Αντί προλόγου, θα αφηγηθώ ένα περιστατικό που έγινε και η αφορμή να αρχίσω αυτή την βιογραφία. Γνώρισα πέρυσι στην Αθήνα έναν επαγγελματία μουσικό και δάσκαλο της τρομπέτας, του οποίου η μόνη σχέση με την Κέρκυρα είναι οι Κερκυραίοι συνάδελφοί του. Επάνω στη συζήτηση, ανέφερα ότι είχα έναν θείο της μητέρας μου που έπαιζε και δίδασκε τρομπέτα. Με ρώτησε ποιός ήταν, κι εγώ του είπα ότι αποκλείεται να τον ξέρει, αφού έπαιζε και δίδασκε στην Κέρκυρα και δεν ήταν καν επαγγελματίας. Αυτός όμως επέμεινε, κι έτσι, του είπα “ο Γιώργος ο Κούρκουλος”. ” Τον Κούρκουλο δεν ξέρω;” μου απάντησε. Όχι μόνο τον ήξερε, επειδή είχε ακούσει πολλά γι’ αυτόν από τους Κερκυραίους μουσικούς, αλλά και μόλις βρέθηκε στην Κέρκυρα, πήγε στο μαγαζί του και τον γνώρισε από κοντά! Αξίζει λοιπόν να γραφτούν δύο λόγια για τη ζωή και το έργο αυτού του ανθρώπου.
* *
Ο Γιώργος Κούρκουλος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1920 στην συνοικία Πόρτα Ρεμούντα της πόλης της Κέρκυρας, όπου έζησε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στην οδό Σπυρίδωνος Πετρετού, που αργότερα μετονομάστηκε σε Αγγέλου Γιαλλινά. Πατέρας του ήταν ο Αλκιβιάδης Κούρκουλος, τεχνικός στην εταιρία Cable & Wireless LTD, γνωστή στους Κερκυραίους ως “το Αγγλικό Τηλεγραφείο”. Μητέρα του ήταν η Πολυξένη, το γένος Ζούλα, που πριν το γάμο είχε εργαστεί ως μαγείρισσα σε κάποια αρχοντικά. Η οικογένεια είχε τέσσερα παδιά, κατά σειρά ηλικίας την Ευαγγελία, τον Γιώργο, την Κατίνα και τον Σπύρο.
Στον μικρό Γιώργο δεν άρεσε καθόλου το σχολείο. Οι γονείς του τον έγραψαν σε ιδιωτικό σχολείο, στο εκπαιδευτήριο Στεργιώτη – Βλάχου, που βρισκόταν στη Σπιανάδα, κοντά στο Πλατύ Καντούνι, την οδό Μουστοξύδου. Αυτός όμως πολλές φορές δεν πήγαινε καν, κρυβόταν στο σπίτι της γιαγιάς του, κι από τη σχολή αναγκαζόταν να στέλνουν τον επιστάτη να τον αναζητήσει. Αφού τελείωσε έτσι το Δημοτικό, ίσως και κάποια τάξη του Γυμνασίου, οι ιδιοκτήτες και δάσκαλοι της σχολής είπαν στους γονείς του ότι θα ήταν καλύτερα να μάθει κάποια τέχνη. Έτσι πηγαίνει να εργαστεί ως βοηθός στον τσαγκάρη και στενό φίλο της οικογένειας Αλέξανδρο Φίλιππα. Εκεί θα μάθει καλά την τέχνη της επιδιόρθωσης και της υποδηματοποιίας.
Σε ηλικία δεκατριών χρόνων, το 1934, γράφεται στην Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας, την “Παλαιά”. Εκεί αρχίζει μαθήματα θεωρίας της μουσικής, με δάσκαλο τον Διονύσιο Μάμο. Αργότερα αρχίζει με δάσκαλο τον Αρχιμουσικό Σπύρο Δουκάκη και τα πρώτα μαθήματα τρομπέτας ή κορνέτας, όργανα συναφή. Στην Φιλαρμονική, αντίθετα με το σχολείο, ο Κούρκουλος έδειξε όρεξη και επιμέλεια κι έγινε καλός γνώστης και της θεωρίας και του οργάνου.
