Το 1567 ένας σχεδόν αμούστακος δεκαοκτάχρονος νεαρός, ο Φερντινάντο Βιτέλι (ή Φεράντε, όπως είναι πιο γνωστός), θα προσληφθεί στην Αυλή του Δούκα της Σαβοΐας με την ιδιότητα του στρατιωτικού. Ήταν η εποχή όπου ο δούκας Εμμανουήλ Φιλιμπέρτος είχε αναμειχθεί σε μια εκστρατεία στο πλευρό του βασιλιά της Γαλλίας και είχε ανάγκη από μισθοφόρους, καθώς το δουκάτο δεν διέθετε ουσιαστικά στρατό. Στην πρόσληψη του Φεράντε βοήθησε και η προηγούμενη προϋπηρεσία του πατέρα του στο δουκάτο, καθώς και οι καλές σχέσεις της οικογένειας Βιτέλι με τον βασιλιά της Γαλλίας.
Στην Αυλή του Δούκα της Σαβοΐας
Θα του δοθεί ο βαθμός του συνταγματάρχη, με την διοίκηση 3.000 ανδρών και 300 ιππέων, με αρμοδιότητες και μισθό που αυξάνονταν συνεχώς. Μέχρι το 1570, λόγω της περιορισμένης ακόμα εμπειρίας του, θα του ανατεθούν δευτερεύουσες αρμοδιότητες οχυρωματικής και θα εργαστεί υπό τις διαταγές του Φραντσέσκο Πατσιότο, γενικού επιθεωρητή των οχυρώσεων και λαμπρού μηχανικού, γνωστό σε όλη την Ευρώπη. Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εύνοια του δούκα, θα αρχίσει να αναλαμβάνει όλο και περισσότερα καθήκοντα, μέχρι την στιγμή που ο Ποτσιότο θα αναμιχθεί σε ένα σκάνδαλο προδοσίας, όταν ο αδελφός του θα κατηγορηθεί πως πούλησε στρατιωτικούς χάρτες στους εχθρούς του δουκάτου. Θα αναγκαστεί να παραιτηθεί και θα απομακρυνθεί από το Τορίνο, ενώ ο Βιτέλι θα πάρει την θέση του σαν γενικός επιθεωρητής το 1575.
Ο Βιτέλι θα γίνει γνωστός με την χάραξη και την κατασκευή του οχυρού περιβόλου της κωμόπολης του Μοντοβί, εγκαινιάζοντας ένα νέο μοντέλο πόλης-φρουρίου, κατά το οποίο δεν ευνοούνται τα κανονικά σχήματα αλλά οι οχυρώσεις προσαρμόζονται στη μορφολογία του τόπου. Θα ολοκληρώσει επίσης την citadella του Τορίνο και θα κατασκευάσει και το λεγόμενο Pastiss. Θα εργαστεί επίσης στις οχυρώσεις της Villanova, του Cuneo και του Bourg en Bresse.
Αν και πιστός στον δούκα της Σαβοΐας, ήταν φιλόδοξος και ίσως άπληστος άνθρωπος και γνώριζε πολύ καλά πως η φήμη, η δόξα και προπαντός τα χρήματα έπρεπε να αναζητηθούν αλλού, υπηρετώντας την Γαληνοτάτη, ισχυρή δύναμη της εποχής.
Ήδη το 1567, πριν παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο Τορίνο, είχε δοκιμάσει να προσληφθεί στην Βενετία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα, αν και κατείχε τον βαθμό του στρατηγού του πεζικού και του ιππικού, το αξίωμα του γενικού επιθεωρητή όλων των οχυρώσεων και μισθό 1800 χρυσών σκούδων τον χρόνο, ένιωθε πως άξιζε ακόμη περισσότερο. Το 1574, όταν στάλθηκε στην Λυών για να κατασκευάσει καταλύματα για τους 5.000 στρατιώτες που θα έστελνε εκεί ο δούκας της Σαβοΐας, συναντώντας τον Βενετό πρέσβη στην Γαλλία Φραγκίσκο Μοροζίνι, παραπονέθηκε πως δεν ήταν σε θέση να εκφράσει στο Τορίνο όλη την ικανότητά του και ένιωθε πως μπορούσε να κάνει ακόμη πιο σημαντικά έργα στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης. Ωστόσο, προέτρεψε τον πρέσβη να κρατήσει μυστική την συζήτησή τους.
