Η ανάγκη της Βενετικής Δημοκρατίας να προωθήσει την παραγωγή πυροβόλων κατασκευασμένων από σίδηρο αιτιολογείται από την ριζική μετατροπή της δομής του πολεμικού της Ναυτικού. Μέχρι την δεύτερη δεκαετία του δέκατου έβδομου αιώνα η ραχοκοκαλιά του βενετικού στόλου βασίζονταν σε μονάδες που είχαν σαν μέσον προώθησης τα κουπιά (ουσιαστικά γαλέρες και γαλεάτσες), ενώ τα πολεμικά πλοία με πανιά είχαν ένα περιθωριακό ρόλο. Ο εξοπλισμός της Armata Sottile (όπως ονομάζονταν το σύνολο των γαλέρων και γαλεάτσων) με πυροβόλα θεωρούνταν πάντα μια σχετικά εύκολη υπόθεση.
Οι γαλέρες ήταν οπλισμένες με τέσσερα μόνο πυροβόλα, οι γαλεάτσες δεν ξεπερνούσαν τα είκοσι. Ο περιορισμένος δε αριθμός των μονάδων εν υπηρεσία (μετά την επιτυχία της ναυμαχίας της Ναυπάκτου) είχε περιοριστεί σε 20-30 γαλέρες και 4-6 γαλεάτσες αντίστοιχα. Συνολικά, ο αριθμός των κανονιών που απαιτούσε ο εξοπλισμός της Armata Sottile δεν υπέρβαινε τις 300 μονάδες, αριθμός ικανός να παραχθεί από τα ήδη υπάρχοντα χυτήρια για την κατασκευή μπρούτζινων κανονιών, στον Ναύσταθμο της Βενετίας (Arsenale).
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά τον δύσκολο Κρητικό Πόλεμο (1645-1669) κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ανάγκη για ένα στόλο από μεγάλη ιστιοφόρα ήταν πλέον αμετάκλητη και δεν ήταν πλέον οικονομικά εφικτή ή συνέχιση της μίσθωσης βρετανικών και ολλανδικών σκαφών, όπως γίνονταν μέχρι τότε.
Η δημιουργία μιας σύγχρονης ομάδας πολεμικών πλοίων γραμμής συνεπήγαγε αναγκαστικά την αναθεώρηση του συστήματος προμηθειών του ναυτικού πυροβολικού. Οι πρώτες δεκατρείς μονάδες που αναμένονταν να ενταχθούν στις γραμμές του στόλου θα απαιτούσαν περίπου 600-700 πυροβόλα, στα οποία θα έπρεπε να προστεθούν οι ανάγκες της Armata Sottile, για ένα σύνολο τουλάχιστον 1000 πυροβόλων. Ήταν λοιπόν απαραίτητη η αντικατάσταση ή τουλάχιστον η συμπλήρωση των πανάκριβων μπρούτζινων κανονιών με κανόνια από σίδηρο, η κατασκευή των οποίων ήταν πολύ πιο οικονομική.
Όμως, η απαραίτητη και πολύπλοκη τεχνολογία για την τήξη αυτών των τελευταίων ανήκε αποκλειστικά σε μια στενή ομάδα κρατών: Βρετανία, Σουηδία και σε μικρότερο βαθμό στην Γερμανία.
Παρά την παρουσία ορισμένων ορυχείων στην Terraferma (ηπειρωτικές κτήσεις), η Δημοκρατία δεν διέθετε τέτοιου είδους χυτήρια· η δημιουργία καινούργιων θα απαιτούσε σημαντικές τεχνικές και οικονομικές ικανότητες, πέραν τούτου, χωρίς καμιά εγγύηση επιτυχίας. Δεν εκπλήσσει λοιπόν πως οι αριστοκράτες πατρίκιοι, οι οποίοι είχαν ρίζες στο εμπόριο και έλεγχαν την κυβέρνηση, προτίμησαν σε μια πρώτη στιγμή να συνεχίσουν να απευθύνονται στις ξένες αγορές.
Χάρη στις προσπάθειες που κατέβαλε και στο δίκτυο ιδιωτικών σχέσεων που είχε δημιουργήσει, κατά την τριετία 1683-85 η Βενετία κατάφερε να εισάγει από την Αγγλία σχεδόν 500 σιδηρά πυροβόλα.
Ωστόσο, η Δημοκρατία σύντομα αντιλήφθηκε πως η ίδια η φύση του διεθνούς εμπορίου και ειδικά το εμπόριο των όπλων, την καθιστούσε εντελώς εξαρτημένη από τις διάφορες πολιτικοστρατιωτικές μεταβολές. Η πτώση των Στούαρτ (1688), η μη αναγνώριση εκ μέρους της Βενετίας του νέου μονάρχη Γουλιέλμου Γ’ της Αγγλίας (αιτιολογούμενη από την ανάγκη μη επιδείνωσης των ήδη δύσκολων σχέσεων με την Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας) καθώς και η συμμετοχή της Αγγλίας στον Εννεαετή Πόλεμο, κατέστησαν πλέον αδύνατο τον εφοδιασμό της Βενετίας από την Αγγλία.
Ο πρώτος εγχώριος προμηθευτής πυροβόλων κατασκευασμένα από σίδηρο ήταν ο μεταλλουργός Tiburzio Bailo από την Brescia· στο χυτήριο του, κατά την περίοδο 1689-1702, κατασκευάστηκαν παραπάνω από 470 κανόνια.
