Τα καφενεία χωρίστηκαν σε δύο τύπους, τα πρώτα ήταν οι τουρκικής προελεύσεως καφενέδες με τους ναργιλέδες και όλα τα σχετικά και απ’ την άλλη τα ευρωπαϊκού τύπου (ιταλιάνικα ή βιεννέζικα). Τα δεύτερα που μια τους μορφή αναπτύχθηκε και στην πόλη της Κέρκυρας, στους χώρους τους φιλοξενούσαν από μπιλιάρδα έως τάβλι και τράπουλα.
Στους τοίχους εκτός από τους μεγάλους βενετσιάνικους καθρέφτες κρεμόντουσαν και διάφορες λιθογραφίες ρομαντικού ή εθνικο-πατριωτικού περιεχομένου και κάποτε πίνακες του Κάιζερ ή της Σίσσυ. Οι μέντες, το ρακί, το ρούμι, το τσάι, οι τσιτσιμπύρες, οι μπύρες ήταν μερικά από τα ποτά της εποχής που μπορούσε να απολαύσει κάποιος σ’ ένα καφενείο.

Το νεόκτιστο καφενείο του .”Καλλίνικου”ήταν ο τόπος συνάντησης με τους κατοίκους της υπαίθρου και κατα κανόνα κέντρο χαρτοπαιξίας.Εκεί τα διάφορα και πάσης φύσεως παζαρέματα,ύποπτες συναλλαγές,κλεισίματα πάκτων και τοκογλυφικοί δανεισμοί

Κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά ποια εποχή εμφανίστηκαν εδώ τα πρώτα καφενεία. Πάντως ο Νικόλαος Κονεμένος εκτιμά ότι “επειδή εμείς (στην Κέρκυρα) γειτονεύαμε με την Τουρκιά, κι επειδή είχαμε και στενές σχέσεις με τη Βενετία, μπορεί εδώ να είχαν ανοίξει καφενέδες προτήτερα παρά στην Ευρώπη”. Την παλαιότερη αναφορά για ύπαρξη κ. στην Κέρκυρα, εντοπίσαμε στο “χειρόγραφον” του Γεώργιου Προσαλένδη (1791) που αναφέρεται στην άφιξη στην Κέρκυρα του ¨αγγλου άρχοντος Φρεδερικου Νόρθ οποίος επιθυμούσε να ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα. Ο Προσαλένδης δίνει το πρώτο του ραντεβού με τον Άγλλο “εις το καφφεπωλείον όπου και εγώ καθ’εκάστην εσπέραν συνευρίσκομαι (…) Βλέποντας δε ο αυτός ανεψιός μου την εμήν βραδύτητα έστειλε και πρώτην και δεύτερον φοράν αυτόν τον καφφεπώλην μηνύωντάς μου την εκείέλευσιν του Άγγλου ανδρός. (…). Τελειωθέντος του εσπερινού και ευθύς αναβαίνοντας εις το καφφεπωλείον, είδα δια των ύαλων της πρώτης κεκλεισμένης θύρας, πεπυκνωμένον τον τόπον εκ πολλών ευγενών και εντίμων ιερέων τε και λαϊκών και τον παρ’ εμού άγνωστον άρχοντα καθήμενον εις την κορυφήν,είναι εδώ’ και εντοσούτω φθονώντας και εγώ εις την άλλην ανεωγμένην θύραν έλαβα ευθύς αφορμήν να ίδω οφθαλομφανώς και να θαυμάσω την ταπεινοφροσύνην αυτού. Διότι ευθέως οπού ήκουσε το Ίδιου είναι εδώ’ ταχέως ανέστει εκ του τόπου αυτού, και δρομαίος ήλθε προς εμέ να με συναπαντήση, προ του να εισέβω εις το καφφεπωλείον… Και ευθύς φανερώνοντας εγώ μετά βραχυλογίας το σέβας όπου έχω προς αυτόν, επορεύθημεν αμφότεροι και εκαθίσαμεν, αυτός εις τον τόπον τον πρότερον κι εγώ πλησίον…”

Ο γέρων Προσαλέντης τις ατέλειωτες θεολογικού χαρακτήρα συζητήσεις του με τον Νορθ τις έκανεαποκλειστικά στο “καφφεπωλείον”. Στο χώρο αυτό ο οποίος δεν προσδιορίζεται σε πιο σημείο της πόλης βρισκόταν σύχναζε ακόμη και “ο υπέρτατος άρχων του βενετικού στόλου Άγγελος Έμος”. Από εκεί περνούσαν όλοι όσοι ήθελαν να συναντήσουν κάποιον και έριχναν μια ματιά “δια της υελίνης θύρας”.

