« […] Il demande donc que la Conférence, prenant acte de la décision spontanée du Gouvernement italien relative à l’évacuation de Corfou à la date du 27 septembre, décide dès à présent que, dans l’éventualité cidessus visée, la Conférence infligera à la Grèce, à titre de pénalité, le versement d’une somme de 50 millions de lires à l’Italie».
« […] Ως εκ τούτου, ζητείται από αυτή την Διάσκεψη, λαμβάνοντας υπόψη την αυθόρμητη απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να εκκενώσει την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου, να αποφασίσει τώρα πως, στην περίπτωση που αναφέρεται ανωτέρω, η Διάσκεψη θα επιβάλει ως ποινή στην Ελλάδα, την καταβολή του ποσού των 50 εκατομμυρίων λιρών στην Ιταλία».
(Ο Ιταλός πρέσβης Avezzana στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, CA 230, Παρίσι, 13 Σεπτεμβρίου 1923)
Το χρονικό του θερμού επεισοδίου της κατάληψης της Κέρκυρας από τους Ιταλούς στα τέλη Αυγούστου του 1923 – από την δολοφονία του Tellini κατά την διάρκεια της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων μέχρι τον ιταλικό βομβαρδισμό, την κατάληψη και τη λήξη της κρίσης – είναι σε γενικές γραμμές αρκετά γνωστό και δεν θα σταθούμε σε αυτό.
Γνωστές είναι επίσης και οι ερμηνείες που δίνονται για την εμφάνιση του Ιταλικού Στόλου και την κατάληψη της Κέρκυρας. Διαβάζουμε για ιταλικές σκευωρίες ως προς την δημιουργία θερμού επεισοδίου, για φασιστική επεκτατική πολιτική, για «δόγμα Καβούρ», για απόπειρα μόνιμης προσάρτησης της Κέρκυρας. Φαίνονται όλα λογικά και απλά, ίσως υπερβολικά απλά για να αντιπροσωπεύουν πραγματικά την αλήθεια για το τι ακριβώς συνέβηκε εκείνες τις μέρες, για το ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις και οι σκοποί των πρωταγωνιστών.
Θα πρέπει να σταθούμε σε ορισμένες λέξεις-κλειδιά όπως Χρόνος – Πεποίθηση – Κύρος – Ιστορικό πλαίσιο – Καθεστώς.
Χρόνος: O στρατηγός Tellini θα δολοφονηθεί στις 27/8, στις 29/8 η Ιταλία θα παρουσιάσει τις απαιτήσεις της στην ελληνική κυβέρνηση και στις 31/8 ο ιταλικός στόλος καταλαμβάνει την Κέρκυρα. Πώς είναι δυνατόν εντός ελάχιστων ημερών να τεθεί σε ετοιμότητα ένας στόλος, να φορτώσει όχι μόνο καύσιμα και πυρομαχικά αλλά και ό,τι άλλο απαιτούσε μια κατάληψη και μακρόχρονη(;) κατοχή του νησιού; Παράλληλα, σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα θα έπρεπε να είχαν ετοιμαστεί για εκστρατεία και τα τμήματα του Στρατού Ξηράς που έλαβαν μέρος στην κατάληψη, να μεταφερθούν στον Ναύσταθμο, να επιβιβαστούν και να τακτοποιηθούν στα πλοία, και ύστερα να αποπλεύσει ο στόλος για να καλύψει το τμήμα θάλασσας μέχρι την Κέρκυρα. Επίσης, θα έπρεπε να είχαν ήδη ετοιμαστεί επιχειρησιακά σχέδια, διακλαδικοί σύνδεσμοι, να είχε γίνει αναγνώριση στο νησί και αξιολόγηση των δυνάμεων άμυνας, να είχε ενημερωθεί η Π. Αεροπορία. Σήμερα υπάρχουν βέβαια μεικτές μονάδες Ταχείας Ανάπτυξης που ενεργοποιούνται σε ελάχιστο χρόνο αλλά το 1923 τα πράγματα ήταν πιο συμβατικά. Και για να κάνουμε την εξίσωση ακόμα πιο δύσκολη, να προσθέσουμε πως ο Στόλος που κανονιοβόλησε την Κέρκυρα απέπλευσε μεν από το Τάραντο αλλά θα έπρεπε να βρίσκεται στην Σαρδηνία. Πώς βρέθηκε στο Τάραντο; Η μόνη λογική απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι πως οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν την Κέρκυρα ΠΡΙΝ το επεισόδιο Tellini. Γιατί;
Πεποίθηση: Η Ιταλία, σχετικά νεαρό κράτος με ένα Πολεμικό Ναυτικό που μόλις είχε βγει από την εμβρυική του ηλικία, μπορούσε ατιμωρητί να προσαρτήσει μόνιμα την Κέρκυρα; Θα την άφηναν να αλωνίζει ανενόχλητα στη Μεσόγειο και να αναταράζει τις σφαίρες επιρροής η πάνοπλη Γαλλία και η θαλασσοκράτειρα Βρετανία; Ήταν πεπεισμένη η Ιταλία πως μπορούσε να τραβήξει υπερβολικά το σχοινί;
Κύρος: Πόσο κύρος είχε άραγε η μη αναγνωρισμένη από διάφορα κράτη ελληνική κυβέρνηση του Γονατά για να προασπίσει τα συμφέροντά της, ή έστω και για να βρει το δίκιο της, σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο; Και πόσο γόητρο και σεβασμό επιθυμούσε να αποκτήσει στα μάτια του κόσμου η Ιταλία, όταν σαν κράτος διψούσε για εθνική περηφάνια και αισθάνονταν υπερβολικά αδικημένη από την μοιρασιά που έγινε μετά τον Α’ Π.Π.;
Ιστορικό πλαίσιο: Η κατάληψη της Κέρκυρας είναι ένα ξεχωριστό μεμονωμένο επεισόδιο; Η Κέρκυρα ήταν πρωταγωνιστής ή απλώς μέρος (τουλάχιστον αρχικά) μιας ευρύτερης πλοκής με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερων σχεδίων;
Καθεστώς: Το 1923 βρισκόμαστε μόλις στο πρώτο έτος της φασιστικής εικοσαετίας. Έχει πάρει ο φασισμός ήδη την ολοκληρωμένη καθεστωτική του μορφή και ο Μουσολίνι έχει απόλυτη εξουσία σε στρατηγούς και ναύαρχους ανδρείκελα, ή ακόμα όχι; Πρόκειται για τον Μουσολίνι του 1940;
Ας ξεκινήσουμε την ιστορία μας.
