Το θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας δεν είναι απλά ο χώρος που για πρώτη φορά παίχτηκε όπερα στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου· είναι το εργαστήριο που στη συνέχεια καλλιεργήθηκε το λυρικό θέατρο στην Κέρκυρα, ο ναός που πραγματοποιήθηκε η μουσική μύηση του Κερκυραίου, ο τόπος που οι μελωδίες της Δύσης συγκεράστηκαν με αυτές της Ανατολής. Είναι το λίκνο του Επτανησιακού Μουσικού Πολιτισμού αλλά και ο χώρος που συντελέστηκε η εθνική ευαισθητοποίηση ενός λαού, αστείρευτη πηγή μέσα από την οποία έρεε πλούτος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, χωρίς ποτέ να σταματήσει τη λειτουργία του, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της κερκυραϊκής ζωής. Η συμβολή του θεάτρου San Giacomo στο Νεότερο Ελληνικό Πολιτισμό υπήρξε ύψιστης σημασίας.
Οι απαρχές της όπερας
Η όπερα ξεκίνησε χάρης στη φιλοδοξία του φιλότεχνου Φλωρεντίνου κόμη Giovanni Maria de Bardi και της ουμανιστικής συντροφιάς του να αναβιώσουν την αρχαία ελληνική τραγωδία. Έτσι το 1597 παίχτηκε για πρώτη φορά το δραματικό ποιμενικό ειδύλλιο “Δάφνη” σε λιμπρέτο του Ottavio Rinuccini και μουσική επένδυση των Jacopo Peri και Jacopo Corsi, μια ελεύθερη μίμηση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, που ονομάστηκε dramma per musica ή opera in musica.
Η προσπάθεια γνώρισε μεγάλη επιτυχία και σύντομα η όπερα επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ιταλία, μετά δε από περίπου έναν αιώνα είχε απλωθεί στις αυλές και στα κυριότερα αστικά κέντρα της Ευρώπης, σε καινούργιους σκηνικούς χώρους, ειδικά διαμορφωμένους για να φιλοξενήσουν μελοδραματικές παραστάσεις.
Με τον καιρό ξεχώρισαν τέσσερις κατηγορίες όπερας:
1. Opera seria: Σοβαρή, όχι αναγκαστικά τραγική
2. Operasemiseria: Με ενδιάμεσα κωμικά στοιχεία
3. Opera buffa: Με ελαφρά ή κωμική υπόθεση
4. Grand opera: Με τραγική πλοκή και απαιτήσεις υψηλής ποιότητας.
Η όπερα στη Βενετία
Η παρουσία στη Βενετία από το 1613 μέχρι τον θάνατό του (1643), του ‘πατέρα της όπερας’ Claudio Monteverdi, εξασφάλισε για την πόλη των Δόγηδων μια ζηλευτή πανευρωπαϊκή πρωτιά στην εδραίωση και εξέλιξη του λυρικού θεάτρου. Η πρώτη δημόσια σκηνή, ειδικά διαμορφωμένη για να φιλοξενήσει όπερα, κατασκευάστηκε το 1637 στην Βενετία (Teatro San Cassiano).
Τον 17ο αιώνα η Βενετία, με δεκαέξι σκηνές, λειτουργούσε ως πανευρωπαϊκό κέντρο όπερας και τα Επτάνησα άνηκαν στο ‘Θαλάσσιο Κράτος της Βενετίας. Η μουσική μύηση των Επτανησίων αρχίζει υπό την επίδραση της βενετικής μητρόπολης με το ανέβασμα όπερας το 1733 στο θέατρο San Giacomo, 45 χρόνια προτού χτιστεί η ‘Σκάλα του Μιλάνου’ (1778).