Το καφενείο “Κάφυρης” στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 λίγο πριν κλείσει

Από τους Άγγλους και δώθε…

Έξι χρόνια αργότερα η θαλασσοκράτειρα Βενετία αποτελεί και για την Κέρκυρα παρελθόν. Οι Γάλλοι Δημοκρατικοί μαζί με την ισότητα την αδελφότητα και την αλληλεγγύη φέρνουν και τις λέσχες τους. Οι λέσχες θ’ ανθίσουν την περίοδο του φιλελεύθερου Αρμοστή Seaton ο οποίος δίνει άδειες για να ιδρυθούν club houses (δεκαετία 1840). Πάντως ολόκληρη την εποχή της Αγγλοκρατίας και μετά από την Κέρκυρα περνά ένα πλήθος περιηγητών οι οποίοι συγκρατούν και δημοσιεύουν πολλά στοιχεία που αφορούν στην σύνθεση του νησιού. Ντόπιοι, Στερεοελαδίτες, Παργινοί, Σουλιώτες, Ηπειρώτες, Εβραίοι, Μαλτέζοι, Αρβανίτες, Τούρκοι,Άγγλοι φαντάροι και διοικητικοί υπάλληλοι αλωνίζουν την πόλη και την ύπαιθρο. Διάσπαρτα σε κάθε περιοχή της πόλης και στα προάστια, τα λαϊκά καφενεία συνήθως ήταν πρόχειρα σανιδένια κατασκευάσματα, οι γνωστές μπαράκες, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση. Τα αντίστοιχα της πόλης στεγάζονταν σε ισόγεια των σπιτιών.

Στο καφενείο του Σαταμάτη στο κανόνι οι επισκέπτες απολάμβαναν τσιτσιμπίρα , το πατροπαράδοτο στρογγυλό κέικ η λουκούμι

Έως και την δεκαετία του ’80 όταν οι χωριάτες κατέβαιναν στην πόλη αποκλειστικά σχεδόν με τα”πούλμαν” (λεωφορεία) είτε για να πιάσουν δουλειά ή για τα διάφορα θελήματα τους ήταν σχεδόν απαραίτητο ναπεράσουν από κάποιο καφενείο, για έναν καφέ, ένα κακάο ή ένα κο(υ)νιάκ(ο) ή μια απλή χαιρετούρα. Το καφενείο “Λευκίμμη” στο τέρμα της Μεθοδίου κρατάει έστω και κατ’ όνομα κάτι από εκείνη την εποχή που κάθε χωριάτης πήγαινε στον καφετζή που κατάγονταν απ’ την περιοχή του. Ακριβώς απέναντι από την “Λευκίμμη” βρίσκεται ένα ακόμη μικρό καφενείο στο οποίο συχνάζουν οι ταξιτζήδες, αφού η πιάτσα τους είναι ακριβώς δίπλα. Έως και τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 το καφεζυθοοινοπωλείο “του ρετσίνα” που ανήκε σε τρία ανύπανδρα αδέλφια και βρίσκονταν στην οδό Μαντζάρου σχεδόν απέναντι από τον σημερινό Μουσικό Οίκο Βρυώνη, άνοιγε από τις πέντε τα χαράματα, προσέφερε μια υπέροχη σοκολάτα αλλά και ρετσίνα Σπάτων για όσους ήθελαν να πάρουν δυνάμεις πριν πάνε στην οικοδομή.

Περίπατος (κυριακάτικος;) στο Λιστόν της δεκαετίας του 30. Με πρόσχημα τον καφέ και τον περίπατο ουκ ολίγα ειδύλλια αλλά και διαζύγια ξεκίνησαν από εδώ. Εξ’ ου και το χαϊδευτικό παρατσούκλι του “νυφοπάζαρο” ή “κερατοπάζαρο”.