Πλέοντας στο Τυρρηνικό Πέλαγος
Στα τέλη Ιουλίου ο Ιταλικός Στόλος με επικεφαλής τον αντιναύαρχο Solari εκτελούσε γυμνάσια ανοιχτά της Σαρδηνίας. Αποτελούνταν από δύο ομάδες: Η πρώτη, με τα θωρηκτά Cavour και Giulio Cesare, το αναγνωριστικό Premuda και 6 αντιτορπιλικά κλάσης Carini διοικούνταν από τον ίδιο τον Σολάρι, η δεύτερη με τα θωρηκτά Doria και Duilio, το αναγνωριστικό Riboty και 6 αντιτορπιλικά κλάσης Generale Papa διοικούνταν από τον υποναύαρχο Φρανκ. Το βράδυ της 24ης Ιουλίου, ενώ ο Στόλος βρίσκονταν αγκυροβολημένος στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας, θα φτάσει επείγον σήμα από το Υπουργείο Ναυτικού που διέταζε τον Σολάρι να κατευθυνθεί άμεσα στο Τάραντο. Πράγματι, στις 28 του μηνός ο Στόλος θα αγκυροβολήσει στον Ναύσταθμο του Τάραντο και την ίδια μέρα ο Σολάρι θα λάβει διαταγή από τον υπουργό Ναυτικών Paolo Thaon di Revel να σπεύσει επειγόντως σε σύσκεψη την επομένη στην Ρώμη μαζί με τον αρχηγό του επιτελείου του, Φοσκίνι. Τι είχε συμβεί;
Αναζητώντας θέση ισχύος
Απλά, στις 24 Ιουλίου είχε υπογραφτεί η Συνθήκη της Λωζάνης. Το «Άρθρον 15» όριζε τα εξής: «Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου». Ουσιαστικά η ήδη de facto κατοχή της Δωδεκανήσου από την Ιταλία έπαιρνε διεθνή νομικό χαρακτήρα και τα νησιά γίνονταν ιταλικό έδαφος. Δεν ήταν κάτι που η Ελλάδα (με την Αγγλία από πίσω της) θα χώνευε εύκολα.
Και οι δύο χώρες είχαν ήδη λάβει εύκολες εδαφικές υποσχέσεις από τους Αγγλογάλλους όταν οι τελευταίοι είχαν βρεθεί σε δυσκολία κατά τον Α’Π.Π. και είχαν ανάγκη από συμμάχους. Ενδεικτικό είναι το θέμα της Σμύρνης, την οποία είχαν υποσχεθεί…και στους δύο και τελικά την πήρε ο Βενιζέλος.
Η υπόθεση των Δωδεκανήσων ήταν κάπως περίπλοκη: Μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-12 τα Δωδεκάνησα θα περάσουν προσωρινά στην Ιταλία. Με την Συνθήκη της Λωζάνης του 1912 θα επέστρεφαν στην Τουρκία αλλά λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων από την τελευταία θα παραμείνουν στην Ιταλία. Η Συνθήκη του Λονδίνου του 1915 θα επικυρώσει την ιταλική κυριαρχία αλλά η θεσμοθέτηση αυτής της κυριαρχίας θα αρχίσει να αμφισβητείται από την Αγγλία, η οποία δεν επιθυμούσε ιταλική παρουσία στο Α. Αιγαίο και ειδικά βάσεις για τον ιταλικό στόλο κοντά στο Σουέζ και στα Δαρδανέλλια. Η Αγγλία θα συνεχίσει να προβάλλει εμπόδια, υποκινώντας συστηματικά την Αθήνα να διεκδικήσει την κατοχή του αρχιπελάγους με βάση την ομοιόμορφη εθνοτική (ελληνική) χροιά του.
Το βρετανικό σχέδιο φάνηκε να πραγματοποιείται το 1919, με το μυστικό διμερές σύμφωνο Tittoni-Βενιζέλου (παραχώρηση Δωδεκανήσων εκτός της Ρόδου/ελληνική υποστήριξη για ιταλική «εντολή» στην Αλβανία – εκεί επιβεβαιώνεται και η ουδετερότητα των Στενών της Κέρκυρας). Οι επόμενες ιταλικές κυβερνήσεις κατάγγειλαν την συμφωνία και θα φτάσουμε στη Συνθήκη των Σεβρών, όπου θα επιβεβαιωθεί η παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Όμως η τουρκική κυβέρνηση του Ατατούρκ δεν θα αναγνωρίσει τη συνθήκη, η μικρασιατική καταστροφή του 1922 θα αφήσει το Ελληνικό κράτος αδύναμο και τα νησιά υπό τον έλεγχο των Ιταλών. Με την άνοδο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος στην εξουσία και παρά τις αγγλικές ενστάσεις, η προηγούμενη συμφωνία θα αναιρεθεί από την Ιταλία.
Τις παραμονές λοιπόν της Συνθήκης της Λωζάνης η Ιταλία θεωρούσε πιθανή μια ελληνική αντίδραση υπό την υποκίνηση της Αγγλίας και προετοιμάζονταν ώστε να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση, σε περίπτωση έντασης.
Σχέδια και προετοιμασίες
Μετά τη σύσκεψη της 29ης Ιουλίου στο Υπουργείο Ναυτικών, το ίδιο βράδυ θα γίνει νέα σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών με τη συμμετοχή του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και υψηλά στελέχη του Γεν. Επιτελείου Στρατού και του Υπ. Εξωτερικών. Κατά την διάρκεια της σύσκεψης καθορίστηκαν οι κυριότερες γραμμές δράσης σε περίπτωση εμπλοκής μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας:
- Στην περιοχή του Ιονίου αποφασίστηκε η κατάληψη της Κέρκυρας.
