H ιταλική προπολεμική κοινότητα της Κέρκυρας έχει τις ρίζες της στον 19° αιώνα, όταν έφτασαν στο νησί οι πρώτοι ψαράδες από την Απουλία και την Νάπολη, οι τελευταίοι με πείρα στην αλιεία του κοραλλιού.
Τότε δημιουργήθηκε ένας αρχικός πυρήνας, ο οποίος ενισχύθηκε γρήγορα κατά τα χρόνια αμέσως μετά την δημιουργία του νεοσύστατου ιταλικού κράτους. Ήταν μια εποχή που ο ιταλικός νότος υπέφερε οικονομικά, με συνέπεια την δημιουργία ενός κύματος μετανάστευσης προς όλη την υδρόγειο. Ήταν αποκλειστικά οικονομικοί μετανάστες και αρκετοί, φοβούμενοι το άγνωστο, προτίμησαν έναν κοντινό προορισμό, σαν την Ελλάδα. Στην ελληνική επικράτεια στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν 19.000 αλλοδαποί εκ των οποίων οι 10.000 Ιταλοί. Αυτή η μεταναστευτική ροή διευκολύνθηκε από την Ιταλοελληνική Συνθήκη του 1878, η οποία επέτρεπε στους Ιταλούς εργάτες και τεχνίτες να ασκούν το επάγγελμά τους χωρίς την υποχρέωση να λάβουν την ελληνική ιθαγένεια, καθώς και σε ναυτικούς και ψαράδες να ψαρεύουν στα ελληνικά χωρικά ύδατα χωρίς μεγάλα προβλήματα.
H αιτία του κύματος μετανάστευσης 10 εκατομμυρίων κατοίκων που έπληξε την Ιταλία στα τέλη του 19ου αιώνα και ειδικά το Βένετο και τον γεωργικό Νότο, οφείλεται στην ατυχή προστατευτική πολιτική που εφαρμόστηκε το 1887 στα πλαίσια μιας προσπάθειας διαφύλαξης των συμφερόντων της βιομηχανίας, θέτοντας υπερβολικούς δασμούς στα προϊόντα που δεν χρησιμοποιούνταν από τη βιομηχανία. Αυτό τιμώρησε την γεωργία γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη τα αντίποινα των ξένων αγορών. Έτσι, πολυάριθμοι καλλιεργητές στην Νότια Ιταλία αναγκάστηκαν να διακόψουν την παραγωγή, συμβάλλοντας στην αύξηση της μετανάστευσης.
Κύματα προσφύγων
Αυτό το κύμα μετανάστευσης δεν θα πρέπει να συγχυστεί με προγενέστερες ροές Ιταλών προς την Ελλάδα και τα Επτάνησα, όπως αυτή της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα η οποία είχε φιλελληνικό χαρακτήρα – και αφορούσε περισσότερο αριστοκράτες – και αυτή της δεκαετίας του 1830 που οφείλονταν στη φυγή πολιτικών προσφύγων. Τότε έφτασαν στην Κέρκυρα 80 περίπου Ιταλοί, οι περισσότεροι από τους οποίους επέστρεψαν στην πατρίδα τους ύστερα από απονομή χάριτος. Στην Κέρκυρα θα βρουν ευνοϊκές συνθήκες λόγω της γειτνίασης με την Ιταλία αλλά και λόγω της ιδιόμορφης πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού (η ιταλική ήταν ακόμα η επίσημη γλώσσα).
Μια τελευταία φυγή από την Ιταλία προς τα Επτάνησα – πάντα πολιτικού χαρακτήρα – θα σημειωθεί κατά το 1848/49, στα πλαίσια των επαναστατικών ευρωπαϊκών κινημάτων, γνωστά σαν «Άνοιξη των λαών». Οι βρετανικές αρχές των Επτανήσων θα χαρακτηρίσουν αυτούς τους Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες με τον γενικό όρο «αναρχικοί» και δεν θα τους δουν με καθόλου καλό μάτι, φοβούμενοι μετάδοση επαναστατικών ιδεών στα Επτάνησα. Τότε θα φτάσουν στα νησιά του Ιονίου περίπου 1.000 Ιταλοί και οφείλουμε να πούμε πως οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν αδελφικά. Πολλοί από αυτούς δεν διέθεταν τις απαραίτητες εγγυήσεις για την παραμονή που απαιτούσαν οι βρετανικές Αρχές και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο βασίλειο της Ελλάδας, με κυριότερους προορισμούς την Πάτρα και την Ερμούπολη. Στην Πάτρα θα καταφύγουν και οι πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κεφαλλονιά μετά την εξέγερση της Σκάλας. Τότε θα δημιουργηθεί o πυρήνας της ιταλικής κοινότητας της Πάτρας που θα επιζήσει μέχρι το τέλος του Β’ Π.Π. Οι περισσότεροι θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους γύρω στο 1860, μαζί με κάποιες εκατοντάδες Έλληνες που πήγαν στην Ιταλία για να πολεμήσουν στις τάξεις του Γαριβάλδη.
Η κοινότητα της Κέρκυρας
Σύμφωνα με προξενικές εκθέσεις, κατά την περίοδο 1887-1905 η ιταλική κοινότητα της Κέρκυρας απαρτίζονταν στην συντριπτική της πλειοψηφία από μετανάστες από την κοντινή Απουλία και για κάποια διαβολική σύμπτωση, όπως θα δούμε, η Απουλία θα είναι και ο τόπος του επαναπατρισμού τους. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρχαν οικογένειες και από την Νάπολη, ενώ ήταν λιγοστές εκείνες που προέρχονταν από την Βενετία και την επαρχία της, τόπος που συνδέονταν ιστορικά με την Κέρκυρα. Αυτές οι τελευταίες δεν ξεπερνούσαν τις 50.
