνονται τρεις.
Χωρίς δυτική πύλη
Η εκκλησία του Αγίου είναι από τις ελάχιστες στην πόλη που δεν έχει δυτική πύλη (δηλαδή κύρια είσοδο). Αυτό οφείλεται στην παρουσία της εφαπτόμενης από τα Δυτικά οικίας της οικογένειας των κτητόρων. Η υπάρχουσα δυτική θύρα οδηγεί στον γυναικωνίτη και στο σπίτι των Βουλγαρέων.
Εδώ επισημαίνουμε ότι όλες σχεδόν οι κατοικίες των εφημερίων της πόλης εφάπτονται των ναών ώστε να μην ταλαιπωρούνται οι λειτουργοί αλλά και να εξυπηρετούνται καλύτερα οι πιστοί.
Σε αντιστάθμισμα της έλλειψης κυρίας εισόδου, και με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση των προσκυνητών, κατασκευάστηκαν εκτός από τις δύο κεντρικές πύλες, και άλλες δύο στο κάτω μέρος του ναού. Υπάρχει επίσης και μια άλλη θύρα στην κορυφή του νότιου τοίχου, απέναντι σχεδόν από τον δεσποτικό Θρόνο, η οποία οδηγεί στο Σκευοφυλάκιο. Η δε κατασκευή του μεγάλου πέτρινου πάγκου στο εξωτερικό της βορεινής πλευράς ολοκληρώθηκε στις 27 Ιουνίου του 1855.[4]
Σε κοινή λατρεία
Μετά την αποπεράτωση της στέγης και πριν ακόμα ολοκληρωθούν οι οικοδομικές εργασίες, οι κτήτορες μεταφέρουν το ιερό Λείψανο, τα ιερά σκεύη και τις εικόνες στο νεόχτιστο οικοδόμημα και θέτουν την εκκλησία σε κοινή λατρεία. Θεωρώντας ως χρονολογία εγκαινίων το 1589, είναι πολύ πιθανόν αυτά να έγιναν με βιασύνη καθώς οι οικοδομικές εργασίες τελειώνουν το 1594. Σύμφωνα με τις χρονολογίες αυτές, τα εγκαίνια πρέπει να έγιναν από τον Μέγα Πρωτοπαπά Φώτιο Παλατιανό (1577-1643).
O ναός του Αγίου δεν είναι ο ιστορικότερος της πόλης, ούτε η Μητρόπολή της. Όμως αυτός κυριαρχεί, δεμένος με όλο το νησί. Από ενωρίς το πρωί, χειμώνα – καλοκαίρι, οι θύρες του είναι ανοιχτές, καθώς πολυάριθμοι κερκυραίοι κάθε ηλικίας θεωρούν αυτονόητο και απαραίτητο η μέρα τους να ξεκινήσει με προσκύνημα στον Άγιο, ώστε όλη την ημέρα να έχουν τη συμπαράστασή Του. Το ίδιο γίνεται και στη Ζάκυνθο όπου και εκεί ο ναός του Αγίου Διονυσίου βρίσκεται μέσα στην πόλη.
Στα 1924 ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας, παρατηρώντας ότι πολλοί Κερκυραίοι παρακολουθούν τη λειτουργία στην καθολική μητρόπολη προκειμένου να απολαύσουν τη μουσική του αρμονίου, ζητά από το συνθέτη και μουσικοδιδάσκαλο Αρίστο Μοναστηριώτη να δημιουργήσει χορωδία για την εκκλησία του Αγίου. Αυτός δημιουργεί χορωδία, αλλά ταυτόχρονα εισηγείται και την παρουσία αρμονίου για να συντονίζεται η χορωδία με τις ψαλμωδίες των ιερέων.
Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να αυξηθεί η προσέλευση πιστών, ενώ με τη συνοδεία αρμονίου ερμηνεύονται συνθέσεις των: Μαντζάρου, Ν. Λαμπελέτ, Σακελλαρίδη, Πολυκράτη και του ίδιου του Μοναστηριώτη ο οποίος διευθύνει τη χορωδία και είναι συνοδός στο αρμόνιο. Σταδιακά στα επόμενα χρόνια η χρήση αρμονίου εισάγεται και σε άλλες ορθόδοξες κερκυραϊκές εκκλησίες.[5]
Σε ολόκληρο το νησί υπάρχουν είκοσι ναοί αφιερωμένοι στον Άγιο, αλλά πενήντα πέντε στον Άγιο Νικόλαο, γεγονός που αποδίδεται στην προΰπαρξη πολλών ναών του πριν την άφιξη του ιερού Λειψάνου.[6] ‘Όμως, παρά το ότι προστάτης άγιος των θαλασσών είναι ο Άγιος Νικόλαος, οι κερκυραίοι θαλασσινοί επικαλούνται στις δύσκολες ώρες της τρικυμίας τον Άγιο του νησιού τους.
Ονομάζοντας την περιοχή
Στα 1528 το σκήνωμα του Αγίου είχε εναποτεθεί στον ομώνυμο ναό της «Κουκουναριάς» κοντά στο Αβράμη. Όταν μεταφέρεται στο σημερινό ναό, «παρασύρεται» κατά περίεργο τρόπο και το τοπωνύμιο, το οποίο καθιερώνεται με το ιταλικό όνομα «pigna» (pino=πεύκο) για το κέντρο της τότε πόλης, το οποίο μπορούμε να το ορίσουμε νότια και δυτικά του ναού με τους δρόμους: Φιλαρμονικής, Νικηφόρου και Μιχαήλ Θεοτόκη.[7] Αργότερα η περιοχή διακοσμείται με τέσσερις κουκουνάρες (μεταλλική στη διασταύρωση Φιλαρμονικής και Νικηφόρου Θεοτόκη, και ανάγλυφες στη γωνία Μιχαήλ και Νικηφόρου Θεοτόκη, στην οικία Κομπίτσι και στην οικία των Βουλγαρέων) ενώ η ονομασία «Πίνια» αντικαθίσταται εν μέρει με τον επίσης ιταλικό όρο «piazza», δηλαδή «αγορά». Εδώ πραγματοποιούνταν μέχρι το τέλος της Βενετοκρατίας η τελετή του Νιπτήρα το πρωί της Μεγάλης Πέμπτη.
Η «Πίνια» αποτελεί το εμπορικό και κοινωνικό κέντρο της πόλης, με περίοδο ακμής από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις μέρες μας, η μετατόπιση βασικών οικονομικών δραστηριοτήτων έξω από τα όρια της Παλιάς Πόλης, αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της περιοχής.
Απρόσβλητος ο ναός Του
Ανέκαθεν οι πιστοί θεωρούν το ναό του Αγίου σαν το ασφαλέστερο καταφύγιο. Σε αναφορά στην πολιορκία του 1716 διαβάζουμε: «Μέγας έπαινος πρέπει να δοθεί και µεγάλο χρέος έχουµε στον ένδοξο άγιο Σπυρίδωνα, επίσκοπο Λευκωσίας που έχει ταφεί στον καθεδρικό ναό της Κέρκυρας, κι είναι Προστάτης άγρυπνος αυτής τής πόλης. Λίγες µέρες πριν την πολιορκία, εγράφη ότι ο κλήρος ήθελε να µεταφέρει το λείψανό του στο Φρούριο για να το προστατεύσει από ενδεχόµενη προσβολή των Τούρκων· εκείνος όµως αντιστάθηκε πάση δυνάµει κι έµεινε ακίνητος στην Εκκλησία του (που, εν συνεχεία, στην διάρκεια της πολιορκίας, διατηρήθηκε ανέπαφη) και δεν επέτρεψε να τον µεταφέρουν αλλού προλέγοντας σχεδόν το ευτυχές τέλος του εγχειρήµατος».[8]