- Στην περιοχή του Αιγαίου αποφασίστηκε η ανάπτυξη ναυτικής δύναμης με βάση τη Λέρο, έτοιμη να απειλήσει την περιοχή της Αθήνας με μια επίδειξη ισχύος.
Οι δύο ενέργειες θα έπρεπε να ξεκινήσουν ταυτόχρονα. Οι δύο ναυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να προετοιμαστούν με απόλυτη μυστικότητα και να είναι σε πλήρη ετοιμότητα μέσα στα τέλη του Αυγούστου.
Η πρώτη ομάδα του Σολάρι θα ενισχύονταν με τα καταδρομικά San Giorgio και San Marco (σε αυτό θα φορτωθεί η σορός του Τελίνι στην Πρέβεζα), καθώς και με υποβρύχια και τορπιλακάτους. Αυτή η ομάδα θα καταλάμβανε την Κέρκυρα και θα επέστρεφε αμέσως στο Τάραντο ώστε να βρίσκεται σε στρατηγική ετοιμότητα για οποιαδήποτε περίπτωση. Στην ομάδα του Σολάρι θα επιβιβάζονταν μονάδες στρατού για την αρχική κατοχή του νησιού. Σημαντικότερες δυνάμεις (Divisione Militare Speciale), μέρος της μεραρχίας Catanzaro, θα μεταφέρονταν με ξεχωριστή νηοπομπή απευθείας από την Νάπολη.
Η δεύτερη ομάδα του υποναυάρχου Φρανκ θα παρέμενε στη Λέρο, έτοιμη να κινηθεί προς το Φάληρο.
Μια τρίτη ομάδα με ελαφρές μονάδες επιφανείας και υποβρύχια θα έπρεπε να κινηθεί προς την Κέρκυρα μετά την κατάληψη και θα παρέμενε αγκυροβολημένη εκεί κατά την διάρκειά της.
Η πολεμική Αεροπορία έθεσε στη διάθεση του Σολάρι το αερόστατο F.6 και μια ομάδα υδροπλάνων με βάση στη περιοχή του Τάραντο.
Το Αρχηγείο του Στόλου άρχισε αμέσως να παίρνει μέτρα ώστε να βρεθεί σε πλήρη ετοιμότητα την καθορισμένη στιγμή. Τις επόμενες εβδομάδες μεταφέρθηκε στη Λέρο όλο το απαραίτητο υλικό που χρειάζονταν για να δυναμωθεί η ναυτική βάση στο Λακκί: ναυτικά κανόνια, αντιαεροπορικά, ανθυποβρυχιακά δίχτυα. Εντάθηκε η εκπαίδευση των λόχων πεζοναυτών του Π. Ναυτικού.
Ορισμένοι αξιωματικοί αποστάλθηκαν μυστικά στην Κέρκυρα με αποστολή την συλλογή πληροφοριών ως προς την ισχύ της φρουράς και την αμυντική ικανότητα του νησιού. Προέκυψε πως στο νησί βρίσκονταν ένα τάγμα πεζικού με μειωμένη επάνδρωση και μια αστυνομική σχολή με 150 σπουδαστές και εκπαιδευτές άγγλους αξιωματικούς οι οποίοι έλειπαν σε διακοπές εκείνη την περίοδο. Οι παλιές βενετσιάνικες οχυρώσεις ήταν εντελώς παροπλισμένες. Στο λιμάνι δεν υπήρχαν ικανές μονάδες του ελληνικού Π.Ν., ούτε καν μικρού εκτοπίσματος.
Ενεργοποιήθηκαν επίσης οι πηγές πληροφοριών του στρατιωτικού και ναυτικού ακολούθου στην Αθήνα. Ζητήθηκαν πληροφορίες από τα ιταλικά ναυπηγεία και εταιρείες που επισκεύαζαν τα ελληνικά πολεμικά για την κατάσταση του ελληνικού στόλου. Επίσης άρχισε διακριτική παρακολούθηση των Ελλήνων που έμεναν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε αυτούς τέθηκε υπό παρακολούθηση και ο Βούλγαρης (Bulgari), ο σημαντικότερος κοσμηματοπώλης στη Ρώμη, ο οποίος είχε στενές επαφές με τις ελληνικές αρχές, βενιζελικός και με συγγενείς στην Κέρκυρα.
Ανωτάτη Διοίκηση του Ιταλικού Στόλου
Κάτοικοι της νήσου Κέρκυρας
Μετά τη βάρβαρη σφαγή της Ιταλικής Στρατιωτικής Αντιπροσωπείας
η οποία διαπράχτηκε σε Ελληνικό έδαφος και κατόπιν της άρνησης
της Ελληνικής Κυβέρνησης να συναινέσει στα δίκαια αιτήματα
της Ιταλίας, αυστηρές διαταγές της Ιταλικής κυβέρνησης επιβάλλουν
την κατάληψη της νήσου σας.
Με αυτό, η Ιταλία δεν προτίθεται να διαπράξει πολεμική ενέργεια,
αλλά μόνο να εκδηλώσει την ακλόνητη θέληση ώστε να λάβει
τις αποζημιώσεις που δικαιείται.
Η κατάληψη έχει προσωρινό και ειρηνικό χαρακτήρα,
και έτσι θα διατηρηθεί, αν η συμπεριφορά σας δεν αναγκάσει την Διοίκηση
να λάβει ειδικά μέτρα για να εγγυηθεί την ασφάλεια των ιταλικών στρατευμάτων.
Επί του πολεμικού «Conte di Cavour»
στο αγκυροβόλιο της Κέρκυρας, την 31η Αυγούστου 1923
Ο αντιναύαρχος
Ανώτατος Διοικητής
E. Solari
Αριστερά η ιταλική προκήρυξη που αφισοκολλήθηκε στην Κέρκυρα μόλις την κατέλαβαν οι Ιταλοί. Είναι υπογεγραμμένη από τον Σολάρι αλλά σίγουρα συντάχτηκε από τον ίδιο τον Μουσολίνι. Πάνω, η μετάφραση.