Ήταν μια παραγωγή υψηλής ποιότητας, ανώτερη από την αγγλική, αλλά η ασυνεχής ζήτηση προμηθειών (η οποία έφτανε σε ικανοποιητικούς αριθμούς μόνο κατά τις περιόδους ενόπλων συγκρούσεων) και η έλλειψη οικονομικών μέσων που μάστιζε πλέον την Βενετία, μαζί με την απαγόρευση εξαγωγής της πολεμικής παραγωγής, οδήγησαν στο κλείσιμο του χυτηρίου, το οποίο έμεινε εξαιρετικό παράδειγμα τεχνικής και επιχειρηματικής ικανότητας.
Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια για την κατασκευή σιδηρών πυροβόλων στο οπλοστάσιο-Ναύσταθμο (1718-1719), η Βενετία βρήκε έναν νέο προμηθευτή, τον Carlo Camozzi, ο οποίος δημιούργησε μια νέα βιομηχανία στο Clanezzo του Μπέργκαμο, η οποία λειτούργησε από το 1722 έως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1740.
Ο Camozzi είχε εργαστεί στο χυτήριο Bailo και η τεχνολογία που χρησιμοποιούσε ήταν μια φυσική συνέχιση και τελειοποίηση της εμπειρίας που είχε αποκομίσει από το παρελθόν.
Ο δοκτ. Alberto Secco βρήκε στο Αρχείο του Κράτους της Βενετίας έγγραφα που αποδεικνύουν πως τα μόνα πυροβόλα 40 ελαφρών λιβρών βενετικής κατασκευής που κατασκευάστηκαν ποτέ, βγήκαν όλα από τα χυτήρια των Carlo Camozzi στο Clanezzo και Giovanni Torre στο Castro di Lovere, από το 1761 έως το 1776. Τα πυροβόλα αυτά αρχικά κατασκευάστηκαν μόνο για ναυτική χρήση. Ήταν τα αντίστοιχα των βρετανικών 24 lbs.
Τα κανόνια της πρώτης σειράς παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων και των πρωτοτύπων), τα οποία δοκιμάστηκαν και παραδόθηκαν το 1722, ήταν τα πιο μικρά και πιο ελαφριά (4987-5090 λίβρες) του συγκεκριμένου μοντέλου. Τον Ιούλιο του 1722 οι Deputati al Militar (υπεύθυνοι επί των στρατιωτικών), αφού άκουσαν την άποψη του Σχούλεμπουργκ, έπεισαν την Γερουσία να μεγαλώσει το συνολικό μήκος, αυξάνοντας το βάρος κατά 150-200 λίβρες. Τα πυροβόλα αυτών των πρώτων δύο σειρών είχαν μήκος 2,75 μ ενώ στην τρίτη σειρά παραγωγής, που παράχθηκε από τον Νοέμβριο του 1725 έως το 1732, το συνολικό μήκος ήταν 2,91 μ και το βάρος 5500 λίβρες.
Τα δύο κανόνια που βρίσκονται το Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας, σύμφωνα με τις χαραγμένες επιγραφές που επισημάνθηκαν, παράχθηκαν από τον Camozzi.
Τα δύο «σαραντάρια» της Κέρκυρας
Το πρώτο (κωδικός αριθμός Ν6), με μήκος 276 εκ. ανήκει στην δεύτερη σειρά ενώ το δεύτερο (κωδικός αριθμός Ν18), μακρύτερο, (293 εκ.) εντάσσεται στην τρίτη σειρά, άρα μεταγενέστερο του Νοεμβρίου 1725.
Το πρώτο κανόνι, (Ν6), εκτός από τα αρχικά CB (Camozzi – Bergamo) και τον μαρκιανό λέοντα, φέρει ανάγλυφο έναν θυρεό ο οποίος δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί, πιθανότατα ανήκει στον Προβλεπτή επί του Πυροβολικού, κατά την περίοδο της κατασκευής του.
Το δεύτερο κανόνι, (Ν18), εκτός από την λατινοποιημένη μορφή του ονόματος του Camozzi, φέρει και ανάγλυφο καθιστό μαρκιανό λέοντα, δυστυχώς σε αρκετά κακή κατάσταση:
CAMUTIUS F. (Camozzi fecit – κατασκευασμένο από τον Camozzi)
Τα στόμια των καννών και γενικά όλη η επιφάνεια των κανονιών είναι αρκετά διαβρωμένη, ενώ στο δεύτερο δείγμα, στο ύψος της κάννης λείπει ένα θραύσμα.
Κιλλίβαντες
Ο κιλλίβαντας του πρώτου κανονιού (Ν6) είναι ένας ναυτικός κιλλίβαντας, πιστό αντίγραφο των υπό κλίμακα αυθεντικών μοντέλων, που διατηρούνται στο μουσείο-ίδρυμα Querini της Βενετίας.
Ο κιλλίβαντας του δεύτερου (Ν18), είναι ένα μοντέλο για άμυνα φρουρίου, αντίγραφο αυθεντικού κιλλίβαντα που διατηρείται στο The Royal Danish Arsenal Museum της Κοπεγχάγης, δώρο του Δόγη στους βασιλείς της Δανίας.
Και οι δύο κιλλίβαντες είναι έργο του σωματείου ARSANG και πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα της διευθύντριας της 21ης Εφορείας Βυζαντινών και Νεώτερων Μνημείων κ. Τένιας Ρηγάκου.
Σπύρος Ιωνάς
* * *
Leave A Comment