Σύμφωνα με μια διπλωματική έκθεση του 1903 του γενικού προξένου Enrico De Gubernatis, η ιταλική παρουσία στην Κέρκυρα ανερχόταν σε περίπου 1.200 άτομα. Η αποικία αμέσως μετά απέκτησε μόνιμο χαρακτήρα, καθώς στο νησί γεννήθηκαν πολλοί Ιταλοί και ήδη στις αρχές του αιώνα τα 2/3 των ιταλοκερκυραίων είχαν γεννηθεί στην Κέρκυρα. Η δημογραφική σταθερότητα αυτής της κοινότητας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1928, σύμφωνα με απογραφή των ελληνικών αρχών, αριθμούσε περίπου το ίδιο. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά είναι, κατ’ ευθείαν παραδοχή των προξενικών αρχών, κάπως αβέβαια, καθώς υπήρξαν άτομα που απέφυγαν να εγγραφούν στο ληξιαρχείο είτε από αμέλεια είτε λόγω προκατάληψης (δεν απαιτούνταν έγγραφα για να γίνει κάποιος δεκτός στο νησί, για να διαμείνει εκεί και για να εργαστεί) ή επειδή ήταν ανυπότακτοι. Επίσης, πολλές γεννήσεις και θάνατοι δεν δηλώνονταν στις ιταλικές αρχές και στα ληξειαρχεία της Ιταλίας. Επίσης, δεν δηλώνονταν όσοι είχαν εκκρεμότητες με την ιταλική Δικαιοσύνη. Οι πιο πολλοί ήταν ναυτικοί, ψαράδες, τσαγκάρηδες, έμποροι και ξυλουργοί. Ακολουθούσαν κατά φθίνοντα αριθμό υπάλληλοι, ράφτες, κηπουροί, αμαξάδες, σιδηρουργοί, χτίστες, μοδίστρες, επιπλοποιοί, μπογιατζήδες, μυλωνάδες, κομμωτές και αγρότες. Λίγοι εργάτες, σαμαράδες, ταπετσιέρηδες, χρυσοχόοι. Και σε ακόμα μικρότερους αριθμούς βαρελοποιοί, ωρολογοποιοί, βυρσοδέψες, καπελάδες και λιθοξόοι. Σχεδόν όλοι οι τεχνίτες δεν είχαν δικό τους μαγαζί ή επιχείρηση αλλά δούλευαν σαν υπάλληλοι σε ντόπιους εργοδότες. Όσοι καλλιεργούσαν τη γή απέφευγαν να απομακρυνθούν πολύ από την πόλη.
Οι οικονομικές συνθήκες της κοινότητάς στις αρχές του εικοστού αιώνα δεν ήταν ευημερούσες (ιδιαίτερα λόγω της εξάπλωσης του δάκου και του περονόσπορου, που προοδευτικά εξαθλίωσαν την τοπική γεωργία) και περίπου το 90% της κοινότητας τα έβγαζε δύσκολα πέρα. 20 οικογένειες (περίπου το 8% του συνολικού αριθμού των ιταλικών οικογενειών) ζούσε σε επίπεδα απόλυτης φτώχειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση φιλανθρωπικών συλλόγων ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των φτωχότερων, δεδομένης και της έλλειψης κοινωνικής προστασίας που υπήρχε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή.
Η πρώτη από αυτές τις εταιρείες με χρονολογική σειρά ήταν η Ιταλική Φιλανθρωπική Εταιρεία (1870), την οποία ακολούθησαν η Ιταλική Αδελφότης και η Εταιρεία Αλληλοβοήθειας Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ . Η τελευταία, η σημαντικότερη, ιδρύθηκε το 1886 αλλά στην Κέρκυρα άνοιξε μόνο το 1902. Κατά τη διάρκεια της δραστηριότητάς της, μεταξύ άλλων, δώρισε ένα σημαντικό ποσό για την ίδρυση ιταλικής σχολής. Ακόμη και κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, καθώς το εμπόριο και η βιομηχανία στο νησί σταμάτησαν, βοήθησε τους άπορους Ιταλούς που έμειναν άνεργοι. Τα μέλη της, επίσης, πρόσφεραν φαγητό, διαμονή και ρουχισμό για περισσότερο από ένα μήνα σε περισσότερους από εκατό Ιταλούς εθελοντές που είχε αφήσει στην Κέρκυρα ο Ricciotti Garibaldi, ενώ μάχονταν στην Ελλάδα.
Το 1889 ιδρύθηκαν στο νησί σχολεία αρρένων και θηλέων. Σύμφωνα με την προξενική έκθεση του De Gubernatis, το 1904 τα ιταλικά σχολεία ήταν τα εξής: Δημοτικό αρρένων (70 μαθητές), Δημοτικό θηλέων με παρακείμενο νηπιαγωγείο (100 μαθήτριες), Ιταλική εσπερινή σχολή (90 μαθητές), ιταλική σχολή Σχεδίου (70 μαθητές). Στο νησί λειτούργησε και η πανταχού παρούσα Επιτροπή Dante Alighieri για την διάδοση του ιτα-λικού πολιτισμού. Το 1910 άρχισε να εκδίδεται στην Κέρκυρα ιταλική εβδομαδιαία εφημερίδα, με την ονομασία «Ιταλική Αποικιακή Ηχώ» (Eco Coloniale Italiano).
Χαρακτηριστικό της κοινότητας ήταν πως δεν αφομοιώθηκε ποτέ, όπως αντίθετα είχε συμβεί σε άλλες περιπτώσεις, και αυτό μάλλον οφείλεται στο λιγοστό χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις πρώτες αφίξεις των Ιταλών και την εκδίωξή τους. Επίσης, οι δεσμοί με τους συγγενείς στην Ιταλία και φυσικά η ισχυρή θέληση της φασιστικής Ιταλίας που υπεράσπιζε, βοηθούσε και τόνιζε την εθνικής τους ταυτότητα, κάθε άλλο παρά βοήθησαν. Οφείλουμε βέβαια να πούμε πως ήξεραν να μιλούν ελληνικά, πως υπήρχαν μεικτές οικογένειες και πως είχε επιτευχθεί μια αφομοίωση στον κοινωνικό και επαγγελματικό ιστό της πόλης. Οι «Ιταλοί» δεν κατοικούσαν σε ξεχωριστή συνοικία όπως οι Εβραίοι αλλά ήταν διάσπαρτοι σε όλη τη πόλη. Είχαν ιταλικά έγγραφα και για να παραμείνουν στην Ελλάδα έπρεπε να ανανεώνουν την άδεια παραμονής από τις Αρχές.