Στις αρχές της δεκαετίας μας και όχι για μεγάλο διάστημα στην πλατεία Σαρόκο εκεί όπου σήμερα υπάρχει η ψησταριά “San Rocco”, λειτουργούσε καφενείο στο οποίο σύχναζαν εργάτες και μαστοριά της οικοδομής οι οποίοι “ευλογούσαν” έναν καφέ με τις ώρες έως ότου φθάσει κάποιος εργολάβος να τους προσφέρει ένα μεροκάματο. Ακριβώς απέναντι, στα πεζούλια της πλατείας, στέκονταν οι αρτιαφιχθέντες βορειοηπειρώτες αδελφοί μας που περίμεναν κι αυτοί υπομονετικά μέσα στο κρύο τους εργολάβους, χωρίς να έχουν την οικονομική δυνατότητα ούτε για ένα καφέ. Και να την είχαν βέβαια δεν τόλμαγαν να κάτσουν στο λημέρι των ντόπιων…
Σταδιακά όλα αυτά τα δεκάδες καφενεδάκια, άρχισαν να εξαφανίζονται αφού ο αέρας και τα νοίκια εκτινάχθηκαν στα ύψη. Όσα απέμειναν, ανήκουν σε καφετζήδες που περιμένουν να συνταξιοδοτηθούν κι αυτοί όπως οι πελάτες τους που ροκανίζουν τον χρόνο τους παίζοντας τράπουλα ή τάβλι.

Το καφενείο των αδελφών “θύμη” στην Νικ. Θεοτόκη, (δεκ. ’20 – ’30)

Άλλα εκσυγχρονίσθηκαν, τοποθετώντας μηχανές με “φρουτάκια”, τηλεοράσεις με πρόσβαση στο Filmnet (για τσάμπα παρακολούθηση των ποδοσφαιρικών αγώνων), ενώ άλλα, άνοιξαν τις δουλειές τους, προσλαμβάνοντας πιτσιρικάδες που κουβαλούν καφέδες σε μαγαζιά και γραφεία και σε μια ακτίνα που ξεπερνά συνήθως τα 500 μέτρα…
Οι καφετέριες, μόδα των δεκαετιών του 70 και ’80, που διαδέχθηκαν τα καφενεία, σήμερα πια έδωσαν και αυτές με τη σειρά τους την σκυτάλη στα cafe bar, σε μαγαζιά δηλαδή που συχνάζει η νεολαία, για ροφήματα ή ποτό και με τη μουσική στη διαπασών.

Η “Ευρώπη” υπήρξε το πολυτελέστερα ίσως καφενείο του Λιστόν. Τα σερβίτσια του ήταν από αλπακά καί της εταιρείας WMF