Επιστρέφοντας στην Ιταλία ο Σολάρι θα δεχτεί αυστηρή κριτική από τον Υπουργό Ναυτικών:
- Γιατί δεν ακολούθησε το σχέδιο προσέγγισης στην Κέρκυρα, προτιμώντας να μπει στο Στενό από τον νότο, καθυστερώντας την κατάληψη, προγραμματισμένη για το πρωί της 31/8.
- Γιατί χρησιμοποίησε τα μεσαία πυροβόλα των 149mm του Premuda, ενώ αρκούσαν βολές εκφοβισμού από μικρότερα διαμετρήματα.
- Γιατί επέλεξε το Π. Φρούριο σαν στόχο, γνωρίζοντας ήδη από την προηγούμενη επίσκεψη κατασκοπίας Ιταλών αξιωματικών πως φιλοξενούσε πρόσφυγες.
- Για την ανεπάρκεια των Διαβιβάσεων. Η κυβέρνηση έλαβε το σήμα της κατάληψης της Κέρκυρας μόνο τα μεσάνυχτα της 31/8.
Η Ιταλική πλευρά ισχυρίστηκε πως ο Σολάρι δεν έλαβε συγκεκριμένες οδηγίες για τον τρόπο που θα καταλάμβανε την Κέρκυρα, αφήνοντας τον εκτεθειμένο και μοναδικό υπαίτιο για τον θάνατο των προσφύγων. Τρεις μήνες αργότερα θα χάσει την θέση του Αρχηγού της Ναυτικής Δύναμης Μεσογείου, θα αναλάβει την προεδρία Συμβουλίων και Επιτροπών του Π. Ναυτικού και το 1929 θα ονομαστεί Γερουσιαστής του φασιστικού καθεστώτος.
Αναπάντεχη εξέλιξη
Στις 20 Αυγούστου η Τουρκία θα έπρεπε να επικυρώσει την Συνθήκη της Λωζάνης και στις 30 του μηνός η Ιταλία θα διακήρυττε επίσημα την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα. Εκείνη την ημερομηνία όλα όσα είχαν αποφασιστεί στην σύσκεψη της 29ης Ιουλίου θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί και τα πλοία θα έπρεπε να είναι έτοιμα να αποπλεύσουν εντός 6 ωρών από την στιγμή που θα έφτανε η διαταγή. Αλλά η κατάσταση χειροτέρεψε ραγδαία και δραματικά λόγω του μη προβλεπόμενου επεισοδίου της δολοφονίας της ιταλικής αντιπροσωπείας του στρατηγού Τελίνι στις 27 Αυγούστου.
Από τις 27 και μετά η εξέλιξη των γεγονότων πήρε ένα πιο γρήγορο ρυθμό, καθώς ο Μουσολίνι αποφασίζει να εφαρμόσει το πολεμικό σχέδιο στην νέα κρίση που παρουσιάστηκε και η διεθνής πολιτική προσοχή μετατοπίζεται αμέσως στην Κέρκυρα, κέντρο της ελληνοιταλικής διαμάχης.
Το βράδυ της 29 Αυγούστου οι βάσεις στο Τάραντο, στο Μπρίντιζι και στο νησί Σάσωνα τέθηκαν σε πολεμικό συναγερμό, ενώ αναχωρούσε η ομάδα του υποναυάρχου Φρανκ για τη Λέρο, όπου θα φτάσει στις 31, ημέρα της κατάληψης της Κέρκυρας.
Την ίδια μέρα ο Μουσολίνι ενημέρωσε τον κυβερνήτη στη Ρόδο πως μια ιταλική ναυτική ομάδα θα αναχωρούσε το βράδυ για την Λέρο, όπου θα παρέμεινε αναμένοντας οδηγίες.
Η ομάδα του αντιναυάρχου Σολάρι θα αναχωρήσει σταδιακά από τις 16.00 μέχρι το βράδυ της 30ης Αυγούστου για το κοντινό αγκυροβόλιο της Καλλίπολης, περιμένοντας περαιτέρω διαταγές. Την ίδια μέρα διακόπτεται η τηλεγραφική σύνδεση με την Ελλάδα. Τα μεσάνυχτα της 30ης Αυγούστου σήμα από την Ρώμη διέταζε τον Σολάρι να προχωρήσει στην κατάληψη της Κέρκυρας. Στις 3.00 το βράδυ ο Μουσολίνι ενημερώνει τον βασιλιά: «Μετά από αυτή την (ελληνική) απάντηση η οποία ουσιαστικά απορρίπτει τα ιταλικά αιτήματα, διέταξα την αναχώρηση κατάλληλων ναυτικών δυνάμεων για την ειρηνικού και προσωρινού χαρακτήρα κατάληψη της νήσου Κέρκυρας, διαμέσου απόβασης στρατεύματος που προς το παρόν περιορίζεται σε 1.000 άνδρες». O Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄θα απαντήσει με τηλεγράφημα δίνοντας την έγκριση του σε ό,τι είχε αποφασιστεί «για την αξιοπρέπεια και το υψηλότατο γόητρο της χώρας».
Η ομάδα του Σολάρι θα περάσει από τα δυτικά της Κέρκυρας και θα εισέλθει στο κανάλι της Κέρκυρας από τα νότια, ενάντια στο επιτελικό σχέδιο που προέβλεπε είσοδο από τον βορρά. Στις 15.30 της 31ης Αυγούστου ο Σολάρι, φορώντας την λευκή θερινή στολή του, αντίκριζε την πόλη της Κέρκυρας.
Μόνιμη ή προσωρινή κατάληψη;
Το μεγάλο ερώτημα σε αυτή την ιστορία είναι αν ο Μουσολίνι πράγματι αποπειράθηκε να καταλάβει μόνιμα και να προσαρτήσει την Κέρκυρα στην Ιταλία. Ίσως μια τέτοια τρελή σκέψη να πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό του αλλά παρέμεινε απλή σκέψη ή επιθυμία.
