«Σεπτέμβρης του 1943 ήταν. Κι ακριβώς 14 του μηνός. Μέρα μεγάλη. Μέρα της γιορτής του Τίμιου Σταυρού. Ένα σούρουπο μελαγχολικό. Ανάρια σύννεφα πάνω από την πόλη της Κέρκυρας δεν σήμαιναν βροχή. Όμως η μυρουδιά του φθινοπώρου ήταν διάχυτη.
Το σκοτάδι δεν είχε ακόμη για τα καλά απλωθεί όταν από μακριά ακούστηκε ο βαθύς ρόγχος αεροπλάνων που πλησίαζαν. Κάτι που δεν ήταν παράξενο για μας κείνες τις μέρες του πολέμου. Κι ακόμη πιο πολύ στα νησιά μας, που οι Ιταλοί μετά την συνθηκολόγηση είχαν αρνηθεί να τα παραδώσουν στους Γερμανούς. Και τούτοι δω χολωμένοι το είχαν πάρει συνήθεια να φτάνουν κάθε μέρα πάνω από τη Χώρα και να μας ρίχνουν τις βόμβες τους. Κι όχι πως έψαχναν για κάποιους στόχους των Ιταλών. Άφηναν τις βόμβες να πέσουν όπου να ’ναι. Κι εμείς τρέχαμε αλαφιασμένοι να κρυφτούμε σε ό,τι είχαμε ονομάσει καταφύγιο άσχετο αν αυτό το κατασκεύασμα είχε κάποια σχέση με τα καταφύγια και προστάτευε τη ζωή μας.
Έτσι κι εκείνο το σούρουπο, τρέξαμε να κρυφτούμε. Όμως από τις πρώτες εκρήξεις που ακούσαμε κάτι μας φάνηκε ότι τούτος ο βομβαρδισμός δεν είναι σαν τους άλλους.. Κάτι το διαφορετικό υπήρχε. Η εμπειρία που είχαμε αποκτήσει από τις τόσες βόμβες που είχαμε φάει στο κεφάλι μας, προσπαθούσε να το εξηγήσει. Μας παραξένεψε πολύ ο υπόκωφος και πολύ σιγανός κρότος της έκρηξης. Κι ακόμη ότι η γης δεν έτρεμε όπως με τους άλλους βομβαρδισμούς. Και τότε ήταν που από κάπου ακούστηκε η πρώτη φωνή.
-Φωτιές!! Τα αεροπλάνα ρίχνουν φωτιές!!
Αψηφώντας τα αεροπλάνα, που άλλωστε είχαν ήδη αρχίσει να απομακρύνονται, βγήκαμε έξω από τα υποτιθέμενα καταφύγια και προσπαθούσαμε να μάθουμε που ήσαν οι φωτιές.
-Κάτω στην Πιάτσα καίγονται όλα, φώναξε κάποιος.
Αψηφώντας τις φωνές και τις απειλές των δικών μας τρέξαμε όλο το τσούρμο, εμείς τα πιτσιρίκια, προς το μέρος της Πιάτσας. Ήταν τότε που ένοιωσα μια δυνατή ανατριχίλα να διαπερνά όλο μου το κορμί.
Σαν φτάσαμε κοντά στο καντούνι του Αγίου ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε πάρα κάτω. Όλος ο τόπος ήταν μια μεγάλη φωτιά . Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό και η κάπνα γέμιζε όλη τη γειτονιά. Τα σπίτια, παλιά με αρκετό ξύλο και κολλημένα καθώς ήσαν, άρπαζαν τη φωτιά και την άπλωναν και στα διπλανά. Οι άνθρωποι έτρεχαν σαν τρελοί για να ξεφύγουν από τον κλοιό της φωτιάς και οι φωνές τους ακούγονταν γεμάτες τρόμο με στο σύθαμπο του δειλινού.
-Στην πάνω Σπιανάδα καίγονται όλα.
-Και στο Σαν Ρόκκο έχει φωτιές.