Στο Λιστόν και την Πάνω Πλατεία

Τα πλέον γνωστά και πολυτελή ήταν αυτά που στεγάζονταν κάτω απ’ τα βόλτα του Λιστόν. Καταστήματα και καφενεία άνοιξαν εκεί τα τελευταία χρόνια της Αγγλοκρατίας. Μια μεγάλη σειρά καφενείων υπήρχε και στην δυτική πλευρά της πάνω πλατείας, ξεκινώντας από εκεί που σήμερα υπάρχει το κατάστημα “Igloo” έως σχεδόν το ξενοδοχείο Καβαλιέρι. Όπως σημειώνει ο Ελβετός περιηγητής Α. Mousson η περιοχή ήταν χώρος συγκέντρωσης της αριστοκρατίας όπου οι χαριτωμένες υπερβολές της παριζιάνικης μόδας, έφθαναν εξ ίσου εύκολα και γρήγορα με τα πιο σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Κάτω από τα τόξα του Λιστόν ντόπιοι και Άγγλοι απολάμβαναν τις τσιτσιμπύρες τους παρακολουθώντας τους αγώνες κρίκετ, τις ασκήσεις του αγγλικού συντάγματος ή τους σουλατσαδόρους. Δέκα χρόνια μετά την Ένωση της Κέρκυρας με την Ελλάδα το σκηνικό δεν είχε αλλάξει αφού σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή Henry Belle “Τα καφενεία που πιάνουν τη μια πλευρά της πλατείας, είχαν απλώσει τραπέζια και καρέκλες ως τη μέση του δρόμου”.
Ο Κερκυραίος συγγραφέας Νάσος Δετζώρτζης θυμάται ότι τα χαρακτηριστικά των Κερκυραίων της δεκαετίας του 1920 ήσαν δύο: οι περίπατοι στη Γαρίτσα και “… η πάγια συνήθεια πολλών Κερκυραίων να καταλήγουν σε κάθε τους έξοδο στα καφενεία της Σπιανάδας.
Μια εικόνα της περιοχής, κατά την ίδια εποχή, μας δίνει και ο Κερκυραίος σκηνογράφος Μάριος Αγγελόπουλος: “… Μόλις είχε αποσώσει ο φανοκόρος, με το μακρύ αναφτήρι του, το άναμμα των φαναριών του γκαζιού στις αρκάδες της Σπιανάδας. Σούμπιτο και οι παραταγμένες λεύκες της αντικρινής δεντροστοιχίας γέμισαν, σαν απέραντο εικονοστάσι, ασημένια τάματα. Λαμπίδες που σταφτάλισαν και φέξανε άσπρο πέντασπρο φως. Δες και οι άγιοι πάντες και παράγιοι της πολυαγιασμένης θρησκείας μας κούρνιαζαν στα κλωνάρια ίσαμ’ απάνου στις κορφές, και οι θρησκευόμενοι πολίτες τους κρέμασαν μαλάματα κι ασήμια για να ‘χουν την ευκή τους. Σύγκαιρα στράφαν και στα βλέμματα μυριάδες στραφταλίδες. Γιόμισε χρυσάφι ο τόπος. Έλαμψε η κοσμική εμορφιά με όλα της τα λούσα. Παγόνια μ’ απλωτές ουρές. Διαμαντικά και λοής – λοής πετράδια μοστραρισμένα σε πολύχρωμα σατέν και βελούδα. Φουσκωτά αφρόβυζα που λιβάνιζαν αρώματα ως πάνω το μακρόστενο θόλο της δίπτυχης στοάς.Τ’ αρχοντολόι είχε πιάσει τα πόστα του. Άλλοι στην μπροστινή σειρά, στις λόζες, σνομπάροντας με επιδειχτική ακαταδεξία το σουλάτσο της ποπολαρίας στο “λιστόν”. Κι άλλοι στον τοίχο, στις τζαμαρίες των ζαχαροπλαστείων, να μην τους πιάνει τ’ αγιάζι του σούρουπου. Η παρέα της νόνας μου, της προεστίνας σιόρα -Αμαλίας, διαρκώς απλώνονταν. Όλο καινούργιοι κατάφταναν και μεγάλωνε ο κύκλος. Βρίσκονταν σχεδόν σε απαρτία. Τα γκαρσόνια, με τους ασημένιους δίσκους και την κολλαριστή πετσέτα διπλωμένη στο μπράτσο,φέρναν συνέχεια τραταμέντα. Καφέδες, πάστες, ποτά και βουτήματα. Τα κομπλιμέντα και οι φιλοφρονήσεις στάλαζαν μυρουδάτα, σαν στοματική ανθόρροια γιασεμιών που τα ξεκλωνίζουν ερωτικές πνοές. Παράσταση κοσμικού φεστιβάλ…”
Στον “οδηγό της Νήσου Κέρκυρας” (Αθήνα 1902) του Κ.Χ.Μ. Κυριακή στη Λεωφόρο Γεωργίου (Λιστόν) σημειώνονται μόνο δύο, της “Ωραίας Ελλάδας” του Γ. Φάντη και το “Ευρώπη” των αδελφών Ρούση.
Στην εφημερίδα “Συνταγματική” (8-5-1904) διαβάζουμε ότι:
“…μετά πάροδον 37 όλων ετών μεταβάλει διεύθυνσιν το εκ του ονόματος του μακαρίτη ιδρυτού αυτού Παναγή Ραφτόπουλου ονομασθέν καφενείον του Παναγή όπερ περιέλθον κατόπιν εις τους απ’ αρχής ιδρυτάς και συνεταίρους του Παναγή αδελφούς Φάντη ήδη, μετεβιβάσθει εις άλλας χείρας. Το καφενείο εκείνον υπήρξε εις παρελθόντα έτη κέντρον ζωής και πολιτικής κινήσεως χρησιμεύον ως εντευτήριον των οπαδών του κόμματος του Ρήγα”.
Tο κόμμα του “Ρήγα” δεν ήταν τίποτε άλλο από την πολιτική κίνηση του Ιακώβου Πολυλά που εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα. Στη συνέχεια το καφενείο που πέρασε στους αδελφούς Φάντη έγινε στέκι των Δελιγιαννικών. Από τις αρχές του αιώνα έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80 στην οικογένεια Ζούμπου που το ονόμασε “Ίόνιον”. Σήμερα αποτελεί προέκταση της νεότερης καφετερίας “Κάπρι”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δίπλα από το “Κάπρι”, το 1890, ο Παναγιώτης Καραλής δημιούργησε το πρώτο πρακτορείο διανομής αθηναϊκού τύπου. Το 1921 το παραχώρησε στον ανεψιό του Αποστόλη Μπούρα ο οποίος με τη σειρά του το άφησε στον γιο του Ιωάννη που το κράτησε έως και το 1984. Από εκείνη τη χρονιά και έως το 1997 ο χώρος αυτός μετατράπηκε από τους αδελφούς Κάκου σε καφετερία με την επωνυμία “Serano”.
Πιο πέρα, εκεί που σήμερα είναι η καφετέρια “Astoria – Liston”, βρισκόταν το κ. του “Στράτη” στην είσοδο του οποίου στέκονταν οι πωλητές εισιτηρίων οποιασδήποτε παράστασης ανέβαινε στην Κέρκυρα.
Απέναντι από του “Στράτη” και από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και σήμερα λειτουργεί υπό την ίδια επωνυμία το κ. “Ευρώπη”. Το κ. αυτό κάποτε ονομάστηκε και “καφενείο των τενεμπρών” (tenebrae = σκοτάδι) επειδή σύχναζαν εκεί τα μέλη του Σοσιαλιστικού Ομίλου (Κ. Θεοτόκης κ.α.).
Ως παραδοσιακό κ. λειτούργησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τους μεγάλους καθρέφτες και τα τραπεζάκια γεμάτα αργόσχολους ταβλαδόρους. Στη συνέχεια και ενώ είχε μετατραπεί πλέον σε καφετέρια υπήρξε για 15 περίπου χρόνια στέκι των ποιητών και λογοτεχνών (Δ. Κονιδάρης, Σ. Τριβιζάς, Γ. Αγιοβλασίτης κ.α.) που δημιούργησαν το περιοδικό “Πορφύρας”. Εκεί εξάλλου μια ομάδα έριξε και την ιδέα της δημιουργίας του -βραχύβιου- περιοδικού “Αέρα Πατέρα”.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 το “Ευρώπη” μαζί με την ριζική του ανακαίνιση έγινε περισσότερο τουριστικό με αποτέλεσμα η μικρή λογοτεχνική ομάδα που σύχναζε εκεί να σκορπίσει σε άλλα καφενεία. Τέλος το κ. “Ολύμπια” του Ζήσιμου Παπαφλωράτου, έχει διατηρήσει ακόμη έως και σήμερα τον παλιό του χαρακτήρα. Μπορεί να έφυγαν τα μπιλιάρδα αλλά παρέμεινε ο γύψινος διάκοσμος της οροφής και η ατμόσφαιρα που θυμίζει τις παλαιές δόξες του πολυτελούς ξενοδοχείου “St. George” που στεγαζόταν στους επάνω ορόφους και στο οποίο είχαν καταλύσει, άνθρωποι όπως ο Σολωμός, ο Ουάιλντ, ο Ντάρελ, ο Εμπειρίκος και πολλοί άλλοι.

