«… Ποτέ ο Τούρκος, ο αγράμματος δε μπόδισε το Χριστιανό γράμματα να μαθαίνη, και μονάχα πολύ σπάνια έμπαινε στη μέση να χωρίζη τους δασκάλους άμα πιάνονταν από τα μαλλιά και γινόνταν σκάνταλο με τα μεγάλα τους σκολειά». (Γιάννης Βλαχογιάννης, «Το κρυφό σκολειό» στη Νέα Εστία, 38/1945).

 

Μπορεί οι γνώσεις ελληνικής ιστορίας στους περισσότερους να είναι περιορισμένες, αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί οι οποίοι, ανεξάρτητα ηλικίας δεν γνωρίζουν να πουν δυο λόγια για το «Κρυφό Σχολειό» ή για το «ξεκίνημα της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 25 Μάρτη»; Μπορεί να μην ξέρουν για την τύχη των πρωτεργατών της Επανάστασης, για την εξάρτηση και τους ξένους προστάτες, για την κατάληξη του Αγώνα, όμως όλοι μπορούν εύκολα να αναφερθούνε στα «δύο σημαντικότερα γεγονότα της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, στο κρυφό σχολειό και στην ευλογία των όπλων στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της Ελληνικής Επανάστασης» όπως επί χρόνια τώρα αναφέρουν τα σχολικά βιβλία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κι αν διαφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες των βιβλίων, αν έχουν ξεχαστεί οι αναρίθμητοι επετειακοί λόγοι, σίγουρα σε όλους έχουν αποτυπωθεί τα πρόσωπα και οι εικόνες, από τους γοητευτικούς πίνακες του Γύζη και του Βρυζάκη, που μαζί με το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» του Ιωάννη Πολέμη έμειναν ανέπαφοι – χαραγμένοι βαθιά στη μνήμη. Γιατί η εικόνα λειτουργεί σαν πληροφορία που δεν δέχεται αμφισβήτηση, καθώς βοηθάει να γίνει παρόν το περιεχόμενό της, λειτουργώντας σαν αυτόπτης μάρτυρας.

Η εποχή της «Μεγάλης Ιδέας»

Στην μετεπαναστατική Ελλάδα η πνευματική ζωή χαρακτηρίζεται από τον κλασικισμό και το ρομαντισμό οι οποίοι δίνουν, μέσω του εθνικισμού, μια εύκολη λύση στα διάφορα προβλήματα που κυριαρχούν στη νεοελληνική ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το ζήτημα της «μεγάλης ιδέας» που στάθηκε υποκατάστατο των μεγάλων προβλημάτων και απογοητεύσεων του πληθυσμού, ενώ η παιδεία στρέφεται σε μια κλασικίζουσα μορφή και απομακρύνεται από τον ουμανισμό των κλασικών γραμμάτων καταλήγοντας σε μια μνημονική άσκηση και καθιερώνοντας τη λατρεία της τυποκρατίας.

Μετά την διατύπωση της θεωρίας του Φαλμεράυερ (1830-1836) για τη συνέχεια του Ελληνισμού οι έλληνες ιστορικοί αντιδρούν και ανάμεσά τους ο Παπαρηγόπουλος με το έργο του Ιστορία του Ελληνικού έθνους (ένα έργο προοδευτικό για την εποχή του) δίνει την πληρέστερη μορφή στην ιδέα της συνέχειας, προσπαθώντας να διαγράψει την ενότητα του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες.

Νικόλαος Γύζης, Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885-86.