Δεν δόθηκε συνέχεια στην συζήτηση αλλά στα τέλη του 1575, όταν οι τουρκικές προθέσεις άρχισαν να δημιουργούν προβληματισμό και η Γαληνοτάτη αποφάσισε να οχυρώσει ισχυρά την Κέρκυρα, τότε αυτή θυμήθηκε τον Βιτέλι. Ο Δόγης κάλεσε τον Μολίν, βενετό πρέσβη στο Τορίνο, για να του περιγράψει την ποιότητα του Βιτέλι και αυτός διηγήθηκε πως: «Αυτός ο ιππότης εκτιμάται πολύ από τον κύριο Δούκα, ιδίως στον τομέα της οχυρωματικής, τον αποκαλούν «τέρας και θαύμα της φύσεως» και η Εξωχότητά του μου έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι βρήκε τον αληθινό τρόπο ώστε τα φρούρια να καθίστανται απόρθητα […] Εν κατακλείδι, οι μέθοδοί του και οι επινοήσεις του εκτιμούνται σαν μοναδικές, ικανές να μην επιτρέψουν για ένα διάστημα 6-8 μηνών, σε ένα ισχυρό και πολυάριθμο εχθρό, σαν τον τουρκικό, όχι μόνο να επιχειρήσει έφοδο, αλλά ούτε καν να στήσει μια πυροβολαρχία». Σύμφωνα με τον Δούκα, «αυτό ήταν το είδος της οχύρωσης που η Βενετία είχε ανάγκη: η βάση μιας καλής οχύρωσης είναι η παρεμπόδιση της προσέγγισης του εχθρού, καθώς αυτός μέσα σε τρεις μέρες καταφέρνει να στήσει κανόνια μέχρι το εσωτερικό της τάφρου, με αποτέλεσμα την γρήγορη κατεδάφιση των τειχών».
Αυτές οι πληροφορίες δεν ικανοποίησαν πλήρως το Συμβούλιο των Δέκα, το οποίο ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες στον Τιέπολο, πρέσβη στην Ρώμη. Όταν όμως και ο Τιέπολο έδωσε θετική απάντηση, τότε στις 7 Ιανουαρίου 1576 το Συμβούλιο διέταξε τον Μολίν να ζητήσει στον Δούκα της Σαβοΐας την παραχώρηση των υπηρεσιών του Βιτέλι για διάστημα ενός έτους ή λιγότερο, ανάλογα με τις ανάγκες του δούκα. Το αίτημα παρουσιάστηκε επίσημα την επομένη της άφιξής του στο Τορίνο, στις 17 του μηνός.
Στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης
Ο Εμμανουήλ Φιλιμπέρτος, διατηρώντας ήδη φιλικές σχέσεις με την Βενετία, ενέκρινε το αίτημά της, όπως ενέκρινε και ένα άλλο αίτημα που αφορούσε ένα πραγματικά λεπτό ζήτημα: Η Βενετία ζητούσε από τον Δούκα να επιτρέψει στον Βιτέλι να της παραχωρήσει τα μυστικά που αυτός γνώριζε πάνω στα κανόνια, την πυρίτιδα και τα βλήματα. Η μόνη προϋπόθεση που έθεσε ο δούκας ήταν πως αυτά τα μυστικά δεν έπρεπε να διαρρεύσουν σε τρίτους.
Ο 26χρονος Βιτέλι βρίσκονταν τότε στην Ρώμη και μαθαίνοντας την εξέλιξη των γεγονότων συνέταξε διαθήκη, καθώς ετοιμάζονταν να αναχωρήσει για μακρινούς τόπους. Πριν φύγει για την Βενετία πέρασε από το Τορίνο για μια τελευταία συνάντηση με τον δούκα, όπου του απονεμήθηκε ο ιπποτικός σταυρός των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου.
H αναχώρηση του Βιτέλι θα ματαιωθεί αναπάντεχα γιατί στην Βενετία είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ μια επιδημία πανώλης και η βενετική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει επειγόντως αυτό το κρίσιμο ζήτημα το οποίο, εκτός από 100 θανάτους την ημέρα, προκαλούσε στην Δημοκρατία και οικονομικά προβλήματα, λόγω του εμπορικού αποκλεισμού που κήρυξαν τα γειτονικά κράτη, επικαλούμενα λόγους δημόσιας υγείας. Κατά τους επόμενους μήνες όμως οι ειδήσεις που έφταναν στην Βενετία και ανέφεραν έντονες τουρκικές δραστηριότητες, θα ξαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της αναχώρησης του Βιτέλι.
