Όταν, με δάκρυα στα μάτια, με το φέσι στο χέρι, τρέμοντας από συγκίνηση, χαιρέτιζαν, οι χωρικοί της Κέρκυρας, την ελληνική σημαία που υψώνονταν σττα ενετικά φρούρια της πόλης, ήταν απόλυτα βέβαιοι, ότι η ένωση της νήσου με το ελληνικό κράτος αυτομάτως θα συνεπήγετο και την οικονομική και κοινωνική τους απελευθέρωση από τους αρχόντους.
Οι αρχόντοι ήταν κι αυτοί επίσης βέβαιοι ότι θα στερούνταν της προστασίας των ξένων λόγχων, θα έχαναν τα προνόμια τους και τη λεία τους.
Γι’ αυτό είχαν με λύσσα αντιδράσει στην ένωση και γι’ αυτό στάθηκαν στο πλευρό των Άγγλων και εναντίον των λαϊκών μαζών με την πέννα τους, με τον λόγο τους με το ντουφέκι τους, με τον βούρδουλα του βασανιστή, με το κλειδί του δεσμοφύλακα και με το σκοινί του δημίου.
Όλα όσα είχαν προηγηθεί της ένωσης, δικαιολογούσαν και τις ελπίδες των πρώτων και τους φόβους των δεύτερων. Ο αγώνας για την ένωση ήταν αυτός ο ίδιος ο αγώνας που από χρόνια διεξήγετο στο έδαφος της νήσου ανάμεσα στους ΄Ελληνες δουλοπάροικους και τους ξένους τιμαριούχους που οι Ανδηγαυοί και οι Ενετοί κατακτητές είχαν επιβάλλει. Δύσκολα μπορούμε να βρούμε στην ιστορία εθνικό κίνημα με τόσο απροκάλυπτα ταξικά κίνητρα, τόσο καθαρούς ταξικούς σκοπούς και με τόσο αυστηρή ταξική διάκριση των μετώπων. Η ένωση με το ελληνικό κράτος, ήταν για τις αγροτικές μάζες της νήσου η πραγματοποίηση της βασικής επιδίωξης της μακρόχρονης και σκληρής πάλης τους : της οριστική κατάλυσης της μισητής βασιλείας των αρχόντων.
Άλλαξε ο Μανωλιός…
Αλλοίμονο! Δεν χρειάστηκε παρά λίγος χρόνος, ύστερα από τις γιορτές τις παράτες και τους πάντα γεμάτους υποκρισία λόγους των επισήμων για να διαψευστούν οι ελπίδες και οι φόβοι των αρχόντων. Οι χωρικοί τσακισμένοι και παγωμένοι από την πίκρα δεν δυσκολεύτηκαν να γνωρίσουν στο πρόσωπο των κυβερνητών του ελληνικού κράτους τους δικούς τους κόντηδες και βαρώνους δίχως μόνον τα οικόσημα και τη βελάδα. Οι άρχοντες αυτοί ακόμα πιο γρήγορα από τους χωρικούς πείστηκαν ότι εκείνο που άλλαξε με την ένωση ήταν μόνον το στέμμα στο πηλήκιο του χωροφύλακα που θα φρουρούσε αυτούς και τα προνόμια τους.
Η στάση του ελληνικού κράτους ήταν ακριβώς το αντίθετο από ότι με τόση λαχτάρα περίμεναν απαυτό οι Ελληνες δουλοπάροικοι. Αντί, από την πρώτη μέρα που εγκατέστησε την εξουσία του στο νησί, να καταργήσει τα προνόμια των φεουδαρχών, να απαλλάξει τη μικροϊδιοκτησία από όλα τα ποικιλώνυμα βάρη, να μεταβιβάσει τη νομική της κυριότητα στους καλλιεργητές της, να ακυρώσει τα χρέη και να απαλλοτριώσει τα μεγάλα «ιδιόκτητα» αρχοντικά κτήματα, αυτό τάχτηκε αλληλέγγυο με τους κληρονόμους των Ανδηγαυών και Ενετών βαρώνων και έθεσε όλη του τη δύναμη στην υπηρεσία τους.
Κι ακόμα λίγο χρόνο πιο ύστερα, σε μία πολύ σκοτεινή και πολύ επονείδιστη για τη χώρα περίοδο, ενώ στη Βουλή, στον τύπο και στα καφενεία στην Αθήνα φλυαρούσαν για τη μεγάλη ιδέα και την αττική γλώσσα, στην Κέρκυρα εκείνοι που χτες βασάνιζαν, φυλάκιζαν και κρεμούσαν τους Έλληνες χωρικούς γιατί ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα, σήμερα αυτοί οι ίδιοι με τη συνοδεία του Έλληνα αυτή τη φορά χωροφύλακα και του Έλληνα δικαστικού κλητήρα και εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων, προβαίνουν σε ομαδικές εξώσεις χωρικών και σε ομαδικές κατασχέσεις, μικροϊδιοκτησιών. Έτσι επεκτάθηκαν ακόμα περισσότερο με τη βίαιη απαλλοτρίωση της μικρής ιδιοκτησίας τα «ιδιόκτητα» κτήματα των αρχόντων.
