Η 3η Δεκεμβρίου του 1577 είναι μια σημαντικότατη ημερομηνία για την ιστορία της Κέρκυρας. Εκείνη την ημέρα, σε μια θυελλώδη συζήτηση στην οποία λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια ο Φεράντε Βιτέλι με τον στρατιωτικό μηχανικό Moretto Calabrese, θα αποφασιστεί η μορφή της οχύρωσης της πόλης της Κέρκυρας προς τη στεριά. Ήταν μια συνάντηση κορυφής, θα λέγαμε, όπου έλαβαν μέρος ειδικοί και οι Αρχές του νησιού, μέλη μια επιτροπής. Ήταν παρόντες ο προνοητής Contarini, ο Βάιλος Moncenigo, ο Βιτέλι, ο μηχανικός Moretto Calabrese, o πρώην Προνοητής Canal και ο Zuan Maria Martinengo. Γιατί ένας «ξένος» νεαρός μηχανικός είχε φτάσει στο σημείο να αποφασίσει την μορφή της οχύρωσης της Κέρκυρας, ενάντια στις γνώμες «ιερών τεράτων» όπως του Sforza Pallavicino, του Savorgnan και του Calabrese; Και πώς φτάσαμε σε αυτή την επιτροπή;
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε την ιστορία μας λίγα χρόνια πριν.
Πρώτες ιδέες
Το Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας από κάποια στιγμή και μετά δεν είχε την δυνατότητα να φιλοξενήσει περισσότερους κατοίκους προσφέροντάς τους προστασία. Ήδη κατά την πολιορκία του 1537 είχαν φανεί τα προβλήματα που δημιουργούσε ο άμαχος πληθυσμός και με τα χρόνια αναπτύχθηκε έξω από το φρούριο το λεγόμενο ξωπόλι ή μπόργκο, το οποίο ήταν εντελώς απροστάτευτο. Το Π. Φρούριο όλο και έτεινε να πάρει τη μορφή ενός καθαρά στρατιωτικού στοιχείου. Δημιουργούνταν με αυτό τον τρόπο ένα πολιτικό πρόβλημα για την Βενετία, καθώς ήταν κάπως δύσκολο για την Γαληνοτάτη να απαιτήσει υπακοή και σεβασμό από τον τοπικό πληθυσμό, χωρίς ταυτόχρονα να του προσφέρει προστασία.
Η αλήθεια είναι πως κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα υπήρξαν διάφορες σκέψεις οχύρωσης της πόλης αλλά οι απόψεις ήταν πολλές και μερικές φορές έντονα αντιφατικές. Ορισμένες εκφράστηκαν από τους Προνοητές και τους Βάιλους της Κέρκυρας – λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους διαθέσιμους τοπικούς οικονομικούς πόρους ή αυτούς που είχε υποσχεθεί η Βενετία – άλλες από μηχανικούς, αρχιτέκτονες και πολέμαρχους που στάλθηκαν για το σκοπό αυτό. Όλες οι προτάσεις καταθέτονταν στην Βενετία σε εξειδικευμένα όργανα, τα οποία αποφάσιζαν επί της ουσίας για κάθε προτεινόμενη τεχνική πρόταση.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το κείμενο, θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στα τοπωνύμια με τα ζεύγη της άλλοτε και της σημερινής ονομασίας:
λόφος Αγ. Ιωάννη -> Άγιος Αθανάσιος
λόφος Αγίου Μάρκου -> Νέο Φρούριο
λόφος Αγίου Γεωργίου -> λόφος Αβράμη
Μπεκαρίες (Beccarie) -> λόφος του Καμπιέλου
Προμαχώνας Φοσκαρίνι -> προμαχώνας Σαραντάρη
λόφος των Καστράδων -> περιοχή προμαχώνα Ραϊμόνδου
κορτίνα -> ευθύγραμμο τμήμα τείχους μεταξύ δύο προμαχώνων
καβαλάρης -> επιπρομαχώνας, υψηλή εξέχουσα κατασκευή πάνω στο τείχος ή τον προμαχώνα που δέσποζε την γύρω περιοχή.