Οι νέοι σπούδαζαν στην Ιταλική Εμπορική Επαγγελματική Σχολή (Α’ Γυμνάσιο), ιταλική ιδιοκτησία από το 1922, από την οποία μπορούσαν να αποφοιτήσουν με το δίπλωμα του λογιστή. Η Σχολή αυτή, πρώην «μέγαρο Σκαραμαγκά» είχε αγοραστεί έναντι 2 εκατ. δραχμών από την ιταλική εταιρεία «Αδελφοί Χριστιανοί» (Fratelli Cristiani), για την οποία οι Αρχές είχαν την υποψία πως εκτελούσε προπαγανδιστικό ρόλο και στο εσωτερικό της δίδασκαν μοναχοί. Η Σχολή γέννησε πολλές ανησυχίες στις τοπικές αρχές γιατί δέχονταν και παιδιά Ελλήνων απόρων, παρέχοντάς τους δωρεάν εκπαίδευση και δωρεάν γραφικό υλικό.
Αν και οι δύο κοινότητες ζούσαν αρμονικά, προστριβές μεταξύ τους θα παρατηρηθούν κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την κατάληψη της Κέρκυρας από την Αντάντ και την παρουσία ιταλικής στρατιωτικής αποστολής στο νησί. Η ελληνική κυβέρνηση και οι ντόπιοι δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι αυτή την ιτα-λική παρουσία, ειδικά μετά την ιταλική επέμβαση στην Αλβανία, έχοντας υποψίες για μια πανλατινική ιταλική πολιτική στα Βαλκάνια, με την Ιταλία στο ρόλο του προστάτη και τον φόβο κατάληψης της Κέρκυρας ύστερα από την ιταλική κατάληψη της Χιμάρας.
Οι σχέσεις θα επιδεινωθούν περισσότερο κατά την ιταλική κατάληψη της Κέρκυρας το 1923, όταν θα ριζώσει η ιδέα της ευθύνης της ιταλικής κοινότητας [θα δούμε σε φωτογραφικά αρχεία και ντοκιμαντέρ της εποχής μέλη της παροικίας να υποδέχονται θερμά τα ιταλικά στρατεύματα που αποβιβάζονται στην Κέρκυρα]. Δεν είναι τυχαίο πως τότε, η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε στους Ιταλοκερκυραίους να αγοράσουν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία στο νησί και στη συνέχεια δρομολόγησε μια σειρά περιοριστικών μέτρων «για τους κατοίκους εξωτερικού». Η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα υπογραφτεί το Σύμφωνο Φιλίας ανάμεσα στα δύο κράτη (1928).
Αντίθετα απ’ ότι συνέβη στην Πάτρα, η ιταλική κοινότητα της Κέρκυρας από τον Μεσοπόλεμο και μετά αυξήθηκε, έστω και μετρημένα. Στην απογραφή του 1928 υπήρχαν στην Κέρκυρα περίπου 1.000 Ιταλοί υπή-κοοι ενώ κατά τον Β’ Π.Π. θα φτάσουν τους 1.500, δηλαδή αποτελούσαν το 4% περίπου του πληθυσμού της πόλης.
Ο δε Παρίνι, σε σημείωσή του της 27ης Απριλίου 1942, κάνει λόγο για περίπου 1200 άτομα, τα περισσότερα τσαγκάρηδες, κουρείς, ράφτες, βυρσοδέψες, ψαράδες, σιδηρουργοί, μηχανικοί και εργάτες.
Στα δίχτυα της φασιστικής προπαγάνδας
Στον απόηχο προηγούμενων αποφάσεων του ιταλικού κράτους που ανάγονται στην κυβέρνηση του Francesco Crispi (φροντίδα προς τους Ιταλούς του εξωτερικού, ίδρυση ιταλικών σχολείων εκτός των συνόρων κλπ), η φασιστική Ιταλία θα σφίξει στην εθνικιστική ασφυκτική μέγγενη τους Ιταλούς της Ελλάδας. Η αποστολή ανατέθηκε και εκτελέστηκε επιμελώς από την Ιταλική Φασιστική Ένωση Εξωτερικού (Fasci Italiani all’estero) αλλά και άλλους φορείς, όπως τη Γενική Διεύθυνση της Iταλικής Eργασίας Εξωτερικού (Direzione generale del lavoro italiano all’estero) την Διεύθυνση Σχολείων Εξωτερικού (Direzione delle Scuole all’estero), το Ίδρυμα Υιών του Littorio (Fondazione dei Figli del Littorio), την Ιταλική Νεολαία του Littorio Εξωτερικού (Gioventù Italiana del Littorio all’Estero – GILE).
Όλοι αυτοί οι φορείς, με τους προπαγανδιστικούς τόνους του καθεστώτος, υψώθηκαν σαν ύστατοι προμαχώνες για την υπεράσπιση της «ιταλικότητας», προωθώντας όχι μόνο διαλέξεις και συζητήσεις με ομιλητές αποδεδειγμένων φασιστικών πεποιθήσεων που υπόσχονταν να βοηθήσουν πνευματικά και ηθικά τους Ιταλούς, αλλά και υποστηρίζοντας μια σειρά από δραστηριότητες, όπως, για παράδειγμα, την δημοσίευση περιοδικών και την ευθυγράμμιση με τη μεταρρύθμιση Gentile των προγραμμάτων που εκτελούνταν στα ιταλικά σχολεία. Οι μαθητές των σχολείων ήδη από το 1927 αποστέλλονται τους καλοκαιρινούς μήνες σε κατασκηνώσεις στην Ιταλία. Οι έφηβοι επίσης αποστέλλονται στις παραστρατιωτικές κατασκηνώσεις DUX της φασιστικής νεολαίας σε διάφορα σημεία της Ιταλίας, όπου αδελφοποιούνται με την φασιστική νεολαία της Ιταλίας.