-Φύγετε ούλοι σας. Πατριώτες φύγετε. Θα ξανάρθουνε.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήραμε τρέχοντας το δρόμο για τα σπίτια μας. Βρήκα τη μάνα μου να είναι έξω από την πόρτα και να προσπαθεί να μας μαζέψει. Η μικρή μου αδελφή ήταν εκεί. Σε λίγο ήρθε και ο δεύτερος. Η μάνα μου αναστατωμένη ρωτούσε όλους μας για τον μεγάλο μας αδελφό.
-Τον Σπύρο τον είδε κανείς σας;
Κείνην την ώρα έφτασε αναστατωμένος ο πατέρας μας σέρνοντας κυριολεχτικά από το χέρι τον μεγάλο μας αδελφό.
-Τον μάζεψα !! φώναξε στη μητέρα μου και αυτό έλεγε πολλά. και τα ξέραμε. Πάλι με τα κοριτσόπουλα ήτανε.
-Πάρε λίγα πράγματα και πάμε.
-Που θα πάμε άνθρωπέ μου; τον ρώτησε η μάνα μου.
-Στο Φρούριο. Μόνο εκεί θα έχουμε μιαν ασφάλεια. Τούτοι δω θα ξανάρθουνε να αποτελειώσουνε όλη την πόλη.
Και πραγματικά κείνη τη στιγμή ακούστηκαν και πάλι από μακριά οι μηχανές των αεροπλάνων καθώς αγκομαχούσαν να φτάσουν πάνω από την πόλη.
-Γρήγορα να φύγουμε, φώναζε ο πατέρας μου μαζεύοντας κι αυτός μερικά πράγματα. Σε λίγο είμαστε στους δρόμους. Πάνω μας τα αεροπλάνα ξεφόρτωναν το δεύτερο φορτίο φωτιάς. Κι εμείς τρέχαμε μαζί με πολλούς άλλους να φτάσουμε στο φρούριο.Πως όμως;
Για να φτάσουμε στο Φρούριο ο πλέον σύντομος δρόμος ήτανε να πάμε μέσα από την Πιάτσα. Αυτό όμως ήτανε αδύνατον αφού όλη η περιοχή της Πιάτσας με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, ήταν μια φωτιά. Έτσι ο πατέρας πρότεινε:
–Θα πάμε από τα Μουράγια. Εκεί ακόμη δεν χτύπησαν με τις φωτιές τους.
Όταν βρεθήκαμε σ’ αυτόν τον δρόμο, είδαμε ότι πολλοί άλλοι σαν κι εμάς είχανε προτιμήσει αυτή την επιλογή. Τον παραλιακό δρόμο. Τα Μουράγια.
Προχωρούσαμε βιαστικά ενώ πάνω από τα κεφάλια μας ακούγαμε μέσα στον σκοτεινό ουρανό τα γερμανικά αεροπλάνα ν’ αδειάζουν τις φωτιές τους πάνω στην απροστάτευτη όμορφη πόλη της Κέρκυρας. Τη Χώρα.
Μετά από λίγο φτάσαμε στη Σπηλιά. Σταματήσαμε μπροστά από τις δύο καμάρες βλέποντας πως ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Όλη η περιοχή της Σπηλιάς ήτανε ζωσμένη στις φλόγες. Λίγο πιο ξέμακρα, προς το Καμπιέλο, εκεί που ήταν η γειτονιά των Εβραίων τα πάντα ήσαν τυλιγμένα στις φλόγες. Όλη η συνοικία ήταν μια φωτιά.
Μείναμε για λίγο εκεί μην ξέροντας τι να κάνουμε. Ένοιωθα το χέρι του πατέρα μου να κρατά σφιχτά το δικό μου χέρι. Τον κοίταξα για μια στιγμή κι έμοιαζε ν’ αναμετράει ποιά θα πρέπει να είναι η επόμενη κίνησή μας.
–Να πάμε από το Μαντούκι, του είπε η μάνα μου σε μια στιγμή. Κοίταξε. Όλοι από κει πάνε, και του έδειξε άλλες ομάδες ανθρώπων που τραβούσαν προς το Μαντούκι, εκεί που ήταν μια ακόμη είσοδος για το Φρούριο.
Όμως η διαδρομή από το Μαντούκι ήταν λίγο μακριά κι απαιτούσε ώρα αρκετή. Εν τω μεταξύ πάνω από τα κεφάλια μας τα αεροπλάνα πύκνωναν όλο και πιο πολύ. Έμοιαζαν σαν να ήθελαν να τελειώσουν το δολοφονικό έργο τους μέσα σε μια νύχτα.
