Εδώ και δεκαετίες η πλούσια πολιτιστική μας παράδοση υφίσταται έντονη ισοπεδωτική διείσδυση από τη Δυτική Ευρώπη και τις Ενωμένες Πολιτείες. Η διείσδυση αυτή είναι πλέον πολυεπίπεδη και ισχυροποιείται καθημερινά.
Σταδιακά, ο ασκητικός Άι Βασίλης της ορθόδοξης λατρείας έχει αντικατασταθεί με τον ευτραφή και συμπαθέστατο ασπρομάλλη κοκκινοντυμένο (ελέω Coca Cola) γεράκο ο οποίος εξορμά από τον Βόρειο Πόλο. Για τους δυτικοευρωπαίους είναι ο Santa Clauss ή Per Noel, ή Sinter Claes, ή Άγιος Νικόλαος και μαζί με τους υπηρέτες, τα ξωτικά, την πολύχρωμη χαρούμενη συνοδεία από πουλιά και ζώα του δάσους και το έλκηθρο – που σέρνουν τάρανδοι – προέρχεται από παλιές λατρείες των βορείων λαών και από την πλούσια Γερμανική μυθολογία
Ευτυχώς, ως τώρα τουλάχιστον, τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς διατήρησαν ως πατρίδα του Άι Βασίλη την Καισάρεια και δεν σχετίστηκαν με τον … Αρκτικό Κύκλο.
Για τα Κάλαντα
Τα τραγούδια των «Καλανδών του Ιανουαρίου» (ονομασία προερχόμενη από τις ρωμαϊκές καλένδες) ήταν ήδη σε χρήση κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, καθώς συμμετέχουν σε ένα κράμα ειδωλολατρικών και χριστιανικών εθίμων. Από αυτά προέρχονται τα «Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς» τα οποία πολύ ενωρίς συνδέθηκαν με τον Άγιο Βασίλειο, παίρνοντας νέα μορφή και περιεχόμενο στη χριστιανική θρησκεία.
Στους τελευταίους στίχους των Καλάντων ζητούνται χαρίσματα και δώρα για την είδηση που φέρνουν και δίνονται ευχές, παίρνοντας τον χαρακτήρα αγερμικού τραγουδιού.
Στα αστικά κέντρα τα Κάλαντα ψάλλονται το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ενώ στις αγροτικές περιοχές το βράδυ.
«γραμματικός άγιος»
Σε ορισμένα Κάλαντα ο Άγιος Βασίλειος ερωτάται από που έρχεται και αυτός απαντά ότι πάει στο σχολείο. Τότε του ζητούν να πει την αλφαβήτα. Ο άγιος στηρίζει το ραβδί του στη γη και αυτό βλασταίνει.
Ο Ιωάννης Μπουνιάς διέσωσε μια σχετική παραλλαγή από τη βόρεια Κέρκυρα:
«Αρχιµηνιά κι αρχιχρονιά, κι αρχή του Γεναρίου
αύριον ξηµερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου.
Άι Βασίλης έρχεται από τη Καισαρεία,
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαµάρι.
Το καλαµάρι έγραφε και το χαρτί µηνούσε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι κι απούθε κατεβαίνεις;
Από τη µάνα µου έρχοµαι και στο σκολειό πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε’ να πιης, κάτσε να τραγουδήσης.
Εγω γράµµατα εµάθαινα, τραγούδια δεν ειξεύρω.
Κι αφού ειξέρεις γράµµατα, πές µας την Άλφα Βήτα.
Και το ραβδί του ακούµπησε να πη τηv Άλφα Βήτα.
Και το ραβδί τανε ξερο και βλάστησε κλωνάρια,
Κι απάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαϊδούσαν,
Πέρδικες µε χρυσά φτερά και µ’ ασηµένια νύχια.
Και του χρόνου.»
και «γεωργός άγιος»
Στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας, στην Κρήτη και στο Αιγαίο ο άγιος εμφανίζεται σαν γεωργός, ζευγολάτης και στη συνάντηση με το Χριστό κουβεντιάζει για το ευλογημένο «ζευγάρι» – δηλαδή τα καματερά ζώα, για τη σοδειά από τη σπορά των δημητριακών και τη βλάστηση.
« Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά. Κι αρχή του Γεναρίου
Κι αρχή πού βγήκεν ο Χριστός στην γη να περπατήση
Εβγήκε και χαιρέτησεν όλους τους ζευγολάτες.
Κι ο πρώτος του χαιρετισμός ήταν «Αγιο – Βασίλης».
Άγιο – Βασίλη Δέσποτα καλό ζευγάρι κάνεις.
Με την ευχή σου Κύριε, καλό κι ευλογημένο.
Να σε ρωτήσω Δέσποτα, πόσα πινάκια σπέρνεις;
Σπέρνω σιτάρι δώδεκα. Κριθάρι δεκαπέντε.
Μα κείνο το ζηλέψανε περδίκια και λαγούδια»…
Ο Μέγας Βασίλειος είναι δημοφιλής στην ελληνική ύπαιθρο όχι μόνο διότι συμμερίζεται το μόχθο και την ταλαιπωρία του αγρότη, αλλά διότι είναι πάντα κοντά του, τον διδάσκει και τον αγαπά.
Ο τύπος αυτός του αγίου σαν γεωργού είναι πιθανότατα παλαιότερος εκείνου του γραμματικού. Η άποψη αυτή ενισχύεται αν λάβουμε υπόψη τον κατεξοχήν γεωργικό χαρακτήρα της Βυζαντινής οικονομίας την εποχή στην οποία έχει τις ρίζες του το τραγούδι. Η σύνδεση με τα γράμματα πρέπει να είναι μεταγενέστερη και να οφείλεται σε επίδραση της σχολικής παράδοσης του τραγουδιού στα Υστεροβυζαντινά χρόνια οπότε και συνδέονται οι τρεις Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας προς τα γράμματα σε κοινό εορτασμό.
«… κάτι καλό και ευοίωνο»
Στην πόλη μας, η ημέρα της Πρωτοχρονιάς δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Τον εορταστικό τόνο δίνουν οι φιλαρμονικές οι οποίες διασχίζουν την πόλη παιανίζοντας εμβατήρια, ενώ αν έχει καλοκαιρία μεγάλο μέρος των κατοίκων βρίσκεται στο Λιστόν και τη Σπιανάδα.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, από το χάραμα, κάθε άνθρωπος βρίσκεται στη δεισιδαιμονική αναμονή να πρωτακούσει ή να πρωτοαντικρίσει κάτι καλό και ευοίωνο.
Έτσι στα χωριά, η νοικοκυρά έβγαινε έξω το πρωί πριν ξημερώσει, κοίταζε τα βουνά και έλεγε:
«Καλή μέρα σας, βουνά – και καλή αρχιχρονιά
σαν τα βουνά νάμαι γερή – σαν τα πουλιά νάμαι ξυπνή»
Το έλεγε τρεις φορές. Το θεωρούσε καλό, για νάναι καλά.
Ταυτόχρονα έπαιρνε το σίκλο γεμάτο στάχτη, και αν δεν μπορούσε, της τον έπαιρναν στο κρεβάτι, ανάδευε τη στάχτη με τα δάχτυλά της, κι’ έλεγε:
«Αυγά πουλιά, αυγά πουλιά, κι’ οι νοικοκυραίοι καλά,
χίλια μύρια, χίλια μύρια,
ευτυχία μπαρμπαρά, στάρια, κρασιά, λάδια»
Και το επαναλάμβανε τρεις φορές.
Αυτό το «αυγά, πουλιά» το έλεγαν ιδίως οι μικροί στους μεγάλους, για να παίρνουν στρίνα. Στρίνα ήταν δώρο, που δίνονταν κυρίως στους μικρούς, και προς πάντων τηγανίτες, που κατ΄ έθιμο γίνονται την πρώτη του χρόνου, ξερά σύκα, αυγά, αμύγδαλα, καρύδια και νομίσματα. Οι μικροί κυρίως έκαναν «τα’ αυγά πουλιά», για να τους δίνουν νομίσματα, δραχμές ή δεκάρες.
Γιώργος Ζούμπος
* * *
Leave A Comment