Οδός Καποδιστρίου. Δεξιά, πρώτο από μια σειρά καφενείων το “Αρκάδιον”.

Στην Καποδιστρίου

Εκτός του Λιστόν, κ. είχαν αναπτυχθεί και στην οδό Καποδιστρίου, από το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κατάστημα “Igloo” έως το κτίριο που στεγαζόταν μέχρι πριν μερικά χρόνια το Ωδείο Κερκύρας. Ένα από τα ιστορικότερα ήταν το “Αρκάδιο” το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα ορθώνεται το ομώνυμο ξενοδοχείο.
Το “Αρκάδιο” που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το κ. του Φάντη υπήρξε στέκι των θεοτοκικών. Σύμφωνα με τον Σπύρο Κατσαρό “Απόγευμα παραμονής των εκλογών του 1902, ενώ γινόταν η τελευταία προεκλογική ομιλία των Δηλιγιαννικών (στο κ. του Φάντη), οι τελευταίοι επιτέθηκαν κατά των ολιγαριθμοτέρων Θεοτοκικών που τους προκάλεσαν, τους ξυλοφόρτωσαν και κυριολεκτικά ισοπέδωσαν το “Αρκάδιο”. Το πλήθος έσπασε τα πάντα, ξήλωσε ράφια και πάγκους, έσχισε ακόμα και τις ταπετσαρίες από τους τοίχους. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική και ο Θεοτόκης δεν μίλησε εκείνο το βράδυ. Όμως την επομένη κέρδισε την εκλογή”.

Το καφενείο του Ζήσιμου Παπαφλωράτου Ολύμπια” στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του.

