«… Δια της τακτικής ταύτης θα καταλήξω μεν ταχέως εις το κλείσιμον των Ελληνικών Τραπεζών, πλην της Τραπέζης της Ελλάδος, της οποίας η παρουσία εν Κέρκυρα θεωρείται χρήσιμος μέχρι της ποθουμένης προσαρτήσεως των Νήσων εις την Ιταλίαν…»
(Από εμπιστευτική επιστολή του Πιέρο Παρίνι προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας, στις 29 Αυγούστου 1942)
1941, οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας
Με τον ερχομό των κατακτητών στην Ελλάδα ξεκινά παράλληλα η καταλήστευση και η οικονομική απαθλίωση του τόπου. Τον Σεπτέμβριο του 1941 διορίζονται Γερμανοί και Ιταλοί Επίτροποι στην Τράπεζα της Ελλάδος, πραγματικοί δικτάτορες, η θέληση των οποίων ήταν νόμος. Οι ιταλικές αρχές ανακοίνωναν:
Εν Αθήναις τη 10 Σεπτεμβρίου 1941
«Προς το Γραφείον κ. Προέδρου
της Ελληνικής Κυβερνήσεως
Ο Πληρεξούσιος της Ιταλίας δια την Ελλάδα.
Ο Β. Πληρεξούσιος Υπουργός της Ιταλίας δια την Ελλάδα, τη εντολή της Κυβερνήσεώς του, ανακοινοί τα ακόλουθα:
1.Προς τον σκοπόν της κηδεμονίας της δημοσίας και τραπεζικής οικονομίας της Ελλάδος η Β.Κυβέρνησις της Ιταλίας και η Κυβέρνησις του Ράϊχ συνεφώνησαν όπως:
α)Εκάστη των δυο Κυβερνήσεων διορίση ίδιον Επίτροπον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος.
Η Β. Κυβέρνησις της Ιταλίας και η Κυβέρνησις του Ράϊχ συνεφώνησαν ότι τα μέτρα τα αφορώντα τας μεταξύ της Ελλάδος και τρίτων χωρών ενεργηθησομένας πληρωμάς υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Ιταλού Επιτρόπου, καθ’ όσον το ελληνικόν εμπόριον θα διεξάγεται μέσω των ιταλικών λογαριασμών Clearing. Το μετά της Γερμανίας και μετά των υπό τον έλεγχον της Γερμανίας κρατών ελληνικόν εμπόριον υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Γερμανού Επιτρόπου.
β) Εκ μέρους της Ιταλικής Κυβερνήσεως ιδρύεται τραπεζικός έλεγχος εν Ελλάδι. Η διεύθυνσις του εν λόγω ελέγχου θα ασκήται παρ’ Ιταλού λειτουργού.
Αι γενικαί γραμμαί δια την εφαρμογήν του τραπεζικού ελέγχου, συντασσόμεναι κοινή συμφωνία των δυο πληρεξουσίων, θα κοινοποιηθώσι προσεχώς εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
2.Εν σχέσει με τα ανωτέρω, ο Διευθυντής της Banca d’Italia κ. Vittorio Forte διορίζεται Ιταλός Επίτροπος παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος και Διευθυντής του τραπεζικού ελέγχου.
Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου παρακαλείται όπως λάβη τα ενδεικνυόμενα μέτρα, παρέχων την περί τούτων διαβεβαίωσιν».
Παρόμοια ανακοίνωση θα εκδοθεί και από τις γερμανικές αρχές.
Αμέσως μετά την εισβολή στην Ελλάδα, ο κάθε κατακτητής έθεσε σε κυκλοφορία ιδιαίτερο νόμισμα: Οι Γερμανοί το κατοχικό μάρκο, το οποίο δεν έφερε καμία υπογραφή και δεν είχε ουδεμία αξία στην Γερμανία, οι Βούλγαροι το λέβα και οι Ιταλοί την Μεσογειακή δραχμή. Αυτή η τελευταία ήταν μια κατοχική δραχμή, τυπωμένη και εγγυημένη από την Cassa Mediterranea di Credito per la Grecia (Μεσογειακό Ταμείο Πίστεως), είχε την ίδια αξία με την ελληνική και τυπώθηκε σε ισόποσα με τα ελληνικά τραπεζογραμμάτια.
