Στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας εμφανίζεται καί εδραιώνεται στα Ιόνια νησιά ο θεσμός των θρησκευτικών αδελφοτήτων λαϊκών. Πρόκειται για συσσωματώσεις ατόμων που συνδέονται με κοινά ενδιαφέροντα είτε επαγγελ­ματικά, είτε αποκλειστικά πνευματικά. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί τις αδελφότητες σε συντεχνιακές και σε καθαρά θρησκευτικές αδελφότητες. Παρά τη διάκριση αυτή ο θρησκευτικός χαρακτήρας ήταν κυρίαρχος στις εκδηλώ­σεις των αδελφοτήτων και των δύο κατηγοριών.

Στα κείμενα της εποχής η συντεχνία αποκαλείται μαϊστράντζα και άρτε και η συντεχνιακή αδελφότητα σκάλα ή σπανιότερα φράγια. Συνηθέστερος, αλλά και ευρύτερος σημασιολογικά, υπήρξε ο όρος αδελφότης, καθώς επίσης οι όροι αδελφάτο καί συναδελφατο. Τα μέλη των αδελφοτήτων αποκαλούνται αντίστοιχα αδελφοί ή συναδελφοί.

Εκτός από τις περιπτώσεις των συντεχνιακών αδελφοτήτων όπου φυσικά εγγράφονταν μέλη υποχρεωτικά όσοι ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, στις θρη­σκευτικές αδελφότητες γίνονταν δεκτά ως μέλη άτομα που αποδέχονταν τους πνευματικούς στόχους του σωματείου. Κατά κανόνα τα μέλη τους ήταν άντρες. Οι αδελφότητες έφεραν την επωνυμία του ιερού προσώπου που ήταν προστά­της της συντεχνίας ή που προς τιμή του είχε ιδρυθεί η αδελφότητα. II ίδρυση και η λειτουργία των αδελφοτήτων γινόταν με την έγκριση των πολιτικών και των εκκλησιαστικών αρχών. Κάθε αδελφότητα τηρούσε ένα επίσημο βι­βλίο, γνωστό άλλοτε με τους ειδικούς όρους μαρέγκολα (marengola) ή καπιτολάριον κι άλλοτε με τις κοινές ονομασίες κώδιξ ή βραβείον που χρησιμο­ποιούνται για τα αντίστοιχα βιβλία ναών καί μονών. Σ’ αυτό καταχωρίζονταν η ιδρυτική πράξη και οι σκοποί του σωματείου, τα ονόματα των μελών και η δράστη ριότητά του (πρακτικά συνελεύσεων, εγγραφές νέων μελών, συνδρομές μελών, αποδοχή δωρεών κ.λπ.), όπως επίσης καί η επικύρωση των σχετικών πράξεων απο τις πολιτικές ή τις εκκλησιαστικές αρχές. Τα σχετικά με την ίδρυση και τους σκοπούς της αδελφότητας διατυπώνονταν είτε σε σύντομο σημείωμα γραμμένο στην αρχή του κώδικα, είτε σε αναλυτικότερους κανονι­σμούς που έχουν τη δομή καταστατικού (συχνότερους από τα τέλη του 17ου αιώνα).

Τα μέλη συνέρχονταν σε ετήσιες τακτικές και σε έκτακτες γενικές συνε­λεύσεις. Η γενική συνέλευση, το καπίτολο όπως λεγόταν, ήταν το κυρίαρχο όργανο της αδελφότητας εξέλεγε με ψηφοφορία καί με πλειοψηφία τα μέλη του προεδρείου και τους άλλους αξιωματούχους της αδελφότητας, καθώς επί­σης τους ιερείς και τα νέα μέλη της. Όλα τα θέματα που ενδιέφεραν την αδελφότητα παρουσιάζονταν, συζητούνταν και θέτονταν σε ψηφοφορία στη γε­νική συνέλευση που έπαιρνε με πλειοψηφία τις αποφάσεις.