Κατά την αναμονή ο Βιτέλι είχε κατασκευάσει ένα μοντέλο προμαχώνα με κοντροφόσα, ικανό να εμποδίσει την προσέγγιση των εχθρικών σκαπανέων στα τείχη. Θα αναχωρήσει από το Τορίνο στις 7 Ιουλίου και κατά την παραμονή του στην Βενετία θα έχει μακρές συνομιλίες με γερουσιαστές για ό,τι αφορούσε τις κερκυραϊκές οχυρώσεις, κατά τις οποίες θα εισπράξει πλήρη ικανοποίηση. Θα συναντηθεί επίσης και με τον Δόγη, στον οποίο θα αρνηθεί με ευγενικό τρόπο να δηλώσει εκ των προτέρων τι ακριβώς έργα σκόπευε να κατασκευάσει, καθώς επιφυλάσσονταν να δει πρώτα τον τόπο και ύστερα να αποφασίσει. Ήταν πεπεισμένος πως σε κάθε τοποθεσία αντιστοιχούσε με καθορισμένη ανάπτυξη των οχυρώσεων, ανάλογα με την μορφολογία, το είδος του εχθρού, το έμψυχο και άψυχο δυναμικό. Αυτές τις σκέψεις τις είχε ήδη αναπτύξει στο «Istruttione per riconoscere le provincie et luoghi etc».
Θα αναχωρήσει από την Βενετία στις 15 Οκτωβρίου 1576 με εντολή «να κατασκευάσει ένα σημαντικό φρούριο για την άμυνα της Κέρκυρας, το οποίο θα περιέκλειε όλο το μπόργκο. Όπου θα ανασκευάζονταν και θα προσθέτονταν πράγματα στο Παλαιό Φρούριο». Θα φτάσει στην Κέρκυρα στις 23 Νοεμβρίου. Κατά τις στάσεις στους ενδιάμεσους σταθμούς θα φροντίσει να σχεδιάσει λεπτομερείς χάρτες των βενετικών οχυρώσεων, τους οποίους θα παραδώσει στον κύριο του, Δούκα της Σαβοΐας, όταν θα επιστρέψει στο Τορίνο.
Στην Κέρκυρα
Στην Κέρκυρα ο Βιτέλι δεν θα συναντήσει την θετική διάθεση και το αυθόρμητο πνεύμα συνεργασίας που βρήκε στην Βενετία.
Η εποχή αμέσως μετά την Ναυμαχία της Ναυπάκτου χαρακτηρίζεται σαν η εποχή όπου θα εξαντληθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος των καθαρών αρχιτεκτόνων στην οχυρωματική (βλ. δυναστεία Σανμικέλι) και μια διαφορετική πλέον μορφή θα πάρει την θέση τους στην κατάρτιση και εκπόνηση σχεδίων. Ήταν οι «Άνθρωποι του Πολέμου», οι λεγόμενοι κοντοτιέροι, εξειδικευμένοι μηχανικοί-πολεμιστές με συγκεκριμένες ιδέες και πεποιθήσεις ως προς την οχυρωματική. Ήταν προσωπικότητες σαν τον Sforza Pallavicino, Γενικό Αρχηγό των βενετικών όπλων και σαν τον Giulio Savorgnan, επιθεωρητή των οχυρώσεων. Αλλά υπήρχαν και άξιοι τεχνικοί, στρατιωτικοί μηχανικοί μεγάλης αξίας σαν τον Francesco Malacreda και τον Bonaiuto Lorini.
Ειδικά ο Sforza Pallavicino, ο Savorgnan και ο Lorini είχαν αρχίσει να ασχολούνται με το νέο οχυρωματικό σύστημα της Κέρκυρας πριν την πρόσκληση στον Βιτέλι και με την άφιξη του τελευταίου άρχισαν οι προστριβές και η άσκηση έντονης κριτικής. Δεν έβλεπαν με καλό μάτι ούτε τον άνθρωπο, έναν παρείσακτο, έναν ξένο, αλλά ούτε και τα σχέδιά του.
Παρ’ όλ’ αυτά αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν, καθώς οι εντολές από την Βενετία απαιτούσαν πλήρη συνεργασία με τον Βιτέλι.
Ίδια ένταση και κριτικές θα αναπτυχθούν και στην Βενετία, από τους εκεί κοντοτιέρους αλλά η Γερουσία θα συνεχίσει να έχει εμπιστοσύνη στον Βιτέλι. Αυτές οι κριτικές αποδόθηκαν από τον Ροέρο, πρέσβη του Εμμανουήλ Φιλιμπέρτου στην Βενετία, απλώς σαν ένδειξη φθόνου προς τον Βιτέλι. Ο τελευταίος άρχισε να ασχολείται γοργά με τα έργα, ενώ η ένταση με τον Τούρκους χαμήλωνε, καθώς ο σουλτάνος είχε προβεί στην επιστροφή εδαφών στην Δαλματία. Εν τω μεταξύ η Βενετία είχε ζητήσει στο Τορίνο παράταση της άδειας για τον Βιτέλι.