Το 1936 φοράει γιά πρώτη φορά τη στολή της Φιλαρμονικής και συμμετέχει ως δόκιμος τρομπετίστας στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Την 1η Νοεμβρίου του 1937 εγγράφεται και στο μητρώο της Φιλαρμονικής ως μόνιμος μουσικός.
Το 1938 ο Σπύρος Δουκάκης φεύγει γιά την Αθήνα γιά να αναλάβει την διεύθυνση της Φιλαρμονικής του Δήμου Αθηναίων. Τον διαδέχεται στην θέση του Αρχιμουσικού ο Αλέξανδρος Μποτετζάγιας, από τον οποίο ο Κούρκουλος διδάσκεται κάθε Κυριακή το μάθημα της ιστορίας της μουσικής. Συνεχίζει και τα μαθήματα τρομπέτας με τον υπαρχιμουσικό Γεώργιο Ματσέντη, ο οποίος κανονικά δίδασκε κόρνο. Ταυτόχρονα έκανε και κάποια μαθήματα βιολοντσέλου με τον Παύλο Μπράντη, αλλά δεν τα συνέχισε και αφιερώθηκε στην τρομπέτα.
Το καλοκαίρι του 1938, ο νέος Αρχιμουσικός επιλέγει κάποιους μουσικούς που θα σχηματίσουν μία μικρή μπάντα, με σκοπό να ταξιδέψουν στην Αθήνα και να εκπροσωπήσουν την “Παλαιά” Φιλαρμονική σε μία εκδήλωση. Πιθανότατα θα έπαιρναν μέρος στους εορτασμούς της 4ης Αυγούστου, γιά την επέτειο των δύο χρόνων της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Κούρκουλος θέλει πολύ να συμμετάσχει κι αυτός, αλλά ο Αρχιμουσικός Μποτετζάγιας, με αιτιολογία τις ανάγκες της Φιλαρμονικής στην Κέρκυρα, του το αρνείται κατηγορηματικά. Ο Κούρκουλος αισθάνεται αδικημένος κι επιμένει. Οι τόνοι ανεβαίνουν, η λογομαχία καταλήγει σε ρήξη της σχέσης του με τον Αρχιμουσικό και τελικά παραιτείται από την “Παλαιά” Φιλαρμονική. Στις 10 Μαρτίου του 1939 διαγράφεται και επίσημα από το “Μητρώον των μαθητών”.
Λόγω της αγάπης του γιά τη μουσική, δεν άργησε να γραφτεί στην άλλη φιλαρμονική της πόλης της Κέρκυρας, την Φιλαρμονική Εταιρία “Μάντζαρος”, γνωστή στους Κερκυραίους και ως “η Μπλε”, στην οποία Aρχιμουσικός ήταν τότε, γιά δεύτερη φορά, ο Σωτήριος Κρητικός. Εκεί συνεχίζει τα μαθήματα τρομπέτας με δάσκαλο τον Ιωσήφ Μπονέλο και συμμετέχει ως έμπειρος πλέον μουσικός σε όλες τις εκδηλώσεις.
Το 1940 κλείνει το “Αγγλικό Τηλεγραφείο” της Κέρκυρας και ο πατέρας του στις 20 Μαρτίου μετατάσσεται στο Ταχυδρομείο της Ελληνικής Ταχυδρομικής, Τηλεγραφικής και Τηλεφωνικής υπηρεσίας (Τ.Τ.Τ.). Παρολίγο, και κυρίως λόγω γνωριμιών, γλυτώνει μία μετάθεση στην Παλλήνη της Αττικής, κι έτσι όλη η οικογένεια παραμένει στην Κέρκυρα.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς αρχίζει ο πόλεμος, οι στερήσεις και οι βομβαρδισμοί. Η μητέρα του δίνει όλα της τα κοσμήματα γιά λίγα τρόφιμα, κι ο πατέρας του αναγκάζεται να πηγαίνει τακτικά σε κάποια χωριά, διανύοντας πάνω από σαράντα χιλιόμετρα με τα πόδια, γιά να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Το πατρικό του σπίτι καταστρέφεται από βομβαρδισμό και η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο στις “μίνες”, τις ενετικές στοές της Πόλης. Μέσα στον πανικό ο Γιώργος εξαφανίζεται και η οικογένεια φοβάται γιά το χειρότερο. Αυτός όμως ευτυχώς κατάφερε να φτάσει στο χωριό Σκριπερό, όπου είχε κάποιους συγγενείς, και να βιοπορίζεται ασκώντας την τέχνη του τσαγκάρη. Ευτυχώς το 1944, με την απελευθέρωση, όλη η οικογένεια βρίσκεται ενωμένη, σώα και αβλαβής, αλλά αναγκάζονται να μετακομίσουν στο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του και του γαμπρού του.