Την 1 Αυγούστου 1941 αυτά τα κατοχικά νομίσματα θα αποσυρθούν από την κυκλοφορία έναντι δραχμών, ως εξής:
1 μάρκο κατοχής = 60 δραχμές
1 μεσογειακή δραχμή=1 δραχμή
Τα κατοχικά μάρκα επιστράφηκαν στους Γερμανούς για να χρησιμοποιηθούν σε άλλες χώρες, ενώ οι Μεσογειακές δραχμές αποδόθηκαν στις ιταλικές αρχές για να καταστραφούν στους κλιβάνους της Τράπεζας της Ελλάδας. Παράλληλα αρχίζει και το ξέφρενο κατρακύλισμα της αξίας της νέας δραχμής, με την καταβολή στις Αρχές Κατοχής συνεχώς διογκούμενων ποσών δραχμών, είτε σαν αποζημιώσεις, είτε υπό μορφή πιστώσεων.
Στα Επτάνησα
Στα Επτάνησα ο σκοπός των Ιταλικών Αρχών Κατοχής και ειδικά του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων Ιονίων Νήσων με Επίτροπο το στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος Piero Parini, ήταν ο πλήρης έλεγχος της οικονομικής ζωής των νησιών και η ολοκληρωτική εξάρτησή τους από το οικονομικό και τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας. Οι Ιταλοί έβλεπαν τους εαυτούς στους σαν συνεχιστές της Βενετικής παρουσίας στο Ιόνιο και δεν έκρυβαν την επιθυμία προσάρτησης των νησιών στην Ιταλία, σαν μια επιπλέον επαρχία της «Μεγάλης Ιταλίας». Έτσι, για τα Ιόνια νησιά απαιτήθηκε μια ξεχωριστή μεταχείριση σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο Παρίνι, εφοδιασμένος με την εξαιρετική εμπιστοσύνη και φιλία του αρχηγού του, όπως και του υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ανέλαβε την ειδική αποστολή να προετοιμάσει την ενσωμάτωση της Επτανήσου στην Ιταλία. Υπό το πνεύμα αυτό, ανέλαβε την εξουσία στο ιδιότυπο αυτόνομο καθεστώς που επιβλήθηκε, λειτουργώντας ανεξάρτητα από την υπόλοιπη κατεχόμενη Ελλάδα, είτε επρόκειτο για γερμανοκρατούμενες είτε για ιταλοκρατούμενες περιοχές. Η άσκηση της εξουσίας του είχε εξάρτηση μόνον από τον ίδιο τον Μουσολίνι απευθείας ως εντολοδότη και από τον Τσιάνο, καθώς οργανικά ανήκε στο υπουργείο Εξωτερικών.
Τον Ιούλιο του 1941 τα Ιταλικά Ταχυδρομεία έστειλαν στα νησιά ιταλικά γραμματόσημα με την επιτύπωση «Ιόνια Νησιά» (ISOLE JONIE), με διαταγή να αντικαταστήσουν τα ελληνικά γραμματόσημα που έφεραν την αξία σε δραχμές. Τον ίδιο μήνα δημιουργείται η εταιρεία ACJ “Anonima Commercio Jonico” (Ανώνυμος Εταιρεία Ιονικού Εμπορίου), η οποία θα αντικαταστήσει το Πρακτορείο Τραπέζης της Ελλάδος και θα ανοίξει έναν εκκαθαριστικό λογαριασμό για την ελληνική ηπειρωτική χώρα. Σταδιακά δημιουργούνται υποκαταστήματα σε όλα τα νησιά. Το ACJ αναλαμβάνει την πληρωμή των υπαλλήλων του Αγροτικού Συνεταιρισμού, την πληρωμή των παραγωγών και τη μονοπωλιακή μεταφορά των προϊόντων από και προς την Ιταλία. Ελήφθησαν επίσης μέτρα για την απορρόφηση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στα νησιά (π.χ. ΑΕΒΕΚ), κυρίως με την εισαγωγή έντοκων ομολόγων που έπρεπε να καταβληθούν κατά τις απαλλοτριώσεις εναντίων των Εβραίων και των απελαθέντων Ελλήνων.