Η αντίδραση της Εκκλησίας στο Διαφωτισμό

Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον «ανδρώνεται» ο μύθος του «Κρυφού Σχολείου». Η προβολή και το «πέρασμα» τελικά στην ελληνική συνείδηση αυτού του θρύλου (όπως και άλλων με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα «τηγανόψαρα» και το «μαρμαρωμένο βασιλιά») ήταν και μια επιτυχημένη (όπως κρίνεται εκ των υστέρων) προσπάθεια να καλυφθεί η αντίδραση της Εκκλησίας στην τελευταία φάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και να διασωθεί το κύρος της. Ήδη βρισκόταν σε πλήρη σύμπνοια με την Πολιτεία και μετέδιδε τη δική της εκδοχή για το παρελθόν.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το Πατριαρχείο και οι λόγιοι που συνδέονται μαζί του καθώς και οι κύκλοι των Φαναριωτών και των προεστών, αρχικά δέχονται θετικά τις ιδέες του Διαφωτισμού, αλλά με το τέλος του 18ου και την έναρξη του 19ου αιώνα, αντιμετωπίζουν με συνεχώς αυξανόμενη δυσπιστία και εχθρότητα τις νέες ιδέες. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ καταδικάζει τη Νέα Πολιτική Διοίκηση του Ρήγα και κυκλοφορεί την Πατρική διδασκαλία με πνεύμα ραγιαδισμού και εχθρότητας προς τις ιδέες του Διαφωτισμού. Ο σκοταδισμός φτάνει στο ζενίθ με απόψεις όπως αυτή του Νικόδημου Αγιορείτη, ότι ο καλός χριστιανός «και αυτά τα αναιρετικά βιβλία των αθέων ας μη αναγινώσκη, βλάπτουσι γαρ τους αδυνάτους (ίνα μη λέγω και τους δυνατούς) εις την πίστιν». Το Πατριαρχείο, στο χώρο της παιδείας που εποπτεύει, προσπαθεί να την διατηρήσει στα προ πολλού ξεπερασμένα από την επιστήμη πλαίσια, ασκώντας έντονες πιέσεις κυρίως προς τους διδάσκοντες, ενώ στα 1820 καταρτίζει ακόμα και κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων.

Σημειώνεται ότι πολυάριθμα σχολεία λειτουργούν με ανοχή των Οθωμανών σε όλο τον ελληνικό χώρο κατά το 17ο και 18ο αιώνα, κύρια στις πόλεις οι οποίες γνωρίζουν μεγάλη εμπορική ανάπτυξη και αναδεικνύονται σε κέντρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Μια άλλη παράμετρος

Ο μύθος του «Κρυφού Σχολείου» αρχίζει να μορφοποιείται την εποχή της Επανάστασης, εποχή κατά την οποία συντέθηκε το τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Πολύ αργότερα ενισχύεται με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τον ομότιτλο πίνακα του Γύζη (1886) και το ποίημα του Πολέμη (1900).

Η δημιουργία του μύθου εξυπηρετεί στη δεδομένη ιστορική στιγμή και εθνική σκοπιμότητα αφού υπενθυμίζει την καταπίεση του κατακτητή και δίνει στο νεοσύστατο κράτος την ελληνορθόδοξη ταυτότητα σαν συνεκτικό κρίκο όλων των πολιτών του.

Εξάλλου σαν μύθος είναι περισσότερο πιστευτός και ελκυστικός σε σχέση με την περίπλοκη ιστορική αλήθεια η οποία δεν είναι οπωσδήποτε συναρπαστική και τότε δεν είχε ερευνηθεί. Δίνει επίσης μιαν εξήγηση στη μορφωτική καθυστέρηση του λαού και παράλληλα εξιδανικεύει τη ριψοκινδύνευση των μικρών μαθητών, των φτωχών γονιών και των μοναχών και ιερέων.

Εκπαιδευτική ελευθερία

Ανάμεσα στα προνόμια τα οποία οι Οθωμανοί είχαν δώσει μετά την Άλωση στην Εκκλησία, περιλαμβάνονταν και η εκπαιδευτική ελευθερία, προνόμιο για το οποίο όμως το Πατριαρχείο αδιαφόρησε μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, λόγω της ανάγκης της Εκκλησίας σε ιερείς και ψάλτες υπήρχαν παπάδες οι οποίοι δίδασκαν στο νάρθηκα της εκκλησίας ή στο μοναστήρι, κάτι το οποίο ίσχυε από τα βυζαντινά χρόνια. Στα υποτυπώδη αυτά σχολεία η φοίτηση ήταν άτακτη, αποσπασματική και δεν άρχιζε σε καθορισμένη ηλικία, ενώ δεν υπήρχε λόγος η διαδικασία αυτή να γίνεται κρυφά.

Οι Οθωμανοί δεν απαγόρευαν τη διδασκαλία στους ναούς θεωρώντας την μέρος των υποχρεώσεων της Εκκλησίας, όπως πρόβλεπε και η δική τους θρησκεία για να προετοιμάζονται οι μελλοντικοί ιερείς. Εξάλλου είναι αφελής η άποψη ότι το πανίσχυρο οθωμανικό κράτος θα θεωρούσε ότι κινδυνεύει από την εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής από τα ελληνόπουλα.