Η κατασκευή του San Giacomo
Το αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, που σήμερα στεγάζει το γραφείο του Δημάρχου Κερκυραίων και ορισμένες άλλες υπηρεσίες του Δήμου, χτίστηκε τον 17ο αιώνα. Τότε η τάξη των ευγενών αποφάσισε την ίδρυση ενός Εντευκτηρίου (Στοάς) όπου θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται τα μέλη της και να ανταλλάσσουν απόψεις, να συζητούν και συγχρόνως να ψυχαγωγούνται, κατά το πρότυπο της μητρόπολης και άλλων Ιταλικών πόλεων της Αναγέννησης. Έτσι, κατατίθεται το 1660 πρόταση για οικοδόμηση Στοάς (Loggia), η οποία εγκρίνεται αμέσως από τον Γενικό Προβλεπτή Θαλάσσης Antonio Damosto, αλλά λόγω έλλειψης πόρων η οικοδόμησή της αρχίζει το 1663 και μετά από μεγάλα διαστήματα διακοπής εργασιών, τελειώνει το 1690 αφού την όλη υπόθεση είχε αναλάβει ένας ειδικός επιμελητής, ο Ιππότης Κωνσταντίνος Κοκκίνης.
Ήδη όμως η Κέρκυρα συγκεντρώνει το αυξημένο ενδιαφέρον της Βενετίας. Μετά την πτώση του Χάνδακα (1669), στην Κέρκυρα εδρεύει όλη η διοίκηση της Ανατολής και τα πολυάριθμα πληρώματα του στόλου της Γαληνοτάτης. Μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται μετά τη σωτηρία της πόλης από την τελευταία Τουρκική απειλή (πολιορκία 1716) και ο Γενικός Προβλεπτής της Ανατολής Andrea Corner παίρνει την πρωτοβουλία το 1720 και μετατρέπει τη Στοά σε θέατρο προς τέρψη των αξιωματικών του στόλου, αναθέτοντας τη διαχείριση του κτιρίου στις στρατιωτικές αρχές.
Το θέατρο ονομάστηκε ‘Nobile Teatro di San Giacomo’ εξαιτίας της Μητρόπολης των Καθολικών (Duomo) που ήταν δίπλα και ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Ιακώβου.
Η λειτουργία του θεάτρου
Η στενή σύνδεση της Κέρκυρας με τη Βενετσιάνικη κουλτούρα συνετέλεσε ώστε το San Giacomo να λειτουργήσει με Ευρωπαϊκές μεθόδους και προδιαγραφές. Οι παραστάσεις άρχιζαν με ιδιαίτερη επισημότητα, παρουσία αξιωματούχων της Ενετίας και των κερκυραϊκών αρχών. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης, δηλαδή ο ανώτατος διοικητής των νησιών. Αυτός είχε την ευθύνη του θεάτρου και των παραστάσεων, ενώ ο ίδιος δεξιωνόταν στα διαλείμματα τις άλλες αρχές. Αργότερα την ευθύνη για την καλή λειτουργία του θεάτρου είχε ο Preside del Teatro, που ήταν κατά κανόνα ανώτατος αξιωματικός του στόλου.
Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του η επιλογή του ρεπερτορίου του θεάτρου είχε γνώμονα την προσπάθεια ικανοποίησης των γούστων του κοινού, την ανάγκη για ψυχαγωγία αλλά και την ανάγκη δημιουργίας χώρου κοινωνικής συναναστροφής και επιβεβαίωσης της κοινωνικής θέσης του κοινού.
Οι όροι λειτουργίας του θεάτρου εξασφαλίζονταν με την ανάθεση της εργολαβίας των θεατρικών υπηρεσιών στον επιλεγμένο impresario, ο οποίος προγραμμάτιζε τις θεατρικές παραστάσεις, που στη συνέχεια εγκρίνονταν από την Επιτροπή Θεάτρου.
Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας η αρμοδιότητα του θεάτρου San Giacomo ανατέθηκε σε τριμελή επιτροπή, την εποπτεία της οποίας ασκούσε ο Έπαρχος (Δήμαρχος) και σε αυτή λογοδοτούσε ο θεατρώνης, αφού έπρεπε πρώτα να εκπληρώσει όλους τους όρους του συμφωνητικού. Οι θεατρικές παραστάσεις επιχορηγούνταν από την εκάστοτε Αρμοστεία. Όπως η δημόσια εκπαίδευση έτσι και το θέατρο οι επτανήσιοι πίστευαν ότι ήταν υποχρέωση της πολιτείας εκ των ουκ άνευ.