Ο Piero Parini, σχετικά με την υπόθεση του νομίσματος, έγραφε στις 26 Ιουνίου 1941 πως «πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να διαχωριστεί η οικονομία των νησιών του Ιονίου από την υπόλοιπη Ελλάδα» και πως προκειμένου να γίνει η προετοιμασία για την εισαγωγή ενός «ενιαίου νομίσματος», θα ήταν σκόπιμο να αντικατασταθούν οι δραχμές με τίτλους που θα εκδίδονταν από την Cassa Mediterranea (Μεσογειακό Ταμείο), δηλαδή την Μεσογειακή δραχμή. Μόλις θα δημιουργούνταν αυτό το τοπικό νόμισμα, θα ήταν «ανά πάσα στιγμή» εύκολη η εισαγωγή της Ιονικής Λίρας (πρώτο υποθετικό όνομα) σε συναλλαγματική ισοτιμία με την Μεσογειακή δραχμή. Ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ιταλίας, Enea Fabrizi, πρότεινε τον θεσμό της Ιονικής δραχμής ή μιας Ιονικής λίρας, με ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία, που θα είχε σαν σκοπό να διασφαλίσει την αποταμίευση στα νησιά και θα μετρίαζε τις δυσκολίες των εργαζομένων με σταθερά εισοδήματα, ενώ ταυτόχρονα θα μείωνε την διαφορά των τιμών με την Ιταλία.
Το σχέδιο «οικονομικής εξυγίανσης» προέβλεπε την κατάργηση των «ξένων» τραπεζών (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Ιονική Τράπεζα, Αγροτική Τράπεζα, Τράπεζα Αθηνών και Εθνική Τράπεζα) και την παρέμβαση της Τράπεζας της Ιταλίας (η οποία θα αντικαθιστούσε την Τράπεζα της Ελλάδος), του Banco di Napoli και της Banca Nazionale del Lavoro, οι οποίες θα απορροφούσαν όλα τα υποκαταστήματα των άλλων τραπεζών. Η δημιουργία και η έκδοση του νέου νομίσματος είχε πιο πολύ πολιτική αξία παρά οικονομική. Οι Ιταλοί πίστευαν πως ο έλεγχος της κυκλοφορίας του χρήματος θα ήταν ένα αποτελεσματικό μέσο που θα συνέβαλε στην ενίσχυση των δεσμών που είχαν θέσει τις βάσεις τους αιώνες πριν με την Βενετία, δίνοντας έτσι μια «ιστορικο-λυτρωτική» χροιά στην στρατιωτική κατοχή του αρχιπελάγους.
Το Νοέμβριο του 1941 οι φασιστικές εφημερίδες των Επτανήσων θα χαιρετήσουν με ευγνωμοσύνη το «δώρον του Ντούτσε προς τον ελληνικόν λαόν», όταν ο Μουσολίνι θα ορίσει μια πιο ευνοϊκή ισοτιμία της δραχμής με την ιταλική λιρέτα. (1/8 αντί του 1/16). Παράλληλα απαγορεύεται η κυκλοφορία στα Επτάνησα κάθε άλλου είδους χαρτονομισμάτων, εκτός των χαρτονομισμάτων του Μεσογειακού Ταμείου Πίστεως και των ελληνικών κρατικών γραμματίων και τραπεζογραμματίων.
Στα τέλη του 1941, μετά από διαβούλευση με τον Υπουργό Οικονομικών Thaon di Ravel και τον πρόεδρο των Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Giuseppe Volpi, ο Μουσολίνι αποφάσισε να εισαγάγει την Ιονική Δραχμή. Ο Fabrizi ήταν αντίθετος με το σχέδιο, επειδή δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί μια επίσημη προσάρτηση των νησιών και, παρόλο που έλαβε και ο ίδιος μέρος στο σχέδιο, άφησε την συνολική ευθύνη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Η επιχείρηση αντικατάστασης του νομίσματος επιτεύχθηκε μόνο τον Μάιο του 1942 και οι Γερμανοί συμφώνησαν μόνο γιατί περιγράφτηκε σαν μια νομισματική κυκλοφορία περιορισμένη σε χαρτονομίσματα μικρής αξίας. Για το λόγο αυτό τα τυπωμένα χαρτονομίσματα υπογράφτηκαν από τον Ταμία του Υπουργείου Οικονομικών, Sansoni.
