«Στις 7 το πρωί η πυρκαϊά έχει πάρει φοβερές διαστάσεις. Η Κέρκυρα δεν είναι παρά μία πυρά: το παν φλέγεται, καταστρέφεται και μεταβάλλεται σε σωρούς από πυρπολημένα ερείπια που καπνίζουν».

 

Όταν το Φλεβάρη το 1943 η  Ιταλία συνθηκολογεί, στην Ελλάδα υπάρχει η 11η Στρατιά με συνολική δύναμη 172.000 ανδρών.  Τη φρούρηση των νησιών του Ιονίου έχει η μεραρχία Acqui της οποίας το 18ο Σύνταγμα βρίσκεται στην Κέρκυρα υπό τον συνταγματάρχη Luigi Lusignani. Ταυτόχρονα στο νησί βρίσκονται 450 γερμανοί στρατιώτες, κύρια ειδικοί των διαβιβάσεων.

Ο Μαρκάς στο λιμάνι κατεστραμμένος. Στο βάθος το κτίριο των Τ.Τ.Τ και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου

 Από τη συνθηκολόγηση μέχρι την ημέρα του Σταυρού

 Στο διάστημα 9 με 13 Σεπτέμβρη στην Κέρκυρα η κατάσταση είναι συγκεχυμένη.  Στις 10 την πολιτική διοίκηση των Ιονίων Νήσων αναλαμβάνει ο ιταλός πρόξενος L. Baratieri και είναι πλέον σαφής η πρόθεση των Ιταλών να αντισταθούν στους πρώην συμμάχους των. Την επόμενη μέρα αλλεπάλληλα σήματα της 7ης ιταλικής στρατιάς διατάσσουν αντίσταση κατά των γερμανών. Το βράδυ της 13ης φθάνουν στην Κέρκυρα περίπου 3.500 άνδρες και πολεμικό υλικό από τις αλβανικές ακτές· ενώ απελευθερώνονται όλοι οι κρατούμενοι από το Λαζαρέτο· ανάμεσά τους και 98 Ακροναυπλιώτες.

Η γερμανική στρατιωτική ηγεσία δίνει ιδιαίτερη σημασία στην Κέρκυρα για την άμυνα της Ελλάδας καθώς το νησί καλύπτει την ελληνική στερεά από την Αδριατική και από το στενό του Οτράντο και είναι το πλησιέστερο σημείο στην ιταλική χερσόνησο . Εξηγείται έτσι η επιμονή στην κατάληψή της και ο εμπρησμός που ακολούθησε με σκοπό την κάμψη του ηθικού της ιταλικής φρουράς και την αποθάρρυνση του ντόπιου πληθυσμού να αντισταθεί.

Από το πρωί της Δευτέρας 13 Σεπτέμβρη γερμανικά αεροπλάνα πολυβολούν ιταλικούς στόχους, ενώ το μεσημέρι αποκρούεται η πρώτη γερμανική επίθεση. Όλη την υπόλοιπη μέρα συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί των στρατιωτικών στόχων, του λιμανιού και της πλατείας του 10ου Συντάγματος όπου ήταν κατασκηνωμένοι Ιταλοί στρατιώτες. Τότε καταστρέφεται ολοσχερώς και το κτίριο των Τ.Τ.Τ.

 Η μεγάλη νύχτα

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, 10  Χαίνκελ 111 του Χ Αεροπορικού Σώματος ρίχνουν ελαφρές εμπρηστικές βόμβες. Στην αλλαγή της μέρας, 14 Σεπτέμβρη, η πόλη φλέγεται.

Σημειώνει ο Γιώργος Αθανάσαινας:

«Στις 7 το πρωί η πυρκαϊά έχει πάρει φοβερές διαστάσεις. Η Κέρκυρα δεν είναι παρά μία πυρά: το παν φλέγεται, καταστρέφεται και μεταβάλλεται σε σωρούς από πυρπολημένα ερείπια που καπνίζουν. Στρατιώτες και πολίτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στις φλόγες και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, επιδίδονται με ηρωική αυταπάρνηση στο έργο της διάσωσης για να βγάλουν από τα ερείπια συζύγους, φίλους, γέρους, ανήμπορους…»

 Η διήγηση ενός Ακροναυπλιώτη

 Κρατούμενος στο Λαζαρέτο ως τις 13 Σεπτέμβρη, ο Γιάννης Μανούσακας μας δίνει μια γλαφυρή περιγραφή εκείνης της βραδιάς τρόμου, ξεκινώντας από την αποφυλάκισή του από το Λαζαρέτο.