Το 1577 οι εργασίες προχωρούσαν με γρήγορους ρυθμούς αλλά ο Βιτέλι άρχισε να κουράζεται από τις αντιδράσεις αλλά και από τα πρώτα σημάδια έλλειψης εργατικού δυναμικού και υλικών. Η Γερουσία εξέφραζε την ικανοποίηση της, παρ’όλο που οι εκτιμήσεις για το κόστος ολοκλήρωσης του έργου ανέρχονταν σε 500.000 σκούδα. Οι αντιδράσεις των μηχανικών συνεχίζονταν και τον Ιανουάριο ο δόγης Mocenigo έπρεπε να επαναλάβει στον προνοητή στην Κέρκυρα την απόφαση της Συγκλήτου, «πως έπρεπε να κατασκευαστεί με τον τρόπο και την μορφή που θα θελήσει ο εκλαμπρότατος Ferrante Vitelli, όπως είχατε ξεκινήσει στο όνομα του Θεού, καθώς μείναμε εντελώς ικανοποιημένοι από την γνώμη αυτού του κυρίου».
Στις 4 Ιουλίου πεθαίνει ο δόγης Μοτσενίγο και τον διαδέχεται ο ήρωας της Ναυπάκτου, Σεμπαστιάνο Βενιέρ. Ο Βιτέλι ζητάει να αναχωρήσει από την Κέρκυρα πριν την άφιξη του χειμώνα, καθώς θεωρεί πως η αποστολή του έληξε και οι εργασίες μπορούν να συνεχιστούν από «απλούς μηχανικούς», ακολουθώντας τα σχέδιά του. Ο πρέσβης Ροέρο τον συμβουλεύει να περιμένει για να μην προκαλέσει την δυσαρέσκεια της Βενετίας, ενώ παράλληλα ασκεί πίεση στην Γερουσία ώστε να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του Βιτέλι. Πράγματι, θα σταλθούν 40.000 σκούδα και μια επιπλέον αμοιβή 1.000 χρυσών τσεκινιών για τον Βιτέλι. Νομίζοντας πως ήταν μόνο θέμα απληστίας, θα του δοθούν άλλα 1.000 τσεκίνια αλλά τα παράπονα του Βιτέλι δεν θα σταματήσουν. Υποστήριζε πως από τα 40.000 σκούδα είχαν φτάσει μόνο τα μισά, ενώ από τους 1.000 ειδικευμένους εργάτες που του είχαν υποσχεθεί, είχαν στείλει μόνο 300.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1577 ο Εμμανουήλ Φιλιμπέρτος διαμέσου του πρέσβη θα ζητήσει την λήξη της άδειας του Βιτέλι, αλλά αυτή τη φορά ο δόγης Βενιέρ θα αρνηθεί, λέγοντας πως δεν μπορούσε να απολύσει τον Βιτέλι ενώ η οχύρωση του μπόργκου ήταν ακόμη ατελής. Για να μην φανεί αγενής εγγυήθηκε στον δούκα πως η Βενετία θα παρείχε πλήρη στρατιωτική υποστήριξη στο δουκάτο αν χρειαζόνταν στο μέλλον, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις υλικού προς το εργοτάξιο της Κέρκυρας. Ταυτόχρονα, για να καταπραΰνει τον Βιτέλι, η Γερουσία παράγγειλε ένα μεγάλο δώρο από ασήμι, αξίας 3.000 σκούδων. Τίποτα όμως δεν έκανε τον Βιτέλι να αλλάξει γνώμη και βομβάρδιζε συνεχώς τον πρέσβη Ροέρο με παρακλήσεις , ώστε να του δοθεί η άδεια να αναχωρήσει. Ο Ροέρο αντίθετα τον συμβούλευε να κάνει υπομονή γιατί η Βενετία άρχιζε να δυσανασχετεί με τα παράπονά του, για να μην πάνε χαμένα όλα όσα είχαν γίνει αλλά και γιατί ο πλούσιος μισθός που λάμβανε μπορούσε να αντισταθμίσει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Οι επόμενοι μήνες κύλησαν με τον Βιτέλι να συνεχίζει να παραπονιέται πως ο μισθός ήταν λίγος και πως είχε προβλήματα με τους Βενετούς αξιωματούχους αλλά και πάλι ο Ροέρο του απαντούσε πως όσο λιγότερα έξοδα είχε η Βενετία, τόσο περισσότερο θα αισθάνονταν υποχρεωμένη στον Εμμανουήλ Φιλιμπέρτο και πως η Βενετία πρόσεχε πάντα να μην προσβάλει τους αξιωματούχους της.
Μια σειρά επιστολών του Βιτέλι, στις οποίες άρχιζε πλέον να παραπονείται για σοβαρά προβλήματα υγείας (πέτρες και πόνους στα νεφρά) και η πολιτική κατάσταση στο δουκάτο, το οποίο είχε ανάγκη να προστατεύσει τα φρούριά του λόγω ύποπτων στρατιωτικών κινήσεων στα σύνορά του, έπεισαν τελικά την Βενετία να δώσει άδεια στον Βιτέλι να αναχωρήσει. Θα επιβιβαστεί στα τέλη Ιουνίου 1578 με προορισμό την Βενετία.