Μια παραποιημένη πραγματικότητα

Τελικά το «κρυφό σχολείο» είναι μια σκόπιμα παραποιημένη πραγματικότητα και τα πραγματικά γεγονότα μεγαλοποιούνται στα μέσα του 19ου αιώνα από κύκλους του ανώτερου κλήρου, σε μία προσπάθεια να καλυφθεί όχι μόνο η αντίδραση της Εκκλησίας στο Διαφωτισμό, αλλά και αυτής κατά των ιδεολόγων (Κοραής, Ρήγας κ. ά.), των στρατιωτικών (Α. Υψηλάντης) και βέβαια κατά της ίδιας της Επανάστασης. Έτσι, το υποτυπώδες «σχολείο» του 16ου αιώνα που μάθαινε σε μερικά παιδιά να διαβάζουν τα εκκλησιαστικά βιβλία, περιβλήθηκε με μύθο, αφήνοντας στην αφάνεια τους απλούς ιερείς που το δούλεψαν και αναβαθμίζοντας γενικά την επίσημη Εκκλησία. σε φορέα σωτηρίας, χωρίς να το δικαιούται.

Η προσπάθεια από κάποιους να συντηρηθεί ακόμα και σήμερα ένα ανιστόρητο ιδεολόγημα, παραποιεί τη συνείδηση του ιστορικού παρελθόντος μας και διαγράφει το μορφωτικό αγώνα όλων των παραγόντων της Παιδείας για το φωτισμό του Γένους.

Μουσείο Βρέλλη, το Κρυφό Σχολειό

Στην Αγία Λαύρα πρώτα…

Στη σφαίρα του μύθου και στα πλαίσια «δικαίωσης» της Εκκλησίας κινείται και το υποτιθέμενο περιστατικό της ευλογίας της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στις 25 Μάρτη 1821. Όπως εύστοχα δηλώνει ο καθηγητής Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου Γιάννης Γιαννουλόπουλος, «αν το έκανε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, δεν το γνώριζε ούτε ο ίδιος, αφού δεν το αναφέρει στην αυτοβιογραφία του» και προσθέτει ότι «το γεγονός έχει περάσει ως αληθινό μόνο από το ζωγραφικό έργο του Lipparini».

Αντίστοιχη είναι και η θέση που διατυπώνει ο Β. Κρεμμυδάς, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής των «Αρχείων Πρωθυπουργού», ο οποίος σε παλιότερο άρθρο του στα «Νέα» (22-3-2005) σημειώνει: «Η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιμένει να αναδείξει πρωτεύοντα ρόλο τής πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια προκατόχου της, πολύ περισσότερο που ο μόνος με πρωταγωνιστικό ρόλο ιερωμένος παραήταν επαναστάτης». Και συνεχίζει: «Έπρεπε λοιπόν να εξαφανιστεί από την κατά την Εκκλησία εθνική Ιστορία ο Παπαφλέσσας και να εφευρεθεί ρόλος που τη βόλευε. Προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Έθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους: Ο επίσκοπος Π. Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο-σημαία της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κήρυξε δηλαδή την ελευθερία του Έθνους, την κήρυξε η Εκκλησία».

Ο ίδιος συνεχίζει επισημαίνοντας ένα τεκμήριο το οποίο δείχνει καθαρά πώς κατασκευάστηκαν οι ιστορικοί μύθοι από την Εκκλησία: «Τον Μάιο του 1889 ένας πρωτοσύγκελος βεβαίωσε ότι ο Π. Π. Γερμανών ευλόγησε τα όπλα, ύψωσε τη σημαία και «ανακήρυξε την ανεξαρτησίαν της πατρίδος». Ο εν λόγω πρωτοσύγκελος – αναφέρει παρακάτω – είχε γεννηθεί το 1797, ήταν δηλαδή το 1821 24 ετών, το 1889 όμως ήταν 92 ετών. Έχουμε λοιπόν, κάποιον, ο οποίος σε ηλικία 92 ετών θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες – και βεβαίωνε επισήμως – γεγονότα που απείχαν 68 χρόνια!».