Η Ιταλία ήταν πεπεισμένη πως είχε βγει αδικημένη από τον Α΄Π.Π., πως δεν είχε λάβει όσα τις είχαν υποσχεθεί προηγουμένως. Eίχε εισέλθει στον Α’Π.Π. στο πλευρό της Αντάντ μετά τη μυστική Συνθήκη του Λονδίνου του 1915, όπου οι Σύμμαχοι της υποσχέθηκαν, ανάμεσα στα άλλα, την Δαλματία και το Φιούμε. Με το τέλος του πολέμου όμως οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν. Όλοι μιλούσαν για “vittoria mutilata” (κολοβή νίκη) και αυτό ήταν ένα από τα βασικά σλόγκαν του ανερχόμενου φασισμού που ηλέκτριζε τις λαϊκές μάζες. Αυτό το αίσθημα του «αδικημένου», η δίψα για διεθνές κύρος, για μια ισάξια θέση στον Όλυμπο των ηγεμονικών αποικιοκρατικών κρατών, θα βάλει τα θεμέλια της αστέρευτης επιθυμίας του Μουσολίνι να δημιουργήσει την «αυτοκρατορία».
Όπως γνωρίζουμε, η Κέρκυρα, ακόμα το 1923, κατείχε στρατηγική θέση και μπορούσε να θεωρηθεί είσοδος της Αδριατικής. Αλλά δεν αποτελούσε μέρος του ιταλικού οράματος. Ούτε ο ιταλικός αλυτρωτισμός της περιόδου μετά την Ενοποίηση της Ιταλίας, επί Καβούρ και επομένων, δεν περιλάμβανε την Κέρκυρα, ούτε ο ιταλικός επεκτατισμός και αποικιοκρατισμός μέχρι τον Μεγάλο Πόλεμο. Αντίθετα θα την περιλάβει ο φασιστικός αλυτρωτισμός, της περιόδου κοντά στον Β’ Π.Π., όταν θα τεθεί θέμα «ιταλικότητας» της Κέρκυρας και όταν το όραμα της κλειστής Αδριατικής, ιταλική από την Δαλματία μέχρι την Αλβανία και την Ήπειρο και με την Κέρκυρα σαν φύλακα, θα αρχίζει να σχηματίζεται στα μυαλά κάποιων. Αλλά το 1940 βρίσκεται ακόμα μακρυά.
Το 1923 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία μόλις ένα χρόνο και ο φασισμός δεν είχε προλάβει να δείξει το ολοκληρωτικό του πρόσωπο. Ο Μουσολίνι σέβονταν ακόμα τον βασιλέα και κατά κάποιο τρόπο τους κοινοβουλευτικούς και κυβερνητικούς θεσμούς. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην δολοφονία του Ματεότι, στην αρπαγή της κρατικής εξουσίας από κομματικά όργανα και στην φασιστική δικτατορία. Επίσης, δεν έχουμε φτάσει ακόμα στις πολεμικές επιχειρήσεις της Αφρικής και της Αλβανίας όπου ο Μουσολίνι επέλεγε τους στρατηγούς-μαριονέτες με βάση αν αυτά που του έλεγαν του ήταν αρεστά ή όχι. Το 1923 η στρατιωτική και διπλωματική ηγεσία αποτελείται ακόμα από προσωπικότητες με κύρος, που η γνώμη τους και η συμβουλή τους ακούγονται με προσοχή και σεβασμό. Και όλοι αυτοί φοβούνται την Μ. Βρετανία, είναι σίγουροι πως δεν θα επιτραπεί στην Ιταλία μια επεκτατική πολιτική και μόνιμες κατοχές ή προσαρτήσεις στην Μεσόγειο. Επίσης, το 1923 η διαχείριση των διεθνών σχέσεων εξασκούνταν de facto από τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, Salvatore Contarini, έναν διπλωμάτη καριέρας φιλελεύθερου προσανατολισμού και οι φιλοδοξίες και οι αξιώσεις της Ρώμης έμεναν μόνο στα λόγια, αποφεύγοντας περιπέτειες (Κέρκυρας εξαιρουμένης). Το κλίμα θα αλλάξει μόνο από τον Μάιο του 1925 και μετά, όταν τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών θα τη λάβει ο Ντίνο Γκράντι, ένας αληθινός φασίστας και στέλεχος υψηλού διαμετρήματος (υπουργός, από το 1922 έως το 1929, παρέμεινε ο Μουσολίνι).
Μια σύγκρουση με την Μ.Βρετανία στη Μεσόγειο θα οδηγούσε σε ήττα την Ιταλία και οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Αλλά και ο ίδιος ο ιταλικός λαός, ενώ στέκονταν στο πλευρό του Μουσολίνι για το θέμα του «γοήτρου», ήταν ενάντιος σε μια πολεμική σύρραξη γιατί είχε ακόμα νωπή στη μνήμη του το 1.200.000 νεκρών του Α’ Π.Π. Για αυτούς τους λόγους στα σχέδια των επιτελικών γραφείων και προπαντός στο κεφάλι του Μουσολίνι η κατάληψη της Κέρκυρας παίρνει προσωρινή μορφή. Οι έντονες αγγλικές πιέσεις για τον καθορισμό της ημερομηνίας αναχώρησης από την Κέρκυρα επιβεβαιώνουν τις ιταλικές προβλέψεις και φόβους. Ο ίδιος ο Μουσολίνι είχε ανακοινώσει ήδη από τις 3/9 στον ναύαρχο Ντούτσι, αρχηγό του Γ.Ε. Ναυτικού, την επιθυμία της Μ.Βρετανίας να εκκενωθεί η Κέρκυρα από την ιταλική παρουσία. Η ημερομηνία εκκένωσης είχε ήδη αποφασιστεί από τις 12/9 (αν η Ελλάδα ικανοποιούσε τις ιταλικές απαιτήσεις), ενώ δύο μέρες αργότερα μεταβιβάστηκαν και οι σχετικές διαταγές στην Κέρκυρα από το Υπ. Πολέμου. Η συνεχής επανάληψη (μέχρι αηδίας, θα λέγαμε) σε όλα τα επίπεδα και από την πρώτη στιγμή της κρίσης του «ειρηνικού και προσωρινού χαρακτήρα» της κατάληψης μαρτυρεί έναν Μουσολίνι που από την μια πλευρά επιθυμεί να διασαφηνίσει τις προθέσεις της Ιταλίας και να καθησυχάσει τις Μεγάλες Δυνάμεις και από την άλλη, όπως θα δούμε, προσπαθεί να επωφεληθεί από τις ασάφειες της ερμηνείας ειδικά του άρθρου 15 του Covenant της Κοινωνίας των Εθνών.