Τα συμφέροντα ήταν…ίδια
Κι όσο για εκείνους που κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι τα τέλη του 1909, υπάρχει τουλάχιστο το ελαφρυτικό ότι ενεργήσανε σύμφωνα με τα ταξικά τους συμφέροντα.
Εάν οι κοτζαμπάσηδες και οι καπετανέοι που γίνανε αυλικοί, και ορισμένοι απ’ αυτούς κοτζαμπάσηδες με την αρπαγή των εθνικών γαιών, έδιναν στο αγροτικό πρόβλημα της Επτανήσου τη λύση που περίμεναν οι δουλοπάροικοι θα θέτανε σε άμεσο κίνδυνο και τα δικά τους συμφέροντα που ήταν τα ίδια με τα συμφέροντα των επτανήσιων αρχόντων. Ότι οι δουλοπάροικοι ήταν Ελληνες ενώ οι άρχοντες ήταν ξένοι ή Έλληνες που έγιναν τιμαριούχοι για πολύ βρώμικες και πολύ ύποπτες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στον κατακτητή εις βάρος των ομοεθνών τους, αυτό δεν είχε και δεν μπορούσε να είχε καμία σημασία αφού επρόκειτο για τα υλικά τους συμφέροντα. Aυτά τα συμφέροντα είναι που καθορίζουν τη στάση της οποιασδήποτε άρχουσας τάξης απέναντι στο οποιδήποτε πρόβλημα. Έτσι γίνεται πάντα από τότε που υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι στον πλανήτη μας.
Οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση.
Αλλά όλοι οι ιστορικοί μας βεβαιώνουν ότι με το στρατιωτικό κίνημα του Ζορμπά η εξουσία μεταβιβάζεται από τα τζάκια στην αστική τάξη και στους πιο φιλελεύθερους και προοδευτικούς εκπροσώπους της. Έπρεπε να περιμένουμε μια αμεση λύση του αγροτικού προβλήματος, όχι γιατί η αστική τάξη είναι ικανή να βάζει τα συμφέροντα των άλλων τάξεων πάνω από τα δικά της, αλλά γιατί η απόδοση της γης στους καλλιεργητές της είναι σύμφωνη με τα δικά της συμφέροντα και το δικό της ιστορικό καθήκον. Όμως η αστική τάξη αντί με τις λαικές δυνάμεις που αποδέσμευσε το στρατιωτικό κίνημα, να συντρίψει τα τζάκια και να εκκαθαρίσει το πολιτικό έδαφος της χώρας από όλα τα υπολείμματα της φεουδαρχικής βαρβαρότητας, αυτή συνθηκολόγησε αμέσως με τα τζάκια και την αυλή. Το αγροτικό ζήτημα προκαλούσε πάντα έναν παθολογικό φόβο στη φιλελεύθερη αστική τάξη και ήταν γι’ αυτήν μία διαρκής ενόχληση. Πάντα ή έβρισκε αφορμές για να αναβάλλει τη λύση του ή κατασκεύαζε νόμους που δεν λέγανε τίποτε. Όσες φορές δόθηκε μία λύση ή ψευτολύση αυτό έγινε πάντα είτε κάτω από την απειλητική πιέση των μαζών, είτε για να νομιμοποιήσει μια κατάσταση που οι αγρότες μόνοι τους είχαν επιβάλλει. Για να διανεμηθεί ένα μέρος των τσιφλικιών του Θεσσαλικού κάμπου στους καλλιεργητές τους έπρεπε να προηγηθεί η μεγάλη εξέγερση της 6ης του Μάρτη 1910. Στην Κέρκυρα χρειάστηκαν 63 ολόκληρα χρόνια για την ένωση για να απαλλαγούν αυτά τα κτήματα που από αιώνες τα πότιζαν οι χωρικοί μας με τον ιδρώτα τους και με το αίμα τους από τα ποικιλώνυμα εδαφονομικά, τιμαριωτικά, εμφυτευτικά, αγροληπτικά κ.λ.π βάρη και να περιέλθει επιτέλους η κυριότης στους καλλιεργητές τους. Όσο για τα αχανή «ιδιόκτητα» αρχοντικά ούτε νύξη ποτέ δεν έγινε για την απαλλοτρίωση τους.