Ιονική Δραχμή
Τα χαρτονομίσματα «έχοντα νόμιμον κυκλοφορίαν εν ταις Ιονίοις νήσοις» τυπώθηκαν στο Νομισματοκοπείο του Κράτους στην Ρώμη, σε σχέδια του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων Ιονίων Νήσων. Ήταν δίγλωσσα, με αξίες των 1, 5, 10, 50, 100 και 500 δραχμών. Σε αυτά προστέθηκαν, ήδη από την πρώτη έκδοση, χαρτονομίσματα των 1.000 δραχμών (για ένα συνολικό ποσό ενός δις δραχμών). Επιπλέον, ύστερα από επιμονή του διοικητή των Ιονίων Νήσων Parini, σε λιγότερο από ένα μήνα από την έναρξη της κυκλοφορίας αποφασίστηκε η εκτύπωση 50.000 κομματιών μιας άλλης αξίας – της υψηλότερης – των 5.000 δραχμών (για ένα ποσό ακόμα ενός δισεκατομμυρίου), φτάνοντας έτσι στο συνολικό ποσό σε κυκλοφορία των 4 δισεκατομμυρίων και 250 εκατομμυρίων δραχμών).
Άνω: Η πλήρης σειρά των χαρτονομισμάτων της Ιονικής δραχμής. Τυπολογικά οι τρεις πρώτες αξίες δεν παρουσιάζουν υδατογράφημα, ενώ οι υπόλοιπες φέρουν ρομβοειδή υδατογράφημα σε οβάλ πλαίσιο, όπως οι Μεσογειακές δραχμές. Το χαρτονόμισμα της μιας δραχμής δεν φέρει μορφές, ενώ τα υπόλοιπα αναπαράγουν τον Μέγα Αλέξανδρο (5 και 10 δραχμές), τον Αριστοτέλη (50 και 100 δραχμές) και τον Ιούλιο Καίσαρα (500-100-5000 δραχμές). Τα χαρτονομίσματα των 500 και 1000 δραχμών στην πίσω πλευρά απεικονίζουν τμήμα ενός αρχαίου ελληνικού ζωφόρου με δύο ιππείς. Τέλος, αυτό των 5.000 δρχ απεικονίζει το σύμβολο κάθε νησιού της Επτανήσου μαζί με μια τριήρη που πλησιάζει μια χαρακτηριστική παραλία του Ιονίου. Λόγω του πολέμου, από αισθητικής άποψης τα χαρτονομίσματα δεν παρουσιάσουν ιδιαιτερότητες, ούτε είναι από τα καλύτερα, μάλλον δίνεται σημασία μόνο στην ουσία. Φαντάζουν μονότονα και τα σχέδια επαναλαμβάνονται, μεταβάλλοντας απλώς το χρώμα.
O Parini εξέδωσε στις 14 Απριλίου 1942 τα διατάγματα υπ’ αρ. 101, 102, 103 και 104 με τα οποία καθόριζε καθετί σχετικό με την κυκλοφορία του νέου νομίσματος και την διαδικασία της ανταλλαγής. Η Τράπεζα της Ιταλίας σύστησε ένα Ειδικό Ταμείο για τα Ιόνια Νησιά (Cassa Speciale per le Isole Jonie) για την έκδοση των Ιονικών δραχμών, με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με τη λίρα στο 8 προς 1, οργάνωσε την υποχρεωτική μετατροπή των παλαιών δραχμών και έλεγχε την εισαγωγή άλλων νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού Reichmark. Το Ταμείο αυτό εξέδιδε και διέθετε αποκλειστικά τα νέα νομίσματα και έδρευε στην Κέρκυρα, στο κτίριο της Ιονικής Τραπέζης. Η ανταλλαγή, που έγινε από 20 ως 27 Απριλίου, διενεργήθηκε από την Banca del Lavoro που είχε ανοίξει γραφεία σε όλα τα νησιά. Εκτός από την τράπεζα αυτή, είχε ανοίξει υποκαταστήματα στα Επτάνησα και η Τράπεζα της Νεαπολέως (Banco di Napoli), η οποία στέγαζε το υποκατάστημα στην Κέρκυρα στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας.