Ο Κούρκουλος, στην πόλη της Κέρκυρας πλέον, συνεχίζει γιά κάποιο διάστημα να δουλεύει ως βοηθός στον τσαγκάρη Χονδρογιάννη, χωρίς να παραμελεί και τα καθήκοντά του ως μουσικός στην Φιλαρμονική.
Το 1945 πεθαίνει ο Αρχιμουσικός της “Μάντζαρος” Σωτήριος Κρητικός και τη θέση του αναλαμβάνει ο Χρήστος Τσέκος.
Την ίδια χρονιά, οι Πρόσκοποι της Κέρκυρας, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και αρκετοί μουσικοί, αποφάσισαν να συστήσουν μία μικρή μπάντα γιά να παιανίζει στις εκδηλώσεις τους. Μαέστρος ανέλαβε ο Χαρίλαος Μανιατόπουλος, ο οποίος αργότερα έγινε πρώτα Αρχιμουσικός της “Παλαιάς” Φιλαρμονικής και μετά της Φιλαρμονικής “Καποδίστριας”. Μεταξύ των μουσικών που κλήθηκαν να συμμετάσχουν ήταν και ο Γιώργος Κούρκουλος, ως παλιός Πρόσκοπος, αλλά και έμπειρος τρομπετίστας.
Η πρώτη εμφάνιση της Προσκοπικής μπάντας έγινε στην Κάτω Πλατεία την 21η Μαΐου του 1945, στο πλαίσιο των επιδείξεων των Προσκοπικών ομάδων γιά τον εορτασμό της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Η μπάντα πιθανόν να συμμετείχε και σε κάποιες άλλες εκδηλώσεις, αλλά δυστυχώς, γιά άγνωστο λόγο, διαλύθηκε σύντομα.
Το 1946, εν μέσω Εμφυλίου Πολέμου, ο Κούρκουλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κέρκυρα και την Φιλαρμονική, γιά να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, κυρίως στα Γιάννενα. Επιστρέφει στις 2 Δεκέμβρίου του 1949 και εντάσσεται ξανά στην “Μάντζαρος”. Κατά την απουσία του Αρχιμουσικός είχε γίνει ο Αλέξανδρος Δενάρδος.
Ως έμπειρος πλέον τεχνίτης, ανοίγει το δικό του τσαγκάρικο στο νούμερο 23 της οδού Γκίλφορδ στην Πόρτα Ρεμούντα, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε και στο σχολείο που παράτησε. Δεν αρκείται μόνο στις επιδιορθώσεις, αλλά κατασκευάζει και κομψότατα παπούτσια, ακόμα και γυναικείες γόβες, κατά παραγγελία. Την εποχή που όλοι έπρεπε να παραγγέλνουν αλλά και να επισκευάζουν τα παπούτσια τους, η δουλειά αυτή του απέφερε ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Συνεχίζει όμως ανελλιπώς να συμμετέχει στις δραστηριότητες της Φιλαρμονικής.
Ερωτεύεται την Αγγελική Ιωάννου, την αγαπημένη του Κούλα, και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της οικογένειάς του, την παντρεύεται και μετακομίζουν στην Πόρτα Ρεμούντα. όπου έζησαν όλα τους τα χρόνια. Τελικά όλη η οικογένεια εκτίμησε τον χαρακτήρα της και την προσωπικότητά της, την δέχτηκε, και η Κούλα κατέληξε να είναι στις οικογενειακές συγκεντρώσεις η “ψυχή της παρέας”. Ο Γιώργος λάτρευε την Κούλα μέχρι το τέλος της ζωής του. Η δε Κούλα, παρότι κάποιες φορές σχολίαζε με χιούμορ τις μουσικές του δραστηριότητες, τον καμάρωνε, τον αγαπούσε και τον στήριζε, όπως την στήριξε κι αυτός. Δεν είχαν την τύχη να αποκτήσουν παιδιά και ίσως γι’αυτό δέθηκαν περισσότερο ως ζευγάρι.