Αυτά τα καφενόβια πολιτικά πάθη περιγράφει με έντονα χρώματα και ο Σπύρος Πλασκοβίτης στην “πόλη”: “Είχαν αναγγείλει, νομίζω, ημερομηνίες για τις εκλογές. Στην ‘Κάτω Πλατεία’ τα φανάρια του γκαζιού, που τους πέρασαν τώρα ηλεχτρικό, ενώ στα σπίτια χρησιμοποιούσαν πάντα τις πετρόλαμπες, δεν έσβηναν πριν από τις δέκα. Αντίθετα με την “Απάνω Πλατεία” όπου πλημμύριζε το σκοτάδι και δεν έβλεπες να περπατήσεις, παρά άκουγες μονάχα τα δέντρα τις νύχτες, να σείουνε τα κλαριά τους εμπρός απ’ το Κάστρο και πάνω από τη στρογγυλή στέρνα του παλιού Άγγλου αρμοστή. Στην ‘Κάτω Πλατεία’ λοιπόν είχαν μαρκάρει κιόλας μεταξύ τους τα καφενεία οι οπαδοί απ’ τα διάφορα κόμματα και σε κάθε ανοιγοκλείσιμο της τζαμένιας πόρτας τους έβγαιναν ζωηρές φωνές. Τα επιχειρήματα είχαν φουντώσει πάλι, όπως στα περασμένα χρόνια, πριν από τη Μικρασία. Στο “ιστορικό” καφενείο το “Αρκάδιον” εγκαταστάθηκαν οι Θεαγενικοί (σ.σ. Θεοτοκικοί) και γιόμιζαν ως αργά τους πέτσινους καναπέδες και τα μαρμάρινα τραπέζια του. Οι ολόσωμοι καθρέφτες του ήταν για μένα, έναν καιρό, μαγνήτες – αδύνατο να μην τους χαζέψω, σαν περνούσα απ’έξω μικρότερη! Όλες οι γνωστές φυσιογνωμίες της πόλης μας θαρρείς και κατοικούσαν μόνιμα εκεί μέσα. Οι “άλλοι”, οι αντίθετοι, πιάσανε στην πέρα άκρη το καφενείο της Υόρκης’ – ενός γέρο-μετανάστη, που είχε ζωγραφίσει στη βιτρίνα του μιαν άγκυρα και την άγκυρα την είχαν δηλωμένο σήμα τους οι ‘Φιλελεύθεροι’. Το έκαμαν έτσι στέκι τους οι οπαδοί του… Δεμένα αξεχώριστα ετούτα με τις ημέρες που κρεμόμουν περιμένοντας τον Λαμπρινό να κλεφτούμε, ψάχνω και σήμερα για κείνους τους καθρέφτες στο “Αρκάδιον” – δε σώθηκαν…”
Το “Αρκάδιο” επί ιταλικής κατοχής μετατράπηκε σε κατάστημα ρουχισμού, ενώ λίγο μετά γκρεμίστηκε απο τουςγερμανικούς βομβαρδισμούς.

Στου Μαύρου Γάτου

Η περιοχή του Σπηλιάς και του λιμανιού ιδιαίτερα μέχρι τον πόλεμο και λόγο της ύπαρξης του “Μαρκά” ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της πόλης. Δεκάδες κ. και μικροξενοδοχεία ικανοποιούσαν τις ανάγκες ενός πολύβουου ανθρωπομελισιού. Το παλαιότερο απ’ αυτά τα κ. που έχει επιβιώσει έως σήμερα είναι ο “Μαύρος Γάτος” που πρωτάνοιξε το 1862 από τους αδελφούς Χάνου. Το κτίριο θεμελιώθηκε εκεί που υπήρχαν τα τείχη της πόλης (οι τεράστιες αμυγδαλόπετρες φαίνεται ότι θα δυσκόλεψαν πολύ τους εργάτες, αφού έπρεπε να αναλάβει δράση τεχνίτης μυλόπετρας για να τα βγάλει πέρα). Όσον αφορά στο όνομα, παλιοί ιδιοκτήτες έλεγαν ότι βαφτίστηκε έτσι όταν κατά την διάρκεια της θεμελίωσης του κτιρίου, ένας μαύρος γάτος πήδηξε από πάνω. Για να εξευμενίσουν αυτή την κακιά στιγμή, βάφτισαν το υπό ανέγερση κ. “Μαύρο γάτο”.
Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, ο ένας εκ των αδελφών δολοφονήθηκε στο πίσω μέρος του κ. από έναν αντίζηλο καφετζή που διατηρούσε το κατάστημα του ακριβώς απέναντι. Ο δεύτερος αδελφός στη συνέχεια το πούλησε στον Οθωνιώτη Αρσένη Κασίμη. Η οικογένεια Κασίμη κράτησε το κ. έως και το 1985. Προπολεμικά το κ. αυτό στιγματίστηκε από ένα ακόμη φονικό. Στο εσωτερικό του ο θηριώδης σε μέγεθος, μαντουκιώτης μαουνιέρης Μπουρέλος σκότωσε πάνω σε καυγά έναν άγγλο ναύτη.
Το κ. αυτό είχε τις μεγάλες πιένες του έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ειδικά την περίοδο από 20 Ιουλίου έως 25 Αυγούστου ήταν τέτοια η κίνηση που το κ. λειτουργούσε νυχθημερόν. Υποχρεωτικά και κατόπιν συστάσεως της αστυνομίας από τις 9 έως τις 11 Αυγούστου δεν έκλεινε καθόλου προκειμένου να εξυπηρετήσει τις “ανάγκες” των χιλιάδων προσκυνητών που έρχονταν από απέναντι για την λιτανεία του Αγίου. Το 1952 οι ιδιοκτήτες του κ. έφεραν από την Αμερική το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο, μόνο που κανείς δεν ήξερε πως να το θέσει σε λειτουργία και έτσι περίμεναν περίπου δύο χρόνια μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος ηλεκτρολόγος…Τέλος, το κ. αυτό λόγω της μεγάλης κίνησης διέθετε και ταμπή, τον άνθρωπο δηλαδή που φρόντιζε να παραμένει διαρκώς αναμμένο το καμινέτο και που έβραζε τους καφέδες .
Προπολεμικά στην ευρύτερη περιοχή του λιμανιού, υπήρχαν, το κ. του μπάρμπα Χρήστου του Μάνεση πουβρισκόταν δίπλα από την τέζα του τελωνείου, καθώς και τα κ. των Λίτσα, Σκιαδόπουλου και Γκίτση.

