Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχουν χαθεί πολλά από την πολιτιστική ιδιαιτερότητα κάθε τόπου και η Κέρκυρα έχει δώσει και αυτή βαρύ φόρο. Οι εστίες αντίστασης, τα πολιτιστικά  σωματεία, υπάρχουν και είναι ισχυρές. Όμως, στο διάβα του χρόνου (ειδικά των τελευταίων δεκαετιών), πολλά έθιμα και συνήθειες χάθηκαν ή μεταλλάχτηκαν (συχνά σε κακέκτυπα αντίγραφα), ενώ  νέα  εμφανίστηκαν και καθιερώθηκαν. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η τεχνολογική και η τουριστική ανάπτυξη του τόπου μας ήταν καθοριστικοί παράγοντες στις αλλαγές που έγιναν.

Τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και στις επόμενες γραμμές γίνεται προσπάθεια να δοθούν μερικά στιγμιότυπα των ημερών αυτών από το Μεσοπόλεμο ως και τη δεκαετία περίπου του 60. Πηγή μας το ολιγοσέλιδο και γεμάτο νοσταλγία  κείμενο «Κορφιάτικα Χριστούγεννα» του αείμνηστου π. Αθ. Χ. Τσίτσα, γραμμένο 23 χρόνια πριν.

 

Νικηφόρου Θεοτόκη προς την Πίνια

Νικηφόρου Θεοτόκη προς την Πίνια

Η διασταύρωση Μιχαήλ Θεοτόκη με Αγίων Πάντων

Η διασταύρωση Μιχαήλ Θεοτόκη με Αγίων Πάντων

Εμπορική κίνηση και πολυκοσμία

 Σημειώνει ο π. Αθ. Χ. Τσίτσας:  Το μέτρο της περιπτωσιακής εμπορικής δραστηριότητας έδινε και ο μεγάλος αριθμός από τις μπάνκες, τα κινητά μαγαζιά που στήνονταν πρόχειρα τις παραμονάδες τόσο στο δρόμο της Πόρτας Ριάλας όσο και στα βόλτα του Αγίου Αντωνίου. Τα τελευταία πουλούσαν κυρίως είδη μαναβικής και μάλιστα ξερούς καρπούς και είχαν τα εμπορεύματά τους πάνω σε χαμηλά κάρα, ενώ οι ευκαιριακοί μαγαζάτορες, για να προφυλαχτούν από τις πυκνές βροχές του Σαρανταήμερου, καθόνταν κάτω από τα βόλτα. Θυμούνται μάλιστα οι παλιότεροι, ότι σε τέτοιες στιγμές κατακλυσμού, οπότε η πιάτσα ερημωνόταν, οι άνθρωποι εκείνοι ενώνονταν σε πρόχειρα κόρα και ψάλλανε το «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών», στο ντόπιο ιδίωμα και με τέτοια αρμονία που θα την ζήλευαν οργανωμένα συγκροτήματα.

Εκείνο που έδινε περισσότερο από κάθε άλλο τον τόνο της γιορτής ήταν η πολυκοσμία που, ιδιαίτερα το βράδυ, κατέληγε στην πιάτσα, όπου, όταν μάλιστα ο καιρός ήταν καλός, δυσκολευόταν κανείς να περπατήσει και πιο πολύ να μιλήσει, μια και οι φωνές των πουλητάδων που διαλαλούσαν τα αγαθά τους, όπως και οι ανταλλαγές των ευχών, προκαλούσαν εκκωφαντικό θόρυβο. Σε τούτη την πολυφωνία δεν είχαν μικρό μέρος τα χαρμόσυνα σημάματα των εκκλησιών κυρίως στο τέλος της βραδινής ακολουθίας με πρωτοστασία του καμπαναριού του Αγίου.

Ακόμη οι συντροφιές εκείνων που έψαλλαν (όχι μοιρολογούσαν) τα κάλαντα κατά το κορφιάτικο μέλος, με τη συνοδεία βιολιού, κιθάρας και μαντολίνου, είχαν ιδιαίτερη συμβολή στον ηχητικό τομέα της γιορτής, όπως επίσης οι μικρές ομάδες μουσικών των Φιλαρμονικών μας που περνούσαν από μαγαζί σε μαγαζί και από σπίτι σε σπίτι για να παίξουν το καθιερωμένο μικρό μουσικό κομμάτι, σε δύο μέρη,  σύντομο και αργό, και να ευχηθούν.  Όπως καταλαβαίνει κανείς η γενική εντύπωση αυτής της οπτικοακουστικής  γιορτής πρόσφερε μια ιδιαίτερη διασκέδαση από την οποία δύσκολα ξεκολλούσαν οι Κορφιάτες για να γυρίσουν στην πραγματικότητα ενός κρύου συνήθως σπιτιού, όπου δεν τους περίμενε η τηλεόραση.