Μια ιστορική αποστολή
Η λύση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων, δεν εξαρτάται από την πειστικότητα της επιχειρηματολογίας των εκμεταλλευομένων, αλλά μόνον από τη σχέση των δυνάμεων. Το ζήτημα των αρχοντικών ελαιώνων της Κέρκυρας, θα λυθεί σε έναν ευνοϊκό για της μάζες συσχετισμό των δυνάμεων είτε με την άμεση επέμβασή τους, είτε από τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους τους, αλλά πάντα κάτω από την ισχυρή δική τους εξωκοινοβουλευτική πίεση. Τότε και οι νομικές διατυπώσεις θα βρεθούν και το σύνταγμα θα προσαρμοστεί με τα συμφέροντα και τους πόθους του λαού. Όμως δεν αρκεί μια απλώς ευνοϊκή συγκυρία. Έιναι απαραίτητο, ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των ενδιαφερομένων μαζών να έχει από πριν συνείδηση του προβλήματος και των μέσων για την λύση του. Κι αυτή προ παντός είναι η ιστορική αποστολή της πρωτοπορίας και όχι η «κηδεμονία» των μαζών.
Όσο πιο καθαρά τεθούν τα ζητήματα και όσο μεγαλύτερος θα είναι ο αριθμός των εργαζομένων που θα έχει συνείδηση αυτών, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ορμή και η πίεση των μαζών και τόσο πιο ανώδυνη για την κοινωνία η λύση τους.
Η φωνή των σκλάβων χωρικών
Ορισμένοι από τους πρώτους επτανήσιους βουλευτές προέρχονταν από τα αγροτικά στρώματα και αναμφισβήτητα υπήρξαν οι γνήσιοι φορείς των πόθων των χωρικών της νήσου.
Η βουλή του 1865 είναι η πρώτη και ίσως και η μόνη που είχε το προνόμιο ή για άλλους το ατύχημα να παραχωρήσει το βήμα της για να ακουστεί απ’ αυτό καθαρή, ειλικρινής και βροντώδης η φωνή των σκλάβων χωρικών της επτανήσου. Αυτοί οι επτανήσιοι βουλευτές, ανάμεσα στους οποίους προέχει η μεγάλη μορφή του Πολυχρόνη Κωνσταντά θέουν απ’ αυτό το βήμα απλά, όπως απλοί ήταν και οι ίδιοι, το ζήτημα της οικονομικής και κοινωνικής απολύτρωσης των χωρικών από τη φεουδαρχική δουλεία. Επανέρχονται συνεχώς και επιμένουν και τέλος κατορθώνουν παρά τη λυσσώδη αντίδραση των κοτζαμπάσηδων και μιας βουλής που ήταν συνηθισμένη να ακούει κούφιες, ηχηρές φράσεις και ρουσφετολογικούς καυγάδες, να ψηφιστεί ο νόμος ΣΜΔ του 1867. Με τον νόμο αυτόν καταργείται ο θεσμός των τιμαρίων. Είχε για την εποχή του αυτός ο νόμος μια αξία, αλλά ήταν όμως πολύ μακριά από το να δώσει μια οριστική λύση στο αγροτικό ζήτημα.
Το πιο επαχθές βάρος ήταν οι αγροληπτικές και εμφυτευτικές εισφορές, οι οποίες και διατηρούνταν, όπως και ο όγκος των τοκογλυφικών χρεών και των καθυστερημένων εισφορών.
Οι διηνεκείς αγροληψίες και εμφυτεύσεις ήταν σχέσεις που είχαν συναφτεί μεταξύ δύο δήθεν ελευθέρων συμβαλλομένων και γι’ αυτό έπρεπε περισσότερο «εμπεριστατωμένα» να τις μελετήσουν οι σοφοί νομικοί και οι πατέρες του έθνους.
Αγροληψία: στην ουσία εκμετάλλευση
Ο άρχοντας με τη διηνεκή αγροληψία παραχωρούσε με συμβόλαιο στον αγρολήπτη ένα αγροτικό κτήμα, χέρσο κατά κανόνα, κι αυτός ο αγρολήπτης αναλάμβανε την υποχρέωση να το καλλιεργήσει και να συνεισφέρει στον άρχοντα, ένα καθορισμένο από το συμβόλαιο μερίδιο από τα προϊόντα που θα παρήγαγε. Το δικαίωμα της συγκυριότητας στις διηνεκείς αγροληψίες υπόκειτο στον όρο της υποχρεωτικής καλλιέργειας του κτήματος και της εμπροθέσμου καταβολής του μεριδίου. Το κτήμα μπορούσε συνεπώς να επανέλθει στον άρχοντα εάν για οποινδήποτε λόγο δεν εκπληρώνονταν οι όροι του συμβολαίου.
Η διηνεκής εμφύτευση είναι ότι περίπου και η διηνεκής αγροληψία. Παραχωρούνταν στον εμφυτευτή ένα κτήμα με την υποχρέωση να το βελτιώνει και να πληρώνει μια καθορισμένη κάθε χρόνο παροχή ή σε χρήμα ή σε είδος από τα παραγόμενα προϊοντα. Ο άρχοντας μπορούσε να ζητήσει την επανέλευση του κτήματος στην περίπτωση που ο εμφυτευτής δεν επλήρωνε σε τρία συνεχή χρόνια ή αντί να καλλιεργεί το κτήμα το εχειροτέρευε.