Οι σεισμοί και οι συνέπειές τους συσπειρώνουν πάντα τους πιστούς υπό τη σκέπη του ναού του Αγίου. Στις 9 Φλεβάρη του 1743 η πόλη υπέστη μεγάλες ζημίες από σεισμό και ο Πρωτοπαπάς Ιωάννης Βούλγαρης προστάζει τους ιερείς της πόλης να σημάνουν για πολλή ώρα τις καμπάνες και να ψάλουν παράκληση. Ταυτόχρονα έχει αρχίσει ολονυχτία στην εκκλησία του Αγίου και την επόμενη μέρα πραγματοποιείται λιτανεία του Αγίου.[9]
Αλλά σε κάθε κατάσταση ο ναός θεωρείται μέρος ασφαλές και απρόσβλητο από κάθε απειλή. Σημειώνει ο Σαμαρτζής στις 15 Ιουνίου του 1857: «Προς τας 5 π.μ. έρριψε κεραυνόν όστις εμβήκεν εντός της Εκκλησίας του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος εκ του Ιερού Βήματος, όπου ήσαν δύο υπηρέται οίτινες είδον μίαν λάμψιν και εφοβήθησαν διότι απέρασε από το κεφάλι τους και επήρε το φιλέτο το χρυσό, εμαύρισε το μέγα κανδήλι το οποίο είναι προς το μέρος της θυρός του Αγίου Στεφάνου και ολίγον την μεγάλην εικόνα της Αγίας Κερκύρας. Και μη δυνάμενος να ξεθυμάνη εσηκώθη εις την Ουρανίαν κάμων μίαν τρύπαν και έγινε άφαντος. Η χάρις του Αγίου εμπόδισε και δεν επροξένησε ζημίαν, αλλ’ η γειτονιά εφοβήθη και μαθών ο λαός το θαύμα του Αγίου έτρεξαν (οι πιστοί) εις την Εκκλησίαν δοξάζοντες και υμνούντες τον Ύψιστον…»[10]
Την ώρα του κινδύνου ο πιστός αισθάνεται πιο έντονη την ανάγκη της υπερφυσικής προστασίας. Έτσι, ενώ η Κέρκυρα βομβαρδίζεται κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-41, πολλοί πιστοί αψηφούν τις οδηγίες της Αεράμυνας και καταφεύγουν στο ναό, ο οποίος είναι πάντα ανοιχτός. Ενώ πολλά κτίρια της πόλης πλήττονται, ο ναός του Αγίου δεν παθαίνει καμία ζημία και σε μια περίπτωση, βόμβα διαπερνά τη στέγη και καταλήγει στο γυναικωνίτη χωρίς να εκραγεί. Ο απλός λαός αποδίδει τα γεγονότα σε θαυματουργή επέμβαση του Αγίου, ενώ σχετική απεικόνιση αποδίδεται σε άγνωστο ζωγράφο.[11]
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων του 1940 σε ανταπόκριση αθηναϊκής εφημερίδας για τους βομβαρδισμούς της Κέρκυρας διαβάζουμε: «… Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, πολιούχου και προστάτου της νήσου είνε ανοικτός ημέραν και νύκτα εις παλλαϊκόν προσκύνημα. Οι Κερκυραίοι σπεύδουν καθημερινώς εις τον ονομαστόν ναόν δια να δεηθούν υπέρ της νίκης των ελληνικών όπλων και να ζητήσουν τον όλεθρον του επιβούλου επιδρομέως.»[12]
Τη βραδιά 13 προς 14 Σεπτέμβρη 1943 η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει επανειλημμένα την πόλη και μετά τα μεσάνυχτα ρίχνει εμπρηστικές βόμβες. Η φωτιά κατατρώει την πόλη και ο κόσμος πανικόβλητος την εγκαταλείπει. Μέσα στον πανικό η σκέψη βρίσκεται στον Άγιο: «Άγιε μου, διώξε τους Ούννους και ν’ ανάψω κερί στην κάσα σου».[13]
Το πρωί της 14ης Σεπτέμβρη, ενώ η πόλη φλέγεται, ο μητροπολίτης Μεθόδιος Κοντοστάνος σημειώνει: « Επροχωρήσαμεν εις τον Ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος. Ήτο κατάμεστος πλήθους, το οποίον κατέφυγεν υπό την στέγην και την βοήθειαν του Αγίου, ως εις καταφύγιον. Ήσαν περίτρομοι, αι δε γυναίκες και τα παιδιά έκλαιον. Ο βόμβος των διαδοχικώς επερχομένων αεροπλάνων και ο συριγμός των ριπτομένων βομβών επηύξανε τον τρόμον...»[14]