–Όχι, είπε με μια παράξενη αποφασιστικότητα ο πατέρας μου. Θα περάσουμε από δω.
-Είσαι στα καλά σου χριστιανέ μου, φώναξε η μάνα μου. Θα μας πας μέσα από τις φωτιές να μας κάψεις.
-Κοίτα, της λέει. Η φωτιά είναι από τη μια μεριά του δρόμου. Από την άλλη τα σπίτια δεν καίγονται ακόμη. Θα πάμε λοιπόν τρέχοντας και άκρη-άκρη. Είκοσι βήματα είναι. Θα τα περάσουμε. Εσύ έλα πίσω μου, είπε στη μάνα μας. Και σφίγγοντας πιο σφιχτά το χέρι μου και από την άλλη μεριά κρατώντας τη μικρή αδελφή μου, ξεχυθήκαμε να περάσουμε ανάμεσα από τις φωτιές. Είχαμε κάμει μερικά βήματα όταν κοντοστάθηκα τρομαγμένος και το βλέμμα μου καρφώθηκε κάτω στο έδαφος.
–Μη σταματάς, μου φώναξε νευριασμένος. Προχώρα να φύγουμε πριν καούμε.
-Πατέρα, ένας άνθρωπος καμένος του είπα με μια φωνή γεμάτη τρόμο ενώ παράλληλά είχα νοιώσει μια παράξενη ανατριχίλα να διαπερνά όλο το κορμί μου. Στις λίγες στιγμές που σταμάτησα μπόρεσα να διακρίνω εκεί, δίπλα στα πόδια μου, το καμένο κορμί του. Ήταν όλος ένας μαυρισμένος όγκος και λίγος καπνός έβγαινε ακόμη από το κορμί του. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Το μόνο που ένοιωθα ήταν πως μπροστά μου έβλεπα ένα καμένο άνθρωπο. Ο πατέρας μου χωρίς να μου πει τίποτα με τράβηξε απότομα και προχωρήσαμε προς το Φρούριο. Σε λίγο περνούσαμε την είσοδο, κάτω από την κεντρική στοά. Ήταν οι πρώτες στιγμές που επί τέλους νοιώθαμε μια ασφάλεια πάνω μας. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν ανενόχλητα τον περίπατό τους πάνω από την ανυπεράσπιστη Χώρα σκορπίζοντας ασταμάτητα τις φονικές φωτιές τους. Σε λίγο είχαμε βρει μια γωνιά σε κάποια από τις πολλές στοές του Φρουρίου και εκεί στήσαμε το σπιτικό μας παρέα με άλλους πολλούς που είχαν ζητήσει κι αυτοί καταφύγιο εκεί. Η μητέρα μου έστρωσε κάποιες κουβέρτες και μας έβαλε να ξαπλώσουμε. Η ώρα περνούσε. Όμως ήταν αδύνατο να κλείσουμε τα μάτια μας. Τα όσα είχαμε ζήσει δεν άφηνε τον ύπνο να έρθει.
Σε κάποια στιγμή είδαμε έξω από την είσοδο της στοάς, τον ουρανό να παίρνει το χρώμα της αυγής. Τα αεροπλάνα είχανε σταματήσει από ώρα να ακούγονται. Οι άνθρωποι ένας-ένας βρίσκανε το θάρρος να βγαίνουν έξω. Βγήκαμε κι εμείς μαζί με τον πατέρα μου. Προχωρήσαμε στην άκρη της μάντρας και σταθήκαμε εκεί να κοιτάζουμε. Από το ύψος που βρισκόμαστε βλέπαμε όλη τη Χώρα να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας τυλιγμένη στους καπνούς και τις φλόγες. Κοιτούσαμε αμίλητοι την βιβλική καταστροφή. Κοιτούσαμε μια ολόκληρη πόλη να καίγεται, εκδίκηση στη μανία κάποιων εγκληματιών. Κάποιοι δίπλα μας προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα κτίρια που καιγόντουσαν.