Βέβαια δεν πρέπει και να ξεγελιόμαστε: H επιχείρηση αλλά και η επακόλουθη διαχείριση της κρίσης φέρει αποκλειστικά την σφραγίδα του Μουσολίνι και όχι άλλων.
Φάνηκε τόσο αδίστακτος, που ήδη την 1η Σεπτεμβρίου, ενώ τόνιζε (ξανά) τον «ειρηνικό και προσωρινό» χαρακτήρα της κατάληψης και έδινε οδηγίες στον Υπ. Ναυτικού για να δοθεί αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων – όχι από ανθρωπιά αλλά για να μη χάσει την εύνοια της κοινής γνώμης όταν μαθεύτηκε πως υπήρχαν θύματα – πρόσθετε πως το μέτρο της κατάληψης και του βομβαρδισμού δεν ήταν υπερβολικό και πως η χρήση βίας…βασίζονταν στο Διεθνές Δίκαιο. Σαν παράδειγμα έφερε την κατάληψη της Μυτιλήνης από τον Γαλλικό στόλο το 1901 και την κατάληψη της Βέρακρουζ από τις ΗΠΑ το 1914, όπως και άλλες επιχειρήσεις κανονιοβολισμού σε διάφορα μέρη του κόσμου από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων. Χαρακτήρισε επίσης «κατάληψη» την παρουσία του συμμαχικού στρατού στην Κέρκυρα το 1916.
Τέλος, η Ιταλία δεν ήταν έτοιμη για αντιπαράθεση και πόλεμο με τις Μεγάλες Δυνάμεις ή και ακόμα με την Ελλάδα, καθώς δεν έγινε κανένα είδος προληπτικής επιστράτευσης (μόνο κατά την διάρκεια της κρίσης έγιναν κάποιες περιορισμένες ανακλήσεις στο Π. Ναυτικό και τέθηκαν σε ετοιμότητα οι παράκτιες πυροβολαρχίες, μέτρα που θα πάψουν στις 29/9). Δεν βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή των επανεξοπλισμών, ούτε στα φασιστικά σλόγκαν των «8 εκατομμυρίων ξιφολογχών». Αμέσως μετά τον Α’ Π.Π. η Ιταλία βρίσκεται σε μια περίοδο γενικού αφοπλισμού. Σε σύγκριση με το έτος 1913-14, κατά το 1922-23 το ποσό του προϋπολογισμού που προορίζεται για τις ένοπλες δυνάμεις βρίσκεται στο -46% ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για την Μ. Βρετανία είναι +19%. Το 1913-14 οι ΕΔ της Ιταλίας έλαβαν το 35% του προϋπολογισμού, το 1922-23 μόλις το 13%. Βλέπουμε λοιπόν πως ο Μουσολίνι δεν μπορούσε να φτάσει στα άκρα γιατί απλά δεν ήταν σε θέση να αναμετρηθεί στρατιωτικά με την Μ. Βρετανία, γιατί εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές εμπορεμάτων και υλικών από το την τότε βρετανική αυτοκρατορία και γενικά δεν επιθυμούσε ένα πόλεμο. Πρωταρχικό ζήτημα ήταν το «πληγωμένο» γόητρο της Ιταλίας, θέμα που πραγματικά αποτελούσε ευαίσθητη χορδή και όχι ο φιλόδοξος επεκτατισμός, που υπήρχε μεν αλλά αφορούσε άλλες περιοχές. O ίδιος ο Μουσολίνι σε μια ομιλία λίγους μήνες πριν έλεγε: «Η Ιταλία θέλει να αντιμετωπιστεί από τα μεγάλα έθνη του κόσμου ως μια αδελφή, όχι ως καμαριέρα». Δεν είναι διόλου τυχαίο πως o Μουσολίνι, εκτός από πρωθυπουργός, εκτελούσε και χρέη υπουργού Εξωτερικών, θέλοντας να αναλάβει προσωπικά την εξωτερική πολιτική χωρίς μεσάζοντες.
Στην ιστορία, τις πιο πολλές φορές η πιο απλή εξήγηση είναι και αυτή που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η Ιταλία είχε έτοιμα ήδη επιχειρησιακά σχέδια και τον στόλο της σε πλήρη ετοιμότητα για την κατάληψη της Κέρκυρας, σαν μοχλό πίεσης για το θέμα των Δωδεκανήσων, αν η ένταση με την Ελλάδα οδηγούσε στα άκρα. Με την αναπάντεχη δολοφονία του Τελίνι αυτή η πολεμική μηχανή και τα σχέδια βρέθηκαν έτοιμα και χρησιμοποιήθηκαν για να εκβιάσουν την Ελλάδα στο θέμα των απαιτήσεων. Δεν είναι παράξενο λοιπόν πως οι πολιτικοί παρατηρητές και διπλωμάτες της εποχής αξιολόγησαν πως η ιταλική αντίδραση ήταν υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με την δολοφονία Τελίνι. Όπως, και κατά γενική ομολογία, ήταν εξαιρετικά βαριές και οι ιταλικές απαιτήσεις.
Μια υπόθεση-σενάριο που κυκλοφόρησε ακόμα και σε ιταλικούς κύκλους, ήταν πως η δολοφονία Τελίνι έγινε την πιο κατάλληλη στιγμή και πως οι απαιτήσεις της Ιταλίας συντάχτηκαν και παρουσιάστηκαν σε εξαιρετικά ελάχιστο χρόνο, σαν να ήταν όλα προετοιμασμένα. Ποτέ όμως δεν βρέθηκαν τεκμήρια που να αποδεικνύουν μια τέτοια σκευωρία, ούτε έγγραφα, ούτε μαρτυρίες από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μουσολίνι ή υψηλόβαθμους του φασισμού.