Βαφτίσια και γάμοι
Για τον λαϊκό άνθρωπο ο Άγιος αποτελεί ένα διαχρονικό καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές για να διατηρήσει την ελπίδα του και να ζητήσει βοήθεια. Με το πέρασμα των αιώνων στον πιστό υπάρχει η βεβαιότητα για τη δυνατότητα του Αγίου να αναμειγνύεται στα ανθρώπινα και για τη δύναμη να τα ρυθμίζει κατά τη βούλησή του. Παράλληλα υπάρχει και η σιγουριά για την ανταπόκρισή Του σε κάθε ευλαβική επίκληση.[15]
Μία από τις πολλές ενδείξεις ευλάβειας και εκδήλωσης ευγνωμοσύνης προς τον Άγιο στην Κέρκυρα, είναι ο μεγάλος αριθμός των ατόμων που φέρνουν το όνομά Του. Όλες οι γυναίκες που νιώθουν ότι δοκιμάζεται βαθειά το μητρικό τους ένστικτο, ζητούν συμπαράσταση, προστασία και βοήθεια από τον Άγιο και σε ανταπόδοση υπόσχονται να δώσουν το όνομά Του στο παιδί που κινδυνεύει.
Πολλές φορές υπόσχονται να γίνει και το μυστήριο του βαφτίσματος στο ναό Του σαν πράξη πληρέστερης ευγνωμοσύνης. Κάποιες φορές παλαιότερα, μερικές μητέρες αφιερώνουν παιδί στο ναό με τη συμβολική περιβολή του ράσου για ένα χρόνο. Στην περίπτωση βάφτισης, υπήρχαν συχνές περιπτώσεις απόθεσης του βρέφους στο κατώφλι μιας από τις εισόδους. Αυτό σήμαινε ότι θα γίνει αποδεκτός ο προσκυνητής που θα αυτοπροσφερθεί ως ανάδοχος. Πρόκειται για έναν τρόπο που ανάγεται στην πρωτοχριστιανική εποχή όταν ο ανάδοχος δεν καθορίζονταν από υπολογισμούς και κοινωνικές συμβατικότητες.[16]
Συνηθισμένη ευχή στις μητέρες είναι «Να σου το χαρίσει ο Άγιος», ένδειξη της πίστης ότι και μόνο η επίκληση σε Αυτόν αρκεί για να θέσει τον καθένα υπό την προστασία Του και να του χαρίσει μακροημέρευση και ευτυχία. Ταυτόχρονα αποτελούσε έκφραση απρόσωπης κοινωνικής αλληλεγγύης η ευχή των απλών ανθρώπων «με καλήν ώρα», όταν η καμπάνα του ναού σε οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου σήμαινε παράκληση για κάποιαν άγνωστη επίτοκο.
Η πίστη στη βοήθεια του Αγίου υπάρχει στο λαϊκό άνθρωπο πάντα και όχι μόνο σε ώρες ανάγκης. Έτσι πολλά ζευγάρια που ετοιμάζονται να παντρευτούν, τοποθετούν την αρχή του κοινού τους βίου στο ναό του Αγίου εναποθέτοντας στη λάρνακά Του τους αρραβώνες για να δεχτούν κάτι από την αγιότητά Του.
Το μέγιστο της ευλάβειας εκδηλώνεται από πολλούς πιστούς οι οποίοι συμμετέχουν στην ολονυκτία της παραμονής της γιορτής στις 11 Δεκέμβρη, από τις 6 το απόγευμα ως το τέλος της λειτουργίας την επόμενη μέρα.
Εστίες χάριτος
Για τους πιστούς, ακόμα και ένα μικρό κομμάτι από τις εμβάδες, τα λεγόμενα «πασουμάκια» του Αγίου αποτελεί φυλαχτό από κάθε κακό. Οι ιερείς του ναού τηρούν το έθιμο της διανομής σαν αντίδωρο στους προσκυνητές και τους αφιερωτές του ναού Του, καθώς η λαϊκή πίστη θεωρεί εστίες «χάριτος» τα «πασουμάκια» και την ίδια τη λάρνακα.