Οι κάτοικοι της υπαίθρου θα μπορούσαν να ανταλλάξουν κατ’ ανώτατο όριο 10.000 παλαιές δραχμές, οι κάτοικοι των πόλεων 20.000 και οι επιχειρήσεις 200.000. Τον Μάιο του 1942, οι τοπικές τράπεζες μετέφεραν τα παθητικά τους στην Cassa Speciale per le Isole Jonie, η οποία κατέθεσε το αντίστοιχο ποσό σε Ιονικές δραχμές στην Τράπεζα της Ελλάδας στην Κέρκυρα.
Τα υποκαταστήματα των ελληνικών τραπεζών εμποδίστηκαν στην λήψη κεφαλαίων από τις έδρες τους στην Αθήνα, και όταν εξαντλήθηκαν τα μετρητά που είχαν στην διάθεσή τους στάθηκε αδύνατο να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους.
Η αντικατάσταση των δραχμών από τις Ιονικές αποτέλεσε μια ακόμα αφορμή για την επίταση του Μαυραγοριτισμού στα νησιά, κυρίως λόγω του περιορισμού στο ανταλλασόμενο ποσό για κάθε οικογένεια. Οι μαυραγορίτες πλούτισαν τότε ακόμη περισσότερο, στήνοντας παράνομα ανταλλακτήρια με τιμές πολύ κατώτερες της επίσημης ισοτιμίας. Το ελληνικό χιλιόδραχμο ισούτο, στη μαύρη αγορά, με 100 – 165 ιονικές δραχμές, δηλαδή μέχρι περίπου το 1/7 της ισοτιμίας.
Αυτή η διαφορά μεταξύ Ιονικής και Μεσογειακής δραχμής παραδόξως έπληξε και τους Ιταλούς λειτουργούς και στρατιωτικούς που βρίσκονταν στην Ελλάδα: o πληθωρισμός δεν ήταν παντού ο ίδιος και έτσι για παράδειγμα, δεδομένου ότι οι μισθοί καταβάλλονταν σε δραχμές, λόγω της παράλογης οικονομικής πολυμορφίας συνέβαινε πως δύο αξιωματικοί του στρατού, ίδιου βαθμού, που οι έδρες τους απείχαν λίγα χιλιόμετρα ο ένας από τον άλλο, λάμβαναν διαφορετικό μισθό εξαιτίας της διαφορετικής ισοτιμίας με την λιρέτα.
Αν και οι Ιταλοί προπαγάνδιζαν ότι το νέο νόμισμα θα οδηγούσε τα νησιά σε ανάπτυξη και ευημερία, μακριά από τη μάστιγα του πληθωρισμού, στην πραγματικότητα το νέο νόμισμα επέφερε μεγάλο οικονομικό κλονισμό στους κατοίκους των νησιών, οι οποίοι δεν είδαν ποτέ την πτώση των τιμών και εμποδίζονταν να έχουν οποιαδήποτε συναλλαγή εκτός των Επτανήσων. Έτσι η τοπική παραγωγή παρέμενε στα νησιά και συγκεντρώνονταν αποκλειστικά από τους Ιταλούς και τις ληστρικές εταιρείες που είχαν δημιουργήσει για να μαζεύουν όλον τον τοπικό πλούτο.
Αρχή του τέλους
Στις αρχές του 1943, όταν έγινε προφανές πως η έκβαση του πολέμου θα ήταν καταστροφική και πως η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα ήταν αναπόφευκτη, ο Aldo Torelli (ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Fabrizi σαν ελεγκτής της Τράπεζας της Ιταλίας στην Cassa Speciale) έγραψε ότι η κατάσταση στο αρχιπέλαγος δεν δικαιολογούσε τέτοια αδιάλλακτη στάση από τους Ιταλούς. Θα ήταν καλύτερα να «άφηναν τα πράγματα όπως είχαν και να έπαιρναν μέτρα οικονομικού περιορισμού και προστασίας, άξια ενός κατοχικού κράτους». Η αναλογία μεταξύ Ιονικής δραχμής και λίρας έπεσε στο 1 προς 35. Πολλές οικογένειες για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην πούλησαν κοσμήματα, έπιπλα και ρούχα, ενώ οι ουρές των εξαθλιωμένων έξω από τα γραφεία της κοινωνικής πρόνοιας ήταν ατελείωτες.