«13 Σεπτέμβρη το 1943. Η ώρα είναι εννιά. Το σκοτάδι τύλιξε τη γη. Σε μια αράδα οι εκατό του Λαζαρέτου ξεπορτίζουμε απ΄ το κάτεργο κι αντικρίζουμε την προβλητούλα. Δυο μικρά βενζινόπλοια μας περιμένουνε δύο μέρες τώρα. Τα πληρώματά τους είναι μέλη του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου.

– Για σας σύντροφοι! μας υποδέχονται έναν έναν καθώς πηδάμε στο πλεούμενο.

Νοιώθουμε τη ματιά τους και την ψυχή τους να μας χαϊδολογάει. Η θάλασσα αγγομαχάει λίγο ακόμα κι αφήνει μια βαριά μυρουδιά φυκιού. Είναι οι στερνοί της ανασασμοί. Την ώρα τούτη καταλαγιάζει και κοιμάται.

Οι ναύτες μας τοποθετούν αραδιαστά δεξιά-ζερβά στο κατάστρωμα. Κρατάμε ένα μπογαλάκι, ένα πλατό ή μια κουβέρτα και το τρόφιμο: λίγο πληγούρι, αλεύρι, μερικά ψωμιά. Το τσαμασίδι έμεινε πελώριος σωρός στην αυλή του στρατοπέδου. Αλάφρωσε η καρδιά μας αντικρίζοντας αυτά τα κουρέλια. Τώρα στρώμα μας η γης-σκέπη μας ο ουρανός.…..

Μια ξαφνική βουή απ΄ τον ουρανό κόβει στη μέση την κουβέντα. Αεροπλάνα. Τα τσιγάρα σβήσαν. Τα βενζινόπλοια σταματούν.

Είχαμε πλησιάσει στην Κέρκυρα, ακούσαμε τις φωνές των ανθρώπων  που με μιας γινήκαν ουρλιαχτά, γιατί τ’ αεροπλάνα άρχισαν να ρίχνουν τις μπόμπες τους αδιάκριτα πάνω στην πολιτεία.

Μισή ώρα κράτησε το έγκλημα να καρφώνουν τη φωτιά και το σίδερο στο κορμί της ειρηνικής πόλης, με τους ανθρώπους της, τους γέρους, τους νιούς και τα παιδιά, τα παιδιά που τους ήταν αδύνατο να νιώσουν γιατί τους μελλόταν τούτ’ η αδυσώπητη μοίρα.

Όταν τελείωσε ο βομβαρδισμός, κίνησαν τα καΐκια. Στο μουράγιο μας περίμεναν πολλοί αγωνιστές του Εθναπελευθερωτικού Μετώπου. Ένας φώναξε:

-Περιμένουμε κι άλλο βομβαρδισμό και τρίτη απόβαση.

Έτσι μαθαίναμε πως οι Γερμανοί κάναν προσπάθεια να πατήσουν το νησί απ’ τη θάλασσα…..

 Ήτανε δώδεκα ακριβώς η ώρα όταν κοιμηθήκαμε. Σε δυόμισι ώρες – μου φάνηκε πως δεν είχαν περάσει ούτε δυόμισι λεπτά – άκουσα μέσα σ΄ αυτό το γλυκύτατο ύπνο το ούρλιαγμα της βόμβας που έπεφτε κοντά στη μονιά μας. Ανακάθισα αυτόματα κι έστρεψα πίσω στον τοίχο με το φαρδύ παράθυρο, Το μάτι έπεσε πέρα σε μια φωτιά με καπνούς ανάκατη, που πεταγόταν με δύναμη ψηλά, τινάζοντας τα υλικά απ΄ τη σκέπη ενός σπιτιού. Χάθηκε αμέσως η φωτιά, τα υλικά πέσανε ανάμεσα στα ντουβάρια που τάκρυψε και κείνα ο καπνός. Το χτίριο, εκατόν πενήντα μέτρα κοντά μας, ήταν το μέγαρο της Αστυνομίας πόλεων. Οι βόμβες πέφτανε η μία πίσω από την άλλη σ’ όλη την πολιτεία, μα ούτε οι βροντές ούτε τα τραντάγματα ξύπνησαν τους συντρόφους. Σκούντησα τον ομαδάρχη που κοιμόταν αριστερά μου:

-Κώστα σήκω. Βομβαρδισμός.