Είναι εντελώς φανερό ότι και οι αγροληψίες και οι εμφυτεύσεις είναι μορφές φεουδαρχικής εκμετάλλευσης. Κι ακόμα το μερίδιο από τα παραγόμενα προϊόντα που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει ο αγρολήπτης και ο εμφυτευτής στον άρχοντα ήταν πολύ μεγαλύτερο από την τιμαριωτική εισφορά που πλήρωνε ο δουλοπάροικος.
Ο πανίσχυρος άρχοντας και ο πρόσφυγας
Τα πρώτα αγροληπτικά και εμφυτευτικά συμβόλαια χρονολογούνται στην Κέρκυρα από τις αρχές του 16ου αιώνα. Είναι η εποχή του επανεποικισμού της νήσου, όταν η επιδρομή προ πάντός του Μπαρμπαρόσσα δεν είχε αφήσει τίποτε όρθιο πάνω στο νησί, ούτε σπίτια, ούτε δένδρα, ούτε ζώα, ούτε ανθρώπους. Περισσότεροι από τα τρία τέταρτα των κατοίκων της νήσου ή σφαγήκανε ή πουληθήκανε στα σκλαβοπάζαρα. Το νησί ερημώθηκε και η γη έμενε ακαλλιέργητη. Κατόπιν, όταν η ναυτική και στρατιωτική ισχύς της Ενετικής δημοκρατίας παρείχε μια ασφάλεια, το νησί αποικίστηκε εκ νέου από πρόσφυγες που κατέφευγαν εκεί από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, για να γλυτώσουν απτο μαχείρι, την κρεμάλα, τη φυλακή, το παιδομάζωμα. Απ αυτούς τους πρόσφυγες είναι οι αγρολήπτες και οι εμφυτευτές. Είναι λοιπόν τόσο φανερό πόσο «ίσοι και ελεύθεροι» ήταν οι δύο συμβαλλόμενοι, ο πανίσχυρος άρχοντας και ο κυνηγημένος από τους Τούρκους δίχως σπίτι και δίχως κανένα πόρο ζωής πρόσφυγας από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, την Κρήτη κ.λ.π. και είναι τόσο συνεπώς πολύπλοκες νομικώς οι σχέσεις μεταξύ αγροληπτών και εμφυτευτών από το ένα μέρος και αρχόντων αγροδοτών από το άλλο, ώστε δικαιολογημένα χρειάστηκαν 63 ολόκληρα χρόνια οι σοφοί νομικοί της χώρας για να αποφανθούν αν μπορούν δίχως να παραβιάσουν την ιερότητα της ιδιοκτησίας, να αποκτήσουν οι καλλιεργητές την κυριότητα στο κομμάτι της γης που επι 400 χρόνια το ποτίζανε με το αίμα τους και με τον ιδρώτα τους. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι έργο των χεριών αυτών των προσφύγων είναι τα εκατομμύρια των ελαιοδένδρων που σαν ένας τεράστιος πράσινος τάπητας καλύπτουν όλο το νησί από τη μία άκρη εώς την άλλη. Σε ένα διάστημα από 50 χρόνια η παραγωγή του νησιού σε λάδι αυξήθηκε από 160.000 οκάδες σε 3.200.000.
63 χρόνια…νομοθεσίας
Θα περάσουν από την ψήφιση του νόμου ΣΜΔ, 45 ακόμα χρόνια, τα πιο στείρα που γνώρισε η χώρα, για να αποφασίσει η βουλή να απασχοληθεί και πάλι με το σοβαρότερο για την εποχή του κοινωνικό ζήτημα.
Το 1912 ψηφίζεται ο νόμος ΔΝΔ, ο οποίος τροποποιούμενος με τον νόμο 423 του 1914 καταργεί: α) Δίχως αποζημίωση τα «επι των αγροτικών κτημάτων της νήσου διηνεκή βάρη συνιστάμενα σε παροχές προς την εγχώριον διαχείρησιν της Κέρκυρας» και β) με «αποζημίωση των εδαφοδοτών τα συνιστάμενα σε τιμαριωτικές, εμφυτευτικές, αγροληπτικέςς σχέσεις που είχαν συνομολογηθεί πριν από την εφαρμογή του ιονίου κώδικα και αγροληπτικές σχέσεις που είχαν συναφθεί μετά την εφαρμογή του ιονίου κώδικα εφ’ όσον όμως ρητώς αναφέρεται το δικαίωμα της συγκυριότητος».
Το πρώτο μέρος αυτού του νόμου (όπου όμως πρόκειται μόνον για τιμάρια της ορθόδοξης και καθολικής εκκλησίας που από το 1820 είχαν περιέλθει στην κυβέρνηση του ιονίου κράτους, δίνει πράγματι μία οριστική λύση υπέρ των αγροτών. Το δεύτερο όμως μέρος είναι από τους νόμους εκείνους που εσκεμμένα κατασκευάζονται για να μην λένε τίποτε. Η διακικασία και ο χρόνος των αποζημιώσεων, καθώς και ο πολύ γνωστό στους συντάκτες του νόμου γεγονός, ότι στα μετά την εφαρμογή του ιονίου κώδικα αγροληπτικά συμβόλαια, πολύ σπάνια περιέχεται ο όρος της συγκυριότητος, στερούσαν τον νόμο από κάθε πρακτική αξία.