Ο μητροπολίτης Κέρκυρας και Παξών, Μεθόδιος, έκανε συνεχείς εκκλήσεις στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για την αποστολή τροφίμων στα Επτάνησα, στις οποίες ο Παρίνι απαντά ότι «δεν θεωρείται αναγκαία, διότι η Ιταλία έχει επάρκειαν, υπάρχει δε πρόνοια δια την διατροφήν του λαού». Η φασιστική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε την πείνα και κατά διαστήματα διοργάνωνε λαϊκά, μαθητικά και πολιτικά συσσίτια (εις τους απόρους και τους ενδεείς): «Αύριον Πέμπτην, 8η τρέχ. και περί ώραν 12ην θα αρχίσει η λειτουργία της Λέσχης φαγητού των δημοσίων υπαλλήλων και κρατικών συνταξιούχων μετά των οικογενειών τους, εις τας αιθούσας της τέως Αναγνωστικής Εταιρείας, επί της οδού Καποδιστρίου. Η πρωτοβουλία οφείλεται εις τον Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων, όστις ανέθεσε την πραγματοποίησίν της εις τον προμηθευτικόν συνεταιρισμόν των Κρατικών Υπαλλήλων, υπό την επίβλεψιν της Νομαρχίας. Το Γραφείον Ανεφοδιασμού των Πολπικών Υποθέσεων θα προβλέψη δια την προμήθειαν των αναγκαιούντων εις την Λέσχη ταύτην τροφίμων»
Κατάρρευση
Συνειδητοποιώντας την κατάσταση, ο Parini απέστειλε επιστολή προς τον γενικό διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, Paolo Grassi, στην οποία έριχνε τις ευθύνες της υποτίμησης της Ιονικής δραχμής στο κόστος της κατοχής. Συνέστησε να πληρωθεί σε λίρες ένα ποσοστό δραχμών στο Ιταλο-Ιονικό εκκαθαριστικό λογαριασμό για την αγορά αγαθών από τις νησιωτικές αγορές, με σκοπό τη μείωση της προσφοράς χρήματος. Ο Torelli από την πλευρά του, συνέστησε να δημιουργηθεί ένας ρυθμιστικός φορέας για την κυκλοφορία του χρήματος ή, εναλλακτικά, η Cassa Speciale θα έπρεπε να κλείσει τα ταμεία της και να σταματήσει την έκδοση νέων χαρτονομισμάτων. Αλλά αυτό δεν συνέβη μέχρι την ανακωχή.
Τον Μάιο οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με σχισμένα χαρτονομίσματα της μιας και 5 Ιονικών δραχμών, ουσιαστικά άχρηστα χρήματα που κανείς δεν ήθελε πλέον στο πορτοφόλι του. Η αναγκαστική ιταλικοποίηση διαμέσου οικονομικών μέτρων εγκαταλείφθηκε (ο υποδιευθυντής της Τράπεζας της Ιταλίας απολύθηκε όταν πιάστηκε να χρησιμοποιεί το νόμισμα που περνούσε στην μαύρη αγορά, αγγλικές λίρες). Στα τέλη του Ιουνίου του 1943, ενώ οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Ιταλίας ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους και κανόνιζαν την διάλυση των γραφείων τους, η οικονομία της Επτανήσου κατέρρεε. Ο Torelli είχε το θράσος να γράψει: «Η προσήλωση στην πατρίδα μας εξάπτει την επιθυμία μας να καταλήξουμε σε μια λύση η οποία πλησιάζει όσο το δυνατόν εγγύτερα την πραγματικότητα και την πρακτικότητα, αλλά που δεν αγνοεί τη γενική πολιτική κατάσταση. Γι ‘αυτό, αυτή η προσήλωση θα είναι ο συντελεστής που θα πρέπει, πάνω από όλα, να διέπει τις πράξεις μας, οι οποίες πρέπει να υπενθυμίζουν σε αυτούς τους ανθρώπους τις αρχαίες παραδόσεις της Βενετίας που ακόμη και σήμερα εκδηλώνονται στους προμαχώνες των φρουρίων του Ιονίου με τη μορφή του φτερωτού λέοντα, αυτό το σύμβολο της δύναμης και του πολιτισμού».