Η πρώτη μηχανή παρασκευής espresso ήρθε στην Κέρκυρα το 1967 από τον Τσιμή και τον Σπόζιτο που διατηρούσαν καφενείο στην οδό Νικ. Θεοτόκη εκεί που παλαιότερα υπήρχε το παντοπωλείο του Τσιριγώτη.

Για ένα κ. των προαστίων που ταυτοχρόνως υπήρξε και φιλολογικό στέκι της εποχής μια πληροφορία μας δίνει ο Διονύσιος Π. Καλογερόπουλος στο περιοδικό “Επτανησιακά Σημειώματα” του 1930: “Ο Γεράσιμος Μαρκοράς ίδρυσε μετά του Πολυλά, του Ι. Ρηνόπουλου, του Νικ. Μάκρη, του Καλοσγούρου, του Καρόλου Μάνεση του Ιωάννου και Αντωνίου Μανούσου και άλλων φιλολογική σχολή. Η Σχολή αυτή μέχρι το 1853 είχεν ως κέντρον το εν Γαρίτση καφενείον του Ανανία, εις τον οποίον ο ποιητής εσύχναζε. Από του 1853 μετέθεσεν την έδραν της εις τι νεότευκτον εν Κέρκυρα καφενείον του Χρήστου τινός Παξίου, τον οποίον και Θανόντα ο Μαρκοράς απηθανάτισε δι’ επιγράμματος. Ο Σολωμός, ότε ευρίσκετο εις την Κέρκυραν ήτο εκ των τακτικότερων θαμώνων των καφενείων αυτών.”

Τα φιλολογικά κ. μπορεί στην Αθήνα π.χ. λόγω των κοινωνικών συνθηκών να απέκτησαν μεγάλη αίγλη, στην Κέρκυρα παρά την έντονη πνευματική κίνηση που υπήρχε τον 19° αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, εκτός από την πληροφορία του Καλογερόπουλου δεν βρήκαμε. Ίσως το γεγονός ότι οι -συνήθως ευκατάστατες- φιλολογικές συντροφιές προτιμούσαν τα σαλόνια διαφόρων σπιτιών να αποτελεί μια επαρκή απάντηση.

Στο καφενείο του χωριού: Αριστερά η μοσκέρα στην οποία από τον φόβο των τρωκτικών και των μυγών, φύλαγαν το σαλάμι και το ψωμί. Πίσω οι σκατζιές με τις μποτίλιες, το ραδιόφωνο, ο φωνόγραφος, τα κουτιά με ταμπισκότα και τις καραμέλες, τα βαρελάκια. Εμπρός η μπάνκα με τις ανοιγμένες μποτίλιες.