Την επιχορήγηση που παρείχε στο θέατρο το Ιονικό Κράτος, δεν τη συνέχισε το “φτωχό και ανίδεο, γι΄ αυτό και αδιάφορο για τα πολιτιστικά” Ελληνικό Κράτος όταν το 1864 τα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα. Το κενό αυτό καλύφτηκε από τους μουσικολάτρεις γηγενείς κερκυραίους οι οποίοι ήταν σε θέση να γεμίζουν το San Giacomo και με αυξημένο εισιτήριο. Απόδειξη για την αμείωτη σε ένταση οπερομανία των Κερκυραίων αποτελεί η απόφαση το 1885 του Δημοτικού Συμβουλίου Κερκυραίων να οικοδομηθεί νέο, ευρύτερο και εντελέστερο θέατρο.
Η διαρρύθμιση του θεάτρου San Giacomo
Το Αναγεννησιακού ρυθμού θέατρο ήταν κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από λαξευτή πέτρα Σινιότικη σε σχέδια αγνώστου μέχρι σήμερα αρχιτέκτονα. Εξωτερικά ήταν πλούσια διακοσμημένο με αψίδες και μπαρόκ γλυπτά, που το καθιστούσαν αξεπέραστο στολίδι της πόλης.
Η είσοδος στο θέατρο γίνονταν από το τελευταίο τόξο, που είχε ειδικά διαρρυθμιστεί, ενώ η πλατεία βρισκόταν στο ίδιο ύψος με την είσοδο και έμπαινε κανείς από τα πίσω καθίσματα. Δύο σκάλες στα άκρα της ανατολικής πλευράς οδηγούσαν στα θεωρεία και το υπερώο. Η σκηνή έγινε στη δυτική πλευρά, ενώ η συνολική χωρητικότητά του σε θεατές ήταν περίπου 350 άτομα. Η πλατεία είχε 12 σειρές καθίσματα και πάνω από αυτήν βρίσκονταν τρεις σειρές θεωρείων (23 συνολικά) τα οποία μπορούσαν να νοικιαστούν για ολόκληρη τη σεζόν μόνο στους ευγενείς αλλά αργότερα και στους εύπορους πολίτες. Πάνω από τα θεωρεία βρισκόταν το υπερώο το οποίο γέμιζε αρχικά με εύπορους αστούς και αργότερα με ‘παν κοινωνικόν στοιχείον’.
Η αυλαία του θεάτρου ήταν ένα πραγματικό κόσμημα. Φιλοτεχνημένη από τον Giovanni Buzatto ή κατ΄ άλλους από τον Napoleone Genovesi, με διαστάσεις 7,20 x 4,50 έργο εξαιρετικής τέχνης, παρίστανε την υποδοχή του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων. Ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε τα πρόσωπα στον πίνακα, που απεικονίζουν τον λαό των Φαιάκων, από τους ηθοποιούς, μουσικούς και τεχνικούς του θεάτρου. Η αυλαία αυτή κόσμησε και το Νέο Δημοτικό Θέατρο και από τύχη σώθηκε από τη μεγάλη καταστροφή του 1943. Σήμερα βρίσκεται συντηρημένη στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο του θεάτρου San Giacomo ήταν η PORTANTINA. Αυτή ήταν ένα επίχρυσο φορείο με βελούδινο κάθισμα, που πηγαινοέφερνε από το ξενοδοχείο στο θέατρο την πριμαντόνα κάθε παράστασης, μεγάλη ντίβα της εποχής και πρόσωπο αξιολάτρευτο για τους Κερκυραίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε τρόπο για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους “προς την πρώτην υψίτονον”. Σήμερα η Portantina, ένα σπάνιο κειμήλιο του San Giacomo, βρίσκεται και αυτή στους χώρους του Δημοτικού Θεάτρου.