–Αυτή η μεγάλη φωτιά πρέπει να είναι το Bella Venecia. Το μεγαλύτερο και πολυτελέστατο ξενοδοχείο των Βαλκανίων κείνης της εποχής ήταν κι αυτό τυλιγμένο στις φλόγες. Πιο πέρα η Ιόνιος Ακαδημία, το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας.
–Να. Κει πέρα είναι το θέατρο, είπε κάποιος. Το Δημοτικό θέατρο. Κι αυτό το μεγαλύτερο των Βαλκανίων με τις πολυτελέστατες αίθουσες. Το Δημαρχείο, η Βιβλιοθήκη με έναν τεράστιο θησαυρό σπάνιων εκδόσεων. Κι ακόμη ένα πλήθος από ιστορικά κτίρια, κείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του ’43 ήταν όλα τυλιγμένα στις εγκληματικές φωτιές των Γερμανών. Μείναμε για ώρες εκεί κοιτάζοντας το τρομερό θέαμα. Πάνω στον ουρανό ακούστηκαν και πάλι τα αεροπλάνα να έρχονται. Αυτή τη φορά με εκρηκτικές βόμβες. Έτσι, για να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει.
Δώδεκα μέρες καθίσαμε κλεισμένοι στις σπηλιές του Φρουρίου χωρίς να μπορούμε ποτέ να ξεμακραίνουμε απ’ αυτό. Μόνο ο πατέρας μας κατέβαινε κάθε δυο-τρεις μέρες στη καμένη Χώρα μήπως και βρει τίποτα να μας φέρει να φάμε. Καμιά φορά τον πετύχαιναν τα’ αεροπλάνα κι έτρεχε για να βρει κάποιο μέρος να κρυφτεί και να γλυτώσει από τις βόμβες.
Εμείς τα παιδιά είχαμε πιάσει φιλίες με τους Ιταλούς που ήσαν στο Φρούριο κι όλο κάτι μας έδιναν για να λιγοστέψουμε την πείνα μας. Πολλές φορές πηγαίναμε στην άκρη της μάντρας και κοιτούσαμε κάτω όπου σ’ έναν μικρό πυργίσκο του Φρουρίου, οι Ιταλοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο και το δούλευαν δυο στρατιώτες. Είχαμε πιάσει και μ’ αυτούς φιλία και μας φώναζαν από κάτω και τους φωνάζαμε κι εμείς από πάνω.
Κάποιο πρωινό το μικρό αυτό αντιαεροπορικό χτύπησε δυο γερμανικά αεροπλάνα. Το ένα έπεσε στη θάλασσα και το άλλο πάνω στο μικρό νησάκι, το Βίδο, που είναι απέναντι από τη Χώρα.
Όταν έληξε ο συναγερμός και πήγαμε στην άκρη της μάντρας, είδαμε τους δυο Ιταλούς να τραγουδάνε και να χορεύουν από τη χαρά τους.
Την άλλη μέρα από νωρίς το πρωί, πάνω από τον ουρανό της Κέρκυρας βρισκόντουσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα. Κρυμμένοι μέσα στις στοές ακούγαμε το μικρό αντιαεροπορικό να δουλεύει ασταμάτητα. Ακούγαμε το κροτάλισμά του και μέσα μας παρακαλούσαμε να ρίξει όσο πιο πολλά μπορεί αεροπλάνα των Γερμανών. Όμως ξαφνικά το κροτάλισμα του αντιαεροπορικού σταμάτησε να ακούγεται. Κείνη τη στιγμή όλοι μας νοιώσαμε κάποιο ξάφνιασμα. Σαν έφυγαν τα αεροπλάνα και βγήκαμε έξω από τις στοές τρέξαμε όλοι μας στην άκρη της μάντρας. Σκύψαμε κοιτάζοντας κάτω. Το θέαμα που αντικρίσαμε μας έκαμε όλους μας να παγώσουμε και να μείνουμε άφωνοι. Κάποια από τα παιδιά μην αντέχοντας στο θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους έβαλαν τα κλάματα κι έτρεξαν στις στοές να κρυφτούν. Με τις φωνές των παιδιών όσοι ακόμη είχαν μείνει μέσα στις στοές έτρεξαν και ήρθαν στην μάντρα. Το θέαμα κάτω στον μικρό πύργο ήταν έξω από κάθε φαντασία. Το μικρό αντιαεροπορικό είχε γίνει ένας σωρός από σίδερα. Πλάι του οι δυο στρατιώτες πάνω στη γης έστεκαν κουφάρια άψυχα. Τον έναν η βόμβα τον είχε κόψει στα δυο. Ο άλλος ήταν δίπλα του χωρίς κεφάλι.