Θα περάσουν 15 χρόνια για να δει το φως της δημοσιότητας το Ν.Δ του Ιουλίου 1927 «περί κυρώσεως του από 19 Σεπτεμβρίου 1926 Ν.Δ» με το οποίον «απαλλάσσονται οριστικώς από πάσης αποζημιώσεις και από οιουδήποτε βάρους (εδαφονομικού, τιμαριωτικου, εμφυτευτικού, αγροληπτικού κ.λ.π.) άπαντα τα ακίνητα της νήσου Κέρκυρας περίων ο νόμος ΔΝΔ υπέρ των δικαιούχων αγροληπτών, εδαφοληπτών και εμφυτευτών περιερχόμενα κατά κυριότητα εις τους ειρημμένους δικαιούχους ελεύθερα παντός βάρους».
Ο νόμος αυτός θεωρείται από τους συντάκτες του σταθμός στην ιστορία του αγροτικού κινήματος της Κέρκυρας. Και όμως και αυτός ο νόμος παραβιάζει απλώς ανοιχτές θύρες. Έδινε δηλαδή λύση σ’ ένα πρόβλημα που οι αγρότες το είχαν μόνοι τους λύσει. Απο αρκετά χρόνια, πριν από τον Ιούλιο του 1927, οι αγρολήπτες και οι εμφυτευτές της νήσου είχαν σταματήσει να δίνουν στους άρχοντες το «μερίδιό» τους. Το Ν.Δ. του Ιουλίου 1927, το πολύ περιέβαλε απλώς με νομιμότητα αυτό το γεγονός.
Τίτλοι ιδιοκτησίας: μια φάρσα
Η νομική κατάργηση του θεσμού της δουλοπαροικίας δίχως όμως την απόδοση της γης στους καλλιεργητές της, θα ήταν μια απάτη εις βάρος των χωρικών και μια φάρσα εις βάρος της ιστορίας. Και όμως αυτό περίπου έγινε στην Κέρκυρα, όπου απέραντα σε έκταση και αριθμό ελαιοδένδρων κτήματα εξακολουθούν να παραμένουν στα χέρια των βλαστών και των kληρονόμων των παλιών τιμαριούχων.
Ποια η προέλευση και ποια η νομική και ηθική αξία των τίτλων ιδιοκτησίας αυτών των τεράστιων ελαιοκτημάτων που τόσο πολύ τους σεβάστηκαν όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας;
Κι όμως ήσαν…κρατικά
Όταν οι Ενετοί κατά την τέταρτη σταυροφορία καταλάβανε για πρώτη φορά την Κέρκυρα, παραχωρήσανε τα τιμάρια, ο θεσμός των οποίων υπήρχε από το Βυζάντιο, σε δέκα ευγενείς Ενετούς. Όμως, στα παραχωρητήρια έγγραφα σαφώς αναγράφεται ότι η κυριότης ανήκει στο κράτος.
Όταν η νήσος πέρασε στο δεσπότη της ηπείρου και κατόπι στους Ανδηγαυούς, ο αριθμός των τιμαριούχων αυξήθηκε από 10 σε 24. Οι Ενετοί επανέρχονται στο νησί με πρόσκληση των ιδίων των τιμαριούχων το 1386. Αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αφήσουν τα τιμάρια στους τότε κατόχους τους, αλλά και πάλι διατηρούν για τον εαυτό τους σαν κράτος το δικαίωμα της κυριότητας.
Οι Ενετοί μείνανε στην Κέρκυρα 411 ολόκληρα χρόνια. Σ’ όλο αυτό το μεγάλο διάστημα, οι άρχοντες δεν αποκτήσανε στην κυριότητα ούτε σε μια σπιθαμή γης. Διαβάζουμε: «ουδέν δικαίωμα ιδιοκτησίας έχουσε οι τιμαριούχοι επί των τιμαρίων, δεν επιτρέπεται εις αυτούς ούτε η δώρησις, ούτε η προίκισις, ούτε άλλος τρόπος απαλλοτριώσεως ή κατακερματήσεως μεταξύ των κληρονόμων αυτών
η επικαρπία χορηγείται μόνον εφόσον οι τιμαριούχοι εκπληρούσι τας προς το κράτος στρατιωτικάς υποχρεώσεις, αι οποίαι ρητώς υπο του νόμου ορίζονται».