Πέρα από την Σπιανάδα
Πρώτη φορά για μια γραμμή άμυνας πέρα από την Σπιανάδα αναφέρεται σε μια έκθεση του Alvise Gritti του 1552, ο οποίος προτείνει ένα τείχος για την προστασία του μπόργκου, με δύο προμαχώνες στα άκρα του. Αλλά μέχρι το 1560 δεν έχουμε μια σαφή ιδέα ως προς την περιτείχιση, δίνεται ακόμα υπερβολικό βάρος στις προτάσεις ενίσχυσης του Παλαιού Φρούρίου. Υπάρχουν ιδέες βέβαια ως προς την εκμετάλλευση των φυσικών υψωμάτων των Καστράδων, Αγ. Ιωάννη και Μπεκαρία, τις οποίες θα υποστηρίξει και ο ίδιος ο Sforza Pallavicino. Βέβαια είναι αντίθετος σε μια περιτείχιση που θα ξεκινούσε από την θάλασσα και θα τελείωνε σε θάλασσα (όπως αυτή που θα αναπτυχθεί αργότερα) και σε αυτή του την σκέψη τον υποστήριζε και ο Giulio Savorgnan, ο οποίος είχε εργαστεί για πολλά χρόνια στην Κέρκυρα και γνώριζε καλά τον τόπο.
Το σκεπτικό του Savorgnan, αν και κάπως τραβηγμένο και δίχως ίχνος σημασίας προς τον άμαχο πληθυσμό, έχει κάποια λογική. Υποστήριζε πως μια τουρκική πολιορκία θα πραγματοποιούνταν με την προϋπόθεση πως ο εχθρός διατηρούσε ναυτική υπεροχή στο Ιόνιο και στο στενό. Έτσι, μια απόρθητη οχυρωμένη πόλη σαν αυτή της Κέρκυρας με μεικτό πληθυσμό περίπου 25.000 ανθρώπων, θα μπορούσε εύκολα να πέσει χωρίς να ριχτεί ούτε μια κανονιά, αν οι Τούρκοι έπρατταν ως εξής: Κατασκευή φρουρίου στο Βίδο με επάνδρωση 2.000 ανδρών, κατασκευή φρουρίου στο στενό της Παλαιόπολης και αυτό με 2.000 άνδρες και κατασκευή ενός τρίτου, μεγαλύτερου, επανδρωμένο με 4.000-6.000 άνδρες , περίπου κοντά στου Κωτσέλα. Έτσι, 10.000 περίπου επιτιθέμενοι, πλούσια εφοδιασμένοι με τρόφιμα από την εύφορες Αλβανία, Πρέβεζα και Πελοπόννησο, εύκολα θα λύγιζαν 25.000 πολιορκημένους που θα πέθαιναν από την πείνα σε 1-2 χρόνια πολιορκίας. Οπότε, μια νέα οχύρωση ήταν ανώφελη και επαρκούσε το Παλαιό Φρούριο.
Σύγχυση
Και ο Lorenzo Bernardo σε αναφορά του το 1568 σημειώνει πως υπάρχουν δυο τρόποι ενίσχυσης της Κέρκυρας: Οχυρώνοντας το μπόργκο από την μια θάλασσα στην άλλη, σύμφωνα με την γνώμη του Colonello Moretto ή επικεντρώνοντας τη προσοχή στο Παλαιό Φρούριο. Ολοκλήρωνε αναφέροντας πως ο πρώτος τρόπος ήταν πιο σίγουρος, με την προϋπόθεση πως θα περιλάμβανε και τα γύρω υψώματα αλλά χρονοβόρος και ακριβός και πως διατηρούσε αμφιβολίες ως προς την δυνατότητα πραγματοποίησης.
Πάντα τον ίδιο χρόνο ο Sforza Pallavicino ανέφερε πως υπήρχαν 3 πιθανές λύσεις:
- Διάνοιξη τάφρου από άκρη σ’ άκρη και οχύρωση, περιλαμβάνοντας τους λόφους του Αγίου Μάρκου και Αγίου Γεωργίου, φτάνοντας μέχρι το λόφο του Σωτήρα ή των Καστράδων, καταφέρνοντας να περικλείσουν όλο το μπόργκο.