Οι ελληνικές Αρχές, αν και αναγνώριζαν πως δεν υπήρχε συστηματική ιταλική προπαγάνδα, σημείωναν το 1930 πως ο καθολικός επίσκοπος Πρίντεζης «έχει ιταλικωτάτην την ψυχήν, πάσα δε πράξις του τείνει εις την εξάπλωσιν της ιταλικής ιδέας εν Κερκύρα». Την ίδια εποχή, ο Νομάρχης Κερκύρας έγραφε πως η πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί για να να εξουδετερωθούν οι ιταλικές πρωτοβουλίες στο νησί, ήταν η επιδίωξη εξελληνισμού των Μαλτέζων, η διαίρεση των καθολικών ώστε να μην υπακούουν όλοι στον Ιταλό επίσκοπο, η προστασία των Εβραίων ώστε να μην στέλνουν τα παιδιά τους στην Ιταλική Σχολή και να μην δέχονται το εβδομαδιαίο βοήθημα που διανέμονταν από την καθολική επισκοπή, η παροχή δωρεάν βασικής εκπαίδευσης στα παιδιά άπαντων των Κερκυραίων ώστε να μην μπαίνουν στον πειρασμό να φοιτήσουν σε ξένα σχολεία. Προτείνει δε τη σύσταση «μυστικού ομίλου αρμοδίων προσώπων κατά προτίμησιν εφέδρων αξιωματικών» με σκοπό να αντιτείνει αντενέργειες ενάντια στην ιταλική προπαγανδιστική δραστηριότητα.
Τον Μάρτιο του 1928 το Υπ. Εσωτερικών έστειλε διάταξη απευθυνόμενη στις αστυνομικές αρχές του νησιού με την αποτροπή έκδοσης αδειών εργασίας σε αλλοδαπούς για περίπου 50 είδη επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτών, των πλανόδιων πωλητών και των μικροτεχνιτών. Η αντίδραση της ιταλοκερκυραϊκής κοινότητας ήταν η ένταξη πολλών μελών στις διάφορες φασιστικές οργανώσεις. Πάντα το 1930, η κυβέρνηση Βενιζέλου θα απαγορεύσει σε εθνικό επίπεδο την «φοίτησιν Ελληνοπαίδων εις ξένας σχολάς».
Η φασιστική προπαγάνδα κατάφερε να εισχωρήσει βαθιά στην ιταλική κοινότητα της Κέρκυρας, ένα μεγάλο μέρος της οποίας αισθάνεται πλέον προστατευμένο από την «αγαπημένη πατρίδα». Ο μηχανισμός της προπαγάνδας πέτυχε τους στόχους του, όπως φαίνεται από στοιχεία που αφορούν το 1937, όταν στην Κέρκυρα υπάρχουν 356 μέλη γραμμένα στο Κόμμα και 306 νεολαίοι στην Ιταλική Νεολαία του Littorio Εξωτερικού (GILE). Ένα ποσοστό αρκετά υψηλό, περίπου το μισό της ιταλικής κοινότητας αλλά και ίσως ακόμα πιο υψηλό, αν θεωρήσουμε πως στα 1.300 άτομα της κοινότητας συμπεριλαμβάνονταν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Πέρα από την προπαγάνδα, οι φασιστικές οργανώσεις γίνονται όργανα ελέγχου των μεταναστών (ώστε να απομακρυνθούν από τις επιρροές των εξόριστων αντιφασιστών), καθώς και δεξαμενές εθελοντών που θα χρησιμοποιηθούν αρχικά στην εκστρατεία της Αβησσυνίας και στη συνέχεια στον παγκόσμιο πόλεμο. Από την άλλη, οι φασιστικές οργανώσεις λειτουργούν επίσης ως φορείς παρακολούθησης και κατασκοπείας της πίστης των Ιταλών διπλωματών.
Κατά πόσο όμως τα μέλη της ιταλικής κοινότητας στην Κέρκυρα ήταν πραγματικά φασίστες, είναι άλλο θέμα. Είναι σίγουρο πως στην Κέρκυρα υπήρχε ένας οργανωμένος πυρήνας του φασιστικού κόμματος αλλά ήταν και εποχές που η μη εγγραφή στο Κόμμα είχε σαν συνέπεια τον επαγγελματικό/κοινωνικό αποκλεισμό και την καχυποψία, εποχές που η κατοχή μιας ταυτότητας του Κόμματος ήταν σχεδόν «απαραίτητη» για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, βλέποντας πως εξαιτίας του υπερβολικού ζήλου του Γ.Γ. του κόμματος Starace, οι ταυτότητες ανέρχονταν πλέον σε δεκάδες εκατομμύρια και δεν είχαν πλέον νόημα, για κάποια στιγμή σκέφτηκε να τις ακυρώσει και να τις εκδώσει μόνο για τους πραγματικούς φασίστες.
Ήταν επίσης εποχή φτώχιας και στερήσεων που κατά κάποιο τρόπο έσπρωχνε τα φτωχά στρώματα στην αγκαλιά των φασιστών. Το επιβεβαιώνει η έκθεση του πρόξενου στην Κέρκυρα, Moscati, κατά τα τέλη του 1937: «Οι συνθήκες φτώχειας που βιώνει η κοινότητα της Κέρκυρας, η οποία αποτελείται από περίπου 1300 Ιταλούς, συνεχίζουν να χειροτερεύουν με την επιδείνωση της τοπικής οικονομικής κατάστασης. Με στόχο την αύξηση της αντοχής τους και την ανάπτυξη του πατριωτικού τους πνεύματος, φροντίσαμε να αυξήσουμε την φιλανθρωπική δράση, τόσο μέσω του Fascio όσο και των G.I.L.E. και Εθνικής Οργάνωσης Μητρότητας και Παιδικής Ηλικίας». Η φιλανθρωπική δράση (συνολικού ύψους περίπου 126.000 δρχ της εποχής) αφορούσε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φροντίδα των άπορων και ηλικιωμένων και αποστολή δεμάτων με τρόφιμα και ρουχισμό.