Πριν αναχωρήσει από την Κέρκυρα θα ολοκληρώσει την κατασκευή των δύο νέων πυλών της πόλης, την Spilea (πύλη Νέου Φρουρίου) και την Reale, δικής του σχεδίασης, φροντίζοντας να θέσει το όνομά του στην επιγραφή.
Στην Βενετία θα συναντηθεί με τον νέο δόγη Nicolò da Ponte (0 Βενιέρ είχε ήδη πεθάνει ύστερα από 9 μήνες θητείας), με τον οποίο θα έχει δύο συνομιλίες. Θα παραδώσει μια ξύλινη μακέτα του Νέου Φρουρίου, σχέδια των οχυρώσεων και 5 αυτόγραφα κείμενα. Επίσης θα ζητήσει να λάβουν τα σχέδιά του απόλυτη προτεραιότητα, ενώ θα παραπονεθεί για τον οξύθυμο χαρακτήρα του προβλεπτή Κονταρίνι, ο οποίος του είχε φερθεί ανάρμοστα. Πριν αναχωρήσει θα λάβει άλλα 1.000 τσεκίνια αλλά παράλληλα θα νιώσει και την ψυχρότητα της Βενετίας.
Στις 22 Οκτωβρίου θα παρουσιαστεί στο Τορίνο, μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για την Βενετία, επιβεβαιώνοντας πως στο διάστημα των 2 ετών που είχε περάσει στην Κέρκυρα δέχτηκε συνολικά το μη ευκαταφρόνητο ποσό των 10.000 δουκάτων. Θα πεθάνει τους πρώτους μήνες του 1582 σε ηλικία μόλις 32 ετών.
Το προμαχωνικό μέτωπο του Βιτέλι
Ήδη μια δεκαπενταετία περίπου πριν την άφιξη του Βιτέλι είχε γίνει αισθητή η ανάγκη οχύρωσης ολόκληρου του μπόργκου. Ήταν ένα έργο που επιθυμούσε τόσο η Βενετία όσο και ο πληθυσμός. Ωστόσο υπήρχαν πολλές αβεβαιότητες ως προς το είδος της οχύρωσης και την ανάπτυξή της. Ο Brunoro Zampeschi, κοντοτιέρος της εποχής, υποστήριζε πως ο περίβολος έπρεπε να περιλαμβάνει και τους δύο λόφους, του Σωτήρα και Αβράμη και πως το υψηλό κόστος δεν θα έπρεπε να προβληματίζει την Βενετία, γιατί η αύξηση του πληθυσμού θα επέφερε άνοδο της τοπικής οικονομίας και περισσότερα έσοδα. (Στην πραγματικότητα μόλις θα οχυρωθεί η πόλη θα συμβεί το αντίθετο και ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού θα αρνηθεί αμέσως τους δεσμούς με την οχυρωμένη πόλη γιατί δεν ήθελαν να υποβάλλουν τα εισοδήματα τους σε δασμούς και τέλη, αφού τα τείχη ήταν και μέσο οικονομικού ελέγχου). Τα επόμενα χρόνια, εφόσον έγιναν διάφοροι επιτόπιοι έλεγχοι και μελέτες και ακούστηκαν οι γνώμες του Sforza-Pallavicino, Savorgnan, Moretto Calabrese, Martinengo και Baglioni, άρχισαν τα πρώτα έργα επί βαΐλου Fabio da Canal. Tην τελική απόφαση θα έπρεπε να την πάρει ο Φεράντε Βιτέλι.
Φτάνοντας στην Κέρκυρα ο Βιτέλι θα μελετήσει τα σχέδια και τις μακέτες των Βενετών μηχανικών αλλά δεν θα συμφωνήσει για την ανάπτυξη του περιβόλου μέχρι τους δύο λόφους. Υποστήριζε πως ένα τέτοιο έργο θα ήταν χρονοβόρο, ακριβό αλλά και ακατάλληλο λόγω του εδάφους. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο μεγαλύτερος εφιάλτης των μηχανικών της εποχής ήταν οι στοές υπονόμευσης (mine), τακτική στην οποία οι Τούρκοι θεωρούνταν εμπειρότατοι. Ο Βιτέλι φτάνοντας στην Κέρκυρα μελέτησε λεπτομερώς την μορφολογία του εδάφους και θεωρούσε πως το μαλακό έδαφος θα ευνοούσε τον εχθρό και παράλληλα τα έργα θα απαιτούσαν βαθιά και τεράστια θεμέλια. Κατά την γνώμη του, θα αρκούσε η οχύρωση του λόφου του Αγ. Μάρκου, ο οποίος θα προστάτευε το μπόργκο και το πλευρό του μετώπου.