Το 1954 αναλαμβάνει για δεύτερη φορά την διεύθυνση της Φιλαρμονικής ο παλιός του μαέστρος, ο Χρήστος Τσέκος, ο οποίος ξέροντας πλέον τις ικανότητες του Κούρκουλου, το 1958 του δίνει τον βαθμό του Επαναλήπτορα.
Την ίδια χρονιά αγοράζει μεταχειρισμένη από έναν γνωστό και την Βέσπα του, το “σήμα κατατεθέν” και το όχημα της ζωής του. Μοντέλο του 1956, γαλάζια, με το χαρακτηριστικό “καλάθι” στο πλάι. Με αυτήν, όπως θα θυμούνται όσοι τον γνώρισαν, γύριζε σε όλη την Κέρκυρα χειμώνα-καλοκαίρι, είτε μόνος, είτε με τη γυναίκα του στο “καλάθι”. Αρνήθηκε πεισματικά να την αλλάξει μέχρι τα βαθιά γεράματα, ακόμη κι όταν την δεκαετία του 1970, ένας Ιταλός συλλέκτης του πρότεινε να την ανταλλάξει με την Μερσεντές του! Στα τελευταία του χρόνια, την πούλησε σε συγγενή εξ αγχιστείας, και η Βέσπα κυκλοφορεί τώρα αναπαλαιωμένη στην Αγγλία.
Tο 1960 αναλαμβάνει Αρχιμουσικός της “Μάντζαρος”, γιά τα επόμενα πενήντα χρόνια, ο παλιός του φίλος και πτυχιούχος πλέον μαέστρος, Στέφανος Δολιανίτης. Ανάμεσα στους δύο άνδρες υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση προσόντων και αλληλοσεβασμός. Ο Δολιανίτης σύντομα του αναθέτει τη διδασκαλία της θεωρίας, της τρομπέτας και του κόρνου. Το 1964 παίρνει και επίσημα τον βαθμό του Δασκάλου της Φιλαρμονικής.
Ο Κούρκουλος ήταν κατά γενική ομολογία πολύ καλός δάσκαλος. Ήξερε πώς να παροτρύνει τα παιδιά να μελετούν και πότε έπρεπε να τα επαινέσει. Ήταν όμως και πολύ αυστηρός, κι όταν καταλάβαινε ότι κάποιος είναι αμελής και ότι προσπαθεί να τον ξεγελάσει, δεν δίσταζε να σηκώσει το χέρι και να δώσει χαστούκι, πράγμα που ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή σε όλα τα σχολεία. Κάποιοι, ελάχιστοι και μάλλον ανεπίδεκτοι, εγκατέλειψαν τη Φιλαρμονική γιά αυτόν τον λόγο. Οι πολλοί όμως που έμειναν, έγιναν καλοί μουσικοί και τον μνημονεύουν με ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Αρκετοί επαγγελματίες μουσικοί, δάσκαλοι και συνθέτες που προήλθαν από την “Μάντζαρος”, τον αναφέρουν ως πρώτο δάσκαλο θεωρίας ή οργάνου στο βιογραφικό τους, όπως οι δύο τωρινοί Υπαρχιμουσικοί Σπύρος Μαυρόπουλος και Σπύρος Ρουβάς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στις Φυλακές Ανηλίκων που υπήρχαν τότε στο νησάκι του Βίδου, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αναβάθμισης των παιδαγωγικών μεθόδων, μαζί με την ίδρυση ομάδας Ναυτοπροσκόπων, έγινε και η προσπάθεια δημιουργίας μιας μικρής μπάντας πνευστών από τους τροφίμους. Η μπάντα αρχικά δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία. Τα παιδιά του Βίδου δεν ήταν εύκολοι μαθητές, παραβατικοί οι περισσότεροι και απείθαρχοι. Χρειαζόταν ένας αυστηρός και έμπειρος δάσκαλος γιά να μπορέσει να τους διδάξει μουσική.