-Α!…

-Σήκω, βομβαρδίζουνε.

-Ε;…Τι;…

Σκούντησα τον αδερφό του το Γιάννη, πούχε ξαπλώσει δεξιά μου. Τινάχτηκε αμέσως ολόρθος σα σούστα κι άρχισε να φωνάζει:

-Ξυπνάτε βρε! Θα μας σκοτώσουν οι άτιμοι!……

Μπροστά ο Κερκυραίος, τρέχοντας φτάσαμε και χωθήκαμε σ’ ένα υπόγειο. Ένα βαθύ, τεράστιο υπόγειο, που τόχαν διαρρυθμίσει σε καταφύγιο, κι είχε πολλά χωρίσματα.

Βρήκαμε εκεί κι άλλους συντρόφους. Ο Αντώνης Παπαγγέλου μας οργάνωσε σε ταξιθέτες και τοποθετούσαμε τον κόσμο, που ακατάπαυτα ερχόταν, στ΄ αλλεπάλληλα χωρίσματα αρχινώντας από το βάθος. Μα σε λίγο ήταν αδύνατο να διατηρηθεί και να επιβληθεί οποιαδήποτε τάξη, γιατί οι άνθρωποι ορμούσανε μέσα λαχανιάζοντας, έξαλλοι από τρόμο. Γέμισε το καταφύγιο, μα εξακολουθούσε ο κόσμος να ορμά μέσα σαν ποτάμι. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει όψη, τα χείλια είχαν στεγνώσει κι ένα ακατάληπτο σύθρηνο βούιζε στον υπόγειο θόλο. Μέσα σε κείνο το βουητό ξεχώριζες των μανάδων τις φωνές που γυρεύαν τα παιδιά τους και των παιδιών τα καλέσματα που αποζητούσαν τις μανάδες και τ΄ άλλα αδέρφια. Κι ο κόσμος συνέχισε να ορμά, στριμώχτηκε, κι έγινε τέτοιο στρίμωγμα και τόσο λιγόστεψε ο αέρας, που άρχισαν οι λιποθυμίες. Μια φωνή ακούστηκε: “Ρίξαν εμπρηστικές, η πολιτεία καίγεται”. Πολλές φωνές φώναζαν μαζί: “Πάμε στο φρούριο. Εδώ θα πνιγούμε”. Ο σπιτονοικοκύρης μας παρακάλαγε από πολλή ώρα. Μπήκε μπροστά αυτός, τον ακολούθησε ένας άρρωστος σύντροφος, ο Αντώνης Μαυρομιχελάκης, καρδιακός με πρησμένα τα πόδια, πίσω το παιδάκι πάνω στον ώμο μου, και ξωπίσω μου ο Γιάννης Πλακούδας, εργάτης απ΄ τον Πειραιά. Μόλις άρχισα ν΄ ανεβαίνω τα σκαλιά φρουφρούρισε κάτι στην πλάτη μου. Έστρεψα βιαστικά. Ένα τετράγωνο εμπρηστικό φύλλο είχε πέσει στο πορτί, άναψε σαν έκανε επαφή με τη γη μια κιτρινοπράσινη δυνατή φωτιά που θάμπωνε το βλέμμα. Έμεινε ο Πλακούδας κι οι άλλοι σύντροφοι μέσα. Άκουσα φωνές. Σαν ανεβήκαμε ολότελα πάνω, είδα τους συντρόφους νάχουν πετάξει ένα παλτό πάνω στη φωτιά και να την πατάνε.