Οι αξιωματούχοι της αδελφότητας, σύνδικοι, γαστάλδοι, προκουρατυροι και ο γραμματικός εκλέγονταν με ορισμένη θητεία για ένα, συνηθέστερα δύο, σπανιότερα για περισσότερα χρόνια. II εκλογή τους επικυρωνόταν απο τις βενετικές αρχές. Ο Βενετός προβλεπτής μάλιστα είχε το δικαίωμα να προβεί στην παύση και στην αντικατάσταση των μελών του προεδρείου σε περίπτωση που καταγγελλόταν ότι είχαν αθετήσει τις υποχρεώσεις τους. Φυσικά η θητεία του διορισμένου από τον προβλεπτή προεδρείου ήταν προσωρινή, μέχρι να εκλεγεί νέο κανονικό προεδρείο από τη γενική συνέλευση. Τα υποψήφια νέα μέλη της αδελφότητας προτείνονταν στη γενική συνέλευση και εκλέγονταν, όπως αναφέρθηκε, με πλειοψηφία. Κάθε μέλος έπρεπε να καταβάλλει ένα χρη­ματικό ποσό για συνδρομή. Εάν δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις που είχε σαν μέλος της αδελφότητας, οι σύνδικοι και οι γαστάλδοι τον απέπεμπαν και ότι είχε προσφέρει ως τότε στην αδελφότητα χαρακτηριζόταν όχι συνδρομή μέ­λους, αλλά δωρεά και έμενε σε όφελος της αδελφότητας. Όποιος είχε δια­γραφεί δεν είχε το δικαίωμα να ξαναγίνει μέλος.

Ενώ ο κύριος σκοπός των συντεχνιών ήταν η προάσπιση των συντεχνιακών συμφερόντων και η αλληλοβοήθεια των μελών τους, φαινομενικός προορισμός των καθαρά θρησκευτικών αδελφοτήτων και επίκεντρο της δραστηριότητάς­τους ήταν η ίδρυση και η λειτουργία του «συναδελφικού» ναού. Σύμφωνα με όσα στοιχεία είναι γνωστά, η αδελφότητα αποκτούσε μια εδαφική περιοχή, όπου έχτιζε τον ομώνυμο ναό, και την υπόλοιπη έκταση τη χώριζε σε οικό­πεδα που τα πάκτωνε σε όσους ήθελαν να εγκατασταθούν εκεί ως ενορίτες του ναού. Τη φροντίδα του συναδελφικού ναού την είχαν οι προκουρατόροι ή επίτροποι. Με δικές της δαπάνες η αδελφότητα φρόντιζε επίσης για τον εξο­πλισμό και για τον εξωραϊσμό του ναού. Τη λειτουργία του ναού της η αδελφό­τητα την εμπιστευόταν σε ένα ή περισσότερους ιερείς που εκλέγονταν και αυτοί, όπως ειπώθηκε, από τη γενική συνέλευση με ορισμένη θητεία (ετήσια, διετή ή τριετή). Για να εκλεγούν οι ιερείς έπρεπε οπωσδήποτε να είναι μέλη της αδελφότητας. Η εκλογή τους επικυρωνόταν από τον Βενετό προβλεπτή ή, σ’ άλλες περιπτώσεις, από τον αρχιεπίσκοπο που παρευρισκόταν στην εκλογή και συνυπέγραψε τη σχετική πράξη μαζί με το προεδρείο της αδελφότητας. Άλλοτε πάλι η εκλογή του ιερέα επισημοποιούταν με τη σύνταξη νοταριακής πράξης. Ειδικές διατάξεις ρύθμιζαν τα σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο που οι νέοι ιερείς αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους. Οι εφημέριοι του συναδελ­φικού ναού συνήθως δεν είχαν άλλη οικονομική αποζημίωση για το λειτούρ­γημα που ασκούσαν, εκτός από ότι τους πρόσφεραν οι αδελφοί και οι ενορίτες για την τέλεση των ιεροπραξιών. Αλλά και οι αδελφοί ήταν υποχρεωμένοι με απειλή διαγραφής, να απευθύνονται στον εφημέριο της αδελφότητας για να τελέσει τις κοινωνικές ιεροπραξίες (βάπτιση, αρραβώνα, γάμο, κηδεία). Αντίστοιχα και οι συντεχνίες προέβαιναν στην εκλογή των ιερέων και φρόντι­ζαν για τη συντήρηση του ναού. όπου έδρευε η συντεχνιακή αδελφότητα.