Τη διαδικασία αλλαγής των εμβάδων περιγράφει ο Σαμαρτζής στις 6 Δεκεμβρίου 1863, παραμονές τη γιορτής: «Ήλλαξαν τα μύστια, ήτοι τα υποδήματα του Προστάτου Κερκύρας Σπυρίδωνος της Τριμυθούντος, θέτοντάς του νέα ριζοσπαστικά, όντα χρυσοκεντημένα, άτινα εστάλησαν εκ Ρωσσίας. Είχον κλείσει την Εκκλησίαν και οι Ευλαβέστατοι Ιερείς μετά διαβασμάτων, έθεσαν το Ιερόν Λείψανον εις το μέσον της Εκκλησίας και του έκβαλαν με μεγάλην ευλάβειαν τα παλαιά θέτοντές του τα νέα ασπάζοντές τον οι παρευρεθέντες. Και πάλιν με το αυτό σέβας τον έθεσαν εις την λάρνακά του και ούτω ετελείωσαν την παράκλησιν και ηνοίχθησαν αι Πύλαι της Εκκλησίας. Τα δε παλαιά υποδήματα τα έχει ο ίδιος ο Ιερεύς Γεώργιος Βούλγαρης όστις τα διανέμει εις τεμάχια εις τους πιστούς χάριν ευλαβείας».[17]
«Μα την κάσα τ’ Αγιού»
Όρκος απαράβατος και αδιάσειστος είναι για το λαϊκό άνθρωπο η αναφορά στη λάρνακα του Αγίου: «Μα την κάσα τ’ Άγιού» ή «Μα τ’ Άγιο Λείψανο πούναι στη μέση της χώρας».
Μαρτυρία για τη σοβαρότητα που πάντοτε δίδονταν στον όρκο επ’ ονόματι του Αγίου μας διασώζει ο Σαμαρτζής, με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1857: «Θαύμα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος παρουσιάσθη σήμερον εις τους οφθαλμούς μας, ημέρα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, όπου άνθρωπός τις, Σπυρίδων Δούκας, επονομαζόμενος Καρδάμης, γέρων, έκαμε προ ημερών άδικον όρκον εμπρός εις την Λάρνακα του Αγίου, ότι δεν τον είχε πληρώσει νέος τις 42 τάλληρα δια τι εμπόριον όπου έκαμαν και ο νέος ορκίζεται αληθώς ότι τον επλήρωσε, ο δε γέρων ηρνήθη ότι έλαβε τίποτα και ούτω έκραξε δια Κριτηρίου όπως τον πληρώση. Αλλά ο Κριτής εξετάσας την υπόθεσιν και ιδών την αθωότητα του νέου δεν ήξερε τι να αποφασίση. Τέλος απεφάσισε να του δοθή ο όρκος επί της Λάρνακος του Αγίου. Και τη 2 Μαρτίου έπρεπε να γίνη ο όρκος όπου εσυνάχθησαν όλοι και ήτο πλήθος λαός και ο Ιερεύς του ωμίλησε: “Κοίταξε να ορκισθής δικαίως διότικαι ο Δούκας ωρκίσθη ότι δεν έλαβε τίποτα”. Τότε γονατιστός ο νέος εξ όλης της ψυχής εδεήθη: “Άγιε Θαυματουργέ Σπυρίδωνα, αν ούτος ωρκίσθη δικάιως να τα πληρώσω διπλά ή δε αδίκως να υπάγη ωσάν τον Ζαγορίτην”. Και εσηκώθη κλαίων εκ βάθους ψυχής και διανοίας… Και τη 10 τρέχ. προς τας 9 π.μ. εσυνάχθησαν όλοι εις το γραφείον του Κυρίου Δελβινιώτη όστις άρχισε να κάνη το ομόλογον. Ο νέος έφερε τα χρήματα και κάμνων ο Δούκας να τα λάβη∙ “αχ μ’ έκαψαν, μ’ έκαψαν, μ’ έκαψαν” φωνάξας τρεις φορές, έμεινε άπνους … Θεός σχωρές τον, πλην ήτο πλούσιος και φιλάργυρος ».[18]
Για να ζητηθεί η συμπαράσταση του Αγίου γίνεται «παράκληση», δηλαδή σύντομη εκκλησιαστική ακολουθία η οποία, για να είναι ισχυρότερη, ανοίγεται από τους ιερείς η λάρνακα.