Νικητές και ηττημένοι
Με την λήξη της κρίσης αδιαμφισβήτητος νικητής βγήκε ο Μουσολίνι (με τη συνενοχή του Άγγλου πρωθυπουργού Baldwing και του Γάλλου πρωθυπουργού Poincaré). Η μη αναγνωρισμένη από πολλούς και απομονωμένη «επαναστατική κυβέρνηση» του Στυλιανού Γονατά δεν κατάφερε να θέσει το ζήτημα στην Κοινωνία των Εθνών αλλά αναγκάστηκε να δεχθεί την κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης, φιλική προς την Γαλλία και Ιταλία και θα υποστεί τις ταπεινωτικές συνθήκες. Η Γαλλία στάθηκε στο πλευρό της Ιταλίας, έχοντάς την τρομερά ανάγκη για το δύσκολο ζήτημα του Ρουρ και η Αγγλία, αντίθετη στην κατάληψη της Κέρκυρας, μετρίασε την στάση της αργότερα. Η Αγγλία δεν επιθυμούσε παρεμβάσεις στην ζώνη επιρροής της (Ελλάδα) αλλά αναγνώριζε, όπως όλα τα άλλα κράτη, πως η Ελλάδα, αν και δεν είχε σχέση με την δολοφονία, εντούτοις ήταν υπεύθυνη γιατί το επεισόδιο συνέβη σε ελληνικό έδαφος. Είναι χαρακτηριστικό πως ο αγγλικός στόλος της Μεσογείου δεν πλησίασε καν στην Κέρκυρα κατά την διάρκεια της κρίσης (ούτε στις τυρρηνικές ακτές της Ιταλίας), ενώ, σύμφωνα με ιταλικές διπλωματικές πηγές, οι υψηλόβαθμοι του Αγγλικού Ναυαρχείου δεν διέκοψαν τις διακοπές τους.
Ο Μουσολίνι θα υψώσει τη φωνή του, απειλώντας πως θα έβγαζε τη χώρα του από την Κοινωνία των Εθνών αν η κρίση δεν διεκδικάζονταν από την Πρεσβευτική Διάσκεψη, θεσμός που είχε αναλάβει την χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων. Η αλήθεια είναι πως απομονώθηκε κάπως στο εξωτερικό, καθώς ψυχράθηκαν οι σχέσεις με την Ελλάδα, Αγγλία και Βελιγράδι, αλλά στο εσωτερικό της χώρας θα θεωρηθεί θριαμβευτής. Θα λάβει για την χώρα του το κύρος που τόσο ποθούσε και για πολλούς, χάρη στην αντίδρασή του, η Ιταλία θα πάψει να θεωρείται τοπική δύναμη στο εσωτερικό της Αδριατικής αλλά θα εισαχθεί στη λέσχη των πρωταγωνιστών της Μεσογείου. Ωστόσο η περίπτωση της Κέρκυρας έδωσε μια πρώτη γεύση στον κόσμο για την αδιαφορία που ο Μουσολίνι θα αρχίσει να δείχνει για την Κοινωνία των Εθνών αλλά και για την Συνθήκη των Βερσαλλιών, και μαρτυρεί ποιο θα ήταν το μήκος κύματος της εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας όταν ο φασισμός θα δυνάμωνε ακόμα περισσότερο. Εν κατακλείδι, η περίπτωση της Κέρκυρας δείχνει τον καιροσκοπισμό των Μεγάλων Δυνάμεων και αποτελεί το πρώτο σημαντικό σημάδι αδυναμίας του νεου τότε Οργανισμού, της Κοινωνίας των Εθνών.
Το ζήτημα της κατάληψης της Κέρκυρας και η ολοκλήρωσή του ήταν πραγματικά μια νίκη για τον Μουσολίνι;
Αν και οι εφημερίδες διατυμπάνιζαν θριαμβευτικά την διπλωματική νίκη της Ιταλίας, με την συμφωνία και τη λήξη της κρίσης, διπλωματικές αλληλογραφίες περιγράφουν έναν Μουσολίνι άκρως ενοχλημένο. Αν και δεν αναφέρθηκε ποτέ ανοιχτά σε μια μόνιμη προσάρτηση της Κέρκυρας, οι κινήσεις του κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση: Όταν έμαθε πως η Ελλάδα θα ικανοποιούσε τις ιταλικές απαιτήσεις, τότε απαίτησε και την ανακάλυψη και τιμωρία των υπευθύνων από την Ελλάδα, πριν αποσυρθεί από την Κέρκυρα, πράγμα ακατόρθωτο γιατί κανείς δεν γνώριζε καν αν η Ελλάδα είχε συμμετοχή ή ευθύνη στην δολοφονία Τελίνι. Επίσης, η έκδοση ειδικών γραμματοσήμων, η τοποθέτηση Ιταλού κυβερνήτη στο νησί και η αποστολή υλικού για την κατασκευή στρατώνων, για πολλούς αναλυτές ισοδυναμεί με μια (αρχική) θέληση μόνιμης προσάρτησης, επαναλαμβάνοντας στην Κέρκυρα την τακτική που είχαν ήδη πετύχει οι προκάτοχοί του Μουσολίνι στα Δωδεκάνησα, δηλαδή να μετατρέψουν, με τη βοήθεια του χρόνου και ευνοϊκών καταστάσεων, την προσωρινή κατοχή σε οριστική. Με το οποία θα μπορούσε να λύσει ριζικά το πρόβλημα της Αδριατικής. Αυτές οι σκέψεις και οι επιθυμίες του Μουσολίνι θα κρατήσουν μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου, όταν πλέον θα απαιτηθεί από τους Αγγλογάλλους η ανακοίνωση μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας για την αποχώρηση των Ιταλών και ο Ντούτσε έβλεπε πλέον πως μια αδιαλλαξία του θα οδηγούσε σε ανοιχτή σύγκρουση με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Τέλος, μια δεύτερη ήττα για τον Μουσολίνι ήταν η αποτυχία του να μετατρέψει ένα επεισόδιο και μια διπλωματική κρίση σε ένα ευρύτερο ζήτημα ισορροπιών στην Μεσόγειο.