Η Ιονική δραχμή καταργήθηκε αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την άφιξη των Γερμανών στα νησιά, τον Σεπτέμβριο του 1943, με διαταγή του Γερμανού Επιτρόπου παρά την Τράπεζα της Ελλάδος, Paulus Hahn.
Κατά παράδοξο τρόπο κυκλοφόρησε και εκτός Επτανήσων. Ορισμένα σπάνια κομμάτια φέρουν σφραγίδα με το σύμβολο ενός στέμματος και με τις λέξεις «ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΡΑΠΟΤΙΚΑΣ – ΑΡΧΗΓΟΣ» τοποθετημένες σε κυκλική διάταξη, μαζί με ιδιόχειρη υπογραφή. Πρόκειται για τον Βασίλη Ραπότικα, αρβανιτόβλαχο από την Πίνδο, ο οποίος με την Κατοχή ήρθε σε επαφή με τον Νικόλαο Ματούση και εντάχθηκε από τους πρώτους στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», ένα ένοπλο τμήμα που πολεμούσε στο πλευρό των Ιταλών και αποσκοπούσε στην δημιουργία του Πριγκιπάτου της Πίνδου. Επικεφαλής Κουτσόβλαχων και κυρίως Αρβανιτόβλαχων από την Πίνδο, διακρίνονταν ιδίως για την αγριότητά τους στα χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Τελικά θα συλληφθεί το 1943 από ένοπλους αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι θα τον βασανίσουν σκληρά και θα τον σκοτώσουν. Μάλλον χρησιμοποιούσε τις Ιονικές δραχμές με την σφραγίδα του, για να πληρώνει τους άντρες του.
Ύστερα από μια απόπειρα διαφυγής στην Ελβετία, ο Παρίνι συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κάθειρξης εκ των οποίων τα 5 παραγράφηκαν. Θα αποφυλακιστεί το 1946 λόγω αμνηστίας και θα καταφύγει στην Λατινική Αμερική όπου εργάστηκε στον τομέα των αγωγών υγραερίου ως βιομηχανικό στέλεχος. Σε νέα δίκη από το κακουργιοδικείο του Βαρέζε καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών αλλά του δόθηκε αμέσως χάρη. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Μιλάνο, όπου εκλέχτηκε σύμβουλος του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, πολιτικό κληρονόμο του Φασιστικού Κόμματος. Θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα με τη σύζυγό του Μελπομένη, σε ένα σπίτι κοντά στον Παρθενώνα, μέχρι τον θάνατό του, στις 23 Αυγούστου 1993.
Το 1944 εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα.
Είχε ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης.
Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ. Αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του.
Σπύρος Ιωνάς
Πηγές:
Davide Rodogno: “Fascism’s European Empire. Italian Occupation during the Second World War”
Sheila, Lecoeur: “Mussolini’s Greek Ιsland: Fascism and the Italian Occupation of Syros in World War II”
Ηλίας Βενέζης: “Χρονικό Της Τραπέζης της Ελλάδος”
Μάργαρη Φιλιππίτσα: «Η Προπαγάνδα και η Εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλικών Στρατευμάτων Κατοχής στα Επτάνησα (1941 – 1943)»
Δημοσθένης Κούκουνας: “Ιστορία της Κατοχής, τόμος Β”
“Gli Annali”, Cronaca Numismatica n.162
Mariano Barletta: “Tra marosi e nebbie. Memorie di un sopravvissuto all’eccidio di Cefalonia”
www.moneta.it
www.cartamonetaitaliana.com
wikipedia
* * *
Leave A Comment