Στα χωριά του νησιού γίνεται την εβδομάδα της Διακαινησίμου λιτανεία της εικόνας της Αναστάσεως. Πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου, κατά το πέρασμά της, ζητούν να γίνει παράκληση μπροστά από το σπίτι ή το χωράφι τους. Τότε η πομπή στρέφεται προς την πόλη, τιμώντας τον Άγιο του νησιού.[19]
Ρυθμίζοντας το χρόνο
Η εκκλησία του Αγίου στο κέντρο της Παλιάς Πόλης έχει συνδεθείι με την κερκυραϊκή καθημερινότητα σε βαθμό που δεν συναντιέται αλλού. Τα σημεία χρονικής αναφοράς για εργασίες και κοινωνικές συναναστροφές και σε επίπεδο ημερολογιακής χρονιάς και σε επίπεδο 24ώρου είναι άμεσα συνδεδεμένα μαζί της και φυσικά με τον Άγιο, η λατρεία του οποίου ήταν κοινωνικά ενοποιητικός παράγοντας και όπως σημειώνει ο Παύλος Παλαιολόγος «… Είναι μια λατρεία άσχετη προς το θρησκευτικό αίσθημα.»[20]
Ο ετήσιος επαγγελματικός και κοινωνικός προγραμματισμός αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις τέσσερις Λιτανείες – με πρώτη αυτή της Κυριακής των Βαΐων – και στην ημέρα του Αγίου στις 12 Δεκέμβρη, εκδηλώσεις οι οποίες συνιστούν τον ετήσιο λατρευτικό κύκλο Του.
Από τις λιτανείες, αυτή των Βαΐων είναι η μεγαλύτερη και ακολουθεί την περίμετρο των βενετικών τειχών εξαιρώντας την περιοχή της εβραϊκής συνοικίας. Οι άλλες τρεις αρχικά ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή, ενώ η λιτανεία της 11ης Αυγούστου άρχισε να ακολουθεί τη σημερινή διαδρομή λίγο μετά το 1950 επί αρχιερατείας Μεθοδίου Κοντοστάνου.
Το ξεκίνημα κάθε λιτανείας σημαίνεται από τις καμπάνες του ναού, ενώ παλιότερα 21 κανονιοβολισμοί αντηχούσαν από το Παλιό Φρούριο. Η δέηση στην είσοδο του παλιού Φρουρίου έχει το συμβολικό χαρακτήρα της απλόχερης βοήθειας του Αγίου στους εκάστοτε υπερασπιστές της πόλης Του. Ενώ η πομπή πλησιάζει στο ναό, πλήθος πιστών γονατίζει ή ξαπλώνει στην πορεία του λειψάνου προκειμένου να λάβει την ευλογία του. Όμως και το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, η λιτάνευση της εικόνας της Αναστάσεως του Αγίου σημαίνει το τέλος των πασχαλινών εκδηλώσεων στο κέντρο της πόλης.
Η καθημερινότητα στην Παλιά Πόλη – και όχι μόνο- ρυθμίζεται από την καμπάνα του Αγίου η οποία βρίσκεται στην κορυφή του τρούλου, σημαίνοντας όλες τις ώρες και τα μισάωρα.
Επισημαίνουμε ότι το σημερινό ρολόι τοποθετήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ταυτόχρονα με τρία πανομοιότυπα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ως τότε, η καμπάνα του Αγίου ρύθμιζε ήδη την καθημερινότητα με τρία σημάματα:[21] Το πρωί, όταν άνοιγε ο ναός, το μεσημέρι ακριβώς στις 12 και το βράδυ, την ώρα του Εσπερινού. Πρόκειται για έθιμο με αρχή ανάλογη περίπτωση της μεγάλης καμπάνας του Αγίου Μάρκου στη Βενετία.