Κάθε αδελφότητα είχε το δικό της λάβαρο, όπου σε πορφυρό βάθος εικο­νιζόταν (συνήθως σε προτομή) ο προστάτης άγιος ή και τα συντεχνιακά εμ­βλήματα. Οι συντεχνίες ήταν μάλιστα υποχρεωμένες να μετέχουν στις επίση­μες θρησκευτικές και πολιτικές πομπές μαζί με τα λάβαρά τους. Αντίθετα με τα εκκλησιαστικά λάβαρα, που έχουν κατακόρυφη φορά, τα λάβαρα των αδελ­φοτήτων είχαν οριζόντια αναδίπλωση και ήταν προσαρμοσμένα με τη μία πλευρά τους σε κοντάρι, όπως οι σημαίες. Τέτοια λάβαρα απεικονίζονται στον σπουδαιότατο από ιστορική άποψη πίνακα του ζακυνθινού ζωγράφου Ιωάννη Κοράη του Πρεσβύτερου «Λιτανεία του Αγίου Χαραλάμπη» (1756), που αποτελεί το ελληνικό ανάλογο του περίφημου πίνακα του (Gentile Bellini) «Λιτανεία του Σταυρού στην πλατεία του Αγίου Μάρκου» της Βενετίας. Λά­βαρα συντεχνιών απεικονίζονται επίσης στους πίνακες του Νικόλα Κουτούζη «Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου» (1766) και του Νικόλαου Καντούνη «Λιτα­νεία των Λγίων Πάντων» (1808).

Στα Ιόνια νησιά υπήρχαν σε λατινικούς ναούς και αδελφότητες δυτικών (Ιταλών κ.ά.), όπως η «Αδελφότητα της Αγίας Δωρεάς» (Scuola del Sacrissimo Sacramento) που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 16ου αιώνα στο ναό της Παναγίας των Χαρίτων (Santa Maria delle Grazie) στη Ζάκυνθο, η σύγχρονη και ομώνυμη αδελφότητα στο ναό του Αγίου Νικολάου του Κάστρου στην Κεφαλονιά, καθώς και η επίσης ομώνυμη αδελφότητα που είχε ιδρυθεί το 1635 με άδεια της βενετικής συγκλήτου στο ναό της Παναγίας της Νίκης (Santa Maria della Vittoria) στο Αργοστόλι κ.ά. Η οργάνωση και η λει­τουργία των (ορθόδοξων και λατινικών) αδελφοτήτων στα ιόνια νησιά κωδι­κοποιήθηκε με τον εκκλησιαστικό κανονισμό που εκδόθηκε από τον Γενικό Προβλεπτή για τη Θάλασσα Αυγουστίνο Sagredo το 1754.

Παρόλο που οι συσσωματώσεις ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα είναι φαι­νόμενο αρχαιότατο, ευρύτατα διαδομένο και γνωστό στον ελληνικό κόσμο σε όλη την ιστορική του διάρκεια, ο θεσμός των θρησκευτικών αδελφοτήτων ατό­μων λαϊκών, όπως εμφανίζεται στα Ιόνια νησιά, αποτελεί φαινόμενο που οφεί­λεται σε ξένες πολιτισμικές επιδράσεις και ως ένα βαθμό είναι προϊόν της ξένης επέμβασης στη διαμόρφωση των δομών της βενετοκρατούμενης νησιω­τικής κοινωνίας.

Το πρότυπο των αδελφοτήτων αυτών πρέπει να αναζητηθεί στις βενετικές θρησκευτικές αδελφότητες (confraternite ή scuole laiche di devozione), που εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο, πανευρωπαϊκό λαϊκό πνευματικό κί­νημα του μεσαίωνα. Η καταγωγή του θεσμού αμφισβητείται όμως συνδέε­ται στενά με την εξέλιξη που είχαν οι συντεχνιακές ενώσεις (artes) μέσα. στο κλίμα της μεσαιωνικής θρησκευτικότητας. Οι αδελφότητες ιδρύονταν στο όνομα ενός ιερού προσώπου (προστάτη άγιου) από άτομα που είχαν κοινούς δεσμούς (επαγγελματικούς, καταγωγής, γειτνίασης ή άλλους) και οπωσδή­ποτε κοινά πνευματικά ενδιαφέροντα. Φαινομενικός σκοπός της ίδρυσης μιας αδελφότητας ήταν η απόδοση τιμής στον προστάτη άγιο, αλλά αυτή η τυπικά λατρευτική εκδήλωση δεν αποτελούσε παρά το επίκεντρο μιας έντονης και πολύπλευρης θρησκευτικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Θα μπορούσε μά­λιστα να λεχθεί χωρίς υπερβολή, ότι ήταν ο αποδεκτός λόγος για την ανάπτυξη αυτής της συλλογικής και της συνακόλουθης ατομικής δραστηριότητας. Π αδελφότητα διέθετε δικό της βωμό (altare), επώνυμο του προστάτη άγιου, σε κάποιο ενοριακό ναό ή σε ειδικές περιπτώσεις ιδιόκτητο ναό, καθώς και λά­βαρο με την εικόνα του προστάτη άγιου. Τηρούσε επίσημο βιβλίο (mariegola), όπου ήταν καταγραμμένα το χρονικό της ίδρυσης, το καταστατικό, ο κατά­λογος των μελών και οι κυριότερες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, καθώς και αποφάσεις των πολιτικών αρχών που αφορούσαν στις αδελφότητες γενικά ή στη συγκεκριμένη αδελφότητα ειδικά. Κυρίαρχο όργανο ήταν η γενική συνέ­λευση (capitolo), που με δημοκρατικές διαδικασίες εξέλεγε τα μέλη του προε­δρείου (banca), τους άλλους αξιωματούχους και τους ιερείς. Τα αναλυτικά πρακτικά των γενικών συνελεύσεων καταγράφονταν σε ειδικά βιβλία (capitolari).