Οργανώνονται προβολές προπαγανδιστικού υλικού του Ινστιτούτου LUCE, πατριωτικές εκδρομές στο Σπίτι των Γιατρών, εορτές στις φασιστικές επετείους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η καχυποψία των ντόπιων και η αντίδραση των Αρχών. Ειδικότερα, ο Ιταλός πρόξενος σε αναφορά του αναφέρει πως οι ιταλοκερκυραίοι φασίστες είναι πιο ευάλωτοι στην ανεργία λόγω των φρονημάτων τους, τονίζει την απαγόρευση που επιβλήθηκε στη GILE να συμμετάσχει σε δημόσιες εκδηλώσεις με στολή – συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών εθνικών εορτών – η οποία περιορίζει τη χρήση της στολής στα κεντρικά γραφεία των ιταλικών συλλόγων, την απαγόρευση του κηρύγματος αποκλειστικά στα ιταλικά στον καθολικό καθεδρικό ναό, τα εμπόδια στη διάδοση προπαγανδιστικού υλικού. Ακόμη, τον Οκτώβριο του 1933, με αφορμή τους εορτασμούς της Πορείας στη Ρώμη, μια ομάδα ντόπιων στοιχείων, που ο πρόξενος χαρακτηρίζει «ταραχοποιούς», είχε επιτεθεί με ρίψεις πετρών στον αθλητικό χώρο όπου γίνονταν οι συγκεντρώσεις της GILE. Το 1937 οι καθολικοί Κερκυραίοι μαλτέζικης καταγωγής ζητούν τα κηρύγματα στον Ντόμο να γίνονται μόνο στα ελληνικά από φόβο μήπως κριθούν φιλοϊταλοί.
Το 1933 η ελληνική κυβέρνηση επεμβαίνει και στο θέμα των ιταλικών σχολείων, όπου απαγορεύει τη φοίτηση σε παιδιά μη Ιταλούς κάτω των 12 ετών, ακυρώνει την ισοτιμία, ενώ στα αναγνωρισμένα σχολεία επιβάλλει πως ο διευθυντής και μεγάλος μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού πρέπει να είναι Έλληνες υπήκοοι, απαγορεύει την αποκλειστική χρήση της ιταλικής γλώσσας και επιβάλλει 6-7 ώρες ελληνικών και 5-6 ώρες ιταλικών (με αποτέλεσμα οι μαθητές να μη γνωρίζουν καλά ούτε την ιταλική, ούτε την ελληνική γλώσσα, με τεράστιες δυσκολίες για την απόκτηση του απολυτηρίου).
Πόλεμος
Με την κήρυξη του πολέμου το σύνολο της ιταλικής μειονότητας αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως de facto πέμπτη φάλαγγα. «Από της πρώτης ημέρας των εχθροπραξιών, η Αστυνομία της Κερκύρας προέβη εις την σύλληψιν και συγκέντρωσιν εντός του Παλαιού Φρουρίου απάντων τω Ιταλικής καταγωγής Κερκυραίων και άλλων υπόπτων ή επικινδύνων δια την εθνικήν ασφάλειαν ατόμων. Το έργον τούτο ήχθη εις πέρας εντός ελαχίστου χρόνου», μας πληροφορεί χαρακτηριστικά το λεύκωμα της Αστυνομίας Πόλεων του έτους 1961. Mε ίδιο ζήλο κινείται και η Χωροφυλακή: «Τα Σώματα Ασφαλείας εν περιπτώσει επιστρατεύσεως: […] επιφορτίζονται με την υποχρέωσιν της αυστηράς παρακολουθήσεως των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων». Κατά την μεταφορά των ανδρών στο Π. Φρούριο δεν έλειψαν και κάποιες χειροδικίες εκ μέρους των ντόπιων ενώ τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κλείστηκαν σε ένα στρατόπεδο στον Ποταμό.
Με την ιταλική κατάληψη της Κέρκυρας θα πράγματα θα αλλάξουν. Στις 23/8/1941 με λαμπρή εκδήλωση όπου παρίσταντο ο κυβερνήτης Παρίνι και όλη η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, θα ιδρυθεί η φασιστική οργάνωση Fascio «Costanzo Ciano», με αποστολή, τουλάχιστον στα χαρτιά, την πολιτική διείσδυση σε όλους τους τομείς δραστηριότητας του νησιού. Οι Ιταλοί της Κέρκυρας έχουν μεν πρόσβαση στα τρόφιμα με δελτίο αλλά δεν προκύπτει πως απολάμβαναν κάποια ειδικά προνόμια σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό. Αντίθετα, στα συχνά πλούσια γεύματα που πρόσφερε ο Παρίνι, πολλοί από τους καλεσμένους ανήκαν στους Έλληνες προύχοντες, ενώ 50 ντόπιες αριστοκρατικές οικογένειες ελάμβαναν τακτικά τρόφιμα και διάφορα δώρα. «Προνομιούχοι» ήταν, αντίθετα τα ντόπια μεγαλοστελέχη: Σύμφωνα με την καταγγελία ενός Ιταλού μετανάστη από την Κέρκυρα, του Teodoro Daniele, τα στελέχη του ντόπιου Fascio, κόμης Gian Gaetano Fogaccia και Francesco Maria Barracu (μελλοντικός υφυπουργός Προεδρίας της Δημοκρατίας του Salò), που διαδέχθηκε ο ένας τον άλλον στο νησί, έκλεψαν χρηματικά ποσά από την Ομοσπονδία, ως και το μαλλί που είχαν συλλέξει οι Ιταλοί της Κέρκυρας για τους στρατιώτες. Βέβαια, το αυλάκι που χωρίζει τις δύο κοινότητες είχε γίνει πλέον αγεφύρωτο.