Η μέτρηση του χρόνου από την μεγάλη καμπάνα του Αγίου ήταν σημαντική καθώς πρόκειται για μια εποχή που τα ρολόγια ήταν σπάνια. Ειδικά η μεσημεριανή καμπάνα, κατά το 19ο αιώνα, ονομάζονταν «καμπάνα του αναστεναγμού» καθώς πλησίαζε η ώρα του φαγητού που σε πολλές οικογένειες ήταν φτωχό, προβληματικό και κάποιες φορές δύσκολο να βρεθεί.[22]
Στη θέση της καμπάνας του Αγίου που σήμαινε τότε, βρίσκεται η «Αγγελική», κατασκευασμένη στην Κέρκυρα το 1896.
Το Ιερό Προσκύνημα
Σημαντική δραστηριότητα έχει το Ιερό Προσκύνημα του Αγίου, ο πρώτος κύκλος της ιστορίας του οποίου αρχίζει το 1489 με την αλληλογραφία του Φίλιππου Καλοχαιρέτη – όπου προτείνεται μεταφορά του λειψάνου στη Βενετία – και κλείνει στα 1971, χρονιά κατά την οποία αποκτά νομική υπόσταση.[23] Μέχρι τότε βασικοί σταθμοί είναι τα διατάγματα Ανδρέα Κορνέρ στα 1679 και Αυγουστίνου Σαγρέδου στα 1711. Συστηματική προσπάθεια εκκλησιαστικής εξυγίανσης γίνεται στα 1925 επί αρχιερατείας Αθηναγόρα.
Το Ιερό Προσκύνημα, πριν ακόμα αποκτήσει νομική υπόσταση, βοηθά με κάθε τρόπο κατά τον τελευταίο πόλεμο μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, ενώ το ίδιο κάνει και σε περιπτώσεις καταστροφών όπως οι σεισμοί του 1953. Επίσης δίνεται οικονομική βοήθεια σε πολλά άτομα – όπως ανήμποροι υπέργηροι, σοβαρά ασθενείς, οικογένειες με πρόβλημα επιβίωσης- ενώ βοηθούνται νέοι σε σπουδές, και πολλές άλλες περιπτώσεις που καταγράφονται λεπτομερώς στο αρχείο του Ι. Προσκυνήματος. Ταυτόχρονα ενισχύεται με διάφορους τρόπους η πνευματική και πολιτιστική κίνηση του νησιού.[24]
Πλησιάζοντας του Αγιού
Πλησιάζει το τριήμερο του Αγίου και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια «γενική δοκιμή» του χριστουγεννιάτικου τριήμερου.[25] Από τις 7 Δεκέμβρη αρχίζει τακτικά η χαρμόσυνη καμπανοκρουσία, η αλάρμα (all’ arma), από όλες τις καμπάνες του ναού καλώντας τους πιστούς σε προσκύνημα του ιερού Σκηνώματος του Ιεράρχη που στέκεται – όπως σημειώνει ο αείμνηστος Α.Χ. Τσίτσας – τρεις μέρες και τρεις νύχτες όρθιος στο κρουστάλλι του και το θρονί του, ακοίμητος και ολοζώντανος βοηθός και σκεπαστής του λαού Του.