- Επέκταση και ενίσχυση των δύο προμαχώνων του Π. Φρουρίου μετατρέποντάς τους σε σκέλη λαβίδας. Αυτή η λύση παρουσίαζε τεχνικά προβλήματα και προβλήματα συσσώρευσης πληθυσμού.
- Χάραξη οχύρωσης στον άξονα Καστράδες – Αγ. Ιωάννης – Μπεκαρίε με έναν προμαχώνα ή άλλο έργο σε κάθε λόφο που να καλύπτονται από το Π. Φρούριο και διάνοιξη τάφρου από θάλασσα σε θάλασσα. Αυτή ήταν η πρόταση που προτιμούσε ο ίδιος ο Sforza Pallavicino.
Ακόμα πιο μετά – βρισκόμαστε στα 1574 – ο Savorgnan, ερωτηθείς για την αξιοπιστία των οχυρώσεων, δυσανασχετεί και δηλώνει πως έχει διαφορετική άποψη ως προς το αμυντικό σύστημα της Κέρκυρας. Δεν του αρέσει πως η αμυντική δύναμη της Κέρκυρας βασίζεται στους δύο προμαχώνες του Π. Φρουρίου και αν ήταν στο χέρι του θα μετέφερε την άμυνα πιο μπροστά, ακολουθώντας τη γραμμή Καστράδες, Αγ. Ιωάννη και Μπεκαρίε, κατασκευάζοντας από ένα προμαχώνα σε κάθε λόφο και άλλους δύο ανάμεσα από αυτούς τους λόφους, ανεβάζοντας το σύνολο των προμαχώνων σε 5. Αυτό το σύστημα θα το υπεράσπιζαν 5.000 στρατιώτες και άλλοι τόσοι πολίτες ικανοί να φέρουν όπλα.
Βλέπουμε λοιπόν πως δεν υπάρχουν ακόμα ξεκάθαρες ιδέες, ο χρόνος κυλάει και στη Βενετία οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων βρίσκονταν σε αμηχανία λόγω της αναποφασιστικότητας και των πολυάριθμων αντιφατικών προτάσεων που λάμβαναν.
Αλλά και ακόμα δύο χρόνια αργότερα, το 1576, όταν είχε εισέλθει ήδη στη σκηνή ο Βιτέλι, όταν ο Savorgnan ρωτήθηκε ξανά, δήλωνε πως κατά τη γνώμη του υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις προτάσεις, αναφέροντάς τες και προσθέτοντας τις προσωπικές του εκτιμήσεις:
- Οχύρωση που θα περιέκλειε όλους τους λόφους και όλο το μπόργκο. Δήλωσε πως ήταν αντίθετος σε αυτή τη λύση, καθώς απαιτούσε τεράστιο χρόνο, χρήμα, επάνδρωση και πολεμικό υλικό.
- Οχύρωση του λόφου του Αγ. Μάρκου και του Αγ. Γεωργίου ή ενός μόνο από αυτούς. Εκεί θα κατέφευγε μέρος του πληθυσμού και θα λειτουργούσε σαν προστασία του Π. Φρουρίου. Δήλωσε αντίθετος και σε αυτή τη λύση.
- Καλυτέρευση της άμυνας του Παλαιού Φρουρίου με κατασκευή κλειστών πυροβολείων (casematte) στο τείχος του αντικρημνού. Δήλωσε αντίθετος και σε αυτή τη λύση.
- Χάραξη οχύρωσης στον άξονα Καστράδες – Αγ. Ιωάννης – Μπεκαρίε. Ήταν η ιδανική λύση κατά τη γνώμη του, την υποστήριζε από το 1542 και συμφωνούσε με αυτή και ο Sforza Pallavicino. Το αμυντικό σύστημα δεν θα ήταν υπερβολικά μεγάλο, δεν θα απαιτούσε πολυάριθμη φρουρά και θα προστάτευε όλο το πληθυσμό.