Τις υπόλοιπες μέρες που μείναμε στις στοές μου ήταν αδύνατο να πλησιάσω στην άκρη της μάντρας. Το θέαμα των δυο σκοτωμένων Ιταλών με είχε τόσο συγκλονίσει που για μέρες δεν ήθελα ούτε να φάω παρ’ όλη την πείνα που μας έδερνε.
Ένα πρωινό κάποιες ομάδες Γερμανών στρατιωτών είχαν φανεί έξω από το Φρούριο. Η αντίσταση των Ιταλών στην Κέρκυρα και μαζί και στα υπόλοιπα νησιά του εφτανησιακού συμπλέγματος, είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί μας έδιωξαν από το Φρούριο και μας είπαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ποιά σπίτια μας; Είχε μείνει τίποτα όρθιο;
Πάντως η οικογένειά μου είχε την τύχη να είναι στους λίγους τυχερούς. Σαν γυρίσαμε στη γειτονιά μας τα μόνα που αντικρίσαμε όρθια ήσαν το σπίτι μας και απέναντι η εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων.
Από την πρώτη μέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κέρκυρας άρχισαν να συγκεντρώνουν τους Ιταλούς από όλα τα σημεία του νησιού. Τους μάζευαν στην πλατεία, κάτω στο λιμάνι και τους άφηναν εκεί γυμνούς και νηστικούς μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ένα πρωινό έφτασε στο λιμάνι ένα πλοίο φορτηγό. Θυμάμαι ότι πολλά από εμάς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί στα Μουράγια και το κοιτούσαμε να μπαίνει στο λιμάνι. Το κοιτούσαμε γιατί κείνες τις μέρες του πολέμου ήταν κάτι πολύ σπάνιο κάποιο πλοίο να φτάσει στην Κέρκυρα. Οι Γερμανοί άρχισαν να φορτώνουν τους Ιταλούς σ’ αυτό το πλοίο. Όλοι μας αναρωτιόμαστε που μπορεί να τους πάνε.
Προς το βράδυ το φόρτωμα τέλειωσε και το πλοίο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας βγήκε από το λιμάνι.
Θα πέρασαν δυο-τρεις μέρες, θυμάμαι, όταν είδαμε τα πρώτα πτώματα των Ιταλών να επιπλέουν στις ακρογιαλιές της Κέρκυρας. Πραγματικά η θάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα. Από το Μαντούκι και τα Γουβιά μέχρι πέρα τον κόλπο της Γαρίτσας, τον Ανεμόμυλο και το Μον-Ρεπό τα πτώματα γέμιζαν τις ακρογιαλιές.
Καταλάβαμε τότε πως οι Γερμανοί είχανε βγάλει το πλοίο έξω από το λιμάνι και το βούλιαξαν Με το που φάνηκαν τα πρώτα πτώματα στις ακρογιαλιές οι Γερμανοί μας έκλεισαν στα σπίτια μας απαγορεύοντας την κυκλοφορία κι αυτοί είχαν αμοληθεί και τα μάζευαν. Κανείς μας ποτέ δεν έμαθε που τα πήγαν, τι τα έκαμαν, που τα έθαψαν, αν τα έθαψαν πουθενά. Κι όταν μετά από μέρες μας άφησαν να βγούμε από τα σπίτια μας κάπου κάπου, στις ακρογιαλιές συναντούσαμε και κάποιο πτώμα.
Πάνω από εξήντα χρόνια έχουν περάσει. Το μικρό παιδάκι κείνης της εποχής είναι ένας ασπρομάλλης παππούς. Ένας παππούς που προσπαθεί να σβήσει κείνες τις μνήμες. Όμως ακόμη δεν το έχει καταφέρει».
Ντένης Κονταρίνης
Leave A Comment