Το 1966, ο διευθυντής ζητάει από τους διοικητικούς των “Εγκληματικών Φυλακών” της Κέρκυρας να του προτείνουν κάποιον και αυτοί του προτείνουν τον Κούρκουλο. Αυτόν πρότεινε και ο Αρχιμουσικός Στέφανος Δολιανίτης. Έτσι ο Κούρκουλος παίρνει τακτικά το βαρκάκι και πηγαίνει στο Βίδο γιά να μάθει τα παιδιά μουσική. Στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Ο Κούρκουλος απορούσε όταν έβλεπε διαλυμένα κάποια από τα αναλόγια που ο ίδιος είχε φέρει, δωρεά της “Μάντζαρος”. Τελικά έμαθε ότι κάποιοι βγάζουν κρυφά τα ελάσματα και τα τροχίζουν γιά να φτιάξουν μαχαίρια! Με την εμπειρία όμως που είχε, με αυστηρότητα αλλά και υπομονή, κατάφερε τα μετατρέψει αυτά τα παιδιά σε μουσικούς και να βελτιώσει πολύ το επίπεδο της μπαντίνας των φυλακών. Είχε δε τόση επιτυχία, που η Μπάντα του Βίδου, με στολή Ναυτοπροσκόπων και τον Κούρκουλο ως μαέστρο, συμμετείχε σε πολλές εκδηλώσεις στην πόλη της Κέρκυρας, καταχειροκροτούμενη. Ο Κούρκουλος συνέχισε να διδάσκει και να διευθύνει μέχρι το κλείσιμο των Φυλακών Ανηλίκων, το 1976.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εξαπλώνεται το έτοιμο παπούτσι, με αποτέλεσμα να μειωθούν πολύ οι παραγγελίες και οι επιδιορθώσεις. Το τσαγκάρικο δεν αποδίδει, και ο μισθός της Φιλαρμονικής είναι πενιχρός. Ο Κούρκουλος αποφασίζει, στο ίδιο μικρό μαγαζάκι της οδού Γκίλφορδ στην Πόρτα Ρεμούντα, να ανοίξει εμπόριο ψιλικών, που εκείνη την εποχή ήταν κυρίως είδη ραπτικής. Δέχεται παραγγελίες από ράφτρες, ντύνει κουμπιά και κατασκευάζει ζώνες από το ύφασμα του φορέματος, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Αργότερα, με την εξάπλωση του έτοιμου ενδύματος, αναγκάζεται να βάλει στο μαγαζί και διάφορα άλλα ψιλικά, φτηνά παιγνίδια και εποχικά είδη. Το κατάστημα ψιλικών μπορούσε να το κρατάει και η γυναίκα του η Κούλα, κι έτσι ο Κούρκουλος είχε περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με τη μουσική, αλλά και με τα χόμπι του.
Εκτός των μουσικών εκδηλώσεων, αγαπημένα του θεάματα ήταν το ποδόσφαιρο και το κρίκετ. Πολλοί παλιότεροι θα τον θυμούνται, ντυμένο στα λευκά από την τραγιάσκα μέχρι τα παπούτσια, να κατεβαίνει από την Πόρτα Ρεμούντα στην Κάτω Πλατεία γιά να παρακολουθήσει, ως κλασικός Κερκυραίος, έναν αγώνα κρίκετ μεταξύ “Εργατικού” και “Βύρωνα” ή να πηγαίνει με τη Βέσπα του στο γήπεδο, γιά να υποστηρίξει τον “Α.Ο. Κέρκυρα”, τότε που τα πράγματα στο γήπεδο ήταν πιό κόσμια. Αγαπημένη του ασχολία είναι και το ψάρεμα. Κάποια στιγμή, αγοράζει ο αδελφός του ο Σπύρος μία ξύλινη βάρκα με εξωλέμβια μηχανή, μαζί βέβαια με το αγκυροβόλιο και την αποθήκη της στην Κόντρα Φόσσα, την τάφρο του Παλαιού Φρουρίου. Πηγαίνει τακτικά γιά ψάρεμα, είτε μόνος, είτε με τον αδελφό του, και κάποιες φορές μοιράζει φρέσκα ψάρια σε φίλους και συγγενείς.
