Οι σπάνιες πια συναυλίες στη Σπιανάδα έχουν μια ιστορία που ξεκινά από τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς η «Παλιά» παίζει στην Σπιανάδα τουλάχιστον από το 1847, ακολουθώντας το παράδειγμα-συνήθεια των βρετανικών στρατιωτικών μπαντών που έπαιζαν στο ίδιο σημείο από τη δεκαετία του 1820 με ανάλογο ρεπερτόριο.
Στην πόλη μας, στο γύρισμα από το 19ο προς τον 20ο αιώνα, λειτουργούν δύο πλέον Φιλαρμονικές με τακτικές συναυλίες στην Πλατεία το καλοκαίρι αλλά σπανιότατες έως καμία το χειμώνα.
Ο αριθμός των θερινών συναυλιών αυξομειώνεται κάθε εποχή και κομβική περίοδος αλλαγών πρέπει να θεωρηθεί ο τελευταίος πόλεμος. Τότε δημιουργείται μια πολύ δύσκολη κατάσταση στις Φιλαρμονικές της πόλης και της υπαίθρου και χρειάζεται να περάσουν αρκετά χρόνια και πολύς κόπος για να αρχίσουν τα ιδρύματα αυτά να ανακάμπτουν.
Αλλαγή εποχής
Στο τέλειωμα της δεκαετίας 1950-60 οι δύο φιλαρμονικές επιστρέφουν στον παλιό τους εαυτό. Αρχιμουσικός στην «Παλιά» είναι ο Σπύρος Χυτήρης και στην «Μάντζαρο» ο Στέφανος Δολιανίτης. Ο τελευταίος διευθύνει τη «Μάντζαρο» για διάστημα σχεδόν μισού αιώνα, χρόνο τον οποίο ουδείς άλλος αρχιμουσικός προσέγγισε ποτέ.
Ήδη δίνονται συναυλίες στο Πάρκο όπως παλιά, στα καταστήματα των Φιλαρμονικών και στο κινηματοθέατρο Εθνικό. Και στις δύο Φιλαρμονικές δημιουργούνται παράλληλα βραχύβια καλλιτεχνικά σχήματα όπως ορχήστρα και θεατρική ομάδα, χωρίς όμως παρατεταμένη παρουσία. Οι συναυλίες στην Πλατεία πυκνώνουν και η παλιά εποχή επιστρέφει ως ένα βαθμό. Είναι βέβαια μια άλλη διαφορετική εποχή, καθώς τα οικονομικά δεδομένα έχουν προκαλέσει κοινωνικές ανακατατάξεις και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει και αυτοί.
«Σε γνωρίζω από την κόψη»
Μέχρι το 1970 περίπου, η καλοκαιρινή περίοδος συναυλιών αρχίζει στις 21 Μάη (κάποιες φορές και ενωρίτερα, ανάλογα με τον καιρό) και λήγει στα μέσα Σεπτέμβρη με τα πρωτοβρόχια. Στο διάστημα αυτό δίνονται δύο συναυλίες την εβδομάδα- μία από την κάθε Φιλαρμονική.
Κατά την πρώτη συναυλία ανακρούεται ο Εθνικός Ύμνος, κάτι που επαναλαμβάνεται και στην τελευταία συναυλία και τηρείται πάντα με θρησκευτική ευλάβεια. Αν το βράδυ της τελευταίας συναυλίας βρέχει, το … πρωτόκολλο πάλι τηρείται. Η Μπάντα πάει βρέχοντας στο Πάρκο, παιανίζει το προγραμματισμένο εμβατήριο και στη συνέχεια τον Εθνικό Ύμνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «βόλτα» της κάθε Φιλαρμονικής μετά την τελευταία καλοκαιρινή συναυλία παίρνει εορταστικό χαρακτήρα για την πόλη. Ανταλλάσσονται αμοιβαίες επισκέψεις μεταξύ των δύο σωματείων με κυρίαρχη την ευχή «και του χρόνου», δείχνοντας το τέλος μιας τακτικής ετήσιας καλλιτεχνικής περιόδου.
«Ησυχάστε επιτέλους»
Μέχρι το 1980 η διάταξη της μπάντας που παιάνιζε στο Πάρκο (ή Πάλκο ή απλά Εξέδρα Συναυλιών) ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Μιλάμε για μπάντες οι οποίες αν είχαν εξήντα άτομα η κάθε μία θεωρούνταν «μεγάλες» (συγκρίνετε με τους σημερινούς αριθμούς), ενώ ο αρχιμουσικός βρισκόνταν προς την πλευρά του Ακταίον. Στην πλευρά αυτή ήταν συγκεντρωμένη όλη η «παλιά φρουρά» των κερκυραίων αφήνοντας αρκετή απόσταση από τα όρια του Πάρκου. Ένας αστυνομικός εμπόδιζε την πιτσιρικαρία να πλησιάζει και όσοι νεότεροι βρίσκονταν εκεί άκουγαν μετά προσοχής (με δέος θάλεγα) τις απόψεις των παλαιοτέρων για την εκτέλεση του κάθε κομματιού και τη διεύθυνση του μαέστρου. Αν κάποιος νεαρός ψιθύριζε στο διπλανό του, αντιμετώπιζε επιτιμητική ματιά, σε … υποτροπή ένα «σσς» και σε νέα υποτροπή ένα βλοσυρότατο «ησυχάστε επιτέλους», ενώ οι κριτικές που ακολουθούσαν στον τοπικό τύπο ήταν ιδιαίτερα αυστηρές.