Στα 1832, λόγω του ζωηρού ενδιαφέροντος του Κερκυραϊκού λαού για το λυρικό θέατρο, δημιουργήθηκε η ανάγκη ανακατασκευής και βελτίωσης του εσωτερικού χώρου και παράλληλης εξωτερικής επέκτασης του θεάτρου με νέα προσθήκη, τη λεγόμενη ‘Ατζούντα’. Με ειδικό κονδύλι του Αρμοστή Adam δημιουργήθηκε πλατεία με 200 καθίσματα και 24 θεωρεία (15 κεντρικά και 16 ενιαία) και με κατάργηση του υπερώου. Η ως τότε τετράγωνη αίθουσα μετασχηματίστηκε σε ημικυκλική. Εξωτερικά και μπροστά από το κεντρικό μέρος της πρόσοψης δημιουργήθηκε νέα είσοδος, με κλασικιστικό ναόσχημο πρόστυλο τοσκανοδωρικού ρυθμού και στην προσθήκη (‘Ατζούντα’) στεγάστηκαν διάφοροι απαραίτητοι χώροι όπως γραφεία, φουαγιέ, γκαρνταρόμπα και μικρή σάλα, που ήταν χώρος συζητήσεων και ψυχαγωγίας. Οι προσθήκες αυτές αφαιρέθηκαν το 1902 όταν το θέατρο μετατράπηκε σε Δημαρχείο με σχέδια του μηχανικού Σερπιέρη.
Αρχικά η είσοδος σε γυναίκες ήταν απαγορευμένη. Αργότερα επετράπη η είσοδος σε παντρεμένες και μόνο με την υποχρέωση να παρακολουθούν τις παραστάσεις σε θεωρεία με ειδικά διασκευασμένα καφασωτά (LOGES GRILLEES). Με την πάροδο του χρόνου ο κανονισμός άλλαξε και οι γυναίκες μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις φορώντας μάσκες εξασφαλίζοντας έτσι το ιγκόγνιτο. Στο τέλος καταργήθηκε και αυτό το μέτρο και οι πάντες έμπαιναν ελεύθερα στο θέατρο.
Το περιστατικό Σταμάτη Βούλγαρη
Το θέατρο San Giacomo κινδύνευσε να καεί κατά τη Ρωσοτουρκική πολιορκία (1799) όταν ένα βλήμα από εχθρικό κανόνι, που δεν είχε εκραγεί, έπεσε στα πόδια ενός νεαρού Κερκυραίου, που εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται δίπλα στο θέατρο. Ο νεαρός, που ονομαζόταν Σταμάτης Βούλγαρης, τραβώντας αστραπιαία το φυτίλι κατάφερε να εξουδετερώσει το βλήμα, σώζοντας στην κυριολεξία το θέατρο San Giacomo αλλά και ένα Γαλλικό στρατιωτικό απόσπασμα, που εκείνη τη στιγμή περνούσε παραδίπλα μεταφέροντας βαρύ οπλισμό και πυρομαχικά. Οι Γάλλοι τιμώντας τον ηρωισμό του νεαρού, τον κατέταξαν στη φρουρά και όταν έφυγαν ο νεαρός πήγε μαζί τους, όπου στο Παρίσι σπούδασε πολεοδόμος, με μεγάλες επιδόσεις στη μηχανική και ζωγραφική, και επί Καποδίστρια έμελλε να γίνει ο πρώτος πολεοδόμος της απελευθερωμένης Ελλάδος.
Οι παραστάσεις στο San Giacomo
Τον πρώτο καιρό μέχρι το 1733 στο San Giacomo παίζονταν μόνο δράματα και κωμωδίες. Τη χρονιά αυτή όμως ο θεατρώνης Carlo Grassi πρότεινε τη διεξαγωγή παράστασης μελοδράματος η οποία έγινε δεκτή και από τότε το λυρικό θέατρο εξελίχτηκε σε δεύτερη φύση όχι μόνο Κερκυραίων αλλά και όλων των Επτανησίων, και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην πνευματική καλλιέργεια και την ποιοτική ψυχαγωγία των κατοίκων αλλά και στον ενωτικό αγώνα.