Ένα άλλο χόμπι του ήταν η ζωγραφική. Ως αυτοδίδακτος, συνήθως με μολύβι, σχεδίαζε υπέροχα τοπία, κυρίως της Κέρκυρας. Του άρεσαν επίσης πολύ και τα ταξίδια σε γειτονικές χώρες και δεν έχανε την ευκαιρία να επισκεφθεί με τη γυναίκα του πόλεις της Βουλγαρίας ή της Ιταλίας.
Το 1974 ο Στέφανος Δολιανίτης δημιουργεί μία μικρή μπάντα από μαθητές της Φιλαρμονικής, την Μπαντίνα της “Μάντζαρος”, με διευθυντή αρχικά τον ίδιο. Λίγο αργότερα, αναθέτει την διεύθυνσή της στον Δάσκαλο Γιώργο Κούρκουλο. Το 1977 μαθητής του Κούρκουλου στη θεωρία της μουσικής είναι και ο μικρός Σπύρος Δολιανίτης, γιός του Αρχιμουσικού και της Νένας Δολιανίτη, της πρώτης Ελληνίδας μουσικού σε φιλαρμονική. Στον Σπύρο θα παραδώσει το 1986 ο Κούρκουλος τη διεύθυνση της Μπαντίνας και το 2009 θα τον δει Αρχιμουσικό της “Μάντζαρος”, στη θέση του πατέρα του.
Εκτός από ικανότατος δάσκαλος, ο Κούρκουλος, κατά γενική ομολογία, ήταν και εξαιρετικός μουσικός. Έπαιζε τρομπέτα και κορνέτα με καθαρό ηχόχρωμα και άψογη τονικότητα. Παρότι συμμετείχε ως πρώτη τρομπέτα σε όλες τις συναυλίες, παρελάσεις και λειτανίες, οι περισσότεροι Κερκυραίοι εκτίμησαν το ταλέντο του από τις ερμηνείες του στην “Αλλαγή Φρουράς”. Η “Αλλαγή Φρουράς” είναι το μουσικό κομμάτι που παίζεται κατά παράδοση από την “Μάντζαρος” στην τελευταία συναυλία της θερινής σεζόν, Κυριακή βράδυ, στο Πάλκο της Σπιανάδας. Αυτό το κομμάτι έχει αρκετά σημεία γιά σόλο τρομπέτα. Ο τρομπετίστας όμως δεν στέκεται στο Πάλκο με την υπόλοιπη ορχήστρα, αλλά ψηλά σε ένα μπαλκόνι του κτιρίου που βρίσκεται στη γωνία των οδών Καποδιστρίου και Μουστοξύδου, απέναντι από το Πάλκο. Η εκτέλεση της “Αλλαγής Φρουράς” ήταν σπουδαίο γεγονός γιά τους Κερκυραίους και μάζευε πολύ κόσμο. Για κάποια χρόνια, σολίστας στο μπαλκόνι, ως ο καλύτερος της Φιλαρμονικής, ήταν ο Γιώργος Κούρκουλος. “Θα παίξει ο Κούρκουλος” ψιθύριζαν στην Πλατεία και γινόταν απόλυτη ησυχία. Μόλις τελείωνε το κομμάτι τον καταχειροκροτούσαν και η ερμηνεία του ήταν αντικείμενο σχολιασμού γιά μέρες.
Η Φιλαρμονική του Σκριπερού, του χωριού που βρίσκεται περίπου είκοσι χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πόλης, είναι η τέταρτη σε παλαιότητα στην Κέρκυρα. Το 1975 η διοίκηση της Φιλαρμονικής, με Αρχιμουσικό τον Κωνσταντίνο Τσιλιμπάρη, αποφασίζει ότι χρειάζεται έναν καλό δάσκαλο γιά να αναβαθμίσει την μπάντα. Απευθύνονται στον Αρχιμουσικό της “Μάντζαρος”, κι ο Δολιανίτης προτείνει ανεπιφύλακτα τον Κούρκουλο.