Κατά τον πόλεμο ο ιταλικός πληθυσμός αποτελείται κυρίως από γυναικόπαιδα και μη ικανούς, καθώς οι περισσότεροι άντρες έχουν καταταγεί και υπηρετούν ως επί το πλείστον στα Βαλκάνια και την Αλβανία. Κάποιοι εργάζονταν σαν μεταφραστές και υπάλληλοι αλλά η πολύχρονη πρόσμιξή τους με το ελληνικό στοιχείο γεννούσε δυσπιστία για τους περισσότερους από αυτούς. Για παράδειγμα, για την παρακολούθηση υπόπτων οι καραμπινιέροι προτιμούσαν να την αναθέσουν σε Ιταλούς που είχαν φτάσει πρόσφατα από την Ιταλία, παρά στα μέλη της ιταλικής κοινότητας, των οποίων, όπως έγραφε ο Επίτροπος Ζακύνθου Zanoni προς τον Παρίνι, «η φύση ήταν διεφθαρμένη από τη μακρά παραμονή στη χώρα».
Δεν υπάρχουν στοιχεία για την συμπεριφορά των ιταλοκερκυραίων μετά την ιταλική παράδοση και προφανώς θα μοιραστούν την πείνα και τις δυσκολίες μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό κατά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς και μετέπειτα κατοχή. Ο Αθανάσαινας κάνει λόγο για κάποιους «αμετανόητους» που συνέχισαν να συνεργάζονται με τους φασίστες που είχαν ορκιστεί πίστη στους Γερμανούς. Ο δε Δαφνής γενικεύει και χωρίς εξαιρέσεις αναφέρει πως «οι Ιταλοί της Κερκύρας υπήρξαν στενοί συνεργάτες της Γκεστάπο». Και οι δύο συγγραφείς αποφεύγουν να αναφέρουν συγκεκριμένα ονόματα Ιταλών κερκυραίων συνεργατών των Γερμανών. Γεγονός είναι πως αυτή η συνεργασία, ελάχιστη, μερική ή ολική, αληθινή ή όχι, βάρυνε σημαντικότατα στην μελλοντική απόφαση απέλασης όλης της κοινότητας.
Απελευθέρωση – Εκδίωξη
Με την απελευθέρωση τίθεται αμέσως θέμα απέλασης των Ιταλών υπηκόων. Στην πραγματικότητα το θέμα είχε τεθεί ήδη από τον Αύγουστο, ακόμα με την Κέρκυρα υπό γερμανική κατοχή, όταν η Λαϊκή Ένωσις Κερκύρας εξέδωσε την παρακάτω προκήρυξη:
Θέλομεν ή Κέρκυρα νά άποδοθή όλοκληρωτικά εις τήν Ελλάδα.
Τήν θέλομεν έντελώς ίδικήν μας, χωρίς καμμίαν ύποψίαν ξενικής
προπαγάνδας, όποιασδήποτε μορφής. Διά τόν λόγον αύτόν θά ζη-
τήσωμεν τήν άμεσον άπομάκρυνσιν άπό τόν τόπον κάθε έχθρικοΰ
στοιχείου, πού, καί πριν άπό τόν πόλεμο καί κατά τήν διάρκειαν
τής κατοχής, είργάσθη έναντίον τών έθνικών συμφερόντων τής Ελλάδος,
ή όποια είχε έξασφαλίση είς όλας τάς ξένας μειονότητας
ισότητα δικαιωμάτων.
Μαρτυρίες Ιταλών αναφέρουν πως επιθυμία του ΕΔΕΣ, πεπεισμένος πως η παροικία δεν είχε χάσει τις φασιστικές της πεποιθήσεις και πως κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάζονταν με τον κατακτητή, ήταν να τους βάλει αμέσως σε καΐκια στη Κόντραφόσα (όπως και αποπειράθηκε, στις 15/10) και να τους ξεφορτώσει στην Αλβανία. Η μεσολάβηση ενός μαλτέζου καθολικού κληρικού στις αγγλικές αρχές και η άφιξη στο νησί του Άγγλου ναυάρχου διοικητή της ναυτικής μοίρας Αδριατικής θα ματαιώσει αυτή την βίαιη απόφαση, αλλά η μοίρα τους είχε πλέον κριθεί. Τις προηγούμενες ημέρες είχαν σημειωθεί εκ μέρος του πληθυσμού κάποιοι προπηλακισμοί και κακοποιήσεις μελών της ιταλικής κοινότητας. Στις 13/10/44 είχε πραγματοποιηθεί στη Σπιανάδα «αυθόρμητο συλλαλητήριο» με αίτημα την εκδίωξή τους, το οποίο παραδόθηκε στον στρατιωτικό διοικητή ταγματάρχη Σαρρή. Ο Σαρρής βεβαίωσε πως αυτό το «δίκαιο αίτημα» θα ικανοποιούντο και λίγες ώρες αργότερα διέταζε τη σύλληψη και τον εγκλεισμό τους στο Παλαιό Φρούριο. Την επόμενη ημέρα η αστυνομία συνέλαβε όχι μόνο «τους Ιταλούς υπηκόους, οίτινες διέπραξαν εγκλήματα κατά του λαού» αλλά και «τα λοιπά μέλη της Ιταλικής παροικίας, προς πρόληψιν αυτοδικιών και αντεκδικήσεων εις βάρος των».
Στρατιωτική Διοίκησις Κερκύρας
13 ’Οκτωβρίου 1944
ΔΙΑΤΑΓΗ
’Επειδή διεπιστώσαμεν άπολύτως λόγω λαβόντων χώραν έπεισο”
δίων ότι ή ζωή τών ένταϋθα διαμενόντων ’Ιταλών ύπηκόων τελεί έν
άμέσω κινδύνω, άπειλουμένη έκ μέρους τών Ελλήνων Κερκυραίων,
πιθανώς λόγω τού μίσους τού δημιουργηθέντος κατά τό διάστημα
τής ’Ιταλικής καί Γερμανικής κατοχής
Άποφασίζομεν καί διατάσσομεν
Άπαντες οί έν Κερκύρα διαμένοντες ’Ιταλοί υπήκοοι θά συλλη-
φθώσιν άμέσως έκ μέρους τής ’Αστυνομίας Πόλεων καί Χωροφυλακής,
θά συγκεντρωθώσιν εις κεκλεισμένον χώρον καί έν συνεχείς
θά άπελαθώσιν εις περιοχήν έκτός τής Ελληνικής ’Επικράτειας.