Τα χωριάτικα καφενεία

Στα χωριά τα κ. είχαν μια πορεία εντελώς διαφορετική απ’ αυτά της πόλης, αφού, μετά τον φόρο (πλατεία) αποτελούσαν το κέντρο του χωριού. Ήταν και μπακάλικα και κρασοπουλειά και χώροι στους οποίους πωλούνταν φωτιστικό πετρέλαιο, μπαμπάκι και οινόπνευμα. Οι πελάτες το πρωί έπιναν τον καφέ τους που φτιαχνόταν συχνά από φτηνά υποκατάστατα (καβουρδισμένα: κριθάρι, ρεβίθι, βελανίδια, σίκαλη και πικροράδικο) και το βράδυ υπό το φως ενός λυχναριού ή φαναριού, συζητούσαν τα πάντα και για ώρες ατέλειωτες.
Στα τραπέζια του ο ταχυδρόμος άφηνε την αλληλογραφία, εκεί τοποθετούνταν το ένα και μοναδικό τηλέφωνο που εξυπηρετούσε ολόκληρο το χωριό, εκεί βρισκόταν ο φωνόγραφος, το ραδιόφωνο, το τσουκ – μποξ και αργότερα η πρώτη και μοναδική τηλεόραση του χωριού. Στις πόρτες τους έρχονταν οι πλανόδιοι κουρείς και οι λογής πραματσούλιδες με τους ψαράδες τους. Οι ίδιοι χώροι λειτουργούσαν και ως πολιτικά κέντρα, αφού εκεί πήγαινε και εξακολουθεί να πηγαίνει ο υποψήφιος βουλευτής ή νομάρχης. Εκεί παλαιότερα ο κομματάρχης καλόπιανε και μεθούσε τους ψηφοφόρους του. Μεταπολιτευτικά και με τα κομματικά πάθη στη διαπασών, τα καφενεία του χωριού χωρίστηκαν σε πράσινα, μπλε και ενίοτε κόκκινα. Οι καφετζήδες ακόμη και σήμερα για να προσελκύσουν πελατεία προσφέρουν δωρεάν ανάγνωση της -χθεσινής- εφημερίδας ενώ γίνονται -με το αζημίωτο- και dealers των εμπόρων που πουλάνε κρασοστάφυλα.

Χωριάτικο καφενείο με περγουλιά

Παλαιότερα συνηθίζονταν οι καφετζήδες να ακολουθούν τις λιτανείες στα απομακρυσμένα ξωκλήσια όπου με το πέρας της λειτουργίας άπλωναν σε πέτρες ή σε τραπεζομάντιλα μερικές μπουκάλες με ούζα, κονιάκ, μαστίχα και λουκούμια ενώ πιο δίπλα και πάνω σε μια πυροστιά έφτιαχναν τους καφέδες που δεν τους αγαπούσαν μόνο οι λαϊκοί, αλλά ακόμη και οι καλόγεροι που δεν το έβλεπαν ως διαβολική εξάρτηση (Ο Alb. Mousson στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σημειώνει ότι “…Καθίσαμε στο μικρό ξενώνα του μοναστηριού και, ενώ πίναμε το καθιερωμένο φλιτζάνι με τον καφέ -που πρέπει να σημειώσουμε ότι ποτέ και από πουθενά δεν λείπει- ένας μοναχός που μιλούσε ιταλικά μας διηγήθηκε την ιστορία της μονής…”.

Βιβλιογραφία:
1. Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τ. 16, σελ. 284. 2. Σπύρου Στ. Βουλγάρεως, Αναμνήσεις μιας περασμένης εποχής,Κέρκυρα 1989. 3. Νικόλαος Κονεμένος, Απαντα, επιμ. Βαλέτα, Πηγή 1965. 4. Γεωργίου Προσαλένδου, ΑνέκδοταΧειρόγραφα, επιμ. Λ. Βροκίνης, Κέρκυρα 1879. 5. Αντώνης Δεσύλλας, Βόλτα στη Σπιανάδα, Έψιλον 1997. 6.Alb. Mousson, Κέρκυρα και Κεφαλλονιά/ μια περιήγηση το 1858, Ιστορητής 1995. 7. Henry Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ιστορητής 1994. 8. Νάσος Δετζώρτζης, Συνεντεύξεις και έρευνες, Γαβριηλίδης 1994. 9. Μάριος Αγγελόπουλος, Μνήμες και φαντασία/ Όλα στο φως, Αθήνα χ.χ. 10. Σπύρος Πλασκοβίτης, η Πόλη, Κέδρος 1979. 11. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κατάδικος, Εστία χ.χ.

πηγή : περιοδικό ΕΧΙΤ

* * *