Ο Carlo Grassi συνέχισε τις παραστάσεις και την παρουσία του στην Κέρκυρα τουλάχιστον μέχρι το 1740, ενώ από τα απομνημονεύματα του διάσημου Giacomo Casanova μαθαίνουμε ότι ο ίδιος ο Casanova διετέλεσε ιμπρεσάριος στην Κέρκυρα το 1745, όταν έφερε στο νησί από το Οτράντο της Ιταλίας έναν περιπλανώμενο θίασο Comedia dell’ Arte.
Οι παραστάσεις άρχιζαν τον Οκτώβριο με θιάσους πρόζας, τα Χριστούγεννα παίζονταν μελοδράματα, ενώ τα Καρναβάλια έρχονταν θίασοι οπερέτας και μετά πάλι πρόζας. Αργότερα, την περίοδο της αποκριάς καθιερώθηκαν και χοροί μεταμφιεσμένων (Καβαλκίνες).
Ιταλικοί θίασοι έρχονταν στην Κέρκυρα καθ΄ όλη τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα και δεν υπήρξε διακοπή στη λειτουργία του θεάτρου, ακόμη και σε εποχές πολέμου ή πολιορκίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που συνέβη κατά την τετράμηνη πολιορκία της Κέρκυρας από τους Ρωσοτούρκους στα 1798-1799, κατά την οποίαν οι παραστάσεις όπερας δεν σταμάτησαν και ο εγκλωβισμένος από τα γεγονότα Ιταλικός θίασος συνέχισε να δίνει παραστάσεις και μάλιστα δύο φορές την εβδομάδα η είσοδος ήταν ελεύθερη σε πολίτες και στρατιώτες για να τονώνεται το ηθικό τους.
Παράλληλα προς τις παραστάσεις όπερας στο San Giacomo δεν έλειπαν και παραστάσεις πρόζας. Από τις ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι θεατρικές παραστάσεις δόθηκαν στην Κέρκυρα το 1685 για να τιμηθεί ο F. Morosini ο Πελοποννησιακός. Πολλοί ήταν οι περιπλανώμενοι θίασοι που κατά τη χειμερινή περίοδο παρουσίασαν στο θέατρο της Κέρκυρας Comedia dell Arte και έργα του Carlo Goldoni, τις κωμωδίες του οποίου προτιμούσαν οι Κερκυραίοι. Αλλά και ερασιτέχνες Κερκυραίοι παρουσίασαν έργα κατά τον 18ο αιώνα. Ο ευγενής νέος Γεώργιος Ρίκκη και η φιλική του συντροφιά ανέβασαν δραματική παράσταση το 1770.
Το 1817 στο San Giacomo παρουσιάστηκε για πρώτη φορά θέατρο πρόζας σε ελληνική γλώσσα. Τη βραδιά εκείνη τίμησε με την παρουσία του ο Άγγλος Αρμοστής Thomas Maitland, που παρακολούθησε την πεντάπρακτη τραγωδία του Ιακωβάκη Ρίζου-Νερουλού, “Πολυξένη”. Ακολούθησαν και άλλες παραστάσεις σε ελληνική γλώσσα μεταφρασμένων έργων διάσημων Ευρωπαίων δημιουργών, όπως του Alfieri, Metastasio, Voltaire, Moliere και Racine, πολλά εκ των οποίων παρουσιάστηκαν από τους φοιτητές της Ιονίου Ακαδημίας υπό την καθοδήγηση του μεγάλου φιλέλληνα λόρδου Guildford.