Η προς την ξηρά οχύρωση της πόλης, σύμφωνα με τον Βιτέλι, θα αποτελούνταν από το Νέο Φρούριο, «αρχή και κεφαλή» της οχύρωσης και από ένα μέτωπο αποτελούμενο από «τρεις προμαχώνες και έναν ημιπρομαχώνα» (tre baluardi et un mezzo). [Διευκρινίζοντας βέβαια πως η πλατφόρμα θεωρούνταν ένα είδος επίπεδου προμαχώνα σ.σ.]. Αναλυτικά θα κατασκευάζονταν ένας προμαχώνας στην ράχη δίπλα στο Ν. Φρούριο (Σαραντάρη), ο δεύτερος στον λόφο του Αγ. Ιωάννη (πλατφόρμα Αγ. Αθανασίου), ο τρίτος στους Καστράδες (Ραϋμόνδου) και ο ημιπρομαχώνας πάνω από την θάλασσα (Ραϋμόνδου). Η χάραξη του περιβόλου ακολούθησε τα υψώματα του εδάφους, με τις αιχμές των έργων να στέκονται πάνω στον γυμνό βράχο, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος των υπόγειων υπονομεύσεων. Τα έργα προστατεύονταν από μια τάφρο, την οποία διέτρεχε μια καλυμμένη οδός που οδηγούσε στο Παλαιό Φρούριο.
Το τίμημα για τις νέες οχυρώσεις πληρώθηκε ακριβά από το προάστιο των Καστράδων, όπου τα σπίτια κατεδαφίστηκαν για να δώσουν χώρο στις νέες οχυρώσεις αλλά και για να δημιουργηθεί ένα ελεύθερο πεδίο βολής ανάμεσα από τους Καστράδες και τον λόφο του Σωτήρα. Εξίσου βαρύ τίμημα πλήρωσε επίσης και η περιοχή του μπόργκου στις παρυφές του Ν. Φρουρίου, όπου κατεδαφίστηκαν 1700 σπίτια, αν και τα περισσότερα χαρακτηρίστηκαν από τον Προνοητή Κονταρίνι «πολύ μικρά και κακώς καλυμμένα, πιο πολύ καλύβες παρά σπίτια». Πάντως το μεγαλύτερο μέρος του μπόργκου σώθηκε και ίσως αυτό οφείλεται όχι μόνο στον Βιτέλι αλλά σε μια καθαρά πολιτική επιλογή της Βενετίας, η οποία δεν επιθυμούσε επιπλέον δυσαρέσκεια εκ μέρος του πληθυσμού, προτιμώντας να μην ακολουθήσει την πρόταση του Giovan Maria Martinengo που είχε προτείνει μαζικές κατεδαφίσεις. Τέλος, απαιτήθηκαν κάποιες άλλες κατεδαφίσεις για την διάνοιξη του παραλιακού δρόμου κατά μήκος των θαλάσσιων οχυρώσεων (μουράγια) και του νέου δρόμου που θα ένωνε το Παλαιό με το Νέο Φρούριο (Νικ. Θεοτόκη). Την ίδια χρονιά θα δημιουργηθεί και το γκέτο.
Κριτικές
Ο Βιτέλι θα κατηγορηθεί αρχικά πως είχε παραλλάξει το αρχικό σχέδιο, συμπεριλαμβάνοντας και τον λόφο των Καστράδων στις οχυρώσεις. Απάντησε πως ο αποκλεισμός του λόφου θα απειλούσε τον σκοπό όλου του αμυντικού έργου και πως «ήταν προτιμότερο να σχιστούν κάποια σχέδια παρά να κατεδαφιστούν κορτίνες και προμαχώνες, όπως πολλές φορές είχε συμβεί».
Όμως, οι πιο βαριές και έντονες κατηγορίες θα ξεστομιστούν με την έγκριτη φωνή του Moretto Calabrese, εμπειρότατου στρατιωτικού, κυβερνήτη του Χανδακα, ο οποίος είχε πολεμήσει σε αμέτρητες εκστρατείες στην Ελλάδα, στην Δαλματία και στην Ιταλία: Ο περίβολος θα έπρεπε να αναπτυχθεί με ακρογωνιαίους λίθους τους λόφους του Αβράμη και του Σωτήρα. Μετατοπίζοντας τα έργα προς τους δύο λόφους και συμπεριλαμβάνοντάς τους, θα εξουδετερώνονταν η απειλή που η δύο λόφοι αποτελούσαν, όταν ο εχθρός θα έστηνε εκεί τις πυροβολαρχίες του. Θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι επιθέσεις από την θάλασσα και η πόλη δεν θα υπέφερε από τις κατεδαφίσεις, αντίθετα θα είχε περισσότερο χώρο για να αναπτυχθεί. Πράγματι, η επιχειρηματολογία του Calabrese φαίνονταν λογική και οι φόβοι του θα επαληθευτούν κατά την πολιορκία του 1716.