Η σημαία του Ενετικού λέοντα κατέβηκε από τα φρούρια της Κέρκυρας, όταν τα γαλλικά στρατεύματα δυνάμει της συνθήσης του Κάμπο Φόρμιο καταλάβανε τη νήσο. Όταν δηλαδή ο Βοναπάρτης διέλυσε την τόσο πολύ γερασμένη δημοκρατία των εμπόρων της λιμνοθάλασσας. Οι Γάλλοι, φορείς του πνεύματος της μεγάλης επανάστασης, παρ’ όλο που η εξουσία είχε ήδη περάσει από τα προάστεια στους αστούς, καταργούν τα τιμάρια. Οι Ρωσσοτούρκοι το 1799 τα επαναφέρουν αφού πνίξανε στο αίμα την αντίσταση των χωρικών. Οι Άγγλοι που καταλάβανε τα εφτάνησα το 1814, τα διατηρούν.
Όμως και στο σύνταγμα του 1803, και στα εκτελεστικά διατάγματα της γερουσίας το 1804, επαναλαμβάνεται ότι η κυριότης των τιμαρίων διατηρείται υπέρ του κράτους. Σ’ όλες τις δχετικές με το ζήτημα αυτό, κυβερνητικές πράξεις από το 1800 εως το 1825 αναφέρεται ότι η κυριότης των τιμαρίων ανήκει στο κράτος της επτανήσου.
Μια μεταβίβαση…εις εαυτόν
Πρώτη φορά το 1825, δημοσιεύεται ο νόμος 36 του Β΄ κοινοβουλίου που καθιστά τα τιμάρια ελεύθερα από την κυριότητα της κυβέρνησης υπο ορισμένους όρους. Το 1827 με το νόμο 67 παρέχεται και στους αγρότες το δικαίωμα να μετατρέπουν σε χρήμα τα εδαφονόμια κ.λ.π. και να απαλλαγούν και εντελώς απ’ αυτά με χρηματική εξαγορά. Πριν όμως από οποιαδήποτε πρακτική εφαρμογή, ο νόμος αυτός ανατρέπεται από το νόμο 26 του Γ΄ κοινοβουλίου, που χορηγεί μόνον στους τιμαριούχους το δικαίωμα να αποκτήσουν την κυριότητα των τιμαρίων. Κράτησε σε ισχύ ο νόμος αυτός δέκα χρόνια. Και στα δέκα αυτά χρόνια, αρκετοί τιμαριούχοι αποκτήσανε την κυριότητα των τιμαρίων, κυριολεκτικά με πενταροδεκάρες.
Το καθεστώς της αγγλικής «προστασίας» ήταν ο χρυσός αιώνας των φεουδαρχών της επτανήσου. Η εξουσία είχε περάσει στα δικά τους χέρια και οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις της «προστασίας» ήταν στη διάθεση τους. Και όπως γίνεται πάντα, από καταβολής κόσμου, χρησιμοποίησαν τη δύναμή τους για να αυξήσουν τα προνόμιά τους και να τα κατοχυρώσουν νομικά. Ο νόμος 26 του Γ΄ κοινοβουλίου, απλοελληνικά σημαίνει, ότι οι άρχοντες που αποτελούσαν το Γ΄ κοινοβούλιο, διορισμένοι εκεί από τους άγγλους αποφασίζουν να μεταβιβάσουν την κυριότητα των τιμαρίων από το κράτος, στους εαυτούς τους.
Ρωσσότουρκοι οι «ελευθερωτές»
Ο υπ’ αριθμόν 26 νόμος του Γ’ κοινοβουλίου, όπως και η πρώτη ληστρική επιδρομή στην ύπαιθρο, είναι γνήσια προϊόντα της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην ευρώπη μετά στην οριστική πτώση του κορσικανού γίγαντα.
Ορισμένοι «προοδευτικοί» όπως θέλουν να αυτοκαλούνται, διανοούμενοι, γράφοντας με την ευκαιρία της επετείου της ένωσης της επτανήσου σχετικά με τη γαλλική κατοχή, νόμισαν υποχρέωση τους να φέρουν σε γνώση των σημερινών γενεών, απ’ όλα όσα διαδραματίστηκαν τότε, μόνον ότι τους χρειάζονταν για να δυσφημήσουν τον γαλλικό στρατό: «ο στρατός αυτός ήταν ρακένδυτος», «τρέφονταν εις βάρος του πληθυσμού», «κορόιδευε το λείψανο του Αγίου σπυρίδωνος». Πάντα και στα πιο επικά γεγονότα της ιστορίας, όταν ψάξεις θα βρεις κηλίδες και τίγματα και βρωμιές. Όμως μόνον βαθύτατα αντιδραστικοί ή παθολογικοί τύποι, ειδικά ασχολούνται σ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας για να δούνε μην φαίνεται τίποτε από τον πισινό της. Είναι αλήθεια ότι οι Γάλλοι στρατιώτες ζούσαν εις βάρος των φτωχών εφοδίων της νήσου, αλλά την ευθύνη γι’ αυτό την είχαν οι Άγγλοι που, με τον αποκλεισμό, τους είχαν στερήσει από όλες τις πηγές του ανεφοδιασμού τους. Η ειρωνεία εις βάρος του λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνος ήταν βέβαια μία απρεπής πρόκληση στα θρησκευτικά σισθήματα του πληθυσμού, παρ’ όλο που οι μεσαιωνικές λιτανείες και η απάτη των θαυματουργών λειψάνων δεν μπορούσε παρά αυθόρμητα να προκαλεί την ειρωνεία και την αγανάκτηση των ελευθέρων ανθρώπων.