Μια μέρα σαν τις άλλες

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και το γνωστό και αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Επανάσταση είχε ξεκινήσει νωρίτερα – ήδη στις 23 Μαρτίου η Καλαμάτα ήταν ελεύθερη «από τα ένοπλα τμήματα των Μανιατών με τον Πετρόμπεη, Αναγνωσταρά, Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα». Ταυτόχρονα είναι και πάλι γνωστό από την ιστορική έρευνα ότι στις 25 Μάρτη 1821 δεν συνέβη κάτι το αξιομνημόνευτο.

Επομένως δεν ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αυτός που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης, και σύμφωνα με μία άποψη «σύρθηκε σε αυτή, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς». Η δημιουργία του θρύλου αποβλέπει στην υπογράμμιση της δήθεν αποφασιστικής παρουσίας στον Αγώνα της τάξης των προυχόντων της εποχής, στην οποία περιλαμβάνονταν και ανώτατοι κληρικοί και κοτζαμπάσηδες, ενώ η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος πολύ αργότερα (1838), με σκοπό να συμπίπτει με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού, για προφανείς λόγους.

Άλλοι ιστορικοί για το λάβαρο

Ο καλαβρυτινής καταγωγής Τάκης Σταματόπουλος το απορρίπτει, ενώ ο Ιωάννης Φιλήμων το χαρακτηρίζει «παχυλόν ψεύδος». Ο ίδιος ο Γερμανός, εξάλλου, στα Απομνημονεύματά του, δεν το αναφέρει καθόλου – ο δε ισχυρισμός μερικών ότι απέφυγε αυτή την αναφορά από μετριοφροσύνη ή επειδή έγραψε πρόχειρα και συνοπτικά τις αναμνήσεις του, δεν αντέχει στην κριτική. Η ύψωση του λαβάρου θα αποτελούσε κυρίαρχο γεγονός, που σε καμιά περίπτωση δε θα το παρέλειπε ο πρωταγωνιστής του καθώς η υποτιθέμενη μετριοφροσύνη του, αν αποσιωπούσε την προσωπική συμμετοχή του στο περιστατικό, θα διέγραφε ασφαλώς και το περιστατικό το ίδιο. Την ύψωση, τέλος, του λαβάρου δεν την αναφέρουν καθόλου ο Κ. Παπαρηγόπουλος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Διον. Κόκκινος και ο Μιχ. Οικονόμου, αλλά και συγγραφείς Απομνημονευμάτων, όπως ο Φωτάκος. Μερικοί υποστηρίζουν, βέβαια, ότι αυτή την ύψωση την επιβεβαιώνει ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα, που έζησε εκείνα τα γεγονότα. Αλλά ο Πουκεβίλ απλά αναφέρει ότι Γερμανός «γονυκλινεί προ του μεγαλείου του λαβάρου, όπερ ενεφανίσθη, λέγεται, εν τω ουρανώ εις τον υιόν Κωνσταντίου του Χλωρού». Ο Γερμανός, δηλαδή, δεν ύψωσε, ούτε κατά τον Πουκεβίλ, κανένα λάβαρο, αλλά αναφέρθηκε απλά και μόνο στο λάβαρο που συνδέεται με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο.

Σχεδόν δύο αιώνες μετά

Σήμερα, εκατόν ογδόντα έξι χρόνια από την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, τα λόγια του Δημήτρη Φωτιάδη είναι ακόμα επίκαιρα: «Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη»

 

Γιώργος Ζούμπος

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ιστορία των Ελλήνων, τ. 8 & 9, Δομή, Αθήνα, χ.χ.
  • Κάτσικας Χρήστος, Aπό το Kρυφό Σχολειό… στην Aγία Λαύρα. Mύθοι και σύμβολα μιάς Eθνικής Eπετείου
  • Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1996
  • Λάππας Δημήτρης, «Η έκβαση της επανάστασης και η επίδρασή της στις μετεπαναστατικές εξελίξεις», Η επανάσταση του εικοσιένα. Επιστημονικό συμπόσιο, Σύγχρονη Εποχή, 1988.
  • Μανδρίκας Αχιλλέας, «Κρυφό Σχολειό». Μύθος ή πραγματικότητα;, Καλέντης, Αθήνα, 1992.
  • Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», Θεμέλιο, 1994.
  • Σκαρίμπας Γιάννης, Το 21 και η αλήθεια, Κείμενα, Αθήνα, 1971.

.

Όπως δημοσιεύτηκε στη «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 25/03/2007

 

 * * *