Ο Βιτέλι θα δικαιολογήσει την επιλογή του με τα επιχειρήματα που προαναφέρθηκαν πιο πάνω (φύση του εδάφους, κόστος, χρόνος), συμπληρώνοντας πως η μορφολογία του εδάφους στην Κέρκυρα αποτελούνταν από συνεχείς διαδοχές λόφων και ισιωμάτων, οπότε όποιον λόφο και να συμπεριλάμβαναν θα έβρισκαν πάντα κάποιον άλλο μπροστά του. Επίσης, ένας μακρύς περίβολος είχε ανάγκη από πολυάριθμο στράτευμα για να επανδρωθεί, πράγμα που δεν ήταν πάντοτε εφικτό. Ο περίβολός του αντίθετα, είχε το ιδανικό μήκος για την Κέρκυρα. [Σε αυτό το σημείο πρέπει να δώσουμε δίκιο στον Βιτέλι, η ιστορία της Κέρκυρας είναι γεμάτη αναφορές Προνοητών και βαΐλων με παράπονα για έλλειψη προσωπικού και υλικού, κατάσταση που θα επαληθευτεί το 1716].
Ο Βιτέλι θα αναχωρήσει από την Κέρκυρα το 1578, αφήνοντας τα έργα ατελείωτα και τους Βενετούς σε προβληματισμό. Η σύντομη παραμονή του στην Κέρκυρα ήταν βέβαια προεξοφλημένη, γιατί η Βενετία γνώριζε την διάρκεια της άδειας που είχε λάβει. Ο Agostino Nani, Βενετός διπλωμάτης, θα παραδεχτεί στην Γερουσία το 1580, δύο μόλις χρόνια αργότερα και πριν τελειώσουν καν τα έργα, πως μια βελτίωση «απαιτούσε κατεδάφιση ή αλλοίωση των περισσοτέρων από αυτά», πράγμα απαράδεκτο λόγω του «μακρύ χρόνου και του ατελείωτου κόστους και μόχθου». Παρέμεναν να γίνουν μόνο κάποιες περιορισμένες καλυτερεύσεις, επεμβαίνοντας στα ήδη υπάρχοντα έργα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 θα καταφτάσουν στην Κέρκυρα οι Savorgnan, Lorini και Bonomo …για να βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά. To 1582 θα κατατεθούν στην Βενετία σχέδια φτιαγμένα από τους Giovanni Maria Martinengo, Genese Bresciani, Giovanni Battista Bonomo, Bonaiuto Lorini, Onorio Scotti και Sforza Pallavicino, οι οποίοι, όλοι μαζί ενωμένοι σε μια χορωδία κριτικής, προτείνουν αναγκαίες διορθωτικές επεμβάσεις που έπρεπε να εφαρμοστούν αμέσως στα έργα του Βιτέλι.
Τα έργα του Βιτέλι δεν θα περάσουν από μια πραγματική «δοκιμασία του πυρός» και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ αν είχε δίκιο αυτός ή οι αντίπαλοί του. Το προμαχωνικό σύστημα που βρήκαν μπροστά τους οι Οθωμανοί το 1716 αποτελούνταν πλέον από ένα σύνολο οχυρώσεων που περιλάμβανε τις οχυρώσεις του Βιτέλι, πρόσθετα έργα του 17ου αιώνα και προπαντός το σημαντικό inviluppo του Βερνέντα, μαζί με κάποιες πρόχειρες καλυτερεύσεις του Schulenburg. Ο Σκάρπωνας, έργο-κλειδί κατά τις επιχειρήσεις του 1716, σύμφωνα με τον Βιτέλι ήταν μόνο ένα απλό ανάχωμα και θα λάβει την γνωστή μορφή ψαλίδας μόνο μετά την επέμβαση των Βενετών μηχανικών.
O Βιτέλι ήταν μια ιδιαίτερη μορφή για την εποχή του. Ανέλαβε σημαντικά καθήκοντα σε νεότατη ηλικία και έφερε εις πέρας τις στρατιωτικές και διπλωματικές αποστολές που του ανατέθηκαν. Άνθρωπος ευφυής, φιλόδοξος, ίσως αλαζόνας και άπληστος, επιζήτησε με διάφορους τρόπους να εργαστεί για την Βενετία, Μεγάλη Δύναμη της εποχής, αλλά ταυτόχρονα παρέμεινε πιστός μέχρι το τέλος, στον κύριό του, δούκα της Σαβοΐας. Η συναίνεση της ενετικής κυβέρνησης στις προτάσεις του φαίνεται να οφείλεται σε πολιτικά κίνητρα, ίσως στην απροκάλυπτη επίδειξη φιλίας προς τον δούκα της Σαβοΐας. Αλλά δεν έλειπε και η εμπιστοσύνη στην πραγματική γνώση της τέχνης από τον Βιτέλι, δεδομένου ότι η οχύρωση της Κέρκυρας ήταν άκρως σημαντική και πολυδάπανη, για να πάει χαμένη με ελαφρότητα.