Την εποχή εκείνη ήταν σε έξαρση το πατριωτικό συναίσθημα των Κερκυραίων, δεδομένου ότι συνέπεσε με τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και πολλοί Επτανήσιοι αλλά και Ιταλοί συνθέτες και δραματουργοί εμπνεύστηκαν από τους ήρωες του ’21. Μεταφέρθηκαν στη σκηνή έργα που συνέπαιρναν το θεατρόφιλο κερκυραϊκό κοινό, το οποίο παρότι διέθετε δυτική κουλτούρα, πρωτοστάτησε στην αφύπνιση της Ελληνικής συνείδησης, που κατέληξε στην Ένωση των Επτανήσων το 1864. Αλλά και μετά την Ένωση, επίκαιρα γεγονότα όπως οι Κρητικές εξεγέρσεις συνέχισαν να τροφοδοτούν με θέματα τους ντόπιους δημιουργούς, οι οποίοι ανέβαζαν έργα που οι εισπράξεις τους στέλνονταν ως οικονομική ενίσχυση στους επαναστάτες.
Η όπερα στην Κέρκυρα
Ο προσδιορισμός του ακριβή αριθμού των έργων που παίχτηκαν είναι εξαιρετικά δύσκολος λόγω της πυρπόλησης του μουσικού αρχείου του San Giacomo, την αποφράδα νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου 1943. Για την ενημέρωσή μας στηριζόμαστε στο αρχειακό υλικό που βρίσκεται στα αρχεία της Κέρκυρας και σε λιμπρέτα που έχουν σωθεί σε διάφορους ιδιωτικούς φορείς και ορισμένους καταλόγους προγενέστερους της καταστροφής.
Στο San Giacomo πρωτοπαίχτηκε όπερα το 1733 με θίασο που είχε φέρει ο impresario Carlo Grassi και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία η όπερα ήταν: “Hierone Tiranno di Siracusa” του Bernardo Sabadini. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα ανέβηκαν έργα των Galuppi, Robuschi, Anfossi, Cimarosa κ.α.
Τον 19ο αιώνα μετά την παγίωση της ευρωπαϊκής ειρήνης, οι Άγγλοι προστάτες εξασφαλίζουν ειδικά για την Κέρκυρα, πρωτεύουσα του Ιονικού Κράτους, συνθήκες ανάπτυξης και συνεχής είναι έκτοτε η παρουσία ξένων θιάσων όπερας για τη ψυχαγωγία των Κερκυραίων. Η ενθάρρυνση της μετοικεσίας και οριστικής κατά κανόνα εγκατάστασης Ιταλών μουσικοδιδάσκαλων δημιούργησε στους κατοίκους εξοικείωση με τη μουσική, οργανική και φωνητική.
Κατά τον 19ο αιώνα στο San Giacomo της Κέρκυρας παρουσιάστηκαν έργα των μεγαλυτέρων ευρωπαίων συνθετών της εποχής. Ανέβηκαν έργα των Rossini, Mercadante, Donizetti, Bellini, Ricci, Meyerbeer, Verdi, Pedroti, Gounot, Massenet και πολλών άλλων. Περισσότερες από 200 όπερες παίχτηκαν στην Κέρκυρα είτε την ίδια χρονιά της σύνθεσής τους, είτε λίγα χρόνια μετά την πρώτη τους εκτέλεση σε Ευρωπαϊκά θέατρα, καθιστώντας την Κέρκυρα ως την κατεξοχήν πόλη του ελληνικού χώρου με την πυκνότερη λειτουργία θεάτρου όπερας και το San Giacomo ένα από τα ‘Piu importanti’ θέατρα της Ευρώπης.
Το θεατρόφιλο κοινό της Κέρκυρας χειροκρότησε μεταξύ των άλλων τις δημοφιλείς όπερες: Rigoletto, Trovatore, Traviata, Ernani, Nabuco, La Forza del Destino, I Lombardi, Otello, Luisa Miller, Lucia di Lammermoor, I Due Foscari, Un Ballo in Maschera, Il Barbiere di Siviglia, Semiramide, Norma, Don Pasquale, La Straniera, La Sonnambula, L’ Elisir d’Amore, Faust, Manon κ.α.