Οι Γάλλοι στην Κέρκυρα καταργήσανε τα τιμάρια, κάψανε σε επίσημη συμβολική τελετή στις 5 Ιουλίου 1797 το Λίμπρο Ντόρο, το μητρώο δηλαδή των ευγενών της Κέρκυρας και πράγμα που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία, μεταμορφώσανε τους ταπεινούς δουλοπάροικους σε ατίθασους αντάρτες. Απ’ αυτά τα ρακένδυτα, αλλά γεμάτα πάθος και φωτιά στρατεύματα, αντλήσανε οι χωρικοί μας τη δύναμη να προβάλλουν μια σθεναρά και ηρωική αντίσταση ενάντια στος Ρωσότουρκους όταν αυτοί επανέφεραν τον θεσμό των τιμαρίων. (Πρίν από χρόνια είχε προβληθεί σε κινηματογράφους στην Αθήνα μία σοβιετική ταινία όπου ο Ουσάκωφ ο μονόφθαλμος τσαρικός ναύαρχος, αρχηγός των Ρωσότουρκων, παρουσιάζεται για ελευθερωτής της Κέρκυρας από τους Γάλλους). Και φαίνεται πως η αντίσταση αυτή ήταν πολύ ισχυρή. «Όταν κατέλαβαν οι Ρωσότουρκοι την νήσο, επηκολούθησε επί μακρόν περίοδος αναρχίας». Αυτό μας πληροφορούν οι επίσημοι ιστορικοί που είναι πάντα τόσο αυστηροί στις κρίσεις τους για τους απόκληρους όταν αυτοί εξεγείρονται, όσο είναι επιεικείς για τους εκμεταλλευτές όταν αυτοί πνίγουν στο αίμα τους εξεγερμένους δούλους, δουλοπάροικους ή προλετάριους. Όταν ξανάρθαν οι Γάλλοι ξανάρχισε πάλι το ρεμπελιό.
Οι επιδρομές των αρχόντων
Όμως η «τάξη» που δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν οι ορδές του Μοντσενίγου και Οουσάκωφ, αποκαταστάθηκε μόνον όταν η Ιερά συμμαχία, συντρίβοντας τον Ναπολέοντα, ύψωνε το απαίσιο ανάστημα της πάνω σ’ όλη την αιμάσσουσα και ρημαγμένη Ευρώπη. Ήρθε τώρα η σειρά των αρχόντων.
Οι χωρικοί στα χρόνια του ρεμπελιού είχαν σταματήσει να πληρώνουν τους άρχοντες. Τώρα όμως που η «τάξη» επεβλήθηκε στον κόσμο, οι άρχοντες ζητάνε να πληρωθούν αμέσως και στο σύνολό τους όλα «τα καθυστερημένα». Και επειδή αυτό ήταν αδύνατο για τους αγρότες, δεν προλαβαίνουν τα δικαστήρια να εκδίδουν αποφάσεις αμέσως εκτελεστές για εξώσεις, κατασχέσεις, φυλακίσεις…
Αυτή την επιδρομή δεν θα τη βρούμε σε καμία ιστορία. Θα τη βρούμε στη μνήμη των χωρικών μας όπως τους την μετέδωσαν οι πατέρες τους, στα αρχεία των δικαστηρίων και των υποθηκοφυλακείων και στις τοπονυμίες μέσα στα απέραντα κτήματα των αρχόντων, που εξακολουθούν να διατηρούν τα ονόματα των παληών καλλιεργητών τους. Την επιδρομή τη σταμάτησε ο επαναστατικός τυφώνας που σάρρωσε και ανέσκαψε ολόκληρο το κοινωνικό έδαφος της Ευρώπης το 1848. Το ρεμπελιό ξανάρχισε. Η εξέγερση της Κεφαλλονιάς είχε κάνει και Άγγλους και καταχθόνιους και φιλελεύθερους και ορισμένους ακόμα αρχηγούς ριζοσπάστες να παγώσουν από το φόβο τους. Παρ’ όλες τις κρεμάλες, τις φυλακίσεις, τες εκτοπίσεις που ακολούθησαν την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης το πνεύμα της ανταρσίας διατηρήθηκε ζωντανό μέχρι το 1864.
Ξέρουμε πόσο τραγικά διαψευστήκανε όλα όσα με τόση λαχτάρα περίμεναν οι χωρικοί μας από την Ένωση. Και το αποτέλεσμα: ο ενθουσιασμός εξατμίζεται, το ηθικό και η πίστη καταρρέουν. Δημιουργείται μία κατάσταση απ’ αυτές που εκπλήσσουν τους ιστορικούς, αλλά που συμβαίνει συχνά στην ιστορία: η μαχητική μάζα των χωρικών σκορπάει και γίνεται σκόνη, ο αντάρτης γίνεται ταπεινός επαίτης.