Το σίγουρο είναι πως ο Βιτέλι κατάφερε να βρει την δόξα που αναζητούσε, συνδέοντας το όνομά του με την οχύρωση της Κέρκυρας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, η κατεδάφιση της Porta Reale δεν επέτρεψε την διατήρηση της μνήμης του ονόματός του από τους χιλιάδες περαστικούς που θα το έβλεπαν σκαλισμένο, περνώντας από κάτω.
Βέβαια παραμένει ασυγχώρητη η επιπόλαιη στάση της Βενετίας, η οποία για ένα τόσο σημαντικό έργο σαν την οχύρωση της Κέρκυρας – η οποία δεν θεωρούνταν πλέον μόνο είσοδος της Αδριατικής αλλά η ίδια η θύρα της Βενετίας – απευθύνθηκε σε έναν ξένο νεαρό μηχανικό, μισθωμένο για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, ο οποίος δεν είχε ούτε την δυνατότητα μετέπειτα διορθωτικών επεμβάσεων, αλλά ούτε διέθετε πνεύμα συνεργασίας με τους υπεύθυνους αξιωματούχους της άμυνας. Τέλος, η επιπολαιότητα της Βενετίας αποδεικνύεται και από το γεγονός πως εξουσιοδότησε εν λευκώ τον Βιτέλι, χωρίς να ζητήσει την άποψη των στρατιωτικών της συμβούλων.
Για τα έργα του Βιτέλι στην Κέρκυρα υπήρχαν σημαντικά τεκμήρια, όπως αναφορές του, επιχειρηματολογίες ως προς τις επιλογές στην οχύρωση, σχέδια, κοστολόγια και σχόλια. Ένα συντριπτικό μέρος τους θα καταστραφεί στην πυρκαγιά της Βιβλιοθήκης του Τορίνο το 1904. Σημαντική είναι η συλλογή σχεδίων των κερκυραϊκών οχυρώσεων που πήρε μαζί του στο Τορίνο και που ορισμένα παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο. Είναι κοινή πεποίθηση πως σχεδιάστηκαν από τον ίδιο τον Βιτέλι ή από το χέρι στενού συνεργάτη του, κατά την περίοδο της παραμονής του στην Κέρκυρα.
Σπύρος Ιωνάς
Βιβλιογραφία
- Αγοροπούλου – Μπιρμπίλη, “Η αρχιτεκτονική της πόλεως της Κέρκυρας κατά την περίοδο της ενετοκρατίας“, Αθήνα 1976
- Bacchion Eugenio, “Il dominio Veneto su Corfù” – Ed. Altino, Venezia 1956
- Bonardi Claudia, “Ferrante Vitelli, cavaliere pontificio e “colonnello” dei Savoia nei giorni di Corfù (1576-1578)“, in Micaela Viglino Davico, Andrea Bruno jr. (a cura di), “Gli ingegneri militari attivi nelle terre dei Savoia e nel Piemonte orientale“, Firenze 2007
- Bonardi Claudia, “Dizionario Biografico degli Italiani“, λήμμα “PACIOTTO, Francesco” – Volume 80 (2014)
- Concina Ennio, “Gli anni di Lepanto” in «La fabrica della fortezza» L’architettura militare di Venezia, Modena 2001
- Concina Ennio, «Tre isole nostre del Levante» in “Venezia e la difesa del Levante: da Lepanto a Candia 1570-1670“, Venezia 1986
- Concina Ennio, «Ο Άγιος Μάρκος, η ακρόπολη, η πόλη» (Κέρκυρα: ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική 14ος-19ος αι.)-Πολιτιστικός Σύλλογος «Κόρκυρα», Κέρκυρα 1994
- Conti Natale, “Delle historie de suoi tempi” Vol.2, Venezia 1589
- Παγκράτης Γεράσιμος, “Οι εκθέσεις των Βενετών βαΐλων και προνοητών της Κέρκυρας (16ος αι.)“, Αθήνα 2008
- Promis Carlo, “Gl’ingegneri militari che operarono o scrissero in Piemonte dall’anno MCCC all’anno MDCL” – Torino, 1871
- Promis Carlo, “La vita di Francesco Paciotto da Urbino, architetto civile e militare del secolo XVI” in Miscellanea di Storia Italiana -Volume 4, Torino, 1863
- Segre Arturo, “Emanuele Filiberto e la Repubblica di Venezia (1545-1580)” Serie II – Tomo VII, Venezia, 1901
* * *
Leave A Comment