Πολύ σύντομα όμως ανέβηκαν και όπερες Ελλήνων συνθετών. Το 1815 ανέβηκε η μονόπρακτη κωμική όπερα “Don Crepuscolo”, η πρώτη όπερα έλληνα συνθέτη, του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου σε ιταλικό λιμπρέτο. Το 1818 παίχτηκε στο San Giacomo η σύνθεση του Στέφανου Πογιάγου στο μπαλέτο “Η παρά Φαίαξιν άφιξις του Οδυσσέως”, που περιελάμβανε και ελληνικούς στίχους του ποιητή Γεωργίου Ρίκκη. Ακολούθησαν όπερες των Παύλου Καρρέρ, Δομένικου Παδοβάνι, Εδουάρδου Λαμπελέ, Σπύρου Χύνδα, Δ.Σ. Ροδοθεάτου και του διάσημου βεριστή συνθέτη, από τους σημαντικότερους της εποχής του, Σπύρου Φιλίσκου Σαμάρα.
Σχεδόν όλες οι ορχήστρες, που συνόδευαν την όπερα, συμπληρώνονταν από Κερκυραίους μουσικούς, ειδικά μετά το 1840 που ιδρύθηκε η Φιλαρμονική Εταιρία Κέρκυρας. Ειδική μουσική μόρφωση και θεατρική εμπειρία διέθετε και η ομάδα κερκυραίων τραγουδιστών και τραγουδιστριών όπερας, που συμμετείχαν στις παραστάσεις συμπληρώνοντας τους ιταλικούς θιάσους.
Πρεμιέρες
Οι περισσότερες όπερες Ελλήνων και ξένων συνθετών που ανέβηκαν στο San Giacomo αποτελούν πανελλήνιες πρωτιές.
Το 1887 έκανε πρεμιέρα στο San Giacomo η πρώτη ελληνική όπερα, “Ο Υποψήφιος Βουλευτής” του Σπύρου Ξύνδα με ελληνικό λιμπρέτο του Ι. Ρινόπουλου με κερκυραίους αποκλειστικά συντελεστές και έντονο τοπικό χρώμα, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Το 1889 σε πανελλήνια πρώτη παίχτηκε η γνωστή όπερα του Σπύρου Σαμάρα, “Flora Mirabilis”, η οποία είχε ανέβει και στη Scala του Μιλάνου, με διευθυντή ορχήστρας τον ίδιο τον συνθέτη, ο οποίος έτυχε αποθέωσης.
Ξεχωριστά γεγονότα στο San Giacomo
Τον 1833, όταν πήγαινε ο βασιλιάς Όθωνας για το Ναύπλιο, έμεινε για λίγες μέρες στην Κέρκυρα. Ο Αρμοστής λόρδος Nugent τον συνόδεψε στο θέατρο να παρακολουθήσει την παράσταση “εν μέσω ανεκφράστου χαράς ελληνικοτάτων καρδιών και ψυχών”.
Το 19ο αιώνα αναδείχτηκε η εκπληκτική Κερκυραία μεσόφωνος κολορατούρα Έλενα Άνγκρη (1824-1886) η οποία, χάρη στην εξαιρετική φωνή της, θριάμβευσε στη Βιέννη, Αγία Πετρούπολη, Η.Π.Α. και Scala του Μιλάνου. Τον Μάιο του 1848 ο Έπαρχος (Δήμαρχος) Κέρκυρας την προσκάλεσε στην Κέρκυρα όπου η καλλιτέχνης, ήδη “Επίσημη Τραγουδίστρια της Αυτοκρατορικής Αυλής της Βιέννης”, τιμήθηκε από τον Έπαρχο και τις λοιπές τοπικές αρχές. Η καλλιτέχνης συγκινημένη προσφέρθηκε για μια παράσταση στο θέατρο San Giacomo που οι εισπράξεις διατέθηκαν στους άπορους. Οι εκδηλώσεις του κοινού ήταν τόσο θερμές που συγκινημένα δήλωσε: “… αδιστάκτως ομολογώ ότι εις καμμίαν περίπτωσιν δεν είχον αισθανθεί την άφατον συγκίνησιν, όταν με εχειροκρότουν εις την πατρίδαν όπου αντίκρισα το φως”.