Το γόητρο βέβαια δεν θα αποτρέψει την Ιταλία στο να βγει χαμένη οικονομικά από αυτό το επεισόδιο: Έλαβε μεν αποζημίωση 50 εκατ. ιταλ. λιρών από την Ελλάδα, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, αλλά η στρατιωτική επιχείρηση κόστισε ακόμα περισσότερο, περίπου 90 εκατομμύρια. Και δεν μπόρεσε να απαιτήσει την διαφορά από την Ελλάδα γιατί η συμφωνία που είχε υπογραφτεί όριζε μεν το ποσό των 50 εκατ. σαν αποζημίωση αλλά από την άλλη, επέβαλε στην Ιταλία την πλήρη παραίτηση από το δικαίωμα για περαιτέρω αποζημιώσεις…
Aπό τα 50 εκατ. που πήρε η Ιταλία 10 εκατ. λιρέτες δώθηκαν από την ιταλική κυβέρνηση στο Τάγμα της Μάλτας και από εκεί διοχετεύτηκαν στους Έλληνες μικρασιάτες πρόσφυγες, μάλλον προς χάρη εντυπώσεων.
* *
Πέντε χρόνια αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1928, υπογράφτηκε στη Ρώμη από τον Βενιζέλο και τον Μουσολίνι το Ελληνοϊταλικό Σύµφωνο Φιλίας το οποίο δεν μετέβαλε ουσιαστικά τις ελληνοιταλικές σχέσεις. Πράγματι, όταν στην Κοινωνία των Εθνών αποφασίστηκαν οι κυρώσεις για την ιταλική επέμβαση στην Αιθιοπία αλλά και την επέμβαση στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, η Ελλάδα τάχθηκε κατά της Ιταλίας και στις δύο περιπτώσεις. Το 1940 βρίσκονταν ήδη προ των πυλών.
___________________
ΥΓ. Μετά το κλείσιμο της συμφωνίας του θέματος Tellini, το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών αποφάσισε να συγκροτήσει ειδική επιτροπή νομικών για να αποσαφηνίσει την εφαρμογή των άρθρων 12, 13, 14 και 15 του Συμφώνου: ο σκοπός της επιτροπής, βλέποντας τη σύγχυση που είχε προκαλέσει η σφαγή της Κακαβιάς, ήταν να διευκρινίσει ποιες ήταν οι αρμοδιότητες της ΚτΕ στην επίλυση των διεθνών διαφορών και να ελέγξει εάν ήταν επιτρεπτό ή όχι να καταφύγει κάποιο κράτος σε μέτρα που αφορούν τη χρήση βίας χωρίς ωστόσο να φτάνουν στο κατώφλι του πολέμου (το λεγόμενο «measures short of war»), για την προστασία ενός δικαιώματος ή συμφέροντος μιας χώρας.
Μετά από αρκετές αναλύσεις, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να απαντήσει ικανοποιητικά στα παραπάνω ερωτήματα, καθώς οι νομικοί ισχυρίστηκαν ότι δεν μπορούσαν να καθορίσουν γενικά και αόριστα κατά πόσον μέτρα όπως αυτά που ελήφθησαν από την Ιταλία ήταν συμβατά ή όχι με την Κοινωνία των Εθνών. Το 1945 οι Μεγάλες Δυνάμεις θα έχουν μάθει πια το μάθημά τους, και θα υιοθετήσουν μια διαφορετική και πολύ σαφέστερη σύνταξη για το άρθρο 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σχετικά με τη χρήση βίας: σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το οποίο βρίσκεται ακόμα σε ισχύ, μέτρα όπως εκείνα που ελήφθησαν από την Ιταλία το καλοκαίρι του 1923 απαγορεύονται κατηγορηματικά.
Ένα μήνα μετά τα γεγονότα της Κέρκυρας ο στρατηγός Pietro Gazzera θα πάρει την θέση του δολοφονημένου Tellini και θα ολοκληρώσει το έργο χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων τον Φεβρουάριο του 1926. Καθ’ όλη την διάρκεια των εργασιών η επιτροπή προστατεύονταν από ελληνική και αλβανική στρατιωτική συνοδεία.
Σπύρος Ιωνάς
Πηγές
- Andrea Giannasi, “L’eccidio Telllini. Da Giannina all’occupazione di Corfù”, Civitavecchia 2007
- Tommaso Argiolas, “Corfù – 1923”, Roma 1973
- Antonio Foschini, “La Verità Sulle Cannonate Di Corfù”, Roma 1953
- James Barros, “The Corfu Incident of 1923: Mussolini and The League of Nations”, Princeton 1965
- Giulia Albanese, “Dittature mediterranee: Sovversioni fasciste e colpi di Stato in Italia, Spagna e Portogallo”, Bari 2016
- Carlo Sforza, “L’Italia dal 1914 al 1944 quale io la vidi”, Roma 1945
- Ministero degli Affari Esteri: “I Documenti Diplomatici Italiani”, Settima Serie, Vol. II (27/04/1923 – 22/02/1924)
- Istituto di Studi Giuridici Internazionali, 1444/3 – L’occupazione italiana di Corfù, www.prassi.cnr.it
- Stanimir A. Alexandrov, “Self-Defense Against the Use of Force in International Law”, the Hague 1996
- Renzo de Felice, “Mussolini il fascista. I: La conquista del potere 1921-1925”,
Torino, 1966. - A. Becherelli, A. Carteny, “L’ Albania indipendente e le relazioni italo-albanesi (1912-2012). Atti del Convegno in occasione del centenario dell’indipendenza albanese (Roma, 22 novembre 2012)”, Roma 2013
- Enciclopedia Italiana (1932), λήμμα «EGEO, Isole italiane dell’», http://www.treccani.it/enciclopedia/
- Ettore Anchieri: “L’affare di Corfù alla luce dei documenti diplomatici italiani”, στο “Il Politico”, Δεκ. 1955, Toμ. 20, αρ. 3.
- Ιστορικό αρχείο εφημερίδας Corriere della Sera, περίοδος 1/9/23 – 31/9/23
- wikipedia
Leave A Comment