Βρεθήκαμε σε μια μικρή πλατεία. Ήτανε τόσο φωτισμένη, που ποτέ της δε θάχε γνωρίσει τέτοια φωτοχυσία. Κάμποσα εμπρηστικά φύλλα άναβαν τις πολύχρωμες δυνατές φωτιές τους, κι οι στέγες των σπιτιών είχανε λαμπαδιάσει. Έπεφταν ακατάπαυτα φύλλα κι εμπρηστικές μπόμπες όσο μποτίλιες της μισής οκάς. Αυτές έχουν βάρος και τρυπούν τα κεραμίδια, σταματάνε στο ταβάνι και σκάζουνε, σκορπάνε σε κομματάκια κι η φωτιά τους φτάνει χιλιάδες βαθμούς θερμοκρασία, λαμπαδιάζει αμέσως το σπίτι απ΄ την κορφή. Οι οικοδομές της πολιτείας τούτης, από το δεύτερο ή τρίτο όροφο και πάνω είναι ξύλινες, σκεπασμένες με σουβά. Ο σουβάς έπεφτε με τη ζέστη κι ολόκληρο το σπίτι έμοιαζε πυροτέχνημα.

Δεν είναι μπορετό σ’ εμένα τον αγράμματο να περιγράψω κείνο το μακάβριο μεγαλείο της καταστροφής. Ήτανε σα να γιόρταζε η ίδια η πολιτεία τον αφανισμό της κι είχε μεταβληθεί σε φωταγωγημένη κόλαση…

Τρέχαμε σ’ ένα δρόμο με πολυώροφα σπίτια, οι φλόγες έτρωγαν τους απάνω ορόφους. Ο δύστυχος σπιτονοικοκύρης μας, κοντός και χοντρός καθώς ήταν, πηδούσε σα βάτραχος τα παραθυρόφυλλα που πέφταν αναμμένα, τραγουδώντας: “οι βάρβαροι, οι βάρβαροι” και παρακαλώντας τον  Άη Σπυρίδωνα να τους κάψει.

Λαός πολύς τραβούσε λαχανιάζοντας, με την ψυχή στο στόμα, κατά την έξοδο της πολιτείας, κρατώντας μπόγους ρουχισμό, μικρά παιδιά ή τραυματίες κι ανήμπορους. Άλλοι πισωγυρνούσαν κι έψαχναν για τους δικούς τους, που τους έχασαν, ήταν παραφρονισμένος όλος ετούτος ο κόσμος…..

 Κοντά στο θέατρο

 Οι φλόγες είχαν τυλίξει ένα μεγάλο κι επιβλητικό χτίριο. Οι Κερκυραίοι έχουν ιδιαίτερη λατρεία και υπερηφάνεια για τα δημόσια οικοδομήματα της πολιτείας τους, ακόμα και για τις φυλακές τους. Κι είχαν αγάπη ξεχωριστή για το θέατρό τους, θεωρώντας το ανώτερο κι απ’ το Εθνικό της Αθήνας. Και τώρα το βλεπαν με σπαραγμό να σπαράζει μέσα σε κείνη τη φωτιά, παραδομένο, ανίσχυρο, στην παντοδυναμία της.

Τρέχοντας ρωτούσα τον Κερκυραίο, αν  ήταν μακριά ακόμα το φρούριο, μα κείνος προχωρούσε πηδηχτά, δίχως να μ΄ απαντά κι αυτή του η σιωπή άρχισε να με υποψιάζει.

– Που πάμε, πες μου επιτέλους που είναι αυτό το φρούριο ;

– Να φύγουμε απ΄ τη φωτιά! Να φύγουμε απ’ την κόλαση.

Αφήσαμε την πολιτεία και βαδίζοντας σε χωράφια ανεβήκαμε ένα χωματομαστό. Ένα γύρω του ήτανε λιόδεντρα και κάτωθέ τους είχαν καταυλιστεί μια ορεινή πυροβολαρχία Ιταλοί»

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Γιώργος Αθανάσαινας, Κέρκυρα Σεπτέμβρης 1943. Ιστορία από τα αρχεία των εμπολέμων, Μακεδονικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1996.

Γιώργος Ζούμπος
http://bibliokerkyra.blogspot.it/

όπως δημοσιεύτηκε στην εφημ. «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 14-09-2010

 

* * *