Η όπερα του Donizetti, Lucia di Lammermoor, παρουσιάστηκε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, υπό μορφή concertante, στο θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας και κατόπιν στο San Carlo της Νάπολης σε πρώτη οπερατική εκτέλεση το 1835. Αργότερα παίχτηκε επανειλημμένα στην Κέρκυρα όπου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Ο “Nabuco”, η περίφημη όπερα του G. Verdi, μετά την πρώτη παράσταση στην Ιταλία με τον τίτλο “Nabucodonosor” (1842), παρουσιάστηκε στο San Giacomo με τον ίδιο τίτλο το 1844. Οι Κερκυραίοι όμως μη μπορώντας να προφέρουν το μακροσκελές όνομα του βαβυλώνιου αυτοκράτορα το συνέτμησαν σε Nabuco. Έτσι, συντετμημένο μετά την κερκυραϊκή παράσταση, επεκράτησε διεθνώς και επισήμως το όνομα “Nabuco”, πράγμα που χαροποίησε και τον συνθέτη, ο οποίος είχε δεσμούς με την Κέρκυρα, μιας και ο ίδιος αλλά και ο Puccini έρχονταν ιγκόγνιτο για διακοπες στο νησί.
Γεγονός παραμένει ότι στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα η μελωδία που προσέφερε η Ιταλική όπερα και οι Κερκυραίοι διαμόρφωσαν άκρα ευαισθησία στην επικοινωνία τους με τη μουσική και ικανότητα κριτικής στην επιζήτηση του εντελούς. Μουσική ευαισθησία και κριτική ικανότητα διέθεταν όχι μόνο οι πρωτοκλασάτοι και οι εύποροι, αλλά και μεροκαματιάρηδες, που ήταν πρόθυμοι να κοιμηθούν ακόμα και νηστικοί παρά να μη χαρούν έστω και μία όπερα. Η παράδοση διέσωσε ιστορίες για παθιασμένους μουσικόφιλους που τις νύχτες των παραστάσεων γέμιζαν τους γύρω από το θέατρο δρόμους και αψηφούσαν τη βροχή και το κρύο του χειμώνα προκειμένου να πιάσουν τα αυτιά τους, σε μια ευλαβική σιωπή, τις νότες που τους μεθούσαν. Από σεβασμό προς τη γενική μυσταγωγία, οι αμαξάδες απέφευγαν να περνάνε τις καρότσες τους από το δρόμο της Cale delle acque, που περνούσε από το θέατρο San Giacomo.
Λόγω της μουσικής μορφώσεως των Κερκυραίων το θέατρο San Giacomo έγινε “μουσική πιάτσα” όπου δοκιμαζόταν η αξία κάθε νέου καλλιτέχνη. Ο επίζηλος τίτλος “Applauditi Corfu” (χειροκροτήθηκα στην Κέρκυρα) αποτελούσε διαβατήριο για τον καλλιτέχνη που είχε φιλοδοξίες να εμφανιστεί σε μεγάλα Ιταλικά θέατρα της εποχής.
Κατά τον 19ο αιώνα οι εκείθεν της Αδριατικής θεωρούσαν την Κέρκυρα γεωγραφικό χώρο της Δυτικής Ευρώπης και το θέατρο San Giacomo “οριακό κέντρο μουσικής μυσταγωγίας δια της όπερας”, υπολογίσιμο τις για υψηλές αξιώσεις της τοπικής intelligenzia, γνώμη που αποδέχονται όλοι οι ιστορικοί και τίτλος άκρως τιμητικός.
Μετά την παύση των παραστάσεων στο San Giacomo και τη μετατροπή του σε Δημαρχείο, το θεατρόφιλο κοινό της Κέρκυρας, με τη μεγάλη μουσική παράδοση, βρήκε στέγη στο νέο Δημοτικό Θέατρο, που έμελλε να γνωρίσει, έστω και για λιγότερο χρονικό διάστημα, νέες μέρες δόξας.
πηγή : Δήμος Κερκυραίων http://www.corfu.gr/
* * *
Leave A Comment