Από την άλλη μεριά –προς το Πλατύ Καντούνι- παρακολουθούσαν όσοι ασχολούνταν και με τα παιδιά τους και από εκεί πέρναγαν οι περιπατητές (από τη μεριά της «Παλιάς Φρουράς» αυτό ήταν κάτι αδιανόητο).
Το πρόγραμμα της συναυλίας ήταν αναρτημένο σε δύο σημεία στο κιγκλίδωμα του Πάρκου και όποιος ήθελε πήγαινε να δει, αλλά μόνο ανάμεσα στην εκτέλεση δύο κομματιών. Σε ώρα εκτέλεσης αυτό ήταν αδιανόητο να γίνει, ενώ καρέκλες δεν υπήρχαν ούτε στη φαντασία.
Χώρος αναψυχής και παιδείας
Στη σημερινή εποχή του ψηφιακού δίσκου και του διαδικτύου είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την κοινωνική σημασία της υπαίθριας συναυλίας στην Πλατεία. Αναφερόμαστε στην περίοδο των τελευταίων πενήντα χρόνων – που έχουμε ζήσει -επισημαίνοντας ότι ο δίσκος βινυλίου γίνεται πιο προσιτός οικονομικά μετά το 1970 για να ακολουθήσει στο τέλος του 20ου αιώνα η … ψηφιακή έκρηξη.
Η συναυλία στην Πλατεία δεν αποτελούσε μόνο καλλιτεχνική δραστηριότητα (νεοελληνιστί «event»), ήταν και μια διαδικασία μουσικής μύησης για τους ακροατές (αντίστοιχα φυσικά και με περισσότερες προεκτάσεις, για τους εκτελεστές).
Για την πλειοψηφία των πολιτών ήταν η μοναδική ευκαιρία να αποκτήσουν κλασικά μουσικά ακούσματα και να έχουν μια ψυχαγωγία. Όταν εκτελούνταν αποσπάσματα από όπερες, πολλοί γνώριζαν με ακρίβεια ποια άρια και ποια πράξη άκουγαν. Μετά το 1970, ραδιόφωνο, τηλεόραση και αργότερα οι προαναφερόμενες τεχνολογικές εξελίξεις περιόρισαν τη σημασία της Πλατείας, και σήμερα …
Τρεις φορές και τέλος
Σταδιακά, ο σχετικά μεγάλος -παλαιότερα- αριθμός συναυλιών περιορίστηκε δραματικά στον μονοψήφιο αριθμό τρία (03), παρά την ύπαρξη και τρίτης Φιλαρμονικής στην πόλη. Δηλαδή μία συναυλία η κάθε Φιλαρμονική στο τριήμερο του Αγίου και τέλος.
Η «παλιά φρουρά» προς το Ακταίον που ασκούσε την κριτική δεν υπάρχει πλέον και τα νέα παιδιά έχουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες να προσεγγίσουν τη μουσική. Ωστόσο η παιδευτική δύναμη της Πλατείας, έστω και υποβαθμισμένη, παραμένει και βέβαια δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι μέσα στην πόλη και στο Φρούριο γίνονται και άλλες συναυλίες από τις μπαντίνες των Φιλαρμονικών ή κάποια σύνολά τους. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με την Πλατεία και σε μεγάλο βαθμό οι εκδηλώσεις αυτές απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό
Αλλαγή προγράμματος
Προσπαθώντας να προσελκύσουν κόσμο στις συναυλίες –όχι μόνο της Πλατείας- οι φιλαρμονικές αλλάζουν (ανανεώνουν αν θέλετε) τα προγράμματά τους. Παλιότερα το πρόγραμμα στην Πλατεία ακολουθούσε συνήθως τη δομή: Εμβατήριο-Εισαγωγή-Οπερέτα (επιλογή)- Όπερα (επιλογή) με λίγες αλλαγές και προσθήκες κατά περίπτωση.
Στο φετεινό τριήμερο συναυλιών στο Πάρκο, οι τρεις Φιλαρμονικές:
Η «Παλιά» ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την παράδοση με ανανέωση ενός μέρους του προγράμματος.
Η «Μάντζαρος» είχε σχεδόν πλήρη ανανέωση και
Ο «Καποδίστριας» παρουσίασε ένα τμήμα της συναυλίας «κατά την παράδοση» και πολύ μεγάλο μέρος της ανανεωμένο.
Κλείνοντας, επισημαίνουμε και πάλι ότι η Πλατεία διατηρεί πάντα μεγάλο μέρος της παιδευτικής της δύναμης, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο αυτή θα αξιοποιηθεί (πως και για ποιους) πρέπει να απασχολήσει αρχιμουσικούς (κυρίως) και διοικητικά συμβούλια.
Γιώργος Ζούμπος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το φωτογραφικό υλικό και τα προγράμματα προέρχονται από το αρχείο του Σπύρου Δολιανίτη, πρώην αρχιμουσικού της «Μαντζάρου», τον οποίο και ευχαριστούμε
Όπως δημοσιεύτηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 26/08/2017
* * *
Leave A Comment