Ο Κούρκουλος δέχεται και πιάνει αμέσως δουλειά. Χειμώνα-καλοκαίρι παίρνει τη Βέσπα του και ανεβαίνει στο Σκριπερό, πολλές φορές με αντίξοες συνθήκες, ειδικά τον χειμώνα με τις βροχές και το κρύο. Εκεί διδάσκει αρχικά θεωρία της μουσικής και τρομπέτα. Στη συνέχεια δημιουργεί μιά μπαντίνα από τους μαθητές, στα πρότυπα της “Μάντζαρος” και την διευθύνει ο ίδιος. Έτσι προσελκύει περισσότερα παιδιά σχολικής ηλικίας και η Φιλαρμονική του Σκριπερού επανδρώνεται με νέο αίμα. Ταυτόχρονα αναβαθμίζει και τον τρόπο διδασκαλίας της θεωρίας. Οι προσπάθειες του απέδωσαν καρπούς, το επίπεδο της Φιλαρμονικής ανέβηκε αισθητά, κι αυτό δεν έγινε αντιληπτό μόνο στο χωριό, αλλά και στην Πόλη της Κέρκυρας, όποτε η μπάντα του Σκριπερού συμμετείχε στις εκδηλώσεις. Ο Κούρκουλος κέρδισε την εκτίμηση και την αγάπη όχι μόνο των μουσικών, αλλά ολόκληρου του χωριού. Το 1983 του δίνουν τη θέση του Αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής, όπου παραμένει γιά τρία χρόνια. Το 1986 αποχωρεί από το Σκριπερό, μετά από έντεκα χρόνια, πιθανότατα γιατί δεν μπορεί πλέον να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Παραδίδει τη θέση του Αρχιμουσικού στον Γιάννη Κούρκουλο.
Την ίδια περίπου εποχή, γύρω στα εξηνταπέντε του χρόνια, ο Κούρκουλος δέχτηκε μία μεγάλη απογοήτευση. Αναγκάστηκε να βάλει τεχνητή οδοντοστοιχία και δεν μπορούσε πλέον να παίζει τρομπέτα όπως θα ήθελε. Παρότι είναι γνωστές περιπτώσεις μουσικών που συνέχισαν να παίζουν, ακόμη και σολίστες της τζαζ, ο Κούρκουλος ήταν τελειομανής και δεν συμβιβάστηκε. Παράτησε με πίκρα την τρομπέτα του, κι αυτό του στοίχησε πολύ. Το ξεπέρασε όμως και αφοσιώθηκε ολόψυχα στη διδασκαλία.
Κατά την θητεία του στη Φιλαρμονική του Σκριπερού δεν παραμέλησε και τα καθήκοντά του ως Δάσκαλος στην “Μάντζαρος”.
Το 1981 η Φιλαρμονική Εταιρία “Μάντζαρος”, αναγνωρίζοντας την προσφορά του για πάνω από σαράντα χρόνια, του δίνει τον βαθμό του Υπαρχιμουσικού. Σε κάποιες εκδηλώσεις, ειδικά σε λειτανίες, ο Αρχιμουσικός Στέφανος Δολιανίτης του παραχωρεί τιμητικά τη θέση του μαέστρου, κι ο Κούρκουλος, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του λόγω σεμνότητας, διευθύνει με κρυφή περηφάνεια την Φιλαρμονική του.
Ακολουθεί την Φιλαρμονική, ως συνοδός δάσκαλος και ως ακροατής πλέον, ακόμη και εκτός Κερκύρας, όπως στα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε παρέλαση στην Νέα Σμύρνη και σε συναυλία στο Πολεμικό Μουσείο. Συνεχίζει να διδάσκει μέχρι που η ηλικία του δεν του το επιτρέπει πιά. Η “Μάντζαρος” τον τιμά με τον τίτλο του επίτιμου Αρχιμουσικού.
Στα τελευταία του χρόνια, ένα γεροντάκι πλέον, σεμνός και αξιοπρεπής όπως σε όλη του τη ζωή, στηνόταν απαρατήρητος σε κάποια γωνία του Λιστόν και περίμενε να περάσει παιανίζοντας η “Μάντζαρος”, γιά να καμαρώσει τα “παιδιά” του. Το 2009, σχεδόν ενενήντα χρονών, αξιώθηκε να δει τον παλιό του μαθητή Σπύρο Δολιανίτη, πτυχιούχο μαέστρο πλέον, να διαδέχεται τον πατέρα του τον Στέφανο στην θέση του Αρχιμουσικού.