Παράλληλα με τη συλλογική προσευχή και λατρεία, τις καθιερωμένες επί­σημες συναδελφικές γιορτές, τις συνεστιάσεις, τη συμμετοχή σε λιτανείες, τα μέλη της αδελφότητας είχαν την υποχρέωση να συνοδεύουν στην ταφή τους αδελφούς που πέθαιναν και να μετέχουν στις λειτουργίες που γίνονταν για την ανάπαυση της ψυχής τους, να συντρέχουν τους αδελφούς που ήταν άποροι, άρρωστοι ή ανίκανοι για δουλειά, καθώς και τους συγγενείς όσων είχαν πε­θάνει, φροντίζοντας ιδιαίτερα για την οικονομική ενίσχυση των χηρών και την αποκατάσταση των ορφανών. Σε μεταγενέστερους χρόνους .πολλές αδελφότη­τες ίδρυσαν και συντηρούσαν νοσοκομεία για την περίθαλψη των άρρωστων μελών τους. Από την άποψη αυτή οι αδελφότητες παίρνουν την πρωτοβουλία και επωμίζονται ένα τεράστιο κοινωνικό έργο σε μια εποχή που η πολιτεία δεν είχε συμπεριλάβει την κοινωνική μέριμνα στους στόχους της. Το κοινω­νικό έργο των αδελφοτήτων δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στην κάλυψη των μελών τους. Υπήρχαν μάλιστα αδελφότητες που είχαν βάλει για κύριο σκοπό τους την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο είτε σε επίπεδο θεωρητικό (προσευχή και μετάνοια), είτε σε επίπεδο έμπρακτης συγκεκριμένης συμπαράστασης καί προσφοράς (παρηγορητική συνοδεία μελλοθανάτων, περίθαλψη απόρων και ασθενών σε ιδρύματα που συντηρούσαν οι αδελφότητες, απελευθέρωση αιχμα­λώτων κλπ.). Τον 15ο αιώνα ο θεσμός των αδελφοτήτων είχε γενικευτεί σε βαθμό που όλος σχεδόν ο πληθυσμός ήταν οργανωμένος σ’ αυτές.

Ενώ οι συντεχνίες της Βενετίας υπάγονταν στη δικαιοδοσία ειδικής αγορα­νομικής υπηρεσίας, των .Justiciarii, που ασκούσαν αυστηρό έλεγχο στη λει­τουργία του σωματείου, οι θρησκευτικές αδελφότητες ιδρύονταν με άδεια του Συμβουλίου των Δέκα και υπάγονταν για διοικητικό έλεγχο στην υπηρεσία των Provveditori di Comun. Με τον τρόπο αυτό η κρατική αρχή αναγνώριζε την ύπαρξη ενός νομικού προσώπου υπεύθυνου και υπόλογου για τη συλλογική δραστηριότητα των μελων του, αλλά ταυτόχρονα καθόριζε τα πλαίσια λειτουρ­γίας και αστυνόμευε την όλη δράση του σωματείου. ΙΙαρ’ όλα αυτά δεν έλειψε το φαινόμενο της λαθραίας σύστασης και λειτουργίας αδελφοτήτων. Τον 18ο αιώνα υπήρχαν στη Βενετία 290 αναγνωρισμένες αδελφότητες, ενώ παράλ­ληλα λειτουργούσαν λαθραία 157, που κλείστηκαν το 1704 από το Συμβούλιο των Δέκα.