Ο Βιτέλι στο προσκήνιο
Η απάντηση για την επιλογή του Βιτέλι σαν μοναδικού υπεύθυνου της χάραξης της οχύρωσης της Κέρκυρας είναι μπροστά στα μάτια μας. Αν και εξυπηρετεί πολιτικούς σκοπούς (φιλία μεταξύ Βενετίας και Δούκα της Σαβοΐας), αν και ο Βιτέλι είχε φήμη ικανότατου αρχιτέκτονα, ωστόσο υπάρχει και ένας άλλος λόγος, ίσως σημαντικότερος από τους προηγούμενους: H Βενετία είχε ανάγκη μιας τρίτης, ανεξάρτητης και έμπειρης μορφής, ενός διαιτητή ή κριτή που θα την έβγαζε από το τέλμα της αναποφασιστικότητας και που θα έπαιρνε την τελική απόφαση. Ο Savorgnan δεν στάθηκε αντίθετος στην επιλογή του Βιτέλι (ή μάλλον δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά). Αν και γνώριζε πως ο Βιτέλι δεν ήταν σύμφωνος με την άποψη του, ήταν πεπεισμένος πως όταν θα έφτανε στην Κέρκυρα, βλέποντας και αξιολογώντας την κατάσταση, θα συμφωνούσε μαζί του.
Ο Βιτέλι είχε δει στην Βενετία ανάγλυφες μακέτες, είχε διαβάσει τις προτάσεις και τις εκθέσεις των Βενετών αξιωματούχων και μηχανικών και είχε λάβει εντολή να πάρει την τελική απόφαση όταν θα έφτανε στην Κέρκυρα. Όμως είχε τεθεί ένας όρος: Αν η πραγματικότητα δεν είχε περιγραφτεί και απεικονιστεί σωστά στις εκθέσεις και στις μακέτες, αν παρουσιάζονταν μεγάλες διαφορές, τότε η τελική απόφαση θα έπρεπε να παρθεί με πλειοψηφία από τα μέλη της επιτροπής που αναφέραμε στην αρχή. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, οπότε πρέπει να υποθέσουμε πως οι αναφορές που διάβασε ο Βιτέλι στην Βενετία ήταν σωστές. Αν γίνονταν ψηφοφορία ο Βιτέλι, μην έχοντας φίλους στην Κέρκυρα, θα έχανε και ίσως πραγματοποιούνταν το σχέδιο του Moretto Calabrese που ουσιαστικά προηγούνταν τον Σούλεμπουργκ κατά έναν αιώνα και παραπάνω.
Με την άφιξη του Βιτέλι στην Κέρκυρα η αποτελμάτωση και η αναποφασιστικότητα θα δώσουν τη θέση τους στην έριδα και στη συσσώρευση κατηγοριών και αντίθετων απόψεων. Αυτό θα το δούμε καλύτερα προσεχώς.
O Giulio Savorgan ήταν ένας εμπειρότατος στρατιωτικός μηχανικός και στρατηγός πυροβολικού στην υπηρεσία της Βενετίας. Σε αυτόν οφείλονται η τελική μορφή των οχυρώσεων του Ηρακλείου και οι οχυρώσεις της Λευκωσίας, όπως και η «τέλεια οχύρωση» της πόλης Παλμανόβα. Εργάστηκε και σε άλλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης και της Κέρκυρας. Έγραψε τη μελέτη «25 κανόνες για την οχύρωση», η οποία επηρέασε τον ίδιο τον Γαλιλαίο.
Ο Sforza-Pallavicino ήταν Γενικός Διοικητής των Ενετικών Όπλων και μεγάλος πολέμαρχος. Από αυτόν περνούσαν όλες οι αποφάσεις για τις οχυρώσεις.Η βιογραφία του είναι μακροσκελής, υπηρέτησε διάφορες Αυλές, πολέμησε για δεκαετίες τους Οθωμανούς (και όχι μόνο) σε όλη την Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Πέρασε διάφορες φορές από την Κέρκυρα, ασχολούμενος με τις οχυρώσεις της.
Ο Ferrante Vitelli, νεαρός μηχανικός, υπηρέτησε τον Δούκα της Σαβοΐας και αποκλειστικά για την κερκυραϊκή περίοδο, την Βενετία. Θεωρούνταν λαμπρός και ικανός μηχανικός και άφησε σημαντικά έργα στην Βόρειο Ιταλία. Θα πεθάνει 4 χρόνια μετά την αναχώρησή του από την Κέρκυρα, σε ηλικία μόλις 32 ετών.
Leave A Comment