 Η κορφιάτικη κουζίνα

 Η ντόπια κουζίνα δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι διακρινόταν ιδιαίτερα για τον πλούτο και την ποικιλία της. Οι Koρφιάτες διατηρούσαν οπωσδήποτε με φανατισμό τη συνήθεια του αυγολέμονου σαν κύριο πιάτο για το γεύμα της πρώτης μέρας. Από κρέατα, εκτός από το μοσχάρι της σούπας, παρέθεταν το χοιρινό μπούτι, παραγιομισμένο με σκόρδο και αλατοπίπερο, ψημένο στον φoύρνο και το αρνάκι, συνήθως με πρωτόλειες ντόπιες αγκινάρες, που είναι όντως νοστιμότατες. Ο γάλλος είχε την τιμητική του την  δεύτερη μέρα. Ψηνόταν στο σπίτι, στο φoύρνo, παραγεμισμένος με ομελέτα, με κάστανα και κουκουνάρια κ.ά., και γέμιζε το σπίτι με την μοσχοβόλια του, πράγμα που με την σειρά του προκαλούσε την γενική ανυπομονησία. …Ψηνόταν, καθώς ειπώθηκε, στον φορητό φούρνο της εποχής, κατασκευασμένο από λαμαρίνα στα λατονιέρικα της Oβριακής, ο οποίος έπρεπε συνεχώς να τροφοδοτείται με αναμένα κάρβουνα, τοποθετημένα σε διαζώματα – κάτι σαν τους κύκλους της δαντικής κόλασης χωρίς την φρίκη -, και κάθε φορά που η νοικοκυρά τον άνοιγε για να προσθέσει λίγο νερό, να γυρίσει τον γάλλο ή και να βάλει νέα κάρβουνα, το πύρωμά του πρόσφερε ένα θέαμα παραμυθένιο για τα παιδικά μάτια..

Την δεύτερη μέρα φτιάχνανε οι νοικοκυρές συνήθως  και το μπουντίνο ψηλό κορφιάτικο παστίτσο σκεπασμένο με γλυκιά κρούστα. Τα γεύματα βέβαια συμπλήρωναν τα αλαντικά, το νούμποuλο και το σαλάδο κυρίως και τα τυριά: φέτα και ξερό (κεφαλοτύρι) ενώ δεν έλειπε από το τραπέζι η μoυστάρδα, αγορασμένη από του Στράτη ή του Παπαγιώργη. Ακολουθούσαν τα φρέσκα φρούτα της εποχής και τα συκοκάρυδα, τα λεφτοκάρυα, τα τάταλα και οι συκομαϊδες που συντρόφευαν ως αργά το απόγευμα, το ντόπιο αρετσίνωτο κρασί άσπρο ή μαύρο. Όσο για γλυκά, κυριαρχούσαν αυτές τις μέρες το κερκυραϊκό μαντολάτο και οι κουραμπιέδες, μ’ ένα ολόκληρο αμύγδαλο από κάτω. Οι τελευταίοι κατασκευάζονταν συνήθως στο σπίτι κι η επιτυχία τους αποτελούσε ένα ακόμη δείγμα για την επιδεξιότητα της νοικοκυράς.

Ιδιαίτερος  διάκοσμος τoυ σπιτιού δεν υπήρχε εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, καθόλοu κορφιάτικο, όπως και καθόλου ελληνικό,  που όμως είχε ήδη μπεί στον τόπο μας, και που στολιζόταν κυρίως με καρύδια χρυσωμένα, φρούτα, πάρα πολύ μπαμπάκι σε τούφες, μάρτυρα της βόρειας καταγωγής  του. Για. δώρα. ούτε λόγος, αφού αυτά αποτελούσαν αποκλειστικότητα της Πρωτοχρονιάς.

Φιλελλήνων και Αγίου Σπυρίδωνος

Φιλελλήνων και Αγίου Σπυρίδωνος

Η Πίνια στα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα

Η Πίνια στα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα

Εκκλησιαστική τάξη

Δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για ιδιαιτερότητα σε ότι αφορά την εκκλησιαστική τάξη. Η αυστηρή προσήλωση και στο τυπικό των λατρευτικών εκδηλώσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που διατηρήθηκε στους πεντέµισυ αιώνες της λατινοκρατίας, εξακολούθησε, όπως ήταν φυσικό, και εξακολουθεί να χαρακτηρίζει  την κερκυραϊκή Εκκλησία.

Μολοντούτο το γενικότερο κλίµα που δηµιούργησε η επίδραση της τόσο µακροχρόνιας παραµονής στον τόπο µας ενός ξένου στοιχείου, ιδιαίτερα «προηγµένου» πολιτιστικά, επίδραση που διατηρήθηκε σαν χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα και αποτέλεσε την κορφιάτικη ειδοποιό διαφορά, δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσει ανεπηρέαστο, στα εξωτερικά βέβαια στοιχεία, και τον εκκλησιαστικό χώρο. Έτσι σηµειώνουμε για παράδειγµα, το ύφος της κορφιάτικης ψαλμωδίας, ιδιαίτερα χαρµόσυνο και πολυφωνικά αρµονικό, και δεν εννοούµε την χορωδιακή ψαλµωδία µε την συνοδεία του αρµόνιου, αλλά το καθαυτό δίχορο ψάλσιµο, που έλλειψε δυστυχώς απο τα µέσα του αιώνα µας. Ακόµη µνηµονεύουµε απλά  τους χαρακτηριστικούς τρόπους του καµπανοσηµάµατος.

Ήταν τα παραπάνω από τα βασικότερα στοιχεία ενός ξενικού επηρεασµού, που περνώντας όµως από το τοπικό χωνευτήρι αφοµοιώθηκε κι αναπλάστηκε απόλυτα, έτσι ώστε ν’ αποτελέσει την τοπική έκφραση. Και όπως είν’  ευνόητο τα στοιχεία αυτά ήταν και από τα εντονότερα που χαρακτήριζαν µια εκκλησιαστική γιορτή τόσο χαρµόσυνη όσο είναι τα Χριστούγεννα.

Γιώργος Ζούμπος
(Όπως δημοσιεύτηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 23-12-2015)

 

ΠΗΓΗ
Α. Χ. Τσίτσας, «Κέρκυρα/ Νοσταλγικές διαδρομές», Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 1992

 

* * *