Στις αρχές του 2011 χάνει την σύντροφο της ζωής του, την αγαπημένη του Κούλα, η οποία δυστυχώς από καιρό, λόγω κάποιας μορφής άνοιας, δεν τον αναγνώριζε πιά. Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 2011, πικραμμένος αλλά και πλήρης ημερών, φεύγει κι αυτός από τη ζωή. Οι δύο αγαπημένες του Φιλαρμονικές, η “Μάντζαρος” και η Φιλαρμονική του Σκριπερού, ήλθαν στην κηδεία του γιά τον αποχαιρετήσουν με πένθιμα εμβατήρια.
Ο τάφος του βρίσκεται στο Πρώτο Νεκροταφείο της Κέρκυρας.
* *
Ως επίλογος, μία συγκινητική αφήγηση του Κερκυραίου πολιτικού μηχανικού Γεράσιμου Μουρμούρη:
«Το 2011, μερικούς μήνες μετά το θάνατό του, επισκέφτηκα το σπίτι του δασκάλου μαζί με ένα μεσίτη, προκειμένου να προβώ σε εκτίμηση του ακινήτου ως μηχανικός. Φυσικά, δεν ήξερα σε ποιού το σπίτι πήγαινα. Μπαίνοντας, αντίκρισα ένα απλό λαϊκό σπίτι, με έντονη την κερκυραϊκή ιστορία των παιδικών μας χρόνων. Όλα ήταν στη θέση τους. Τα σκεπάσματα του κρεβατιού ανασηκωμένα, λες και κάποιος μόλις σηκώθηκε. Ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας, με μικρό ασημένιο σκελετό, στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι και μερικά κουτάκια με φάρμακα στο τραπέζι της κουζίνας. Ξαφνικά, βλέπω ένα ημερολόγιο στο τοίχο από το Φιλαρμονικό Σύλλογο Σκριπερού. Στη φωτογραφία του μήνα, η μπάντα του Σκριπερού με Αρχιμουσικό τον Γιώργο Κούρκουλο. ‘Αρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν βρισκόμουν σε σπίτι αγνώστου. Όταν στο δίπλα δωμάτιο είδα κορνιζαρισμένο το αναμνηστικό δίπλωμα με το οποίο το Δ.Σ. της Φ.Ε.”Μάντζαρος” απένειμε στον Γιώργο Κούκουλο τον βαθμό του επίτιμου Αρχιμουσικού, κατάλαβα που βρισκόμουν! Συγκινήθηκα απίστευτα, δάκρυσα και έφυγα αμέσως. Υπήρξα μαθητής του Γιώργου Κούρκουλου και όπως για πάμπολους μουσικούς, η γνωριμία μαζί του ήταν η γνωριμία με την ιστορία της μουσικής Κέρκυρας. Ήταν γνωριμία με τη σοβαρότητα, το ήθος, την αίσθηση καθήκοντος, την απλότητα και την αγάπη για τα παιδιά (και ας μη το έδειχνε). Καμάρωνε για τους μουσικούς του. Καμάρωνε για την “Μάντζαρος”, που της είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά. Ο Γιώργος Κούρκουλος ήταν ένας ευπατρίδης Κερκυραίος».
Κώστας Γ. Χανδρινός
Πηγές
Αρχείο εφημερίδας “Καθημερινή Ενημέρωση”
Αρχείο περιοδικού “Προσκοπική Ζωή”
Αρχείο “Παλαιάς” Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας
Αρχείο Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας “Μάντζαρος”
Αρχείο Φιλαρμονικής Εταιρείας Σκριπερού
Ντοκιμαντέρ “Οι Μπάντες της Κέρκυρας”, ΕΡΤ, 1984
Φωτογραφικό αρχείο Γ. Κούρκουλου, συγγενών και γνωστών
Αφηγήσεις Γ. Κούρκουλου, συγγενών και γνωστών
* * *
Leave A Comment