Έτσι δημιουργείται και το κλίμα για μια δεύτερη ληστρική επιδρομή. Και πάλι επειδή στα χρόνια της πάλης, της πολιτικής δραστηριότητας, του ενθουσιασμού και των ελπίδων, οι χωρικοί είχαν σταματήσει να πληρώνουν είχε συσσωρευτεί ένας πελώριος όγκος καθυστερημένων παροχών και χρεών. Οι άρχοντες απαιτούν την εξόφλησή τους και επειδή αυτό ήταν αδύνατο μπαίνει πάλι σε κίνηση ο μηχανισμός των δικαστικών αποφάσεων, των κλητήρων, των εξώσεων, των κατασχέσεων, των προσωπικών κρατήσεων. Η διαφορά από προηγούμενα τώρα είναι ότι αυτά γίνονται εν ονόματι τους βασιλέως των Ελλήνων…
Εφιαλτικές σκηνές διαδραματίζονται στα χωριά μας, σ αυτά τα χωριά που φεγγοβολούσαν από χαρά και ελπίδες τις μέρες της ένωσης. Αυτοί οι ίδιοι οι χωρικοί που με λύσσα βροντοφωνούσαν από τα μουράγια «έχουμε τα στήθα μας» όταν τα αγγλικά πυροβόλα καταστρέφανε τα φρούρια και τα οχυρά του Βίδου, πτώματα και ράκη σήμερα από την πίκρα δεν είχαν το κουράγιο ούτε να ανοίξουν το στόμα τους να διαμαρτυρηθούν…
Μόνη λύση η απαλλοτρίωση
Γι’ αυτά τα απέραντα, αλλά λογγιασμένα και από αιώνες ακαλλιέργητα αρχοντικά ελαιοκτήματα της Κέρκυρας, δεν υπάρχει άμεσα τουλάχιστον παρά μία και μόνη λύση: η δίχως αποζημίωση απαλλοτρίωση τους και η διανομή στους ακτήμονες και φτωχούς χωρικούς.
Το (χέρι), η στοργή και οι αναμφισβήτητες ικανότητες του Κερκυραίου καλλιεργητή, θα κάνουν αληθινά θαύματα. Οι σημερινοί έρημοι και λογγισμένοι αρχοντικοί ελαιώνες θα μεταμορφωθούν σε τροπικά περιβόλια…
Κι ακόμα, με τη διανομή των αρχοντικών ελαιώνων θα πολλαπλασιαστεί στην Κέρκυρα η οικόσιτος κτηνοτροφία. Σήμερα, είναι τόσο ασφυκτικά περιορισμένη η μικροϊδιοκτησία, που και τα προαύλια από τα σπίτια μέσα στα χωριά, έχουν γίνει κήποι και είναι αδύνατο μια οικογένεια να έχει λίγες κότες δίχως να έχει συνεχείς προστριβές και φαγωμάρες με τους γείτονες και τους αγροφύλακες.
Όταν όμως πάρει κάθε αγροτική οικογένεια 400-500 συγκεντρωμένα αρχοντικά ελαιόδεντρα θα μπορέσει να φτιάξει μια αγροικία και να έχει όσες κότες, πρόβατα, αγελάδες θέλει…
Τα χωριά μας, που σήμερα είναι βυθισμένα στη φτώχεια και στην αθλιότητα, θα πάρουν ανάσα. Τα θλιβερά καραβάνια των πεινασμένων που κάθε μέρα με ένα φτωχό μπογαλάκι στο χέρι γυρνάν στα χωριά της Πελλοπονήσου ζητιανεύοντας με την τραγουδιστή τους φωνή δουλειά, όπως και τα παιδιά που παν στην Αθήνα για να θάψουν τα νιάτα τους στη βρωμερή λάντζα μιας υπόγειας ταβέρνας, θα μένουν στο παραδείσιο νησί τους και θα αξιοποιήσουν τα ευλογημένα δένδρα που οι άρχοντες είχαν αρπάξει από τους πατέρες τους. Το θαυματουργό χέρι του κερκυραίου καλλιεργητή, θα ανοίξει για τον εαυτό του και για την κοινωνία τα αστείρευτα αυτά μεταλλεία χρυσού, που σήμερα ένας τίτλος ιδιοκτησίας που στάζει αίμα και βρωμάει μούχλα, τα κρατάει κλειστά. Η χώρα θα εξαγνιστεί από ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματά της, και οι βρυκόλακες του μεσαίωνα, θα βρουν κι αυτοί την ανάπαυση τους στο νεκροταφείο της ιστορίας.
Σπύρος Πρίφτης , Κέρκυρα 1953
* * *
Leave A Comment