Ό Στρατιωτικός Διοικητής
ΣΑΡΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ.
Οι περιουσίες των Ιταλών κατασχέθηκαν και τα σπίτια τους λεηλατήθηκαν. Μερικοί από τους Ιταλούς, περίπου 200 άτομα, επαναπατρίστηκαν στην Ιταλία δύο μέρες αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου με αποβατικό σκάφος του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού. Η πλειοψηφία θα παραμείνει κρατούμενη μέχρι τις 7 Νοεμβρίου του 1944, όταν, ύστερα από εντολή των βρετανικών αρχών, ένα νορβηγικό πλοίο που έφερε τη σημαία του Ερυθρού Σταυρού θα επιβιβάσει 661 άτομα (ως επί το πλείστον ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά), συν άλλους 500 Ιταλούς στρατιώτες που είχαν γλυτώσει από τις γερμανικές εκκαθαρίσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της κυβέρνησης της Ρώμης, περίπου 900 Ιταλοί υπήκοοι εκκενώθηκαν από την Κέρκυρα, όπου παρέμειναν μόνο «μερικοί ηλικιωμένοι και ορισμένα άτομα που διακρίθηκαν για υπηρεσίες υπέρ της Ελλάδος».
Οδύσσεια
Μετά από ένα οχτάωρο ταξίδι οι πρόσφυγες θα φτάσουν στο Μπάρι της Απουλίας. Με μόνη περιουσία μια βαλίτσα, χωρίς χρήματα και περίθαλψη, θα βρεθούν σε μια περιοχή της Ιταλίας που ήδη από το 1943 δέχονταν μια συνεχή και ασταμάτητη ροή απελπισμένων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: Εβραίοι διαφόρων εθνικοτήτων, Γιουγκοσλάβοι μαχητές του Τίτο ή πιστοί του βασιλέα Πέτρου, Αλβανοί, Έλληνες, Μαλτέζοι, Ιταλοί εκτοπισμένοι από την Δαλματία. Σε αυτούς θα προστεθεί ένα μεγάλο μέρος των πρώην κρατουμένων που απελευθερώθηκαν τις 8 Σεπτεμβρίου ’43 από τα φασιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζί με πρόσφυγες από την κεντρική Ιταλία που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή. Δεν υπήρχε ιταλικό κράτος, υπηρεσίες κρατικής πρόνοιας, υγειονομικό.
Σε μια πρώτη φάση θα βρουν φιλοξενία και περίθαλψη χάρη στη λιτή βοήθεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης των διάφορων αστικών κέντρων -ουσιαστικά πρωτοβουλίες δημάρχων και κοινοταρχών – και στην συνέχεια στα κέντρα του Οργανισμού Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών, γνωστά σαν κέντρα UNRRA. Τα κέντρα θα κλείσουν μετά την διάλυση του Οργανισμού το 1947 και τότε θα αρχίσει μια Οδύσσεια σε διάφορα Κέντρα Συλλογής και Φροντίδας ανά την Ιταλία που θα κρατήσει μέχρι…το 1956, έως την οριστική εγκατάστασή τους από το ιταλικό κράτος σε συνοικίες διάφορων πόλεων της Ιταλίας. Δεν υπάρχουν στατιστικά που να αναφέρονται αποκλειστικά στους Ιταλούς της Κέρκυρας, καθώς αυτοί ταξινομήθηκαν στο εσωτερικό της ευρύτερης κατηγορίας «πρόσφυγες πρώην ιταλικών αποικιών», ή οποία περιλάμβανε τους πολυάριθμους πρόσφυγες από την Λιβύη και την Δαλματία.
Συνολικά, το 1947 καταγράφτηκαν περίπου 50.000 πρόσφυγες, εκ των οποίων 34.000 ήταν παιδιά και νέοι ηλικίας από 13 έως 18 ετών. Από το 1946, οι πρόσφυγες από την Ελλάδα (Κέρκυρα-Πάτρα-Δωδεκάνησα) έχαιραν ειδικής χορήγησης πρόνοιας που ρυθμίζονταν από το ίδιο το Υπουργείο Μεταπολεμικής Βοήθειας, η οποία συνίσταντο στην παροχή χρηματικής επιδότησης στον αρχηγό της οικογένειας και στα άλλα μέλη, όπως και στη διανομή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, μαζί με ρουχισμό. Επρόκειτο για παραχωρήσεις που υποτίθεται πως θα εξασφάλιζαν βασικές παροχές για όσους φιλοξενούνταν στα στρατόπεδα προσφύγων.
Το επόμενο έτος τέθηκε σε ισχύ το διάταγμα αρ. 556, σχετικό με την «αναδιοργάνωση και συντονισμό βοήθειας υπέρ των προσφύγων» η οποία παρέχονταν σε ολόκληρη την οικογένεια, εξαιρουμένων των τέκνων άνω των 16 ετών. Η χρηματική βοήθεια (100 λίρες ημερησίως στον αρχηγό της οικογένειας και 45 στα υπόλοιπα μέλη) καταβάλλονταν για ένα έτος σε όσους είχε διαπιστωθεί η «κατάσταση ανάγκης». Το διάταγμα περιλάμβανε και άλλα σημαντικά σημεία, συμπεριλαμβανομένης της παροχής «επιδόματος πρώτης εγκατάστασης» 13.500 λιρών για όσους, τους επόμενους τρεις μήνες μετά την δημοσίευση του μέτρου, αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν οικειοθελώς τα κέντρα προσφύγων στα οποία είχαν βρει καταφύγιο.
Σε επαγγελματικό επίπεδο, πρώτα απορροφήθηκαν από το Δημόσιο οι λιγοστοί πρώην δημόσιοι υπάλληλοι.