Οι αναλογίες και οι κοινές αναφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις βενετικές θρησκευτικές αδελφότητες και σ’ εκείνες που ιδρύθηκαν στα Ιόνια νησιά είναι ιδιαίτερα εύγλωττες. Τόσο η ορολογία που χρησιμοποιείται στα νησιά, όσο και η δομή του θεσμού αντικαθρεφτίζουν το βενετικό πρότυπο. Σ’αυτό άλλω­στε αναφέρεται και η λαϊκή μνήμη που διατήρησε συνεκδοχικά τους εξελληνι­σμένους όρους καπίτουλο στη Ζάκυνθο και σκόλα στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα δίνοντάς τους την έννοια του λάβαρου συντεχνίας. Βέβαια ο θεσμός δεν ήταν ολότελα άγνωστος καί στη βυζαντινή Ελλάδα, όπως μαρτυρεί η περί­πτωση της αδελφότητας της «Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας» που είχε ιδρυ­θεί τον 11ο αιώνα στη Θήβα . Επίσης είναι γνωστός και σε άλλες λατινοκρα­τούμενες ελληνικές περιοχές στον 13ο αιώνα ανάγεται η ίδρυση της λατινικής «Αδελφότητας του Αγιοτάτου Σώματος του Χριστού» (Confraternita del Santissimo Corpo di Cristo) στη Νάξο , ενώ τον 15ο αιώνα μαρτυρείται ύπαρξη πολυάνθρωπης αδελφότητας Ελλήνων στη Μεθώνη.

Όπως στη Βενετία, έτσι και στα βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά ο πληθυ­σμός οργανώθηκε σε αδελφότητες, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στους αγροτικούς οικισμούς. Ακριβή ποσοτικά στοιχεία δεν υπάρχουν, αλλά φαίνε­ται ότι οι περισσότεροι από τους ναούς που είχαν χρήση ενοριακή ανήκαν σε αδελφότητες, έτσι που οι έννοιες συναδελφικού και ενοριακού ναού να συμπέ­σουν. Στα Ιόνια νησιά οι αδελφότητες δεν ανέπτυξαν —τουλάχιστον όσο είναι -δυνατό να διαπιστωθεί— ιδιαίτερα μεγάλη κοινωνική δράση, έχοντας περιορί­σει τη δραστηριότητά τους στο καθαρά πνευματικό πεδίο. Οπωσδήποτε υπάρ­ξουν ενδείξεις ότι άσκησαν κοινωνικό έργο είτε σε συναδελφικά πλαίσια είτε και έξω από αυτά. Είναι φανερό ότι η ύπαρξη του θεσμού εξυπηρετούσε τις πνευματικές, αλλά και άλλες πρακτικότερες ανάγκες του πληθυσμού. Μέσα από αυτές έβρισκε διέξοδο η ανάγκη των ατόμων για συλλογική δράση και για κοινωνική αλληλεγγύη. Από την άλλη μεριά η ξένη διοίκηση μετέθετε στις αδελφότητες τη φροντίδα και την οικονομική επιβάρυνση για την οργάνωση της ενορίας, την ίδρυση και τη συντήρηση του ναού, καθώς και την οικονομική ενίσχυση των εφημερίων. Από άποψη πολιτική ο θεσμός αυτός δημιουργούσε πυρήνες ελεγχόμενης αυτοδιαχείρισης του πληθυσμού, που παρείχαν τις προ­υποθέσεις για μια ενεργότερη συμμετοχή των ατόμων στις κοινωνικές δια­δικασίες, αλλά ταυτόχρονα εξασφάλιζε στη διοίκηση τη δυνατότητα αστυνό­μευσης του πληθυσμού με την άσκηση άμεσου πάνω στην αδελφότητα και έμμεσου μέσα από την αδελφότητα ελέγχου της ατομικής και της συλλογικής δραστηριότητας των ατόμων. Ίσως δεν θα ήταν ιδιαίτερα τολμηρό να λεχθεί, ότι σ’ αυτό τον θεσμό διαφαίνονται τα σπέρματα νεότερων πολιτικών αντιλή­ψεων που οδήγησαν στη σύλληψη της ιδέας του «σωματειακού κράτους».

Ν.Γ. Μοσχονάς

Βυζαντινά Σύμμεικτα http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/bz 

 

* * *