[1] Για την οικοδόμηση του σημερινού ναού, βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Ιω. Σκιαδόπουλος, Άγιος Σπυρίδων. Η ιστορία του ιερού λειψάνου και του πανίερου ναού, Απόστροφος, Κέρκυρα, 2000, σ. 91-100 και Νικόλαος Βούλγαρης, Αληθής Έκθεσις, Βενετία, 1880
[2] Αλίκη Νικηφόρου, Δημόσεις Τελετές στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της Βενετικής Κυριαρχίας/ 14ος-18ος αι., Θεμέλιο, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 1999, σ. 129, 354
[3] Σπυρίδων Παπαγεωργίου, Ιστορία της Εκκλησίας της Κέρκυρας, Κέρκυρα, 1920, σ. 196-197
[4] Παναγιώτης Σ. Σαμαρτζής, “Καθημερούσιαι Ειδήσεις” / Κέρκυρα/ 1854-1867, Πρόλογος- Επιλογή- επιμέλεια κειμένων Γιώργου Κάρτερ, Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα , 2000, σ. 63
[5] Γιώργος Ζούμπος, «Το αρμόνιο και η εκκλησία του Αγίου», εφ. Ενημέρωση της Κυριακής, φ. 02-07-2011
[6] Γεράσιμος Χυτήρης, Τα λαογραφικά της Κέρκυρας, «Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών», Κέρκυρα, 1991, σ. 207
[7] Α. Χ. Τσίτσας, «Η Πίνια» στο Κέρκυρα/ Νοσταλγικές διαδρομές, «Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών», Κέρκυρα, 1992, σ. 11-33
[8] Breve e sincera notizia degli ultimi successi dell’ assedio di Corfù, e della ritirata de’ Turchi da quell’ isola: estratta da lettere authentiche scritte da Corfù sotto li 22. agosto e 28. detto M.D. CCXVI, nella stamperia del Bernabò, 1716. Νικολαϊδης Θεοδόσης, «Η λατρεία του αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα (16ος-18ος αι.)», Ιστορικά, τ. 57, Δεκέμβριος 2012, σ. 322
[9] Αλίκη Νικηφόρου, ό.π., σ. 368
[10] Παναγιώτης Σ. Σαμαρτζής, ό.π., σ. 97
[11] Σπύρος Κατσαρός, Ο Άγιος Σπυρίδων, «Χρονικά των Κορυφών», τ. 10ος, Κέρκυρα, 1985, σ. 75-76
[12] Κυριακίδης Μιχαήλ, «Τα μέτρα προστασίας του πληθυσμού», εφ. Αθηναϊκά Νέα, 26-12-1940
[13] Γιάννης Μανούσακας, Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα/ Χρονικό της Κατοχής, Κέδρος, 1980, σ. 31
[14] Μεθόδιος Κοντοστάνος Μητροπολίτης, Αρχείον και καθημερινά περιστατικά γεγονότα επί ιταλικής και γερμανικής κατοχής, τόμος Α΄, Κέρκυρα, 1949, σ. 281
[15] Γεράσιμος Χυτήρης, «Λαϊκή ψυχοσύνθεση και λατρεία», Άγιος Σπυρίδων. Ο ναός και η λατρεία Του στην Κέρκυρα, Τοπίο, χτ, 2007, σ. 46
[16] Γεράσιμος Χυτήρης, Τα λαογραφικά της Κέρκυρας, ό.π., σ. 200
[17] Παναγιώτης Σ. Σαμαρτζής, ό.π., σ. 136
[18] Παναγιώτης Σ. Σαμαρτζής, ό.π., σ. 97
[19] Γεράσιμος Χυτήρης, ό.π., σ. 202
[20] Παύλος Παλαιολόγος, Αγάπη μου Κέρκυρα – Ταξειδιωτικές εντυπώσεις, Κέρκυρα, 1956, σ. 55-57
[21] Α. Χ. Τσίτσας, Γύρω από το ναό και το ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος/ Miscellanea/(Τετρακόσια χρόνια από την ανέγερση του ναού), «Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών», Κέρκυρα, 1994, σ. 26
[22] Γεράσιμος Χυτήρης, Σημειώσεις ενός Κερκυραίου, Εισαγωγή-Επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2010, σ. 250, 526, 628
[23] Κανονιστική διάταξη υπ’ αριθ. 16 «Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως του Ιερού Προσκυνήματος Αγ. Σπυρίδωνος Κερκύρας», ΦΕΚ 143/20-07-1971, τ. Α΄, σελ. 1529-1532
[24] Χρήστος Δεσύλλας, «Η παρουσία του Ι. Προσκυνήματος στον κοινωνικό περίγυρο», Άγιος Σπυρίδων/ Ο ναός και η λατρεία του στην Κέρκυρα, Ιερά Μητρόπολις Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, Τοπίο, Αθήνα, 2007, σ. 87-95
[25] Α. Χ. Τσίτσας, «Η Πίνια» στο Κέρκυρα/ Νοσταλγικές διαδρομές», σ. 32-33
Leave A Comment