Στη συνέχεια, ο νόμος 137 του 1952 υποχρέωνε τις ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες, όπως και τους εργολάβους δημοσίων έργων, να απασχολούν ποσοστό 5% προσφύγων στο εργατικό τους δυναμικό και επίσης χορηγούσε δωρεάν εμπορικές άδειες και εγγραφή σε επαγγελματικά μητρώα στους πρόσφυγες που επιθυμούσαν να ξαναρχίσουν τα επαγγέλματα που ασκούσαν στις χώρες προέλευσης. Ο νόμος προέβλεπε επίσης την εκχώρηση στους πρόσφυγες ποσοστού ίσου με το 15% των λαϊκών κατοικιών που χτίστηκαν από την 1η Ιανουαρίου 1952, καθώς και την ανέγερση, κατά την τριετία 1951-1954, «λαϊκών και λαϊκότατων» κατοικιών για τους πρόσφυγες από το ιταλικό ΥΠΕΧΩΔΕ. Χτισμένα σε περιφερειακές περιοχές και εξοπλισμένα με ελάχιστες υπηρεσίες, αυτά τα νέα κτιριακά συγκροτήματα ήταν θεμελιώδη για το προοδευτικό άδειασμα των στρατοπέδων. Από τα μισά της δεκαετίας του ’50 ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων παρόντων στα διάφορα στρατόπεδα προσφύγων μειώνεται σημαντικά, ενώ αρχίζει μια σταδιακή ένταξη των προσφύγων στον κοινωνικό ιστό των πόλεων που εγκαταστάθηκαν.
Τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια οι Ιταλοί της Κέρκυρας έκαναν αιτήσεις για επιστροφή στο νησί αλλά ο ντόπιος λαός και η ελληνική κυβέρνηση στάθηκαν αντίθετοι. Εκτός από την αντιπάθεια που υπήρχε λόγω της συμπεριφοράς των Ιταλών κατά την Ιταλική κατοχή, ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα έκανε να γείρει η πλάστιγγα προς μια κατηγορηματική άρνηση: Μετά την εκδίωξή τους η ελληνική κυβέρνηση είχε επιτάξει τα σπίτια τους (όσα ήταν ιδιόκτητα) και είχε εγκαταστήσει τους βομβόπληκτους. Μια επιστροφή των οικιών στους Ιταλούς και η απομάκρυνση των κερκυραίων αστέγων ήταν κάτι που η τοπική κοινωνία δεν θα επέτρεπε ποτέ.
* *
Ο γράφων είχε την ευκαιρία να συναντήσει κατά την δεκαετία του ’80 δύο οικογένειες Ιταλών της Κέρκυρας. Κάνει πραγματικά εντύπωση να ακούει κανείς κερκυραϊκά στην μακρινή από την Κέρκυρα Φλωρεντία, με έντονη προφορά όπως αυτή περασμένων καιρών. Κάνει εντύπωση επίσης ο δεσμός που υπάρχει ακόμα με το νησί, με τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, με την επιθυμία να γυρίσουν έστω και για κάποιες μέρες στην Κέρκυρα, κατά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πολλοί εκεί άφησαν φίλους, συγγενείς, συναισθήματα.
Η απόφαση της εκδίωξης ίσως σήμερα να φαίνεται σκληρή αλλά πρέπει να την τοποθετήσουμε στο ιστορικό πλαίσιο του Β’ Π.Π., όταν πολλές αξίες έχασαν εντελώς την σημασία τους, όταν η ωμή πραγματικότητα, η σκληράδα και η ευτελής τιμή της ανθρώπινης ζωής χαρακτήριζαν εκείνη την εποχή, όταν η συμπεριφορά και η επιλογή ενός στρατοπέδου έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Αντίθετα, θα πρέπει να μας προβληματίζουν παρόμοιες προτάσεις που εκστομίζονται σήμερα, μια εποχή ειρήνης και ξέφρενης κατανάλωσης, εις βάρος απελπισμένων που προέρχονται από περιοχές-κολαστήρια, οι οποίες προωθούνται από οπαδούς ακραίων πολιτικών θέσεων.
Σπύρος Ιωνάς
Πηγές
- Stathis Birtachas, “Solidarietà e scambi ideologico-culturali italo-ellenici in epoca risorgimentale: l’emigrazione politica italiana nelle Isole Ionie e in Grecia”, www.academia.edu
- Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
- «Τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων» (Λεύκωμα του περιοδικού «Αστυνομικά Χρονικά», Αθήναι 1961).
- Απόστολος Δασκαλάκης, «Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι 1973
- G. Gatti, “Partire da lontano” in “La storia e le immagini del Campo profughi di Tortona” Tortona, 1996
- E. De Gubernatis, “La immigrazione e le colonie italiane nelle Isole Jonie” στο “Emigrazione e colonie. Raccolta di rapporti dei RR. Agenti diplomatici e consolari. Vol. 1”, Roma 1903
- V.A. Leuzzi e G. Esposito (a cura di), “Terra di frontiera. Profughi ed ex internati in Puglia. 1943-1954”, Bari 1998
- G. Esposito, V. A. Leuzzi, “La Puglia dell’accoglienza. Profughi, rifugiati e rimpatriati nel Novecento”, Bari 2006.
- Γ. Αθανάσαινας, «Κέρκυρα Σεπτέμβρης 1943», Αθήνα 1999.
- Ελευθεροτυπία, 25/10/2009
- Enrico Miletto, “In fuga. Assistenza e accoglienza degli italiani di Grecia in Piemonte”. Στο ΠΡΑΚΤΙΚΑ “Διεθνές Συνέδριο ΕΛΛΆΔΑ και ΙΤΑΛΊΑ 1821-2021: δύο αιώνες κοινής ιστορίας”.Αθήνα, 31 Μαίου – 3 Ιουνίου 2023
- Ιστορικό αρχείο εφημερίδας «Corriere della Sera»
- Archivio di Stato di Novara, συνεντεύξεις εκτοπισμένων.
- Οδυσσέας-Κάρολος Κλήμης, «Ιστορία νήσου Κέρκυρας», Αθήνα 2002
- Κώστας Δαφνής, «Χρόνια Πολέμου και Κατοχής», Κέρκυρα 1966.
- wikipedia
* * *
Leave A Comment